Photography: ELIAMEP
Αρθρογραφια |

Τι Θέλουμε – Και Τι Μπορούμε;

To κείμενο του Πρoέδρου του ΕΛΙΑΜΕΠ Λουκά Τσούκαλη στο βιβλίο "Η Επόμενη Ευρώπη".

Το βιβλίο της διαΝΕΟσις "Η Επόμενη Ευρώπη" είναι μια συλλογή 20 σημαντικών κειμένων για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη θέση της Ελλάδας σε αυτήν. Εδώ μπορείτε να διαβάσετε την εισαγωγή του βιβλίου. Είναι διαθέσιμο σε όλα τα βιβλιοπωλεία και στο e-shop μας.


Η Ελλάδα επέλεξε πολύ νωρίς με ποιους να πάει και ποιους να αφήσει, όταν ακόμη ο πολιτικός και οικονομικός χάρτης της μεταπολεμικής Ευρώπης ήταν υπό διαμόρφωση. Ήταν τότε που η Ευρώπη χωριζόταν από το περιβόητο "Σιδηρούν Παραπέτασμα" στις δύο μεγάλες σφαίρες επιρροής των μεγάλων νικητριών δυνάμεων του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ η Δυτική Ευρώπη χωριζόταν και αυτή σε ανταγωνιστικά σχήματα, με στόχο τη δημιουργία μιας απλής ζώνης ελεύθερων συναλλαγών το ένα και με φιλόδοξους πολιτικούς στόχους το άλλο, αφήνοντας απέξω λίγες χώρες, τα λεγόμενα "ορφανά της Ευρώπης" κατά Ζακ Ντελόρ.

Σε αυτά τα ορφανά ανήκε και η Ελλάδα μέχρι το 1959, όταν η τότε κυβέρνηση της χώρας υπέγραψε τη Συμφωνία Σύνδεσης με την ΕΟΚ. Ήταν μια στρατηγική επιλογή – και πολύ σωστή, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων. Το ότι σχεδόν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες έκαναν στη συνέχεια την ίδια επιλογή σίγουρα κάτι λέει. Μερικές βρίσκονται ακόμη στον θάλαμο αναμονής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (οι περισσότερες στη δική μας βαλκανική γειτονιά), περιμένοντας με αγωνία πότε θα ανοίξει η πόρτα για να μπουν και αυτές.

Ήταν όμως και ένα μεγάλο στοίχημα για την οικονομία και τους θεσμούς της χώρας, που καλούνταν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις ενός εξαιρετικά ανταγωνιστικού περιβάλλοντος και ενός υπερεθνικού κράτους δικαίου με τη συμμετοχή χωρών πολύ πιο ανεπτυγμένων από τη δική μας. Και αν είναι αλήθεια η φράση που αποδίδεται στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ότι η επιλογή της πρόσδεσης της χώρας στο ευρωπαϊκό ενοποιητικό εγχείρημα μας έριχνε όλες και όλους στα βαθιά νερά, ελπίζοντας ότι θα μάθουμε να κολυμπάμε, το συμπέρασμα που βγαίνει μετά από σχεδόν εξήντα χρόνια είναι ότι ακόμη δυσκολευόμαστε πολύ, κινδυνεύοντας κάθε τόσο να πνιγούμε. Η οικονομία, οι θεσμοί και η πολιτική μας κουλτούρα δεν προσαρμόζονται εύκολα. Η χώρα αντιστέκεται στον λεγόμενο εξευρωπαϊσμό, χωρίς όμως να διαθέτει ρεαλιστικές εναλλακτικές επιλογές. Μια τέτοια επιλογή σίγουρα δεν είναι η οικονομική υπανάπτυξη πίσω από κλειστά σύνορα, ούτε και η περήφανη εθνική μοναξιά στην πολύ δύσκολη γειτονιά που μας έλαχε.

Η στρατηγική επιλογή ήταν λοιπόν σοφή και πρωτοποριακή για την εποχή της. Αλλά το στοίχημα δεν έχει ακόμη κερδηθεί. Περάσαμε από πολλές φάσεις σε αυτή τη μακρόχρονη σχέση με το ευρωπαϊκό ενοποιητικό εγχείρημα. Η αρχική Συμφωνία Σύνδεσης "πάγωσε" λόγω της δικτατορίας. Στη συνέχεια όμως καταφέραμε να γίνουμε πλήρες μέλος πολύ νωρίτερα και με καλύτερους όρους από τις χώρες της Ιβηρικής, που είχαν και αυτές απαλλαγεί τότε από τις δικές τους δικτατορίες.

Η ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα πραγματοποιήθηκε το 1981, αλλά δυστυχώς μετατράπηκε σε κλοτσοσκούφι στο εγχώριο μικροπολιτικό παιχνίδι, ενώ η οικονομική πολιτική στα πρώτα χρόνια της ένταξης ήταν σαν να ήμασταν ακόμη μια κλειστή οικονομία. Συνέβαλε έτσι στην αποβιομηχάνιση της χώρας. Με την ένταξη, ήρθαν πολλά χρήματα από τα κοινοτικά ταμεία. Με αυτά χτίσαμε δρόμους, μετρό και αεροδρόμια, αλλά σπαταλήσαμε επίσης πολλά σε συνθήκες ευρύτερης διαφθοράς και χωρίς στρατηγικό σχέδιο. Καταφέραμε παρ’ όλα αυτά να έχουμε συχνά ενεργό ρόλο στα ευρωπαϊκά δρώμενα και να βρεθούμε νωρίς στον λεγόμενο "σκληρό πυρήνα" με την ένταξή μας στην Ευρωζώνη. Αλλά και πάλι αρνηθήκαμε να βγάλουμε τα αναγκαία συμπεράσματα, θέλοντας να ελπίζουμε ότι η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση σήμαινε κυρίως προνομιακή πρόσβαση σε φτηνό δανεικό χρήμα και όχι δύσκολες διαρθρωτικές αλλαγές που ήταν απαραίτητες για να καταστεί η οικονομία μας ανταγωνιστική.

Έτσι, όταν έσκασε η μεγάλη παγκόσμια χρηματοπιστωτική φούσκα, εμείς βρεθήκαμε τελείως ευάλωτοι. Χάσαμε γρήγορα την πρόσβαση σε δανεικά από τις διεθνείς αγορές και αναγκαστήκαμε να ζητήσουμε βοήθεια από τους Ευρωπαίους εταίρους, κάτι που δεν προβλεπόταν από τους κανονισμούς. Το 2010 άρχισε η μεγάλη κατρακύλα, που παρέσυρε τόσο την οικονομία μας όσο και την πολιτική. Και τώρα σερνόμαστε ακόμα χωρίς να μπορούμε να συμφωνήσουμε στο δικό μας μερίδιο της ευθύνης για τη βαθιά και μακρόχρονη κρίση, πόσο μάλλον σε ένα δικό μας σχέδιο εξόδου από αυτήν.

Όλα αυτά τα χρόνια, η αναξιοπιστία του πολιτικού μας κόσμου–με εξαιρέσεις, προφανώς– έτρεφε τις εμμονές και την τιμωρητική διάθεση των δανειστών μας σε έναν φρικτό φαύλο κύκλο, από τον οποίο δεν έχουμε ακόμα ξεφύγει τελείως. Και η συμμετοχή στον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης έχει μετατραπεί σε καθεστώς καραντίνας. Μας είχε πάρει πολλά χρόνια για να μπορέσει η Ελλάδα να καταστεί υποκείμενο και όχι απλώς αντικείμενο της ευρωπαϊκής και διεθνούς διπλωματίας. Η ένταξή μας στην οργανωμένη ευρωπαϊκή οικογένεια υπήρξε το σύμβολο αυτής της αλλαγής και ο καταλύτης. Δυστυχώς, γυρίσαμε πάλι πίσω, πολύ πίσω. Είναι άραγε το βαθύτερο πρόβλημα πολιτικό ή πολιτισμικό; Σαν να λέμε, ήταν πρώτα η κότα ή το αυγό;

Η συμμετοχή μας στο ευρωπαϊκό εγχείρημα είναι αποκαλυπτική των αντιφάσεων της νεότερης Ελλάδας, μιας μικρής χώρας με βαριά ιστορική κληρονομιά και σημαντική γεωστρατηγική θέση, με μια κοσμοπολίτικη ελίτ με ισχυρή διεθνή παρουσία, αλλά με έντονες ανισότητες και με ένα κράτος που παραμένει περισσότερο βαλκανικό παρά σύγχρονο ευρωπαϊκό. Αυτό το τελευταίο το εμπέδωσαν πλέον πολύ καλά οι Ευρωπαίοι εταίροι μας στην εποχή των μνημονίων και άρχισαν να μας συμπεριφέρονται αναλόγως. Αυτή η συμπεριφορά πληγώνει.

Η νεότερη Ελλάδα κατάφερε τις περισσότερες φορές να βρίσκεται στη σωστή πλευρά της Ιστορίας ως προς τις στρατηγικές αποφάσεις και την επιλογή συμμάχων. Ευτύχησε να έχει πολιτικούς ηγέτες σε κρίσιμες συγκυρίες που μπορούσαν να δουν πέρα από τα στενά μας σύνορα. Τα ευρωπαϊκά διαπιστευτήρια της Ελλάδας είναι λοιπόν ισχυρά, αν και ανάμεικτα: πλούσια σε στρατηγικές αποφάσεις και φτωχά στην εφαρμογή τους. Αδύναμη οικονομία, αδύναμοι θεσμοί και μια διχαστική πολιτική κουλτούρα δεν επιτρέπουν συνήθως στις σωστές στρατηγικές αποφάσεις να έχουν συνέχεια και συνέπεια.

Τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα μοιάζει με το ευάλωτο, προκεχωρημένο φυλάκιο μιας εκτεταμένης μεταμοντέρνας αυτοκρατορίας, της ευρωπαϊκής, που βρίσκεται και αυτή σε κρίση. Η γειτονιά εκτός συνόρων έχει πάρει φωτιά σε πολλά σημεία και ο κίνδυνος αυτή η φωτιά να επεκταθεί στο εσωτερικό της Ευρώπης είναι υπαρκτός. Τα καλά νέα για εμάς είναι ότι βρισκόμαστε ακόμη εντός των συνόρων (κινδυνέψαμε επανειλημμένα να βρεθούμε τουλάχιστον με το ένα πόδι εκτός). Τα κακά νέα είναι ότι έχουμε πληρώσει ένα τεράστιο τίμημα, και η έξοδος από την κρίση καθυστέρησε πολύ. Όσο η χώρα συνεχίζει να σέρνεται, θα μειώνεται (όπως ακριβώς συμβαίνει τα τελευταία χρόνια) και ο αριθμός των Ελληνίδων και Ελλήνων που θεωρούν την ευρωπαϊκή επιλογή ως υπαρξιακή επιλογή για τη χώρα, όσοι δηλαδή καταλαβαίνουν ότι οι εναλλακτικές επιλογές, περιλαμβανομένης της επιστροφής στη δραχμή, θα ήταν καταστροφικές, και όχι μόνον από οικονομική άποψη.

Αν κάποια στιγμή αυτή η πλειοψηφία γίνει μειοψηφία, θα είμαστε έτοιμοι να ακολουθήσουμε τον όποιο δημαγωγό μάς προτείνει ένα νέο "Κούγκι". Δεν είναι, φοβάμαι, διόλου απίθανη μια τέτοια προοπτική – και αυτό πρέπει να το καταλάβουμε τόσο εμείς εδώ όσο και οι Ευρωπαίοι εταίροι μας, που συχνά δείχνουν να ενδιαφέρονται μόνον για το πώς θα κερδίσουν χρόνο μεταφέροντας το πρόβλημα στους επόμενους.

Η Ελλάδα είναι υπέρ μιας ισχυρής, ενωμένης Ευρώπης, με κοινές πολιτικές και κοινούς θεσμούς που καλύπτουν ένα πολύ ευρύ φάσμα, περιλαμβανομένης της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, υπέρ μιας Ευρώπης που αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη πολιτική διάσταση, με αλληλεγγύη εντός των ευρωπαϊκών συνόρων και ενεργό ρόλο στα διεθνή δρώμενα. Αυτή υπήρξε ανέκαθεν η επίσημη θέση της χώρας και φαίνεται λογική, γιατί η ευρωπαϊκή επιλογή της Ελλάδας είναι απόλυτα συνυφασμένη με τον στόχο της ανταγωνιστικότητας και εξωστρέφειας στην οικονομία, την ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών και τη θωράκιση των συνόρων σε μια πολύ δύσκολη γειτονιά.

H Ελλάδα χρειάζεται μια ισχυρή Ευρώπη πολύ περισσότερο από πολλές άλλες χώρες εντός της ΕΕ. Η συμμετοχή σε μια ισχυρή, ενωμένη Ευρώπη δεν είναι πολυτέλεια για μας.

Με απλά λόγια, η Ελλάδα χρειάζεται μια ισχυρή Ευρώπη πολύ περισσότερο από πολλές άλλες χώρες εντός της ΕΕ. Δεν έχουμε ούτε την απόσταση ασφαλείας από εύφλεκτα σημεία του πλανήτη που κινδυνεύουν κάθε στιγμή να τιναχτούν στον αέρα, όπως, για παράδειγμα, έχει η Πορτογαλία ή το Βέλγιο, ούτε τους στιβαρούς θεσμούς και την ισχυρή οικονομία μιας Σουηδίας ή μιας Ολλανδίας, ούτε βεβαίως το μέγεθος της Γαλλίας ή της Γερμανίας. Η συμμετοχή σε μια ισχυρή, ενωμένη Ευρώπη δεν είναι πολυτέλεια για μας.

Μόνον που η επίσημη θέση υπέρ μιας ισχυρής, ενωμένης Ευρώπης είναι γεμάτη αντιφάσεις, όπως και η ίδια η χώρα μας. Υποστηρίζουμε συχνά κοινές πολιτικές, αλλά δυσκολευόμαστε στη συνέχεια να εφαρμόσουμε τους κανόνες που προκύπτουν από αυτές τις πολιτικές. Άλλωστε, το ίδιο δεν κάνουμε και με τους δικούς μας νόμους; Στις ιδέες είμαστε καλοί, στην εφαρμογή κολλάμε. Υποστηρίζουμε επίσης με πάθος την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, αλλά συχνά δεν ξέρουμε τι να κάνουμε με τα χρήματα της αλληλεγγύης των άλλων, και τα αφήνουμε αναξιοποίητα ή τα σπαταλάμε πίνοντας (οι πιο "έξυπνοι") στην υγεία των "κουτόφραγκων". Είμαστε υπέρ μιας ενιαίας εξωτερικής πολιτικής, αλλά θέλουμε ταυτόχρονα να διατηρήσουμε το δικαίωμα του βέτο για τα λεγόμενα εθνικά μας δίκαια, τα οποία, επειδή είναι δίκαια και όχι συμφέροντα, δεν είναι προφανώς διαπραγματεύσιμα. Είμαστε υπέρ της ευρωπαϊκής άμυνας γιατί νιώθουμε αρκετά ανασφαλείς στη δική μας περιοχή, αλλά δεν διανοούμαστε να θυσιάσουμε τη ζωή έστω και ενός Έλληνα στρατιώτη για την προστασία των κοινών συνόρων εκτός της ελληνικής επικράτειας. Σίγουρα, δεν είμαστε οι μόνοι με τις αντιφάσεις μας εντός της ευρωπαϊκής οικογένειας, αλλά μάλλον είμαστε από τους πιο ακραίους.

Τα τελευταία χρόνια η Ευρωπαϊκή Ένωση βρέθηκε αντιμέτωπη με πολλαπλές κρίσεις, που είχαν ένα σωρευτικό αποτέλεσμα, προκαλώντας έτσι τη χειρότερη κρίση στην ιστορία της. Οι ευρωπαϊκές χώρες χωρίστηκαν μεταξύ δανειστών και δανειζομένων στη μεγάλη κρίση του ευρώ. Οι διαχωριστικές γραμμές ήταν και πάλι πολύ έντονες, αν και διαφορετικές, όταν ήρθε αργότερα η προσφυγική κρίση. Ταυτόχρονα, δυνάμωσε η αμφισβήτηση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος στο εσωτερικό των κρατών-μελών και η Ευρώπη άρχισε πλέον να φαίνεται στα μάτια πολλών Ευρωπαίων ως μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης. Αυτό προφανώς ισχύει κυρίως μεταξύ εκείνων που φοβούνται ότι οι μεγάλες οικονομικές και τεχνολογικές αλλαγές τούς αφήνουν πίσω, ενώ οι ευρωπαϊκές πολιτικές δεν κάνουν τίποτα καλύτερο από το να επιταχύνουν αυτές τις αλλαγές. Με άλλα λόγια, σε μια εποχή που ο κόσμος αλλάζει με ταχύτατους ρυθμούς, μια εποχή με βραδεία ανάπτυξη στον δυτικό κόσμο και διευρυνόμενες ανισότητες, το ευρωπαϊκό εγχείρημα κινδυνεύει και αυτό να γίνει θύμα παράπλευρης απώλειας.

Παρά τις δυσμενείς εξελίξεις, το ευρώ άντεξε, αν και με μεγάλο κόστος. Άντεξε και το ευρωπαϊκό εγχείρημα γενικότερα, παρά τις πολλές προφητείες περί του αντιθέτου. Στα χρόνια της μεγάλης κρίσης, ο φόβος για τις ευρύτερες συνέπειες ενός ευρωπαϊκού διαζυγίου κράτησε τους εταίρους μαζί, ακόμη και όταν οι φυγόκεντρες δυνάμεις ενισχύονταν επικίνδυνα. Αυτό συνέβη για τον πολύ απλό λόγο ότι η μεγάλη πλειονότητα των Ευρωπαίων πολιτών –και κυρίως η πλειοψηφία των πολιτικών ηγεσιών– αντιλαμβάνονται (ακόμη) τι θα σήμαινε μια επιστροφή σε εθνικά νομίσματα ή και μια διάλυση της ΕΕ. Εκτός από τους Βρετανούς, βεβαίως, οι οποίοι αποφάσισαν τελικά να ακολουθήσουν τον δικό τους δρόμο. Άλλωστε, η Βρετανία ήταν η χώρα των εξαιρέσεων εδώ και αρκετά χρόνια. Τώρα αποφάσισε να κάνει το μεγάλο βήμα εκτός – και μάλλον στο κενό. Όσοι διατηρούν ακόμη κάποια αίσθηση της πραγματικότητας στην πρώην αυτοκρατορική δύναμη είναι τρομοκρατημένοι.

Άλλαξαν πολλά στον τρόπο διαχείρισης του ευρώ και στη γενικότερη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τη διάρκεια της μεγάλης κρίσης. Τα διακυβερνητικά όργανα (Συμβούλιο, Eurogroup) απέκτησαν μεγαλύτερη δύναμη σε βάρος της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ενώ η Γερμανία αναδείχτηκε σε de facto ηγέτη. Ο ηγετικός ρόλος της Γερμανίας έχει συγκεκριμένο πρόσωπο: η κα Μέρκελ και ο κος Σόιμπλε ηγεμόνευαν για χρόνια και μέχρι πολύ πρόσφατα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Eurogroup αντιστοίχως, όχι μόνον γιατί εκπροσωπούσαν τη Γερμανία, αλλά και λόγω της προσωπικότητας που διαθέτουν και της μακράς παραμονής τους στην εξουσία. Μάλλον διαφορετικά τα είχαν υπολογίσει οι Γάλλοι όταν επέμεναν για τη δημιουργία του ευρώ ως μέσου για την επίτευξη μιας ισχυρής και ενωμένης Ευρώπης, εντός της οποίας θα έπαιρνε τη δική της θέση και η ενωμένη Γερμανία, όπως και οι άλλες χώρες.

Τα χειρότερα είναι μάλλον πίσω μας στον ευρωπαϊκό χώρο, τουλάχιστον μέχρι την επόμενη κρίση. Και για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια υπάρχει σήμερα μια συγκρατημένη αισιοδοξία. Αν και η Ελλάδα βραδυπορεί, οι εθνικές οικονομίες κινούνται πλέον με ικανοποιητικούς ρυθμούς, η ανεργία μειώνεται, οι λαϊκιστικές πιέσεις φαίνεται να υποχωρούν, η προοπτική του Brexit και η εκλογή Τραμπ λειτουργούν ως ενοποιητικοί παράγοντες και, το πιο σημαντικό, η Γαλλία εξέλεξε νέο πρόεδρο με μεταρρυθμιστική ατζέντα και έντονα φιλοευρωπαϊκό πρόγραμμα.

Όλες αυτές οι εξελίξεις είναι πολύ σημαντικές, αλλά δεν λύνουν αυτόματα τα προβλήματα, ούτε και δίνουν απαντήσεις στις μεγάλες προκλήσεις που συνεχίζει να αντιμετωπίζει η Ευρώπη ως περιφερειακή οντότητα. Δημιουργούν όμως τις κατάλληλες προϋποθέσεις για νέες συμφωνίες και (προφανώς) συμβιβασμούς, που είναι πάντοτε απαραίτητοι. Θα μπορέσει η Ευρώπη να κάνει το επόμενο βήμα ή, μάλλον, τα επόμενα βήματα; Κανένας δεν μπορεί με ειλικρίνεια να επικαλεστεί κάποιον αυτοματισμό στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Αλλά τουλάχιστον οι συνθήκες που επικρατούν σήμερα είναι πολύ πιο ευνοϊκές από όσο ήταν για χρόνια.

Οι μεσο-μακροπρόθεσμες προβλέψεις μιλούν για χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και διευρυνόμενες ανισότητες. Αν επιβεβαιωθούν, ο συνδυασμός θα είναι σαν μια ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια του ευρωπαϊκού εγχειρήματος καθώς και στο εσωτερικό των χωρών-μελών. Αλλά πώς δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για μια ισόρροπη και βιώσιμη ανάπτυξη, χωρίς μεγάλους κοινωνικούς αποκλεισμούς στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και της τεχνολογικής επανάστασης; Πολύ πιο εύκολο στα λόγια από ό,τι στην εφαρμογή. Πώς ξεπερνιέται επίσης στην πράξη η αντίφαση ενός νομίσματος χωρίς κράτος, και ποια μπορεί να είναι τα επόμενα βήματα με στόχο να ενισχυθεί η βιωσιμότητα του ευρώ; Πώς αντιμετωπίζεται το δημοκρατικό έλλειμμα του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος, το οποίο διευρύνθηκε περαιτέρω στη διάρκεια της μεγάλης κρίσης; Και πώς θα μπορέσει η Ευρώπη να αποκτήσει δική της αυτόνομη παρουσία στον χώρο της εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, σε μια εποχή που οι τεκτονικές πλάκες του παγκόσμιου συστήματος μετακινούνται επικίνδυνα και η προστασία που προσέφεραν οι ΗΠΑ στην Ευρώπη δεν μπορεί πια να θεωρείται δεδομένη;

Η Ευρωζώνη μαζί με την εξωτερική πολιτική και άμυνα θα αποτελέσουν άμεσες προτεραιότητες για τη λήψη νέων ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών. Όσοι μπορούν και θέλουν θα προχωρήσουν παραπέρα. Η Ευρώπη έχει πάψει εδώ και χρόνια να κινείται με την ταχύτητα του βραδύτερου. Το πιο πιθανό είναι ότι η απόσταση μεταξύ της Ευρωζώνης και των υπολοίπων θα μεγαλώσει ακόμη περισσότερο στο ορατό μέλλον.

Μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, δεν έχει σχηματιστεί νέα κυβέρνηση συνασπισμού στο Βερολίνο. Η σύνθεση αυτής της νέας κυβέρνησης συνασπισμού μπορεί να αποβεί καθοριστική για τα ευρωπαϊκά πράγματα. Τίποτα δεν μπορεί να γίνει χωρίς μια γαλλογερμανική συμφωνία, πάνω στην οποία θα κτιστεί στη συνέχεια ένας ευρύτερος ευρωπαϊκός συμβιβασμός. Και μια τέτοια συμφωνία προϋποθέτει επίσης μια πιο ισόρροπη σχέση μεταξύ των δύο χωρών. Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση για τον νέο πρόεδρο της Γαλλίας.

Και εμείς, τι κάνουμε;

Προφανώς, αυτές οι πιθανές ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες μάς αφορούν περισσότερο από πολλές άλλες χώρες. Γιατί εμείς, είπαμε, είμαστε το ευάλωτο, προκεχωρημένο φυλάκιο. Θέλουμε ένα ευρώ με μια τραπεζική ένωση που να λειτουργεί σωστά και με κοινή διαχείριση του ρίσκου, με –έστω περιορισμένο– κοινό προϋπολογισμό που θα περιλαμβάνει και ένα ευρωπαϊκό, συμπληρωματικό με τα εθνικά, ταμείο ανεργίας, με κοινούς θεσμούς και δημοκρατική λογοδοσία, σίγουρα επίσης με μεγαλύτερη συμμετρία μεταξύ πλεονασματικών και ελλειμματικών χωρών. Θέλουμε επίσης κοινή προστασία των εξωτερικών συνόρων, κοινές δράσεις σε περιοχές όπου διακυβεύονται ευρωπαϊκά συμφέροντα, συγκεκριμένα μέτρα για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού στρατού, δικαιότερη κατανομή των προσφυγικών ροών εντός της Ευρώπης. Και εφόσον τα κράτη-μέλη συνεχίσουν να κινούνται με διαφορετικές ταχύτητες, θέλουμε να μην είμαστε εμείς οι τελευταίοι.

Σίγουρα, δεν θα γίνουν όλα αυτά σε μια μέρα, ούτε σε έναν χρόνο. Οι ευρωπαϊκές διαδικασίες είναι βασανιστικά αργές, αν και στη συγκεκριμένη συγκυρία δεν αποκλείεται να εκπλαγούμε θετικά. Ούτε βεβαίως θα εξελιχθούν τα πράγματα όπως ακριβώς τα θέλουμε εμείς. Πρέπει πια να καταλάβουμε ότι η Ευρώπη προχωράει πάντα με συμβιβασμούς. Και σήμερα, δυστυχώς, η δική μας διαπραγματευτική δύναμη είναι πολύ μικρή: μια χώρα υπό επιτροπεία και με περιορισμένη αξιοπιστία. Πληρώνουμε τα συσσωρευμένα λάθη και του απώτερου αλλά και του πολύ πρόσφατου παρελθόντος.

Είναι επείγουσα ανάγκη να ξεφύγει η χώρα από τον φαύλο κύκλο στον οποίο έχει εγκλωβιστεί εδώ και αρκετά χρόνια και να επιστρέψει στην οικονομική ανάπτυξη και την ευρωπαϊκή κανονικότητα. Αυτοί οι δύο στόχοι συνδέονται άμεσα μεταξύ τους. Είναι επείγουσα ανάγκη όχι μόνον γιατί η διαιώνιση της κρίσης συνεπάγεται ένα τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό κόστος που μεγαλώνει μέρα με τη μέρα, αλλά και γιατί ελλοχεύει ο κίνδυνος να ξεφύγουν τα πράγματα από κάθε έλεγχο και να οδηγηθεί η χώρα σε μια μεγάλη εθνική καταστροφή, που θα ήταν το αποτέλεσμα μιας ενδεχόμενης ρήξης με την Ευρώπη. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να σερνόμαστε για πολύ ακόμη, μετά τη μεγάλη πτώση.

Η ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας συναρτάται άμεσα με τις εσωτερικές εξελίξεις. Η Ελλάδα είναι μια χώρα μπλοκαρισμένη, με ένα δυσλειτουργικό κράτος και ένα άρρωστο πολιτικό σύστημα. Είναι μια χώρα μπλοκαρισμένη από μεγάλα και επώνυμα (μαζί με πολυάριθμα μικρομεσαία) συμφέροντα, που λειτουργούν ως ισχυρές δυνάμεις αδράνειας. Δεν χρειάζεται τίποτα λιγότερο από μια ειρηνική επανάσταση, η οποία όμως δεν μπορεί να επιβληθεί απέξω. Τα μνημόνια ήταν αναπόφευκτα λόγω της δεινής κατάστασης στην οποία βρέθηκε η χώρα μετά το σπάσιμο της διεθνούς φούσκας – και της πιο μικρής, της δικής μας. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος να δανειστούμε. Τώρα φαίνεται ότι το έχουμε πλέον εμπεδώσει, οι περισσότεροι τουλάχιστον. Αλλά έγιναν και μεγάλα λάθη από όλες τις πλευρές. Δικαιούμαστε προφανώς να ασκούμε κριτική στους δανειστές μας, αφού όμως πρώτα αναλάβουμε εμείς τις δικές μας ευθύνες και αναγνωρίσουμε τα δικά μας λάθη. Αλλιώς, δεν μας παίρνουν στα σοβαρά.

Τα μεγάλα εμπόδια που ορθώνονται μπροστά μας στην προσπάθεια επιστροφής στην οικονομική ανάπτυξη και την ευρωπαϊκή κανονικότητα περιλαμβάνουν ένα μη βιώσιμο δημόσιο χρέος, τράπεζες που δεν μπορούν να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις, και απαγορευτική φορολογία. Δεν μπορούμε να παραμερίσουμε όλα αυτά τα εμπόδια μόνοι μας. Σίγουρα χρειαζόμαστε νέα μέτρα που θα διευκολύνουν περαιτέρω την εξυπηρέτηση του χρέους. Η διαγραφή μέρους τουλάχιστον αυτού του χρέους δεν φαίνεται πολιτικά εφικτή, αλλά υπάρχουν άλλοι τρόποι με ισοδύναμα αποτελέσματα, που θα πρέπει να επιδιώξουμε με συστηματικό και ρεαλιστικό τρόπο. Χρειάζεται επίσης μείωση των πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων που απαιτούν οι δανειστές μας και δημιουργούν συνθήκες ασφυξίας στην οικονομία. Η μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων θα διευκόλυνε προφανώς και τη μείωση της φορολογίας. Οι στόχοι αυτοί είναι απόλυτα λογικοί, αλλά διόλου εύκολοι. Όσο για το κράτος μας, που θυμίζει Κάφκα στα Βαλκάνια, καμιά τρόικα δεν φαίνεται να μπορεί να το αλλάξει ουσιαστικά. Μόνον εμείς θα μπορούσαμε.

Οι διαπραγματεύσεις με τους δανειστές, που μοιάζουν σαν να μην έχουν τέλος, έχουν οδηγήσει στις περισσότερες περιπτώσεις σε απογοητευτικά αποτελέσματα για μας, με εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες για την εικόνα που έχει η ελληνική κοινή γνώμη για την Ευρώπη και το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Ξεκινώντας με μαξιμαλιστικές θέσεις, λανθασμένη εκτίμηση του συσχετισμού δυνάμεων και μια διαπραγματευτική τακτική που στόχευε στο να εντυπωσιάσει τους εντός περισσότερο από το να πείσει τους εκτός, θα περιμέναμε άραγε κάτι καλύτερο; Σίγουρα, δεν βοηθούσε η δική μας έλλειψη αξιοπιστίας, ούτε όμως και η εμμονή ορισμένων από τους δανειστές μας, η οποία γινόταν ακόμη χειρότερη επειδή κάποιοι μας θεωρούσαν (ή μας θεωρούν ακόμη) χαμένη περίπτωση.

Ο φαύλος κύκλος μπορεί να σπάσει μόνον από μέσα, με έναν συνδυασμό λόγων και πράξεων που θα έχουν ως πρώτο στόχο να ενώσουν τα σπασμένα κομμάτια μιας τραυματισμένης κοινωνίας και να οδηγήσουν πολύ γρήγορα σε καίριες, ριζοσπαστικές αλλαγές, που θα περνάνε το μήνυμα προς όλους, εντός και εκτός, ότι η Ελλάδα πραγματικά αλλάζει – και το εννοεί. Μόνον όταν θα έχουμε ανακτήσει τη χαμένη μας αξιοπιστία θα είμαστε και πάλι σε θέση να διαπραγματευτούμε σοβαρά. Το τέλος του τρίτου μνημονίου θα σημάνει περισσότερες ευθύνες για μας, ευθύνες για τον τρόπο που διαχειριζόμαστε τα του οίκου μας. Θα σημάνει επίσης μια νέα μορφή διαπραγμάτευσης με εταίρους και δανειστές.

Δεν απειλείς με "Κούγκι", πρώτον γιατί δεν έχεις απέναντί σου εχθρούς αλλά εταίρους (έστω και αν είναι σε μερικές περιπτώσεις πολύ δύσκολοι εταίροι) και δεύτερον, δεν απειλείς με "Κούγκι" όταν δεν αποτελείς συστημικό ρίσκο για τους άλλους. Αν η χώρα ήταν πράγματι συστημικό ρίσκο για την Ευρωζώνη στο ξεκίνημα της μεγάλης κρίσης, σίγουρα δεν είναι τα τελευταία χρόνια. Η συνειδητοποίηση αυτής της πραγματικότητας οφείλει να θέτει τα όρια της δικής μας διαπραγματευτικής τακτικής, χωρίς να ξεχνάμε ποτέ την ανάγκη για ισχυρές αλλά και ευέλικτες συμμαχίες. Καιρός είναι επίσης να αρθρώσουμε έναν πιο ουσιαστικό και ειλικρινή λόγο όταν συζητάμε περί Ευρώπης και ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Να μιλήσουμε για την Ευρώπη που θέλουμε, αλλά και για τις πολλές αδυναμίες και τα προβλήματα της Ευρώπης του σήμερα. Να καταλάβουμε γιατί χρειαζόμαστε εμείς την ενωμένη Ευρώπη. Να συνειδητοποιήσουμε επίσης τις δικές μας πολλές αντιφάσεις και αδυναμίες. Ούτε η πολλή ωραιοποίηση βοηθάει, ούτε ο στείρος αρνητισμός ούτε και οι διάφορες εκδοχές του εθνικού αυτισμού. Ο πολιτικός μας διάλογος και περί τα ευρωπαϊκά υπήρξε ανέκαθεν –με λίγες εξαιρέσεις– επιφανειακός και πολωτικός συνάμα.

Είναι επείγουσα ανάγκη να επανέλθουμε στην ευρωπαϊκή κανονικότητα. Το καθεστώς επιτροπείας, αποτέλεσμα κυρίως της δικής μας συλλογικής ανευθυνότητας και της αδυναμίας να συμφωνήσουμε μεταξύ μας, έστω και στα στοιχειώδη, δεν αντέχεται πλέον. Και δεν μας αξίζει.