Έρευνα Τι Πιστεύουν Οι Έλληνες
Photography: kelster34/Flickr
Αρθρογραφια |

Τι Πιστεύουν Οι Έλληνες - Τα Όρια Της Έρευνας

Ποιά είναι τα όρια της έρευνας "Τι Πιστεύουν Οι Έλληνες"; Μερικά πράγματα που πρέπει να έχουμε υπ' όψιν, προσεγγίζοντας τα αποτελέσματα.

O Παναγής Παναγιωτόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής κοινωνιολογίας στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών

H μεγάλη έρευνα "Τι Πιστεύουν Οι Έλληνες" αποτυπώνει - στο πλαίσιο της συγκεκριμένης μεθοδολογίας- το πλήθος των κοινωνικών αντιφάσεων και της ταυτοτικής περιπλοκής που ορίζει σήμερα την ελληνική κοινωνία.

Η έρευνα διαγιγνώσκει κοινωνικά χάσματα, ανισότητες, διαφορετικές προσλήψεις της Ευρώπης και του κόσμου.

Έχει, έτσι, μια διπλή χρησιμότητα. Αυτή που προκύπτει από τα ίδια τα ευρήματά της από τη μία και την οριοθέτηση της εμβέλειας και της χρησιμότητας αυτών των ευρημάτων από την άλλη. Η έρευνα σωστά διαγιγνώσκει κοινωνικά χάσματα, ανισότητες, διαφορετικές προσλήψεις της Ευρώπης και του κόσμου, των διακυβευμάτων που αφορούν τη σχέση μας με αυτόν, αλλά ταυτόχρονα, αν κανείς παρατηρήσει και συνδέσει τις ποικίλες θεματικές των ερωταπαντήσεων, θα δει περισσότερη θολότητα παρά σαφήνεια, μεγαλύτερη ασάφεια παρά καθαρότητα, περισσότερες αντιφάσεις παρά δομημένες ταυτότητες. Και αυτό δεν είναι μειονέκτημα της έρευνας ή αστοχία της, αλλά αντιθέτως είναι επιτυχία της.

Ένας έτερος περιορισμός που μοιάζει να οριοθετεί την εξηγητική εμβέλεια ακόμα και μιας καλοσχεδιασμένης έρευνας όπως αυτή, είναι η πολυσυλλεκτική διάσταση του ατόμου, όπως αυτή έχει επικρατήσει στις κοινωνίες της ύστερης νεωτερικότητας. Ο περιορισμός είναι εδώ ερμηνευτικός και έχει να κάνει με τη γνωσιακή πεπατημένη των κοινωνικών επιστημών. Πράγματι, οι τελευταίες ακόμα και σήμερα συχνά λειτουργούν ως κληρονόμοι μιας γνώσης του 19ου αιώνα και του πρώτου μισού του 20ου, παρά ως ευαίσθητοι αισθητήρες της χαώδους παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας του σήμερα. Όταν συμβαίνει αυτό, οι κοινωνικές επιστήμες τείνουν να αναζητήσουν συμπαγείς ομάδες με ταξικά ή εν γένει συλλογικά-ενοποιητικά χαρακτηριστικά και εσωτερική συνοχή εκεί που δεν υπάρχουν. Με άλλα λόγια, οι κοινωνικές επιστήμες καλλιεργούν την εντύπωση ότι αυτόματα εντοπίζουν καθετοποιημένες ταυτότητες, οι οποίες δομούν τα άτομα με τρόπο συνολικό, ότι ο ατομικός βίος και οι πεποιθήσεις ορίζονται τελεσίδικα από κοινά βιωματικά, συλλογικά, εισοδηματικά χαρακτηριστικά. Οι ομάδες αυτές περιγράφονται ξεκινώντας από βαριά δημογραφικά χαρακτηριστικά, για να καταλήξουν σε στάσεις, αξίες και συμπεριφορές που «οφείλουν» να έχουν υψηλό επίπεδο εσωτερικής συνοχής. Οι ομάδες αυτές, κοινωνικές, γεωγραφικές ή ηλικιακές, καθώς θεωρούνται συμπαγείς και ομοιόμορφες στο εσωτερικό τους, θεωρητικά θα πρέπει να βρίσκονται σε ένταση με άλλες ομάδες που διαθέτουν εξίσου κάθετες, συμπαγείς και συνεκτικές ταυτότητες.

Κάτι τέτοιο, όμως, δεν συμβαίνει σε κοινωνίες αυξημένης κοινωνικής κινητικότητας, κοινωνίες με περίπλοκη ιεράρχηση, πολλαπλές και ταυτόχρονες επαγγελματικές ιδιότητες των υποκειμένων, αποστάσεις μεταξύ διακηρυγμένης πεποίθησης και καθημερινών πρακτικών. Αυτοί οι διαχωρισμοί μεταξύ συμπαγών ομάδων δεν επαληθεύονται π.χ. όταν βρισκόμαστε σε συνθήκες πιθανής ή διευρυμένης απόκρυψης εισοδημάτων ή εν γένει αδιαφανούς κατανομής του.

Ακόμα, λοιπόν, και την μακρά περίοδο της ελληνικής κρίσης η οποία προκαλεί, αναντίρρητα, μια διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και των αποστάσεων που χωρίζουν εκείνους που διατήρησαν την κοινωνική τους θέση από εκείνους που κατέβηκαν την κλίμακα της κοινωνικής ιεραρχίας, είναι δύσκολο να πει κανείς ότι ευθυγραμμίζονται στάσεις, συμπεριφορές, αξίες και εισόδημα, ιδεολογία και πολιτική τοποθέτηση. Και αυτό, διότι στην Ελλάδα της ύστερης Μεταπολίτευσης, οι νεωτερικού τύπου συναρθρώσεις μεταξύ πραγματικού επιπέδου ζωής, θέσης στην κοινωνική κλίμακα, νοοτροπίας και πολιτικής πεποίθησης μοιάζουν εν πολλοίς να μην υφίστανται, ή έστω να μην υπακούουν σε έναν καθοριστικό παράγοντα ή μοναδικό κανόνα. Η ταυτότητα του ατόμου φαίνεται στην πραγματικότητα να είναι σκορπισμένη σε μια κοινωνική και συμβολική αγορά από την οποία ο εκάστοτε ερωτώμενος –στις έρευνες - συλλέγει και συγκροτεί κατά το δοκούν εκείνα που εντέλει θα τον εξατομικεύσουν.

Έτσι, θα δούμε και στην παρούσα έρευνα απαντήσεις που στον συνδυασμό τους δεν μοιάζουν να έχουν καμία πολιτική συνοχή και επαρκή εσωτερική συγκρότηση. Για παράδειγμα βλέπουμε πολύ υψηλά ποσοστά αρνητικών αντιδράσεων τόσο στο άκουσμα της λέξης «ριζοσπαστισμός» όσο και στην λέξη «καπιταλισμός» και αντιστοίχως υψηλά ποσοστά θετικής ανταπόκρισης στο άκουσμα της λέξης «σοσιαλισμός»- ο τελευταίος παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα και το Νοέμβριο, σε αντίθεση με τον ριζοσπαστισμό που αποδυναμώνεται ανάμεσα στις δυο ερευνητικές στιγμές. Ακόμα, πολύ μεγάλα ποσοστά υπέρ της παραμονής στην ΕΕ – που μειώνεται σημαντικά όμως στο επαναληπτικό κύμα του Νοεμβρίου, αλλά επίσης πολύ σημαντικό ρεύμα που υποστηρίζει ότι η Ελλάδα οφείλει να βρει νέες συμμαχίες εκτός ΕΕ- που, αξίζει να σημειωθεί, δεν αυξάνεται στην μέτρηση του Νοεμβρίου και μάλλον λαμβάνει πτωτική τάση.

Αυτό το διπλό εύρημα, που με βάση μια πρώτη επιστημονική ή πολιτική προέγγιση δείχνει αντιφατικό και δυσεξήγητο, είναι για το υποκείμενο κάτι το φυσιολογικό. Τα κατανοητικά πλαίσια του μελετητή εδράζονται με άλλα λόγια στον πολιτικό ορθολογισμό μιας άλλης εποχής.

Πιο συγκεκριμένα, τα ίδια τα υποκείμενα δε νιώθουν αναγκαστικά πως η υιοθέτηση της διπλής αυτής στάσης (και υπέρ του ευρώ έστω και ως αναγκαίο κακό και υπέρ ενός εναλλακτικού στρατηγικού προσανατολισμού της χώρας) είναι ενα αντιφατικό και αυτοναιρούμενο μέγεθος. Για το ίδιο το άτομο που δηλώνει κεντρώος και ταυτόχρονα βλέπει θετικά την έννοια «σοσιαλισμός» και αρνητικά τη λέξη «καπιταλισμός» –και μπορεί ο καθείς να εμπλουτίσει το ιδιωτικό μωσαϊκό κατά το δοκούν με τη χρήση των ασύνδετων μεταξύ τους αποκρίσεων στην έρευνα μας- όλα αυτά αποτελούν την ίδια του τη ζωή και μια ταυτότητα που δεν δείχνει περισσότερο συγκεχυμένη και λιγότερο ορθολογική από τον κόσμο που τον περιβάλλει.

Αυτό το συναίσθημα σύγχυσης που προκαλεί ο κοινωνικός κόσμος του ατόμου, προκαλεί πολιτικές και ιδεολογικές αποευθυγραμμίσεις και οξύνει την αίσθηση ελευθερίας που έχουν οι ερωτώμενοι απέναντι στις ερωτήσεις που έχουν τεθεί.

Αυτό που στενά κοινωνιολογικά εμφανίζεται ως ανομική τοποθέτηση και χαοτικός χάρτης απαντήσεων, μοιάζει να διατρέχει την καθημερινότητα των ατόμων ως στοιχείο κανονικότητας.

Με άλλα λόγια, είμαστε καταδικασμένοι να αναζητούμε ομαδοποιημένες συνεκτικές απαντήσεις και να βρίσκουμε μια αποδιαρθρωμένη κοινωνία χωρίς μείζον διακύβευμα, χωρίς άξονα που να ορίζει τα πάντα, και το υποκείμενο είναι καταδικασμένο με τη σειρά του να περιγράφει τον εαυτό του ως αυτονόητη και απολύτως ελεύθερη πραγματικότητα, ενώ μετεωρίζεται ή ακροβατεί ανάμεσα σε σκληρές επιλογές που δεν αντιλαμβάνεται. Η έρευνα έχει να αναμετρηθεί με αυτό που προσφυώς έχει αποκληθεί και γνωστική ασυμφωνία (cognitive dissonance). Τη διευρυνόμενη απόσταση μεταξύ δηλωμένης πεποίθησης και πραξεολογίας.

Με ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει ο χρήστης της έρευνας να τοποθετηθεί μπροστά στην κοινωνιολογική κατανομή των των επαγγελμάτων, όπως αυτή γίνεται στην έρευνα, και ακόμη περισσότερο η συνειρμική ροπή να σχετιστούν επαγγελματικές κατηγορίες με συγκεκριμένες κοινωνικές αξίες, πολιτικές στάσεις και προτιμήσεις ή ακόμα και ιεραρχικές τοποθετήσεις στην κοινωνική κλίμακα.

Όλα αυτά συμβαίνουν με το μορφωτικό επίπεδο να αποτελεί τον πιο αξιόπιστο άξονα διαφοροποίησης, τόσο στην κλίμακα εισοδημάτων όσο και στον άξονα των πεποιθήσεων (με τους πιο μορφωμένους να τείνουν να είναι και οι πλέον εύποροι και οι πλέον ευρωπαϊστές-φιλελεύθεροι) χωρίς όμως αυτό να μπορεί να συνοψίζει τα πάντα, ή να μπορεί να αποτελέσει έναν σιδηρούν κανόνα που να αγκαλιάζει όλες τις πτυχές της ιδεολογικής και αξιακής τοποθέτησης των ατόμων.

Το πρώτο μεγάλο πρόβλημα που υπάρχει σε τέτοιου είδους έρευνες είναι η επαγγελματική προέκταση του πολυσυλλεκτικού ατόμου που αναφέραμε νωρίτερα. Με άλλα λόγια, η ελληνική κοινωνική δομή και οικονομία κατοικούνται από δρώντες που σχεδόν στην πλειοψηφία τους και με πολλές διαβαθμίσεις έχουν περισσότερες από μια επαγγελματικές ιδιότητες, και συνεπώς περισσότερα από ένα οικονομικά συμφέροντα. Τα βασικά στοιχεία της πλουραλιστικής εξατομίκευσης της ύστερης νεωτερικότητας θα ενισχυθούν στην ελληνική περίπτωση από την πολυεπαγγελματική ενασχόληση, την συλλογή εισοδημάτων (ή όχι) και τη σχέση με τον κρατικό θεσμό.

Με αυτόν τον τρόπο η κοινωνιολογική περιγραφή των επαγγελματικών κατηγοριών λίγο αποδίδει τις οικονομικές και θεσμικές πραγματικότητες και αυτό μπορεί να εντοπιστεί σε δυο συγκεκριμένες προβληματικές κατηγορίες που εμφανίζονται και στην παρούσα έρευνα. Για παράδειγμα, ο εργαζόμενος στον δημόσιο τομέα μπορεί να είναι και εν μέρει απασχολούμενος στον ιδιωτικό. Ένας στρατιωτικός γιατρός, για παράδειγμα, που το κάνει νόμιμα. Ή ένας εκπαιδευτικός που χρησιμοποιεί τη θέση του για να φτιάξει γκρουπάκια για ιδιαίτερα. Ή, ακόμα, η απλή ενασχόληση του Δ.Υ. σε οικογενειακή επιχείρηση στον χώρο του εμπορίου, είναι ένα παράδειγμα εμπλοκής που αντιμετωπίζουν οι συμβατικές κοινωνιολογικές προσεγγίσεις. Έτσι, ακόμα και η - υποτίθεται - θεμελιώδης αντιπαράθεση δημοσίου υπαλλήλου-ανέργου του ιδιωτικού τομέα σχετικοποιείται.

Ακόμα, γνωρίζουμε από θεσμικές προσεγγίσεις της ελληνικής οικονομικής διάρθρωσης ότι οι ουσιώδεις ανισότητες εντοπίζονται καλύτερα εντός όμοιων επαγγελματικών δραστηριοτήτων (η έννοια της προσόδου είναι ιδιαίτερα σημαντική στο σημείο αυτό) και όχι στο σημείο του διαχωρισμού των επαγγελμάτων. Έτσι, γενικές κατηγορίες όπως αγρότες ή δημόσιοι υπάλληλοι μπορεί να μην αποδίδουν επαρκώς μια πλουσιότερη ήκαι πιο ρευστή ταυτότητα. Όμοιες προφυλάξεις θα πρέπει να πάρει κανείς όταν εξετάζει από κοινού την κατηγορία «εργάτες-ιδιωτικοί υπάλληλοι» η οποία μπορεί να κρύβει πολλές ανισότητες στο εσωτερικό της.