Photography: aesthetics of crisis / Flickr
Αρθρογραφια |

Η Διαφορά Προβλέψεων Και Πραγματικότητας Στην Ελληνική Κρίση

Οι καθηγητές, Μάνθος Ντελής και Χρήστος Τσούμας, ερμηνεύουν τους βασικούς λόγους των αποκλίσεων που παρατηρήθηκαν στις προβλέψεις για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας στα χρόνια της κρίσης.

*Ο Μάνθος Ντελής είναι Καθηγητής Τραπεζικής και Χρηματοοικονομικής, Σχολή Διοίκησης Μονπελιέ.

**Ο Χρήστος Τσούμας είναι Επίκουρος Καθηγητής, Σχολή Κοινωνικών Επιστημών, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.


Τα μνημονιακά προγράμματα συντάχθηκαν σε μεγάλο βαθμό στη βάση συγκεκριμένων παραδοχών για το προβλεπόμενο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης. Όπως δείχνουμε στην παρούσα μελέτη, σε κρίσιμα για την επιτυχία των προγραμμάτων έτη οι προβλέψεις αυτές αποδείχθηκαν λανθασμένες σε σχέση με το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης που εντέλει πραγματοποιήθηκε. Με εφαλτήριο την ελληνική περίπτωση δείχνουμε ότι το μέγεθος των αποκλίσεων στις προβλέψεις οφείλεται κατά κύριο λόγο σε θεσμικά προβλήματα των οικονομιών που δέχονται οικονομική βοήθεια από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), καθώς και στην πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα εν μέσω των προγραμμάτων στήριξης.

Το Διάγραμμα 1 δείχνει τον προβλεπόμενο από το ΔΝΤ κατά την άνοιξη του ιδίου έτους ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ (πορτοκαλί γραμμή) σε σχέση με τον πραγματικό ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ όπως αυτός διαμορφώθηκε (έκλεισε) την άνοιξη του επόμενου έτους (γαλάζια γραμμή). Το Διάγραμμα 2 δείχνει την αντίστοιχη μεσοπρόθεσμη πρόβλεψη (άνοιξη του προηγούμενου έτους). Μπορούμε να χωρίσουμε τα συμπεράσματα που προκύπτουν σε τρεις περιόδους.

 

 

Πρώτον, από το 2008 και ώς το 2012 υπάρχουν μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ του προβλεπόμενου και του πραγματικού ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ, οι οποίες μεγεθύνονται δραματικά την περίοδο του πρώτου μνημονίου, τα έτη 2010-2011. Για παράδειγμα, οι βραχυπρόθεσμες προβλέψεις εκτιμούσαν ύφεση 3% την άνοιξη του 2011 για το τρέχον έτος, τη στιγμή που η ύφεση ξεπέρασε τελικά το 9%. Η δε μεσοπρόθεσμη πρόβλεψη την άνοιξη του 2010 εκτιμούσε ύφεση μόλις 1,1%. Καθίσταται σαφές ότι το ΔΝΤ είχε κάνει σοβαρά λανθασμένες προβλέψεις, στις οποίες στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό το μείγμα των πολιτικών που προτάθηκαν και εν μέρει εφαρμόστηκαν στο πρώτο μνημόνιο. Όπως θα δείξουμε παρακάτω, οι λανθασμένες προβλέψεις στο πρώτο στάδιο αντίστοιχων προγραμμάτων οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην έλλειψη στιβαρών θεσμών μέσω των οποίων μπορούν να υλοποιηθούν οι προτεινόμενες διαρθρωτικές αλλαγές.

Από το 2012, και κυρίως τα έτη 2013 και 2014, επιτυγχάνεται σύγκλιση των προβλέψεων με τα πραγματικά μεγέθη, πιθανότατα καταδεικνύοντας αφενός ότι το ΔΝΤ εμβαθύνει στα ζητήματα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας και αφετέρου ότι η σχετική πολιτική σταθερότητα έχει, μερικώς τουλάχιστον, θετική επίδραση στη μείωση της οικονομικής αβεβαιότητας. Το 2014 η πρόβλεψη για θετικό ρυθμό ανάπτυξης (και μάλιστα τόσο η βραχυπρόθεσμη όσο και η μεσοπρόθεσμη) συμβαδίζει με την πραγματική επίτευξη του στόχου για πρώτη φορά μετά το 2007.

Το 2015 έχουμε εκ νέου απόκλιση, η οποία είναι σαφές ότι προκύπτει λόγω της πολιτικής αλλαγής στη χώρα και της παράλληλης αύξησης της πολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας να παραμείνει χαμηλός, την ίδια στιγμή που οι ευρωπαϊκές οικονομίες αναπτύσσονταν κατά το διάστημα 2014-2017 με σχετικά υψηλούς ρυθμούς.

Τα Διαγράμματα 3 και 4 δείχνουν την αντίστοιχη σχέση προβλεπόμενου και πραγματικού ρυθμού ανάπτυξης για την ευρωζώνη στο σύνολό της, ενώ το Διάγραμμα 5 δείχνει την πραγματική ανάπτυξη στην Ελλάδα και την Ευρωζώνη. Είναι σαφές ότι τουλάχιστον οι βραχυπρόθεσμες προβλέψεις του ΔΝΤ ήταν αρκετά ακριβείς, και μάλιστα από το 2013 και έπειτα συντηρητικές, καθώς η ανάπτυξη ήταν ελαφρώς υψηλότερη του αναμενόμενου.

 

 

Το βασικό ερώτημα που προκύπτει από την ανάλυση των Διαγραμμάτων είναι αν μπορούμε να στοιχειοθετήσουμε εμπειρικά τους βασικούς λόγους των αποκλίσεων μεταξύ των προβλέψεων και των πραγματικών μεγεθών. Η οικονομική θεωρία προκρίνει ως βασικότερους λόγους για τέτοιες αποκλίσεις την οικονομική και πολιτική αβεβαιότητα και την έλλειψη θεσμών μέσα από τους οποίους διεκπεραιώνονται και υλοποιούνται οι μεταρρυθμίσεις.

Χρησιμοποιώντας στοιχεία για το σύνολο σχεδόν των χωρών (194 χώρες) και την περίοδο 1970-2015, εξετάζουμε κατά πόσο οι αποκλίσεις προβλέψεων-πραγματικότητας εξηγούνται από μια σειρά οικονομικών και πολιτικών μεταβλητών, συγκρίνοντας ταυτόχρονα τις χώρες που βρίσκονται σε πρόγραμμα του ΔΝΤ με τις υπόλοιπες χώρες. Για την ανάλυσή μας χρησιμοποιούμε τη μέθοδο της παλινδρόμησης και τονίζουμε εδώ ότι δεν εξαντλούμε τις προϋποθέσεις για την εξεύρεση σχέσης αιτίου-αιτιατού, αλλά κυρίως καταδεικνύουμε ισχυρές συσχετίσεις.

Τα αποτελέσματα της παλινδρόμησης δείχνουν ότι στις χώρες που βρίσκονται σε πρόγραμμα του ΔΝΤ, η ποιότητα των θεσμών (όπως μετράται από την ποιότητα της δημόσιας διοίκησης ή την ποιότητα της δικαιοσύνης) και η πολιτική σταθερότητα (όπως μετράται από την πιθανότητα κοινωνικών εξεγέρσεων και την πρόωρη ή απρόσμενη αλλαγή κυβέρνησης) εξηγούν τουλάχιστον το 62% των αποκλίσεων μεταξύ του προβλεπόμενου και του πραγματικού ρυθμού ανάπτυξης. Το αντίστοιχο ποσοστό για τις χώρες που δεν βρίσκονται σε πρόγραμμα είναι περίπου 35%. Μάλιστα, διαφαίνεται ότι η συσχέτιση της πολιτικής αστάθειας με τις αποκλίσεις έρχεται περισσότερο ετεροχρονισμένα σε σχέση με την επίδραση της ποιότητας των θεσμών. Αντίθετα, σε κράτη στα οποία υπάρχει σχετική λειτουργικότητα των θεσμών και πολιτική σταθερότητα και βρίσκονται σε πρόγραμμα του ΔΝΤ, οι αποκλίσεις μεταξύ του προβλεπόμενου και του πραγματικού ρυθμού ανάπτυξης είναι μικρές.

Τονίζουμε στο σημείο αυτό ότι η παρούσα μελέτη δεν έχει ως στόχο την εξήγηση των λόγων που οδηγηθήκαμε στην κρίση. Οι λόγοι αυτοί έχουν αναλυθεί διεξοδικά και αφορούν κυρίως στις παθογένειες της ελληνικής οικονομίας και στις ασκούμενες οικονομικές πολιτικές το διάστημα πριν από την κρίση.

Τα συμπεράσματα της παρούσας μελέτης για την περίπτωση της ελληνικής κρίσης είναι: Πρώτον, οι υπάρχουσες θεσμικές ανεπάρκειες της χώρας (που όπως δείχνουν άλλες μελέτες σε μεγάλο βαθμό οδήγησαν στην κρίση) και η κωλυσιεργία στην αντιμετώπιση των συναφών προβλημάτων σχετίζεται με το μέγεθος και τη χρονική διάρκεια της κρίσης πέρα από κάθε πρόβλεψη, ακόμα και βραχυπρόθεσμη. Δεύτερον, οι λανθασμένες εκτιμήσεις του ΔΝΤ ώς και το 2012, οι οποίες κατά μια εξήγηση πιθανόν προήλθαν από την έλλειψη κατανόησης των θεσμικών προβλημάτων, περαιτέρω εμβάθυναν την ελληνική κρίση και αύξησαν τη χρονική διάρκειά της πέραν του προσδοκώμενου. Τρίτον, η πολιτική αστάθεια κατά τα έτη 2011-2012 και ιδιαίτερα το 2015 σχετίζεται με την όξυνση και τη χρονική διάρκεια της κρίσης.