Photography: Noelia Geijo / Flickr
Αρθρογραφια |

Το Φορολογικό Πρόβλημα Της Ελλάδας

Η νέα έρευνα της διαΝΕΟσις και του ΙΟΒΕ αναδεικνύει τα πολλά προβλήματα και τις διαχρονικές στρεβλώσεις του περίπλοκου, άδικου και δυσλειτουργικού φορολογικού συστήματος της χώρας μας, και προτείνει μια σειρά από ρεαλιστικές και απαραίτητες λύσεις.

Όπως αποδεικνύεται από τις τελευταίες έρευνες κοινής γνώμης της διαΝΕΟσις, το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες σήμερα, αυτό που τους απασχολεί περισσότερο από όλα και αυτό το οποίο επηρεάζει περισσότερο από όλα τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν το ρόλο του κράτους και τα θέματα της οικονομίας, είναι το θέμα της φορολογίας. Πέρυσι, το 42% των πολιτών πίστευαν πως η μεταρρύθμιση που πρέπει να γίνει "κατά προτεραιότητα και άμεσα", είναι η αλλαγή του φορολογικού συστήματος (περισσότεροι από διπλάσιοι επέλεγαν αυτή τη μεταρρύθμιση από την επόμενη). Φέτος, 41% των πολιτών πιστεύουν πως "η φοροδιαφυγή είναι θεμιτή άμυνα κατά της υπερβολικής φορολογίας". 37% πιστεύουν πως η κυριότερη αιτία της φοροδιαφυγής είναι "οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές". 86% πιστεύουν πως "η χαμηλότερη φορολογία θα βοηθήσει ώστε να έρθουν ξένες επενδύσεις". Και, πλέον, ένα 64% πιστεύουν πως "πρέπει η φορολογία να είναι χαμηλή, έστω κι αν υπάρχει λιγότερη κρατική μέριμνα" (από 46% το 2015).

Και, όπως θα δούμε παρακάτω, δεν έχουν άδικο. Το φορολογικό σύστημα της Ελλάδας μπορεί να χαρακτηριστεί προβληματικό, άδικο και αναποτελεσματικό. Αποτελεί σημαντικό εμπόδιο για την επιχειρηματικότητα, αποτυγχάνει να αντιμετωπίσει τις οικονομικές ανισότητες, είναι υπερβολικά περίπλοκο, αλλάζει υπερβολικά συχνά και είναι φτιαγμένο με τρόπο που διευκολύνει τη φοροδιαφυγή. Οι σημαντικές μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να διορθώσουν τα προβλήματά του είναι απαραίτητο να αποτελούν πρώτη προτεραιότητα του πολιτικού μας συστήματος.

Γι’ αυτούς τους λόγους, η διαΝΕΟσις ασχολείται από την αρχή της λειτουργίας της με τα προβλήματα του φορολογικού συστήματος. Έχουμε ήδη δημοσιεύσει μια μεγάλη έρευνα για το πρόβλημα της φοροδιαφυγής, καθώς και μια μελέτη για την αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος, ενταγμένη σε μια τριπλή πρόταση για την επανεκκίνηση της οικονομίας και ταυτόχρονα την αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους και των προβλημάτων του ασφαλιστικού συστήματος.

Θέλοντας να συμπληρώσουμε αυτή τη δραστηριότητα, συνεργαστήκαμε με το ΙΟΒΕ για την εκπόνηση μιας λεπτομερούς ανάλυσης της φορολογίας εισοδήματος στην Ελλάδα. Η αρχική προσέγγιση ξεκίνησε από το ερώτημα: Τι αποτέλεσμα θα είχε μια μείωση των φορολογικών συντελεστών στην Ελλάδα, τόσο ως προς το ύψος τους αλλά και ως προς τον αριθμό τους; Θα μπορούσε να λειτουργήσει ένα σύστημα με μόνο ένα, ενιαίο φορολογικό συντελεστή στην Ελλάδα; Αν όχι, ποιο θα ήταν το βέλτιστο πλήθος και ύψος των φορολογικών συντελεστών; Και τι άλλο πρέπει να αλλάξει; Όπως γίνεται συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, το τελικό αποτέλεσμα είναι μια ευρύτατη και εκτενής ανάλυση της φορολογίας εισοδήματος στην Ελλάδα, με ένα πλήθος από στοιχεία και δεδομένα, και μια σειρά από αναλυτικές απαντήσεις σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα, και σε πολλά άλλα επιπλέον. Η πολυμελής ερευνητική ομάδα, υπό το συντονισμό του Γενικού Διευθυντή του ΙΟΒΕ Νίκου Βέττα, ανέλυσε τη σημερινή κατάσταση του φορολογικού συστήματος στη χώρα -σύμφωνα και με όσα έχει υπογράψει η ελληνική κυβέρνηση για τα επόμενα χρόνια-, κατέγραψε τα διαθέσιμα στοιχεία, έκανε τις απαραίτητες συγκρίσεις με φορολογικά συστήματα άλλων χωρών και κατέληξε σε μια σειρά από σενάρια για μια νέα προσέγγιση στη φορολογία εισοδήματος, και σε μια σειρά από κρίσιμες προτάσεις για την απλοποίηση και τον εκσυγχρονισμό του ελληνικού φορολογικού συστήματος.

Μπορείτε να διαβάσετε την πλήρη έκθεση των ερευνητών εδώ, ενώ μπορείτε να δείτε μια παρουσίαση των βασικών στοιχείων της έκθεσης εδώ. Παρακάτω θα αναφερθούμε στα βασικά συμπεράσματα της έρευνας.

 

Το φορολογικό σύστημα της Ελλάδας σήμερα

να αποτελεσματικό φορολογικό σύστημα", γράφουν οι ερευνητές, "πρέπει να συγκεντρώνει επαρκή έσοδα με τις λιγότερες δυνατές στρεβλώσεις στην αποτελεσματικότητα κατανομής των πόρων και με την επίτευξη διανομής του εισοδήματος που να θεωρείται δίκαιη". Ένας αυτονόητος στόχος, αλλά κάτι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί στην πράξη. Βεβαίως, η αξιολόγηση ενός φορολογικού συστήματος δεν είναι απλό πράγμα. Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να οριστεί με σαφήνεια το τι πρέπει να κάνει, ποιος είναι ο ρόλος του στην οικονομία της χώρας. Σύμφωνα με την ανάλυση των ερευνητών, υπάρχουν πέντε βασικοί τομείς που το περιγράφουν και οι οποίοι, τελικά, αποτελούν τα κριτήρια της αξιολόγησής του:

  1. Οικονομική αποτελεσματικότητα
  2. Οικονομική δικαιοσύνη και καταπολέμηση των ανισοτήτων
  3. Απλότητα και διαφάνεια
  4. Ευελιξία και σταθερότητα
  5. Διοικητικό κόστος και κόστος συμμόρφωσης

Ένα φορολογικό σύστημα είναι μια περίπλοκη δομή που περιλαμβάνει, βεβαίως, μια σειρά από διαφορετικούς φόρους. Υπάρχουν φόροι που επιβάλλονται στην παραγωγή, και άλλοι που επιβάλλονται στην περιουσία. Οι πρώτοι χωρίζονται σε φόρους στα εισοδήματα (φυσικών και νομικών προσώπων -δηλαδή πολιτών και επιχειρήσεων αντίστοιχα) και σε φόρους στις δαπάνες (γενικοί φόροι όπως ο ΦΠΑ, ή ειδικοί, όπως οι ΕΦΚ σε καπνό, ποτά κλπ.). Οι φόροι στην περιουσία χωρίζονται σε φόρους κατοχής (όπως ο ΕΝΦΙΑ) και σε φόρους μεταβίβασης (π.χ. ακινήτων). Εξάλλου, σε αναδιανεμητικά ασφαλιστικά συστήματα όπως το ελληνικό (δηλαδή σε συστήματα στα οποία κυρίως οι σημερινοί εργαζόμενοι πληρώνουν τις συντάξεις των συνταξιούχων), και οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης μπορούν να θεωρηθούν φόροι.

Όλοι αυτοί οι φόροι συνθέτουν ένα εξαιρετικά περίπλοκο πλέγμα εισφορών του πολίτη προς το κράτος. Καθένας από εμάς οφείλει να πληρώνει μια σειρά από διαφορετικούς φόρους, ανάλογα με τη δραστηριότητα, τα εισοδήματα και την περιουσία του. Αν προσθέσουμε τώρα την περίπλοκη δομή καθενός φόρου ξεχωριστά, καθώς και το ότι οι κανόνες, οι συντελεστές, οι εξαιρέσεις και οι απαλλαγές αλλάζουν πάρα πολύ συχνά, εύκολα συμπεραίνει κανείς πως το θέμα γίνεται πολύ περίπλοκο και εξαιρετικά δύσκολο στην ανάλυση και στην αποκρυπτογράφησή του.

Για τις ανάγκες τις παρούσας έρευνας, οι ερευνητές του ΙΟΒΕ επικεντρώθηκαν μόνο στους φόρους εισοδήματος (φυσικών και νομικών προσώπων) και στις ασφαλιστικές εισφορές.

Για να καταλάβετε πόσο περίπλοκο είναι το θέμα της φορολογίας, σκεφτείτε μόνο τη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων. Για καθοριστεί ένας τέτοιος φόρος πρέπει πρώτα να οριστούν μια σειρά από παράμετροι. Πρώτα απ’ όλα, ποιοι πληρώνουν φόρο. Υπάρχει αφορολόγητο όριο; Υπάρχουν φοροαπαλλαγές ή εκπτώσεις φόρου για κάποιες ομάδες ή για κάποια εισοδήματα; Στη συνέχεια πρέπει να καθοριστούν οι συντελεστές. Ποιο ποσοστό του εισοδήματος πρέπει να αποδίδεται στο κράτος; Υπάρχει ένας ενιαίος συντελεστής ή περισσότεροι κλιμακωτοί; Πώς πρέπει να φορολογούνται οι αυτοαπασχολούμενοι;

Στην Ελλάδα το 2017, για παράδειγμα, οι πολίτες φορολογούνται για εισοδήματα από μισθούς και συντάξεις με συντελεστή που ξεκινά από 22% (για εισοδήματα από μηδέν μέχρι 20.000 ευρώ το χρόνο) μέχρι 45% (για εισοδήματα πάνω από 40.000 ευρώ το χρόνο). Επιπλέον υπάρχει και η "ειδική εισφορά αλληλεγγύης", ένα επιπλέον ποσοστό που ξεκινά από 2,2% για εισοδήματα από 12.000 μέχρι 20.000 ευρώ και φτάνει το 10% για εισοδήματα πάνω από 220.000 ευρώ ετησίως. Οι πολίτες που πληρώνουν με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής έχουν έκπτωση φόρου, ανάλογα με την οικογενειακή τους κατάσταση και το μέγεθος της οικογένειάς τους.

Αλλά αυτά αφορούν μόνο τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους. Στη συνέχεια πρέπει να καθοριστεί πώς θα φορολογούνται οι αυτοαπασχολούμενοι, οι ελεύθεροι επαγγελματίες. Πώς πρέπει να φορολογούνται τα εισοδήματα από μερίσματα (15%), τα δικαιώματα (20%) και εισοδήματα από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου (15%). Αν για τον υπολογισμό του εισοδήματος θα λαμβάνονται υπ’ όψιν περιουσιακά τεκμήρια και ποια (π.χ. πισίνες, κυβισμός αυτοκινήτων, ακίνητα, σκάφη).

Και δεν έχουμε καν αγγίξει το θέμα των ασφαλιστικών εισφορών (αξίζει να διαβάσετε την ανάλυση περί ασφαλιστικού συστήματος στην πρόσφατη έρευνα της διαΝΕΟσις, από τον Μιλτιάδη Νεκτάριο) και βέβαια την πληθώρα των άλλων φόρων στην κατανάλωση, στην περιουσία και στις μεταβιβάσεις.

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα παραπάνω για την πολυπλοκότητα του φορολογικού συστήματος, αξίζει να δούμε λίγες λεπτομέρειες και μερικά νούμερα που δείχνουν το πώς λειτουργεί το ελληνικό φορολογικό σύστημα στην πράξη. Υπάρχουν κάποια πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα.

Σκεφτείτε, για παράδειγμα, το ότι κατά τη διάρκεια της κρίσης το ΑΕΠ της χώρας μας μειώθηκε κατά 27% (από το 2008 μέχρι το 2016). Στο ίδιο διάστημα, ωστόσο, τα φορολογικά έσοδα του κράτους μειώθηκαν μόνο κατά 7%.

Πώς έγινε αυτό; Πώς κατακρημνίστηκε η παραγωγή πλούτου και μαζί και τα εισοδήματα στη χώρα μας, αλλά τα φορολογικά έσοδα όχι και τόσο; Ο λόγος είναι απλός: Η φορολογία αυξήθηκε δραματικά. Οι πολίτες έβλεπαν τα εισοδήματά τους να μειώνονται, αλλά ταυτόχρονα έβλεπαν το μεγαλύτερο μέρος αυτών των εισοδημάτων να πηγαίνει στο κράτος. Οι επιπλέον επιβαρύνσεις είχαν διάφορες μορφές. Αυξήθηκαν οι φορολογικοί συντελεστές, εκμηδενίστηκε το αφορολόγητο όριο (ή, έστω, μειώθηκε, με την εισαγωγή των εκπτώσεων φόρου), καταργήθηκαν φοροαπαλλαγές και προστέθηκαν νέοι φόροι (π.χ. ΕΝΦΙΑ, εισφορά αλληλεγγύης, ειδικοί φόροι κατανάλωσης κλπ.). Μέσα σε οκτώ χρόνια οι έκτακτοι φόροι αυξήθηκαν κατά 94%. Τα έσοδα από φόρους στην περιουσία των πολιτών επταπλασιάστηκαν, από 500 εκατ. το 2008 σε 3,6 δισ. το 2016. Οι φόροι στην παραγωγή έφτασαν στο 16,1% του ΑΕΠ το 2015, από 12,7% του ΑΕΠ το 2008. Οι φόροι στο εισόδημα και οι ασφαλιστικές εισφορές αυξήθηκαν επίσης ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα είναι τρίτη στη λίστα με τα κράτη-μέλη της ΕΕ με τις υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές.

Οι φορολογικοί συντελεστές για τα φυσικά πρόσωπα είναι επίσης από τους υψηλότερους στην Ευρώπη. Αλλά και οι επιχειρήσεις φορολογούνται με εξαιρετικά υψηλό συντελεστή (29%), πολύ υψηλότερο από το μέσο όρο της ΕΕ (22,5% το 2016) και διπλάσιο ή και τριπλάσιο από ανταγωνιστικές γειτονικές χώρες όπως η Βουλγαρία (10%), η Ρουμανία (16%) ή η Κύπρος (12,5%). Και η φορολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων στη διάρκεια της κρίσης αυξάνεται, μολονότι υποτίθεται ότι θα έπρεπε να στηρίζεται η ανταγωνιστικότητά τους και να τους προσφέρονται κίνητρα για να μεγαλώσουν και να προσφέρουν θέσεις εργασίας. Ο συνολικός φορολογικός συντελεστής για τις επιχειρήσεις (συμπεριλαμβανομένων και των ασφαλιστικών εισφορών) που ήταν στο 44% το 2014, φτάνει το 50,7% το 2017. Είναι υψηλότερος από τον αντίστοιχο στη Σουηδία (49%).

Και είναι πολύ σημαντικό να θυμάται κανείς πως το σύστημα αυτό, των πολύ υψηλών συντελεστών και των εξαιρετικά υψηλών εισφορών κρατά μεν τα φορολογικά έσοδα υψηλά, αλλά το κάνει με στρεβλό και, τελικά, άδικο τρόπο. Το 2015 το 88,2% των φορολογούμενων, αυτοί δηλαδή που δήλωσαν εισοδήματα μικρότερα των 25.000 ευρώ ετησίως, πλήρωναν το 32,7% των φόρων. Το υπόλοιπο 11,8% πλήρωνε το 67,3% των φόρων. Μάλιστα, το 3,4% των πολιτών, αυτοί που δήλωναν πάνω από 42.000 ευρώ ετήσιο εισόδημα, πληρώνουν το 42,1% των φόρων.

Η συντριπτική πλειοψηφία των ελευθέρων επαγγελματιών (71%) και σχεδόν όλοι οι αγρότες (93%) δηλώνουν εισοδήματα μικρότερα των 9.000 ευρώ ετησίως, δηλαδή δηλώνουν πως βγάζουν λιγότερα από 750 ευρώ το μήνα. Η Ελλάδα είναι μία από τις μόλις τρεις ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες το αφορολόγητο όριο βρίσκεται πάνω από το όριο της φτώχειας, και μάλιστα αρκετά (οι άλλες είναι η Κύπρος και η Κροατία).

Επιπλέον, το φορολογικό μας σύστημα δεν λειτουργεί ως εργαλείο αντιμετώπισης των ανισοτήτων. Σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης το μείγμα φόρων και κοινωνικών παροχών επηρεάζει τον κίνδυνο φτώχειας του πληθυσμού. Χώρες με πολύ υψηλή φορολογία (όπως η Δανία και η Σουηδία) έχουν αναγκαστικά και εκτεταμένο σύστημα κοινωνικών παροχών για να αντισταθμίσουν τον κίνδυνο φτώχειας των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Από όλες τις χώρες της Ε.Ε., αυτή που εμφανίζει τη χειρότερη επίδοση των μέτρων κοινωνικής προστασίας σε όρους μείωσης του κινδύνου φτώχειας, είναι η Ελλάδα.

Αλλά, θα πει κάποιος, έστω με άδικο τρόπο, έστω χωρίς να περιορίζονται οι ανισότητες, έστω κι αν πληρώνουν μόνο λίγοι, τα έσοδα μένουν σε υψηλά επίπεδα. Σωστά;

Όχι ακριβώς.

Οι φόροι εισοδήματος στην Ελλάδα αποτελούν μόνο το 21% των συνολικών εσόδων από φόρους και εισφορές. Τα πολλά έσοδα προέρχονται κυρίως από τους έμμεσους φόρους, όπως ο ΦΠΑ (41%) και από τις ασφαλιστικές εισφορές (35,2%), που είναι εξαιρετικά υψηλές.

Το 2015 ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων έφερε έσοδα ίσα με το 5,4% του ΑΕΠ -σχεδόν το μισό από ό,τι στις άλλες χώρες της Ε.Ε.

Τα προβλήματα όμως δεν τελειώνουν στον σχεδιασμό του φορολογικού συστήματος καθαυτού. Πρώτα απ’ όλα, ο όποιος σχεδιασμός δεν μένει σταθερός. Αλλάζει συνέχεια. Όπως έδειξε και η ειδική έρευνα της διαΝΕΟσις για την πολυνομία και την κακονομία στην Ελλάδα, μόνο το διάστημα 2001-2015 στη χώρα μας ψηφίστηκαν 36 αμιγώς φορολογικοί νόμοι, δηλαδή πάνω από δύο φορολογικά νομοσχέδια τον χρόνο. Μόνο το 2016 ψηφίστηκαν πέντε νόμοι με φορολογικό αντικείμενο, οι οποίοι συνοδεύτηκαν από 89 υπουργικές αποφάσεις και 186 εγκυκλίους. Τα προβλήματα που δημιουργεί αυτή η καταιγίδα φοροαλλαγών δεν είναι μόνο η επονομαζόμενη ανασφάλεια δικαίου (το φαινόμενο, δηλαδή, κατά το οποίο πολίτες, επιχειρήσεις και αρμόδιοι φορείς δεν γνωρίζουν τι ισχύει) ή η αβεβαιότητα για επιχειρηματίες και φορολογούμενους. Δημιουργεί και ένα δυσθεώρητο και εντελώς άχρηστο διοικητικό βάρος για τις επιχειρήσεις. Το έμμεσο κόστος συμμόρφωσης για τις επιχειρήσεις το 2013, για παράδειγμα, υπολογίστηκε στα 335 εκατομμύρια ευρώ, δηλαδή το 12,6% των συνολικών εσόδων του κράτους από τα νομικά πρόσωπα. Αυτά είναι χρήματα που δαπάνησαν οι εταιρείες για να είναι φορολογικά τυπικές, αλλά δεν τα πήρε το κράτος -χάθηκαν στις γραφειοκρατικές διαδικασίες και τη σπατάλη ανθρώπινου δυναμικού και χρόνου. Για να έχετε μια εικόνα για το πόσο σοβαρό είναι αυτό το πρόβλημα, λάβετε υπ’ όψιν ότι το αντίστοιχο ποσοστό σε μια εξελιγμένη οικονομία, όπως του Ηνωμένου Βασιλείου, είναι στο 5%. Το αντίστοιχο ποσοστό στη Γερμανία είναι 2,2%.

Και δεν τελειώσαμε εδώ. Γιατί και όταν φτάνουμε στο δια ταύτα, στην είσπραξη των όποιων φόρων από αυτό το στρεβλό σύστημα, αποτυγχάνουμε και πάλι. Η Ελλάδα είναι τελευταία ανάμεσα σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ στην εισπραξιμότητα ληξιπρόθεσμων οφειλών, οι οποίες φτάνουν στο ιλιγγιώδες 193% των ετήσιων φόρων. Σύμφωνα με την έρευνα της διαΝΕΟσις, από το 2016, η φοροδιαφυγή στην Ελλάδα εκτιμάται ανάμεσα στο 1,9 και το 4,8% του ΑΕΠ ετησίως. Η Ελλάδα, δε, καταγράφει άλλη μια σχετική πρωτιά: εμφανίζει το μεγαλύτερο ποσοστό εργαζομένων στη φορολογική διοίκηση που απασχολούνται σε διοικητικές υπηρεσίες και στη συλλογή φόρων, και πολύ μικρότερα ποσοστά από τον μέσο όρο απασχολούμενων σε ελέγχους και σε πληροφοριακά συστήματα.

 

Ένα νέο μοντέλο για το ελληνικό φορολογικό σύστημα

Το ότι το ελληνικό φορολογικό σύστημα δε λειτουργεί είναι προφανές από όσα διαβάσατε παραπάνω. Θυμάστε τους πέντε τομείς που χαρακτηρίζουν ένα φορολογικό σύστημα; Οι ερευνητές έβαλαν βαθμολογία σε καθένα ξεχωριστά, από 1 (για εξαιρετικά κακή επίδοση) μέχρι 5 (για πολύ καλή επίδοση). Οι βαθμοί είναι όσο χαμηλοί φαντάζεστε:

  1. Οικονομική αποτελεσματικότητα: 2
  2. Οικονομική δικαιοσύνη και καταπολέμηση των ανισοτήτων: 2
  3. Απλότητα και διαφάνεια: 3
  4. Ευελιξία και σταθερότητα: 1
  5. Διοικητικό κόστος και κόστος συμμόρφωσης: 3

Αν, λοιπόν, άλλαζε το ελληνικό φορολογικό σύστημα, τουλάχιστον ως προς τη φορολογία εισοδήματος, αν μεταμορφωνόταν για να μπορεί να παίρνει αξιοπρεπή βαθμό σε όλα τα παραπάνω, πώς θα έπρεπε να γίνει;

Σύμφωνα με την έρευνα υπάρχουν κάποιες συγκεκριμένες τάσεις που έχουν επικρατήσει διεθνώς τα τελευταία χρόνια, οι οποίες αφορούν στη μείωση των ανώτατων φορολογικών συντελεστών σε εισοδήματα και μερίσματα, στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης στις επιχειρήσεις, στη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, στην απλοποίηση των φορολογικών κλιμάκων (λιγότεροι συντελεστές δηλαδή) και στην εισαγωγή στοχευμένων φοροαπαλλαγών και εκπτώσεων για την τόνωση της απασχόλησης. Οι τάσεις αυτές προκύπτουν από την ανάγκη προσαρμογής πολλών χωρών (και εντός της Ε.Ε.) σε μια μορφή διακρατικού φορολογικού ανταγωνισμού από άλλες χώρες. Αυτό είναι ένα φαινόμενο γνώριμο και στην Ελλάδα, που αντιμετωπίζει τέτοιας μορφής ανταγωνισμό από γειτονικές χώρες (μολονότι δεν έχει κάνει καμία κίνηση προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισης, ή έστω και της αναγνώρισης του προβλήματος).

Οι ερευνητές, ορμώμενοι και από το αρχικό ερευνητικό ερώτημα περί εφικτότητας ενός ενιαίου φορολογικού συντελεστή στην Ελλάδα, μελέτησαν τα παραδείγματα δύο εκ των επτά κρατών-μελών της Ε.Ε. που έχουν ή είχαν ενιαίο συντελεστή: της Βουλγαρίας και της Σλοβακίας. Η μεν Βουλγαρία πέρασε το 2008 από ένα σύστημα με τέσσερις συντελεστές σε ενιαίο φορολογικό συντελεστή 10% για τα εισοδήματα φυσικών και νομικών προσώπων. Μολονότι η αλλαγή έπεσε πάνω στο ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, η χώρα είδε μια σταθερότητα στις ξένες άμεσες επενδύσεις, σταδιακά αυξανόμενο ΑΕΠ (από το 2009 και μετά) αλλά και μικρή αύξηση του δείκτη ανισοκατανομής εισοδήματος (δηλαδή των οικονομικών ανισοτήτων). Από την άλλη, η Σλοβακία πέρασε από ένα σύστημα με 5 φορολογικούς συντελεστές σε ενιαίο φορολογικό συντελεστή 19% το 2004, μα άλλαξε ξανά σε σύστημα με δύο συντελεστές για τα φυσικά πρόσωπα (19% για εισοδήματα μέχρι 34.000 το χρόνο, 25% για τους υπόλοιπους) και ενιαίο συντελεστή (22% από το 2014) για τις επιχειρήσεις. Το αποτέλεσμα ήταν ισχυρή ανάπτυξη στα πρώτα χρόνια (μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης), ελαφρά μείωση των φορολογικών εσόδων, αλλά διατήρηση των ανισοτήτων σε σχετικά σταθερό επίπεδο (και κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο).

Φέρνοντας το θέμα στα ελληνικά δεδομένα, οι ερευνητές ανέπτυξαν μια σειρά από έξι διαφορετικά σενάρια διαφορετικών συστημάτων φορολογίας εισοδήματος και υπολόγισαν τα αποτελέσματα που θα είχε καθένα από αυτά στους πέντε τομείς που αναφέρθηκαν παραπάνω. Όλα τα σενάρια σχεδιάστηκαν έτσι ώστε να επιτυγχάνεται δημοσιονομικά ουδέτερο αποτέλεσμα, δηλαδή ώστε να φέρνουν στα κρατικά ταμεία τα ίδια έσοδα που φέρνει και το τρέχον σύστημα. Ως σενάριο βάσης (το "τρέχον σύστημα"), θεώρησαν το φορολογικό καθεστώς που θα ισχύει επισήμως από το 2020 (ή το 2019, ανάλογα), σύμφωνα με τις δεσμεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης. Από τα υπόλοιπα σενάρια, στο πρώτο υιοθετείται ακόμα πιο έντονη προοδευτικότητα στους συντελεστές από ό,τι στο σενάριο βάσης, ενώ τα υπόλοιπα τέσσερα είναι πολύ πιο απλά, με πολύ λιγότερους συντελεστές. Πρέπει να σημειώσουμε εδώ πως ο λόγος για τον οποίο θελήσαμε να διερευνήσουμε το πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει ένα τέτοιο σύστημα στην Ελλάδα, είναι προφανής: η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Στη χώρα μας η φοροδιαφυγή είναι ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα και ένα μεγάλο μέρος της κρύβεται στο πλήθος των φορολογούμενων που δηλώνουν εισοδήματα ελάχιστα κάτω από το όποιο αφορολόγητο όριο. Ένας ενιαίος φόρος, κοινός για όλους, θεωρείται γενικά αποτελεσματικό εργαλείο για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Αλλά πως θα μπορούσε να λειτουργήσει στην πράξη ένα τέτοιο σύστημα; Τι παράπλευρες συνέπειες θα είχε; Πολλοί θεωρούν ότι ένα σύστημα με μόνο έναν συντελεστή δεν είναι κοινωνικά δίκαιο και επιβαρύνει περισσότερο τους φτωχότερους. Τι σημαίνει αυτό στην πράξη;

Από ό,τι αποδεικνύεται από την ανάλυση, ένα αποτελεσματικό σενάριο που ταυτόχρονα δεν επιβαρύνει την οικονομική ανισότητα και δεν επιδεινώνει τον κίνδυνο φτώχειας είναι το πέμπτο -αυτό με τους δύο συντελεστές-, που μοιάζει ελαφρά με το σύστημα που υιοθέτησε η Σλοβακία, αλλά με σημαντικές αλλαγές. Το σενάριο αυτό προβλέπει δύο φορολογικούς συντελεστές, έναν 20% για εισοδήματα κάτω των 40.000 ευρώ, και 25% για τα μεγαλύτερα εισοδήματα, και έκπτωση φόρου που ξεκινά από τα 690 ευρώ και αυξάνεται κατά 50 ευρώ ετησίως για κάθε παιδί.

"Η μείωση των συντελεστών", γράφουν οι ερευνητές, "θα σήμαινε ενίσχυση των κινήτρων για εργασία, επιχειρηματική δραστηριότητα και επενδύσεις στην Ελλάδα, καθώς και περιορισμό της φοροδιαφυγής, της φοροαποφυγής και της συσσώρευσης ληξιπρόθεσμων οφειλών. Στο ίδιο πλαίσιο, ο περιορισμός του αριθμού των οριακών συντελεστών σε έναν ή δύο, θα καθιστούσε το σύστημα απλούστερο και θα περιόριζε τα κίνητρα για φορολογική μετατόπιση και φοροαποφυγή".

Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι μια κυβέρνηση πρέπει αύριο να υιοθετήσει τους συγκεκριμένους συντελεστές. Το ύψος των συντελεστών για τα φυσικά πρόσωπα, το ύψος της έκπτωσης φόρου (που, ουσιαστικά θέτει και το ύψος του αφορολόγητου ορίου για κάθε νοικοκυριό), το ύψος του συντελεστή για τα νομικά πρόσωπα και όλες οι άλλες παράμετροι της φορολογίας εισοδήματος επηρεάζονται και από το ύψος και τη φύση όλων των υπόλοιπων φόρων, από τον διεθνή ανταγωνισμό, από τις πολιτικές κοινωνικής πρόνοιας, αλλά και από την πολιτική βούληση της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας. Ο σκοπός της καταγραφής αυτών των σεναρίων από την ερευνητική ομάδα είναι να υποδείξει ότι υπάρχουν τρόποι δραστικής μείωσης των φορολογικών βαρών για μεγάλο μέρος του πληθυσμού και των επιχειρήσεων χωρίς ταυτόχρονα να μειωθούν τα έσοδα του κράτους, και να υποδείξει ότι ένα τέτοιο, απλοποιημένο σύστημα μπορεί να είναι και οικονομικά αποτελεσματικό και κοινωνικά δίκαιο. "Η βέλτιστη λύση", γράφουν οι ερευνητές, "θα μπορούσε να είναι ένας συνδυασμός μέτρων πολιτικής για απλούστευση του συστήματος φορολογίας εισοδήματος με σκοπό την ενίσχυση της οικονομικής αποτελεσματικότητας και την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, με ταυτόχρονη ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας".

Και γιατί είναι τόσο σημαντική η μείωση των φορολογικών συντελεστών; Πέραν των προφανών και αυτονόητων απαντήσεων, οι ερευνητές έτρεξαν και έξι συγκεκριμένα σενάρια για να μετρήσουν την επίπτωση μιας τέτοιας μείωσης στην ανάπτυξη της χώρας. Βρήκαν πως σε όλα τα σενάρια της ελάφρυνσης της φορολογίας των επιχειρήσεων επιτυγχάνεται αύξηση των επενδύσεων και τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας. Αντίστοιχα, όλα τα σενάρια ελάφρυνσης της φορολογίας των φυσικών προσώπων οδηγούν σε αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Βρήκαν πως μια μείωση του φορολογικού συντελεστή των φυσικών προσώπων κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες σημαίνει αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,9-1,2% και ότι μείωση του φορολογικού συντελεστή των επιχειρήσεων κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες οδηγεί σε αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,4-1,6%.

Από αυτά τα σενάρια και από την παραπάνω ανάλυση του προβλήματος, αλλά λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τις άλλες παθογένειες του ελληνικού φορολογικού συστήματος (που αναφέρθηκαν μεν, αλλά δεν είναι το αντικείμενο της παρούσας έρευνας), οι ερευνητές κατέληξαν σε μια σειρά από συγκεκριμένες, ευρύτερες παρεμβάσεις. Αυτές, πολύ συνοπτικά, περιλαμβάνουν:

  • Τη μείωση του ύψους των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων.
  • Τη μείωση του αριθμού κλιμάκων φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων σε δύο το πολύ.
  • Τη δραστική μείωση του συντελεστή φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων το πολύ σε 20%.
  • Τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης με επανεξέταση επιχειρηματικών δαπανών που εκπίπτουν.
  • Τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών.
  • Τη δυνατότητα συμψηφισμού ζημιών επιχειρήσεων με μελλοντικά κέρδη πέραν των 5 ετών.
  • Την αφαίρεση του κόστους κεφαλαίου από τα έσοδα των επιχειρήσεων.
  • Την προώθηση μηχανισμών αναδιανομής μέσω δημοσίων δαπανών και όχι μέσω της φορολογίας.
  • Τη σταδιακή κατάργηση των τεκμηρίων διαβίωσης για τον προσδιορισμό της φορολογικής βάσης -αλλά τη χρήση τους για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των ελέγχων.
  • Τη μη επιβολή εκτάκτων ή πρόσθετων φόρων στα δηλωθέντα εισοδήματα.
  • Την περαιτέρω διάδοση χρήσης του πλαστικού χρήματος και της ηλεκτρονικής τιμολόγησης.
  • Την εντατικοποίηση των φορολογικών ελέγχων, της επιβολής κυρώσεων και την ταχεία επίλυση φορολογικών διαφορών.
  • Την αξιολόγηση και απλούστευση της φορολογικής νομοθεσίας.
  • Την υποχρεωτική ανάλυση επιπτώσεων σε κάθε φορολογικό νομοσχέδιο ή τροπολογία.
  • Τον ετήσιο προγραμματισμό νομοθετικού έργου για τη φορολογία με αναφορές πεπραγμένων σε εξαμηνιαία βάση.
  • Την αξιολόγηση της εφαρμογής της φορολογικής νομοθεσίας μετά την ισχύ της.
  • Την προώθηση μηχανισμών αναδιανομής μέσω δαπανών.
  • Τη διοικητική αναδιοργάνωση των φορολογικών αρχών με ενίσχυση του αριθμού των εργαζομένων στον φορολογικό έλεγχο.
  • Τον περαιτέρω εκσυγχρονισμό της φορολογικής διοίκησης και τη δημιουργία ηλεκτρονικής φορολογικής διοίκησης.

Οι περισσότερες από αυτές τις προτάσεις, βεβαίως, ξεφεύγουν από το στενό αντικείμενο της συγκεκριμένης μελέτης. Μαζί με τις προηγούμενες μελέτες της διαΝΕΟσις για τη φοροδιαφυγή, την πολυνομία και τους "τρεις δράκους" (καθώς και τις επόμενες -μια έρευνα για το "πλαστικό χρήμα" και τις ηλεκτρονικές συναλλαγές που ετοιμάζεται αυτό τον καιρό), όμως, προσφέρει μια καλύτερη εικόνα για τα πραγματικά, πολύ μεγάλα προβλήματα του φορολογικού συστήματος, και ένα χρήσιμο εργαλείο για οποιονδήποτε θελήσει να σχεδιάσει ένα απλούστερο, πιο αποτελεσματικό και πιο δίκαιο φορολογικό σύστημα στο (ελπίζουμε κοντινό) μέλλον.

Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη τη μελέτη και μια συνοπτική παρουσίαση των αποτελεσμάτων, εδώ:

ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (.PDF)
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΑΣΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΩΝ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ (.PDF)