Αρθρογραφια |

Πώς Αντιμετωπίζει Τη Φτώχεια Το Ελληνικό Κράτος

Είκοσι μήνες μετά την πρώτη δημοσίευση της έρευνας της διαΝΕΟσις για την καταπολέμηση της ακραίας φτώχειας στην Ελλάδα, μερικά από τα μέτρα που προτείναμε έχουν αρχίσει να υλοποιούνται από το ελληνικό κράτος. Οι δημιουργοί της έρευνας επιστρέφουν στο θέμα, καταγράφοντας και αξιολογώντας ό,τι έχει γίνει και επισημαίνοντας τα πολύ σημαντικά πράγματα που απομένει να γίνουν για να περιοριστεί αυτό το τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα.

Η έρευνά μας για την ακραία φτώχεια στην Ελλάδα και την αντιμετώπισή της (αρχική έκδοση: Ιούνιος 2016) πρότεινε 5 μέτρα πύκνωσης εισοδηματικής στήριξης και άλλα 4 μέτρα αναβάθμισης των κοινωνικών υπηρεσιών. Από αυτά, κάποια έχουν ήδη αρχίσει να υλοποιούνται (μερικώς, έστω), κάποια σχεδιάζονται για μελλοντική εφαρμογή, ενώ κάποια άλλα δεν συμπεριλαμβάνονται στον κυβερνητικό σχεδιασμό.

Ας αρχίσουμε από τα πρώτα:

  • Εφαρμογή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος σε εθνική κλίμακα μετά από προσεκτική μελέτη των διδαγμάτων από την πιλοτική φάση. Η πανελλαδική εφαρμογή του «Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης» (ΚΕΑ) ξεκίνησε τον Φεβρουάριο 2017, ενσωματώνοντας τα «μέτρα για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης» του 2015. Η σύνδεση του ΚΕΑ με τα προγράμματα απασχόλησης και κατάρτισης του ΟΑΕΔ δεν έχει ακόμη γίνει δυνατή.
  • Γεύματα στα σχολεία για όλους τους μαθητές δημοτικού. Υλοποιείται σε μεγάλο αριθμό δημοτικών σχολείων.
  • Επέκταση της παιδικής φροντίδας με κουπόνι (voucher) σε όλες τις οικογένειες με παιδιά ηλικίας 2-5 ετών. Υλοποιείται για τις οικογένειες που πληρούν τα εισοδηματικά κριτήρια (π.χ. ετήσιο οικογενειακό εισόδημα έως €27.000 για οικογένειες με 1 ή 2 παιδιά). Παρότι το μέτρο διευκολύνει την πρόσβαση στην παιδική φροντίδα, οι διαθέσιμες θέσεις στους βρεφονηπιακούς σταθμούς παραμένουν περιορισμένες: στη σχολική χρονιά 2017-18 περίπου 40.000 παιδιά (των οποίων οι γονείς είναι δικαιούχοι vouchers) δεν μπόρεσαν να φιλοξενηθούν σε κάποιον βρεφονηπιακό σταθμό λόγω έλλειψης θέσεων.
  • Αποκατάσταση του προγράμματος «Βοήθεια στο Σπίτι». Το πρόγραμμα υλοποιείται κανονικά. Τα κριτήρια επιλεξιμότητας δεν απαιτούν να υπάρχει συγγενικό πρόσωπο του ηλικιωμένου που να είναι άνεργο ή να απειλείται από την ανεργία (όπως ίσχυε το 2011-2012). Το πρόγραμμα εξακολουθεί να μην έχει μόνιμο χαρακτήρα, και να ανανεώνεται από χρόνο σε χρόνο, στο βαθμό που εξασφαλίζεται η χρηματοδότησή του –αρχικά από προγράμματα της ΕΕ, τα τελευταία χρόνια από εθνικούς πόρους.
  • Αποσύνδεση της περίθαλψης από την ασφάλιση, με σκοπό την ίση πρόσβαση στην υγεία όλων (ιδίως των φτωχών, των ηλικιωμένων, των παιδιών και των χρόνια ασθενών). Από το 2016 έχουν καθοριστεί οι προϋποθέσεις για την παροχή ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης στους ανασφάλιστους και σε άλλες ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Τα εισοδηματικά κριτήρια για δωρεάν φάρμακα είναι πολύ αυστηρά (π.χ. ετήσιο οικογενειακό εισόδημα έως €4.800 για οικογένειες με 2 παιδιά).

Επίσης:

  • Θεσμοθέτηση επιδόματος κατοικίας με εισοδηματικά κριτήρια στη θέση του παλαιού επιδόματος ενοικίου του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ). Το επίδομα ενοικίου ΟΕΚ χορηγήθηκε για τελευταία φορά το 2009. Ένα νέο επίδομα ενοικίου δόθηκε το 2015 και το 2016, αλλά έπαψε να καταβάλλεται με την πανελλαδική εφαρμογή του κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης (Φεβρουάριος 2017) Σύμφωνα με πληροφορίες, προγραμματίζεται η θεσμοθέτηση επιδόματος κατοικίας, ενδεχομένως από το 2019.

Κάποια άλλα από τα μέτρα που είχαμε προτείνει δεν φαίνεται να περιλαμβάνονται ακόμα στον κρατικό σχεδιασμό:

  • Ενοποίηση των επιδομάτων ΑΜΕΑ.
  • Επέκταση του επιδόματος μακροχρόνιας ανεργίας σε όλους τους ανέργους που ζουν σε οικογένειες με εισόδημα κάτω από το όριο ακραίας φτώχειας, χωρίς άλλες προϋποθέσεις.
  • Επιμήκυνση της διάρκειας του τακτικού επιδόματος ανεργίας από 12 σε 24 μήνες όσο το ποσοστό ανεργίας παραμένει πάνω από 10%.

Λαμβάνοντας υπόψη τις τελευταίες εξελίξεις στην κοινωνική πολιτική, η αναθεωρημένη έκδοση της έρευνάς μας (Απρίλιος 2017), πρότεινε τρία μέτρα, αξιολογώντας τη συμβολή τους στην καταπολέμηση της ακραίας φτώχειας. Τα προτεινόμενα μέτρα εξειδικεύονταν ως εξής:

(α) Επέκταση του τακτικού επιδόματος ανεργίας. Επιμήκυνση της διάρκειας του τακτικού επιδόματος ανεργίας έτσι ώστε να καλύπτει το 44% των ανέργων.

(β) Αναβάθμιση του ενιαίου επιδόματος στήριξης τέκνων. Αύξηση του πλήρους ποσού επιδόματος από €40 σε €60 ανά παιδί το μήνα. Κατάργηση του πρόσθετου πολυτεκνικού επιδόματος για οικογένειες με τρία ή περισσότερα παιδιά. Κατάργηση της μείωσης φόρου λόγω παιδιών για μισθωτούς, συνταξιούχους και αγρότες.

(γ) Θεσμοθέτηση επιδόματος ενοικίου για δικαιούχους του κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης. Πρόσθετη εισοδηματική στήριξη σε δικαιούχους ΚΕΑ που διαμένουν σε ενοικιαζόμενη κατοικία ύψους €70 το μήνα για μονομελές νοικοκυριό, συν €30 το μήνα για κάθε πρόσθετο μέλος του νοικοκυριού, με ανώτατο όριο τα €220 το μήνα. Εξαίρεση του σχετικού ποσού από το εισόδημα αναφοράς του κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, η υιοθέτηση αυτών των μέτρων θα μείωνε τον αριθμό των ακραία φτωχών κατά περίπου 12% και το χάσμα ακραίας φτώχειας κατά 14%, με κόστος σχεδόν 0,5% του ΑΕΠ.

Από τα παραπάνω τρία μέτρα, εξαγγέλθηκε πρόσφατα η αναμόρφωση του ενιαίου επιδόματος τέκνων (το οποίο χορηγείται από το 2013). Συγκεκριμένα, από το 2018 το πλήρες ποσό επιδόματος –που καταβάλλεται στις φτωχότερες οικογένειες – πρόκειται να αυξηθεί από €40 σε €70 ανά παιδί το μήνα. Επίσης, καταργείται το πρόσθετο πολυτεκνικό επίδομα. Τέλος, αυστηροποιούνται τα εισοδηματικά κριτήρια, με αποτέλεσμα την εξαίρεση από την εισοδηματική στήριξη όσων π.χ. οικογενειών με δύο παιδιά διαθέτουν ετήσιο εισόδημα πάνω από €25.000 (από €30.000 σήμερα).

Επιπλέον, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, συζητείται η θεσμοθέτηση επιδόματος κατοικίας.

Αντίθετα, η εισοδηματική στήριξη των ανέργων – ακόμη και όσων ζουν σε νοικοκυριά χωρίς κανέναν εργαζόμενο, με πολύ χαμηλό εισόδημα – παραμένει απελπιστικά ανεπαρκής.

Ειδικά η χαμηλή κάλυψη των επιδομάτων ανεργίας συνιστά το σπουδαιότερο κενό κοινωνικής προστασίας στη χώρα μας σήμερα. Όπως φαίνεται στο Γράφημα 1, το οποίο βασίζεται στα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και του ΟΑΕΔ, το 2010, όταν ο αριθμός των ανέργων ήταν ακόμη 639.000, οι δικαιούχοι του τακτικού επιδόματος ανεργίας ήταν 224.000 (ποσοστό κάλυψης 35,1%). Αντίθετα, το πρώτο δεκάμηνο του 2017, ενώ ο αριθμός των ανέργων είχε φτάσει 1.030.000, ο αριθμός όσων ελάμβαναν επίδομα ανεργίας είχε μειωθεί σε 121.000 (ποσοστό κάλυψης 11,8%).

Αξίζει επίσης να προστεθεί ότι ο νέος νόμος για τις συντάξεις (Ν.4387/2016) προβλέπει ασθενέστερη προστασία κατά της φτώχειας σε σχέση με το σύστημα που προέβλεπε ο Ν.3863/2010 (ο οποίος επρόκειτο να τεθεί σε εφαρμογή τον Ιανουάριο 2015). Συγκεκριμένα, με τον νόμο του 2010, οι ηλικιωμένοι με χαμηλό εισόδημα και λιγότερα από 15 έτη εισφορών θα εδικαιούντο Βασική Σύνταξη συν (μειωμένη, έστω) Αναλογική Σύνταξη. Αντίθετα, με το νόμο του 2016, θα δικαιούνται «Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφάλιστων Υπερήλικων», αλλά καθόλου «Ανταποδοτική Σύνταξη». Επιπλέον, από το 2017 το ΕΚΑΣ καταβάλλεται μειωμένο κατά 50%, με προοπτική την πλήρη κατάργησή του από το 2019. Το συνολικό αποτέλεσμα των πρόσφατων αλλαγών είναι μειωμένη εισοδηματική στήριξη στους φτωχότερους ηλικιωμένους.

Πώς αξιολογούμε την κυβερνητική πολιτική για την καταπολέμηση της φτώχειας; Θα μπορούσαμε να δούμε το ποτήρι μισογεμάτο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, τα τελευταία χρόνια (από το 2013) έχουν γίνει σοβαρά βήματα ενίσχυσης και εκσυγχρονισμού του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας (με ίσως το σημαντικότερο την εφαρμογή του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης). Από την άλλη, σημαντικά κενά παραμένουν, με σπουδαιότερο την ελλιπή εισοδηματική στήριξη των ανέργων.

Επίσης, το «κοινωνικό μέρισμα», το οποίο είχε χορηγηθεί για πρώτη φορά από την προηγούμενη κυβέρνηση (το 2014), παρά τον βελτιωμένο σχεδιασμό του, αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα του εκσυγχρονισμού: η ύπαρξη και μόνο μιας έκτακτης αλλά επαναλαμβανόμενης παροχής, κάθε χρόνο λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, προδίδει μια κάπως απηρχαιωμένη αντίληψη για την κοινωνική πολιτική. Οι πόροι που διατίθενται σε αυτό θα είχαν πολύ μεγαλύτερο κοινωνικό αντίκρυσμα εάν κατευθύνονταν στη συστηματική κάλυψη των κενών προστασίας, ή εάν αξιοποιούνταν για την τόνωση της απασχόλησης.

Πράγματι, κανένα σύστημα κοινωνικής προστασίας, ακόμη και το πιο προηγμένο (και οπωσδήποτε το ελληνικό σύστημα κοινωνικής προστασίας απέχει πολύ από το να μπορεί να θεωρηθεί προηγμένο), δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τη φτώχεια όσο η οικονομία υπολειτουργεί, όσο η ανεργία παραμένει υψηλή, όσο οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται είναι επισφαλείς ή/και αντιστοιχούν σε απελπιστικά χαμηλές αποδοχές. Ή, όπως γράφαμε στην τελευταία ενότητα της έρευνάς μας για την ακραία φτώχεια στην Ελλάδα:

«Η αποφασιστική παρτίδα για την αντιμετώπιση της ακραίας φτώχειας θα παιχτεί σε μεγάλο βαθμό αλλού: στην επανεκκίνηση της οικονομικής δραστηριότητας, στη δημιουργία βιώσιμων θέσεων εργασίας σε ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, στη βελτίωση των εργασιακών σχέσεων, στη σταδιακή άνοδο των αποδοχών των εργαζομένων.»

Με την έννοια αυτή, μια πολιτική που υπερφορολογεί την εργασία (δυσχεραίνοντας τις προσπάθειες των υγιών επιχειρήσεων να προχωρήσουν σε προσλήψεις) για να χρηματοδοτήσει αμφίβολης αξίας κοινωνικές πολιτικές ενδέχεται να δημιουργεί περισσότερα κοινωνικά προβλήματα από όσα λύνει.


*Ο Μάνος Ματσαγγάνης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου και μέλος της Ομάδας Ανάλυσης Δημόσιας Πολιτικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.

**Η Χρύσα Λεβέντη είναι επιστημονική συνεργάτιδα στο Πανεπιστήμιο του Essex και μέλος της Ομάδας Ανάλυσης Δημόσιας Πολιτικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.