Η Μαρία Ευθυμίου, Αναπλ. Καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, σχολιάζει τις αντιθέσεις στις απόψεις των Ελλήνων, όπως αποτυπώνονται στην έρευνα της διαΝΕΟσις.
Photography: Oresti Tsonopoulos / Flickr
Αρθρογραφια |

Σταθερές και Ανατροπές στις Απόψεις των Ελλήνων

Η Μαρία Ευθυμίου, Αναπλ. Καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, σχολιάζει τις αντιθέσεις στις απόψεις των Ελλήνων, όπως αποτυπώνονται στην έρευνα της διαΝΕΟσις.


Οι  απαντήσεις των Ελλήνων στις ερωτήσεις της έρευνας της διαΝΕΟσις αναδεικνύουν κάποιες σταθερές και κάποιες ανατροπές. Οι τελευταίες ασφαλώς θα σχετίζονται, σε έναν βαθμό τουλάχιστον, με την ηθική κρίση που βιώνουμε εδώ και δεκαετίες και την οικονομική κρίση που βιώνουμε εδώ και επτά χρόνια.

Θα σταθώ σε τέσσερα σημεία.

1. Μία εντυπωσιακή σταθερά είναι αυτή του ποσοστού των Ελλήνων που πιστεύουν ότι μας ψεκάζουν (26,5%). Δεν αρκεί δηλαδή το ότι το 80,5% από εμάς πιστεύουμε ότι υπάρχουν "σκοτεινά κέντρα που δρουν εναντίον μας", αλλά ο ένας στους τρεις από εμάς πιστεύει, επιπλέον, ότι για την αποβλάκωση και την αβουλία μας φταίνε τα χημικά που εκτοξεύονται, επί τούτου, από τα αεροπλάνα του ύπουλου και σατανικού εχθρού. Και τούτο παρά το γεγονός ότι το 62,3% από εμάς πιστεύουμε ότι είμαστε ευφυής λαός.

Τούτο έρχεται σε ευθεία αντιπαραβολή με το ποσοστό των Ελλήνων που κρίνουν ότι για την κρίση φταίνε οι δικές τους αδυναμίες (62,1%), η ανεπάρκεια και η διαφθορά των κυβερνήσεών τους (93,6%), η κούφια τάση για δανεισμό και κατανάλωση που κυριάρχησε για μακρά περίοδο στη χώρα (76%).

Πρόκειται για αισιόδοξη, τελικά, αναλογία που δείχνει ότι, πράγματι, δικαιούμαστε να θεωρούμε τη χώρα μας "σύγχρονη χώρα" (58,3%) -που έχει απομακρυνθεί, έστω, από τον Μεσαίωνα.

2. Την απομάκρυνσή μας από τον Μεσαίωνα δείχνει και η ψυχραιμία με την οποία μοιάζει να αντιμετωπίζουμε τα θρησκευτικά μας θέματα. Δηλώνουμε, σε ένα ποσοστό 79%, πως πιστεύουμε στον Θεό, ωστόσο θεωρούμε (σε ένα ποσοστό 71,2%) πως η μισθοδοσία των ιερέων δεν πρέπει να προέρχεται από τους φόρους μας και το Δημόσιο Ταμείο, αλλά από πόρους της ίδιας της Εκκλησίας. Τούτο μοιάζει σαν απαίτηση αλλαγής προς την Εκκλησία, καθώς, μάλιστα, μόνον ένα 23,5% δείχνει μεγάλη εμπιστοσύνη προς αυτήν (την ώρα που σε ένα ποσοστό 44,1% δείχνει μεγάλη εμπιστοσύνη προς τις Ένοπλες Δυνάμεις και σε ένα 33,3% προς την Αστυνομία). Η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος που δημιουργήθηκε με τρόπο δύσκολο κι επώδυνο, αποκοπτόμενη διοικητικά από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως το 1833, για να πορευτεί, έκτοτε, ως μία σταθερά συντεταγμένη της κοινωνίας μας, βρίσκεται δηλαδή και αυτή -όπως εξάλλου και όλοι μας- εμπρός στο φάσμα αναγκαίων αλλαγών και μεταλλάξεων. Τούτο είναι υγιές και ελπιδοφόρο, γιατί μόνον ό,τι αλλάζει ζει. Και ζει, όταν προσαρμόζεται στις ανάγκες της κοινωνίας παραμένοντας κομμάτι της ώστε και να επηρεάζεται από αυτή και, με τη σειρά του, να την επηρεάζει.

Στην κατεύθυνση αυτή εντυπωσιακό εύρημα της έρευνας είναι το ποια στοιχεία συγκροτούν, κατά τους Έλληνες, τον «Έλληνα». Σε μία χώρα όπου, προ δεκαπέντε περίπου ετών, 2.500.000 περίπου άτομα υπέγραψαν διαμαρτυρία για το γεγονός ότι δεν θα αναγράφονταν, πλέον, το θρήσκευμά τους στην αστυνομική τους ταυτότητα, μόνον το 17,2%  δηλώνει να πιστεύει ότι το να είσαι "Έλληνας" ταυτίζεται με το να είσαι Χριστιανός Ορθόδοξος. Το βήμα είναι μεγάλο και δείχνει μετακίνηση σε συνολικότερους  προβληματισμούς και αυτοπροσδιορισμούς καθώς "Έλληνας", όπως μας λέει το 48,3% των Ελλήνων, "γίνεσαι, δεν γεννιέσαι", ενώ, για το 54,2% των Ελλήνων, είσαι "Έλληνας" αν υιοθετείς τα ήθη και τα έθιμα του τόπου σου.

Τούτο συγκροτεί μέγα άλμα για έναν λαό ο οποίος έζησε επί μακρόν, στον 19ο αιώνα, την βαρύτατη αντιμαχία μεταξύ «αυτοχθόνων» και «ετεροχθόνων» για το εάν δικαιούται να έχει και ποια πολιτικά και εργασιακά δικαιώματα εντός Ελλάδος ένας Έλληνας που γεννήθηκε και έζησε εκτός των συνόρων της χώρας. Σήμερα, όπως δείχνει η έρευνα, μόνον το 24,8%  των Ελλήνων θεωρεί ότι "Έλληνας" είναι κάποιος που "έχει γεννηθεί στην Ελλάδα", ενώ ένα 66,5% συμφωνεί ότι τα παιδιά των μεταναστών που γεννιούνται στην Ελλάδα πρέπει να παίρνουν άμεσα την ελληνική ιθαγένεια. Χρειάστηκε, δηλαδή, περίπου διακόσια χρόνια μετά τη δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους για να πλησιάσουμε, ως κοινωνία, στην αρχαία ελληνική τοποθέτηση πως "Έλληνες εισίν οι της παιδεύσεως της ημετέρας μετέχοντες".

Ποια από τα παρακάτω κατά τη γνώμη σας πρέπει να ισχύουν για να θεωρείται κάποιος Έλληνας ;
Να μιλάει ελληνικά 28,0%
Να είναι Χριστιανός Ορθόδοξος 17,2%
Να έχει γεννηθεί στην Ελλάδα 24,8%
Να έχει γεννηθεί από Έλληνες γονείς 36,1%
Να κατοικεί στην Ελλάδα 11,8%
Να υιοθετεί τα ελληνικά ήθη και έθιμα 54,2%
Τίποτα από τα παραπάνω (αυθόρμητα) 1,5%
Δ.Ξ./Δ.Α. 1,7%

 

3. Εκείνο που μοιάζει να παραμένει σταθερό είναι η συναισθηματική επένδυσή μας στην οικογένεια. Το 74,7% των Ελλήνων σε αυτήν δίνει την απόλυτη εμπιστοσύνη του. Τούτο μας κρατά στη χορεία των κοινωνιών της Μεσογείου, οι οποίες χαρακτηρίζονται από την τάση εργαλειοποίησης της οικογένειας για την επιβίωση και πορεία τους στη ζωή. Πρόκειται για μια κορυφαίας σημασίας παράμετρο της ζωής μας που δείχνει πάντως ότι, από πολλές πλευρές, το κράτος μας απέτυχε να μας πείσει (64,6%) πως έχει μετατραπεί σε φορέα ασφαλείας της κοινωνίας μας  -όπως, αντίθετα, έχει συμβεί σε κάποιες κοινωνίες του Βορρά της Ευρώπης τις οποίες και θαυμάζουμε (ένα 57,8% δηλώνει θαυμασμό για μοντέλο διακυβέρνησης της Σουηδίας). Η πρόσδεσή μας στην οικογένεια και η άντληση ζεστασιάς και ασφάλειας από αυτήν συνδυάζεται πάντως, οπωσδήποτε, με το γεγονός ότι, μέσω αυτής, κουλουριαζόμαστε στο στενό μας κουκούλι και δεν ενδιαφερόμαστε για το σύνολο της κοινωνίας μας. Τούτο το αναγνωρίζουμε πιστεύοντας, σε ένα ποσοστό 77,3%, πως "Οι Έλληνες αδιαφορούν για το γενικό καλό". Διαπίστωση βαριά, αλλά και έντιμη. Που δείχνει ότι ακόμα διατηρούμε ψήγματα διαύγειας και δίνει παρηγοριά ότι δεν μας ψεκάζουν, τελικά, και τόσο αποτελεσματικά τα σκοτεινά εκείνα κέντρα.

4. Το έλλειμμα ασφαλείας του κράτους μας και την ανάγκη κάλυψης του κενού αυτού από άλλες πλευρές δείχνει εξάλλου, πιστεύω, και το μεγάλο ποσοστό των θερμών αισθημάτων που εκφράζουμε για τους Ρώσους (για ένα 77,4% των Ελλήνων οι Ρώσοι είναι "καλοί", την ίδια στιγμή που, κατά ένα ποσοστό 62,3%, κατατάσσουμε τους Τούρκους στους "κακούς"). Εδώ έχουμε, κατά τη γνώμη μου, ακόμα μία σταθερά της ελληνικής κοινωνίας που, από τον 18ο αι. και εξής, έχει αποθέσει  ελπίδες  -παρ’ όλες τις παλινδρομήσεις-  για την εθνική της ασφάλεια στην Ρωσία, τον ομόδοξο Χριστιανικό Ορθόδοξο γίγαντα που έχει ταυτιστεί στο μυαλό μας με τον ισχυρό αντίπαλο της Τουρκίας  -άρα και προστάτη μας για ειρήνη και για αποτροπή  επαπειλούμενων βλαβών όσον αφορά την εδαφική ακεραιότητα της χώρας μας.

Το ότι η ανάγκη ασφαλείας μας είναι εκείνη που μας κάνει να στρεφόμαστε [σε ένα ποσοστό 33,4%  -αμέσως μετά την Ε.Ε. (ποσοστό 37%)] προς τη Ρωσία, γίνεται φανερό από το γεγονός ότι, σε άλλες παραμέτρους, το μοντέλο της Ρωσίας το απορρίπτουμε (π.χ., το μοντέλο διακυβέρνησής της εγκρίνεται μόνον από το 10% των Ελλήνων). Η απόρριψη του σύγχρονου ρωσικού μοντέλου κοινωνίας δεν σχετίζεται με το γεγονός ότι, πλέον, η Ρωσία είναι προ πολλού κοινοβουλευτική δημοκρατία και όχι κομμουνιστική, μια και ο κομμουνισμός χαρακτηρίζεται, σε άλλο σημείο της έρευνας, ως "κακός" από ένα εντυπωσιακό 73% των Ελλήνων, ενώ η δημοκρατία ως "το καλύτερο σύστημα διακυβέρνησης" από το 78% των Ελλήνων. Τούτο σηματοδοτεί μία ακόμη μεγάλης πολιτικής σημασίας καταγραφή των τάσεων των Ελλήνων που έζησαν και ζουν τα πολλαπλά νήματα ενός αέναα υποβόσκοντος εμφυλίου πολέμου. Ενός πολέμου που, αν και έληξε  στρατιωτικά το 1949, την πόλωσή του τη συντηρούμε ευλαβικά επί δεκαετίες, οδηγούμενοι σε όλο και βαθύτερες αβύσσους και εθνικές καταστροφές.

Αν πράγματι, κάποτε, ο εμφύλιος πόλεμος καταφέρει να τελειώσει, τότε ίσως θα έχουμε ελπίδες σαν χώρα. Και αν αυξήσουμε εκείνο το ποσοστό του 50,5% που θεωρεί τον συμβιβασμό ως κάτι "καλό", τότε θα είναι ακόμα καλύτερα.

Ίσως, δηλαδή, υπάρξει μέλλον.