Αρθρογραφια |

Το Σύνταγμα, Η Δικαιοσύνη Και Ο Δικαστής

Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου είχε συμμετάσχει (ως Αντιπρόεδρος του ΣτΕ, τότε) στην ομάδα έγκριτων δικαστικών λειτουργών που συνέγραψαν τη μελέτη της διαΝΕΟσις "Η Δικαιοσύνη Στην Ελλάδα". Στο κεφάλαιο του βιβλίου που έγραψε η ίδια, αναλύει τις θεμελιώδεις αρχές που πρέπει να διέπουν το έργο της Δικαιοσύνης.

«O Σωκράτης συμβούλευε τους δικαστές να ακούν ευγενικά, να απαντούν με σοφία, να αναλύουν με νηφαλιότητα και να αποφασίζουν με αμεροληψία. Αυτές οι δικαστικές αρετές αποτελούν επιμέρους όψεις του καθήκοντος επιμέλειας. Ακόμα και αν οφείλουμε να προσθέσουμε στη λίστα του Σωκράτη την αρετή της ταχύτητας, πρέπει να σημειώσουμε ότι η επιμέλεια δεν είναι κατά βάση ζήτημα ταχύτητας. Εν ευρεία εννοία, η επιμέλεια συνίσταται στην εκτέλεση των δικαστικών καθηκόντων με επαγγελματική επάρκεια, με την αναγκαία φροντίδα και προσοχή, καθώς και σε εύλογο χρόνο».

Απόσπασμα από τις Αρχές Δικαστικής Δεοντολογίας, που έχει εκπονήσει το καναδικό Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Στα λόγια του Σωκράτη, όπως αυτά μεταφέρονται, θα μπορούσαμε να δούμε τις απαρχές της δικαστικής δεοντολογίας.


1. Το Σύνταγμα της Ελλάδας στο κεφάλαιο περί δικαστικής εξουσίας προβλέπει ότι: «1. H δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία. 2. Oι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος (…)» (άρθρο 87), και ότι: «1. Απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς να παρέχουν κάθε άλλη μισθωτή υπηρεσία καθώς και να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα. (…) 4. Απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς η συμμετοχή στην Κυβέρνηση. 5. Επιτρέπεται η συγκρότηση ένωσης δικαστικών λειτουργών, όπως νόμος ορίζει» (άρθρο 89). Επίσης, στο άρθρο 23 παρ. 2 ορίζεται ότι «(…) Aπαγορεύεται η απεργία με οποιαδήποτε μορφή στους δικαστικούς λειτουργούς (…)» και στo άρθρο 29 παρ. 3 ότι: «(…) Απαγορεύονται απολύτως οι οποιασδήποτε μορφής εκδηλώσεις υπέρ ή κατά πολιτικού κόμματος στους δικαστικούς λειτουργούς (…)».

2. Είναι κοινός τόπος στην εποχή μας ότι συστατικό στοιχείο μιας δημοκρατίας δυτικού τύπου είναι το κράτος δικαίου, κύριο χαρακτηριστικό του οποίου αποτελεί η ύπαρξη ανεξάρτητης και αποτελεσματικής δικαιοσύνης που αποτελεί όψη της κρατικής εξουσίας. Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) είναι πλούσια ως προς το περιεχόμενο του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) για το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, όπου σημαντικότατη θέση κατέχει και η απονομή της δικαιοσύνης σε εύλογο χρόνο. Δυστυχώς, στο ζήτημα αυτό η χώρα μας παρουσιάζει, κατά το ΕΔΔΑ, στρέβλωση συστημικού χαρακτήρα, τόσο στη διοικητική δικαιοσύνη όσο και στην πολιτική και ποινική. Σε ενωσιακό επίπεδο, από το 2013, Επιτροπή ανέλαβε το έργο της σύνταξης ετησίως του λεγόμενου «Πίνακα Αποτελεσμάτων της Δικαιοσύνης» (Justice Scoreboard) με στόχο την προώθηση της ποιότητας, της ανεξαρτησίας και της αποτελεσματικότητας των συστημάτων δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Στην παρουσίαση του Πίνακα Αποτελεσμάτων για το 2014, που έγινε τον Μάρτιο του 2014, η τότε Επίτροπος Δικαιοσύνης Βίβιαν Ρέντινγκ, συνδέοντας με άμεσο τρόπο την ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης με την οικονομία, δήλωσε ότι: «Η καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης ισοδυναμεί με άρνηση απονομής δικαιοσύνης. Ο πίνακας αποτελεσμάτων σχετικά με την ευρωπαϊκή δικαιοσύνη είναι βασικό εργαλείο της οικονομικής στρατηγικής της ΕΕ, καθώς συμβάλλει στην αποτελεσματικότερη λειτουργία της δικαιοσύνης για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις».

3. Το πρόβλημα της καθυστέρησης στην απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης προσπάθησε να ανιχνεύσει η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) σε Συμβούλιο (πρακτικό 17/2011), όπου επισημαίνονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Είναι γεγονός ότι η δικαιοσύνη στην Ελλάδα απονέμεται με ιδιαίτερα βραδείς ρυθμούς και ότι η βραδύτητα αυτή παρατηρείται και στη διοικητική δικαιοσύνη, τόσο στο Συμβούλιο της Επικρατείας, όσο και στα τακτικά διοικητικά
δικαστήρια. Είναι, εξάλλου, προφανές ότι η καθυστερημένη απονομή της δικαιοσύνης, εκτός από τις σοβαρές κοινωνικές, οικονομικές και δημοσιονομικές επιπτώσεις που συνεπάγεται για τους πολίτες και το Κράτος, αποτελεί και σημαντικό πλήγμα στο Κράτος Δικαίου. Το πρόβλημα της καθυστέρησης στην επίλυση των διοικητικών διαφορών σε όλα τα επίπεδα οφείλεται σε πολλαπλές αιτίες και, ως εκ τούτου, για την αντιμετώπισή του πρέπει να ερευνηθούν και να αντιμετωπιστούν
συνολικά όλοι οι παράγοντες που έχουν οδηγήσει στη σημερινή κατάσταση, η οποία συγκροτεί πλέον πρόβλημα με δομικό χαρακτήρα. Βασική αιτία συνιστά ο υπερβολικά μεγάλος αριθμός ένδικων βοηθημάτων και ένδικων μέσων σε σχέση με τις δυνατότητες των δικαστηρίων. Ακόμη και αν όλοι οι δικαστές υπερέβαιναν τις δυνατότητές τους, δεν θα ήταν δυνατόν να επιτευχθούν οι επιθυμητοί χρόνοι διεκπεραίωσης των δικών. Πρέπει μάλιστα να σημειωθεί ότι η υπερφόρτωση των πινακίων των δικαστηρίων οφείλεται σε σημαντικό βαθμό σε ένδικα μέσα, τα οποία ασκούν το Δημόσιο και νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου. Η αναντιστοιχία που παρατηρείται μεταξύ εισαγόμενων και διεκπεραιούμενων υποθέσεων επιτείνεται από σειρά αιτίων που μπορούν να καταταγούν σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν παράγοντες που συμβάλλουν στην αύξηση των δικών, όπως είναι οι ατέλειες της νομοθεσίας, οι οποίες δεν συνίστανται μόνο σε ασάφεια και αντιφατικότητα των διατάξεων, αλλά οφείλονται και στις συχνές νομοθετικές μεταβολές που παρατηρούνται, ιδίως στον τομέα του δημόσιου δικαίου. Επίσης, η έλλειψη κωδικοποιήσεων σε πολλούς τομείς του δημοσίου δικαίου επιτείνει την ανασφάλεια του δικαίου και αποτελεί βασική αιτία δημιουργίας διαφορών. Στην ίδια κατηγορία ανήκουν η κακή λειτουργία της Διοίκησης, η οποία αποτελεί μηχανή παραγωγής διαφορών, καθώς και ευχέρεια που παρέχεται από τη νομοθεσία, αλλά και από την επιεική τακτική των δικαστηρίων, να ασκούνται προδήλως αβάσιμα ένδικα βοηθήματα και μέσα και να παρατείνεται αδικαιολογήτως με ενέργειες των διαδίκων η εκκρεμοδικία, χωρίς συνέπειες για τους στρεψόδικους και κακόπιστους διαδίκους που θα απεθάρρυναν την προπετή προσφυγή στα δικαστήρια. Δεύτερη κατηγορία αιτίων καθυστέρησης συγκροτούν οι αδυναμίες στην οργάνωση και λειτουργία των δικαστηρίων. Σοβαρές δυσλειτουργίες δημιουργούνται λόγω της ανορθολογικής χωροταξικής κατανομής των διοικητικών εφετείων και ιδίως των διοικητικών πρωτοδικείων, και από τις ελλείψεις σε υποδομές και σε προσωπικό της γραμματείας. Ο αριθμός των δικαστών είναι τριπλάσιος περίπου από τον αριθμό των δικαστικών υπαλλήλων, η αναλογία δε αυτή, η οποία είναι ακριβώς αντίστροφη από τα ισχύοντα στις λοιπές ευρωπαϊκές χώρες, καταδεικνύει τις δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν οι δικαστικοί λειτουργοί στην απρόσκοπτη εκτέλεση του δικαιοδοτικού τους έργου. Το φαινόμενο αυτό, που επιτείνεται με τα γενικά νομοθετικά μέτρα, τα οποία έχουν ληφθεί προσφάτως για τη δημόσια διοίκηση, αλλά καταλαμβάνουν και τις γραμματείες των δικαστηρίων, παρατηρείται και στο Συμβούλιο της Επικρατείας, με αποτέλεσμα οι δικαστικοί λειτουργοί να εκτελούν σε μεγάλο βαθμό εργασίες γραμματείας». Οι ίδιες περίπου σκέψεις επαναλήφθηκαν από την Ολομέλεια σε Συμβούλιο με το πρακτικό 2/2012.

4. Η αποτελεσματική λειτουργία της δικαιοσύνης εξασφαλίζεται τόσο εκ μέρους του κράτους όσο και εκ μέρους των δικαστών. Εκ μέρους του κράτους, με την οργάνωση της δικαιοσύνης, την εξασφάλιση υλικοτεχνικών υποδομών, τον σεβασμό της δικαστικής ανεξαρτησίας και την συμμόρφωση με τις δικαστικές αποφάσεις. Εκ μέρους των δικαστών, με την αυστηρή τήρηση της δικαστικής δεοντολογίας, τη λογοδοσία, την πειθαρχική ευθύνη, τον σεβασμό στη δικαστική παράδοση και τη διατήρηση της θεσμικής μνήμης.

5. Ο δικαστής ασκεί εξουσία από το Σύνταγμα, αλλά παράλληλα είναι το μόνο θεσμοθετημένο όργανο που λειτουργεί ως εγγυητής των ελευθεριών του πολίτη, όταν αυτός αδικείται από συμπολίτη του, αλλά και από την ίδια την κρατική εξουσία, σε οποιαδήποτε
μορφή της. Αυτό που προέχει στο διφυή χαρακτήρα του δικαστικού λειτουργήματος είναι η εγγυητική, η προστατευτική έναντι του πολίτη λειτουργία του δικαστή. Στα σύγχρονα δημοκρατικά κράτη, θεμελιώδης αρχή του κράτους δικαίου είναι η απονομή της δικαιοσύνης από ανεξάρτητους και αμερόληπτους δικαστές1. Δικαιοσύνη με αδιαμφισβήτητη ακεραιότητα αποτελεί θεμελιώδη θεσμό που διασφαλίζει τη συμμόρφωση στη δημοκρατία και το κράτος δικαίου. Για τον λόγο αυτό ομάδα ανώτατων δικαστών από όλο τον κόσμο συνέταξε το γνωστό κείμενο των Αρχών της Bangalore (2001-2002), όπου διακηρύσσονται οι ακόλουθες αρχές για τη δικαστική δεοντολογία:

α) Η δικαστική ανεξαρτησία σε προσωπικό και θεσμικό επίπεδο. Ανεξαρτησία από οποιαδήποτε πίεση εξωτερική, παροτρύνσεις απειλές ή παρεμβάσεις άμεσες ή έμμεσες από οπουδήποτε και για
οποιοδήποτε λόγο. Ανεξαρτησία απέναντι στην κοινωνία, στις άλλες εξουσίες και στους συναδέλφους του δικαστή, προκειμένου να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη του κοινού στη λειτουργία της δικαιοσύνης.

β) Η αμεροληψία του δικαστή, όχι μόνο στο περιεχόμενο της απόφασης, αλλά και στη διαδικασία.

γ) Η ακεραιότητα, με τον δικαστή να μεριμνά ώστε η συμπεριφορά του να είναι άμεμπτη στα μάτια ενός λογικού παρατηρητή.

δ) Η ευπρέπεια κατά την άσκηση όλων των δραστηριοτήτων του δικαστή.

ε) Η ίση μεταχείριση των διαδίκων.

στ) Η ικανότητα και η επιμέλεια κατά την εκπλήρωση του δικαστικού λειτουργήματος.

6. Είχε προηγηθεί το κείμενο των βασικών αρχών για τη δικαστική ανεξαρτησία, που υιοθετήθηκαν στο Μιλάνο από τα Ηνωμένα Έθνη το 1985. Οι Αρχές της Bangalore έγιναν στη συνέχεια αποδεκτές από τα περισσότερα σύγχρονα κράτη δικαίου, στα οποία θεσπίστηκαν κώδικες δεοντολογίας. Ενδεικτικά:

  • Κώδικας Δικαστικής Ηθικής του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (2005).
  • Resolution on Judicial Ethics (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, 2008).
  • Κώδικας Δεοντολογίας του ΔΕΕ (2009).
  • Recueil des Obligations Déontologiques des Magistrats (Conseil Supérieur de la Magistrature, 2010).
  • Charte de Déontologie des Membres de la Juridiction Administrative (Conseil d’Etat, 2011).
  • Guide to Judicial Conduct (Judiciary of England and Wales, 2013).
  • Code of Conduct for US Judges (1973, 2014).
  • Principes de Déontologie Judiciaire (Conseil Canadien de la Magistrature).

7. Οι πιο πάνω αρχές για τη δεοντολογία των δικαστών συναντώνται σε όλα τα σύγχρονα κράτη δικαίου, όπου η δικαιοσύνη είναι το βασικό θεσμικό αντίβαρο στην κρατική λειτουργία, ανεξάρτητα από τους επιμέρους κανόνες και συστήματα οργάνωσης της δικαιοσύνης που διαφέρουν από χώρα σε χώρα (ενδεικτικά αναφέρονται ο τρόπος επιλογής της ηγεσίας της δικαιοσύνης, ο διάχυτος ή ο συγκεντρωτικός έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων, η λειτουργία συνταγματικού δικαστηρίου, το ενιαίο ή μη σύστημα δικαιοδοσίας των δικαστηρίων).

8. Ο Ν. 1756/1988 «Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών» (ΦΕΚ A’ 35) προβλέπει στο άρθρο 40 ως θεμελιώδη καθήκοντα του δικαστικού λειτουργού την πίστη και αφοσίωση στην πατρίδα και τη δημοκρατία και την υποχρέωση εχεμύθειας. Ορίζει δε ρητά (επαναλαμβάνοντας τη συνταγματική απαγόρευση) ότι στους δικαστικούς λειτουργούς απαγορεύεται η απεργία με οποιαδήποτε μορφή, οι κάθε είδους εκδηλώσεις υπέρ πολιτικών κομμάτων, καθώς και η συμμετοχή σε οργανώσεις με κρυφούς σκοπούς. Από τις διατάξεις του άρθρου 91 του ίδιου Κώδικα που ρυθμίζουν θέματα πειθαρχικού δικαίου συνάγονται και αντίστοιχες υποχρεώσεις των δικαστικών λειτουργών. Ενδεικτικά, συνιστούν παράπτωμα: «α) πράξεις που μαρτυρούν έλλειψη πίστης και αφοσίωσης προς την πατρίδα και το δημοκρατικό πολίτευμα της Χώρας, β) κάθε παράβαση διατάξεως που αναφέρεται στην απονομή της δικαιοσύνης, την εσωτερική οργάνωση και λειτουργία των δικαστηρίων και την κατάστασή του ως δικαστικού λειτουργού, γ) η χρησιμοποίηση της ιδιότητάς του για επιδίωξη ιδιοτελών σκοπών, δ) η αναξιοπρεπής ή απρεπής εντός ή εκτός υπηρεσίας συμπεριφορά, ε) η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εκτέλεση των καθηκόντων του. (…) στ) η παράβαση της υπηρεσιακής εχεμύθειας, ζ) η αποσιώπηση νόμιμου λόγου αποκλεισμού ή εξαίρεσης». Στην παράγραφο 4 ορίζεται ότι δεν αποτελούν παραπτώματα: «α) η άρνησή του να εφαρμόσει διατάξεις που τίθενται κατά κατάλυση του συντάγματος ή είναι αντίθετες σε αυτό, β) η έκφραση γνώμης δημόσια, εκτός αν γίνεται με προφανή σκοπό τη μείωση του κύρους της δικαιοσύνης ή υπέρ ή κατά ορισμένου κόμματος ή άλλης ορισμένης πολιτικής οργάνωσης, γ) η συμμετοχή και η ανάπτυξη δραστηριότητας στις αναγνωρισμένες ενώσεις δικαστών ή άλλα σωματεία και η έκφραση γνώμης και κριτικής άποψης που γίνεται στα πλαίσια της συμμετοχής σε ένωση δικαστικών λειτουργών».

9. Στη χώρα μας δεν έχει θεσπιστεί, προς το παρόν, Κώδικας Δικαστικής Δεοντολογίας. Το Σύνταγμα, εκτός από τις δύο ρητές απαγορεύσεις που εκτέθηκαν ήδη, δεν περιλαμβάνει καμία άλλη απαγόρευση για τους δικαστές. Ο Έλληνας δικαστής, λοιπόν, δεν υπόκειται σε δεσμεύσεις; Ασφαλώς και ναι. Ο δικαστής οφείλει να κινείται μέσα στο πλαίσιο που δημιουργεί το ισχυρό πλέγμα αόρατων διατάξεων που αποτελούν την αποκαλούμενη δικαστική δεοντολογία και ισχύουν σε όλα τα σύγχρονα κράτη δικαίου. Η δικαστική δεοντολογία είναι η ατμόσφαιρα που περιβάλλει κάθε δικαστή, ο δικαστής «αναπνέει» μέσα σ’ αυτή κατά την άσκηση των καθηκόντων του και, κυρίως, έξω από αυτά. Απευθύνεται στον συγκροτημένο δικαστή που δεν τον απασχολούν μόνο τα δικαιώματα και οι απαγορεύσεις που του επιβάλλει ο νόμος, αλλά νιώθει το βάρος του λειτουργήματός του. Το ζήτημα δεν είναι πώς τοποθετείται η κοινωνία απέναντι στον δικαστή, αλλά πώς ο ίδιος εκπληρώνει τη δέσμευση που έχει αναλάβει απέναντι στην κοινωνία. Το λειτούργημά του, εξοπλισμένο με τόσες θεσμικές εγγυήσεις, παραμένει μια προσφορά στην κοινωνία, στο πλαίσιο της οποίας η ανεξαρτησία του δεν αποτελεί προνόμιο, αλλά καθήκον. Ακολουθεί αναλυτικότερη παρουσίαση των θεμελιωδών αρχών που αναφέρθηκαν.

i) Δικαστική ανεξαρτησία

Συχνά παρερμηνεύεται ως προνόμιο που απολαμβάνουν οι δικαστές, ενώ αποτελεί τον θεμελιώδη λίθο κάθε δημοκρατικού κράτους και την εγγύηση των ατομικών ελευθεριών των πολιτών σε ένα κράτος δικαίου. Ο δικαστής λειτουργεί ως θεσμικό αντίβαρο, ως εγγυητής των ελευθεριών των πολιτών. Αντλεί τη νομιμοποίησή του ευθέως από το Σύνταγμα, η νομιμοποίηση, όμως, ενισχύεται από την εμπιστοσύνη που εμπνέει στους πολίτες. Η επαγγελματική του στάση δεν ανήκει στη διακριτική του ευχέρεια, αλλά καθορίζεται από τον νόμο και τις «ηθικές» απαιτήσεις του λειτουργήματός του. Οι δικαστές απονέμουν το δίκαιο με βάση τα δεδομένα που αναπτύσσονται ενώπιόν τους, απαλλαγμένοι από κάθε εξωτερική επιρροή ή πίεση, χωρίς να φοβούνται οποιαδήποτε κύρωση ή να ελπίζουν σε προσωπικά οφέλη. Διατηρούν την ανεξαρτησία τους απέναντι στη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία, σύμφωνα και με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, αποκρούοντας οποιαδήποτε επιρροή εκ μέρους των εκπροσώπων τους. Ο δικαστής ως φύλακας των ατομικών ελευθεριών εφαρμόζει τον νόμο, χωρίς να φοβάται μήπως ενοχλήσει ή να ελπίζει να ικανοποιήσει τις άλλες εξουσίες, τους ιεραρχικά ανώτερούς του, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ) και την κοινή γνώμη. Ο δικαστής πρέπει να μένει ανεπηρέαστος από την επίδραση της δημοσιότητας, είτε θετικής είτε αρνητικής. Όπως κάθε πολίτης έχει δικαίωμα στον σεβασμό της προσωπικής του ζωής, αλλά απέχει από οποιαδήποτε συμπεριφορά που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία στην άσκηση του λειτουργήματός του.

ii) Δικαστική αμεροληψία

Αποτελεί απόλυτο καθήκον για τον δικαστή, προορισμένο να εκπληρώσει τη θεμελιώδη αρχή της ισότητας των πολιτών ενώπιον του νόμου και να διασφαλίσει την εμπιστοσύνη του κοινού στη δικαιοσύνη. Η αμεροληψία προϋποθέτει την απουσία προκαταλήψεων, είτε στο υποκειμενικό σκέλος, που συνίσταται στη διερεύνηση και προσδιορισμό των προσωπικών πεποιθήσεων κάθε συγκεκριμένου δικαστή σε μια δεδομένη υπόθεση (υποκειμενική αμεροληψία, η οποία τεκμαίρεται, μέχρις ότου αποδειχθεί το αντίθετο), είτε ως αντικειμενική αμεροληψία, όπου υπάρχουν πραγματικά δεδομένα, εξαιτίας των οποίων μπορεί να εγερθούν αμφιβολίες για την αμεροληψία του δικαστή και για το αν θα δικάσει σωστά. Η νομολογία του Στρασβούργου και όλα τα κείμενα, στα οποία έχει ήδη γίνει αναφορά επιμένουν και στο «φαίνεσθαι» (appearances) της στάσης του δικαστή. Προβλέπεται σχετικά ότι ο δικαστής πρέπει να αποφεύγει εξωδικαστικές δραστηριότητες που μπορεί να τον αποτρέψουν από το να δικάσει μια υπόθεση, διότι δημιουργείται η εύλογη πεποίθηση ότι είναι προκατειλημμένος ή γιατί από τη δραστηριότητά αυτή μπορεί να ανακύψει σύγκρουση συμφερόντων. Το διακύβευμα είναι η εμπιστοσύνη που τα δικαστήρια σε μια δημοκρατική κοινωνία πρέπει να εμπνέουν στο κοινό. «Κάθε δικαστής, για τον οποίο υφίσταται εύλογος φόβος έλλειψης αμεροληψίας, πρέπει να εξαιρείται». Είναι αυτονόητο ότι ο δικαστής υπέχει υποχρέωση να γνωστοποιεί στους συναδέλφους του γεγονότα που τον αφορούν προσωπικά και μπορεί να πλήξουν την εικόνα αμεροληψίας που πρέπει να δίνει προς όλους τους διαδίκους. Ειδική πτυχή αυτής της αρχής είναι η υποχρέωση του δικαστή να απέχει από πολιτικές δραστηριότητες και σχέσεις με πολιτικά κόμματα. Άλλη πτυχή αυτής της αρχής, περισσότερο δυσδιάκριτη, είναι η έκφραση γνώμης εκτός των δικαστικών καθηκόντων, που μπορεί να δημιουργήσει ερωτηματικά και προβληματισμό για την αμεροληψία του δικαστή σε υποθέσεις που καλείται στη συνέχεια να χειρισθεί. Ο σύγχρονος δικαστής πρέπει να είναι αμερόληπτος, όχι ουδέτερος. Διατυπώνει αξιολογικές κρίσεις, ασκώντας το δικαιοδοτικό του έργο επικοινωνεί με την κοινωνία, δεν εκτελεί, όμως, αποστολή με την έννοια της άσκησης του έργου του με ορισμένη στόχευση, αλλά με βάση τον νόμο και τα δεδομένα της συγκεκριμένης υπόθεσης. Στη δημόσια έκφραση γνώμης ο δικαστής επιδεικνύει μέτρο και αυτοσυγκράτηση, ώστε να μη θέσει σε κίνδυνο την εικόνα της αμερόληπτης δικαιοσύνης. Ο δικαστής, ως συγκροτημένη προσωπικότητα, έχει απόψεις, βιώματα, εμπειρίες, πάνω απ’ όλα πρέπει να έχει παιδεία, όλα όσα αποτελούν την κουλτούρα του ως ανθρώπου, ακόμη και στο σχηματισμό της επιστημονικής του άποψης οδηγείται αναγκαία και μέσα από την υποκειμενική του οπτική. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, ο δικαστής οφείλει να εφαρμόζει τον νόμο και δεν μπορεί να αρνηθεί την εφαρμογή του εν ονόματι των προσωπικών πολιτικών, θρησκευτικών και κάθε είδους πεποιθήσεών του, ούτε και να δρα υπό την πίεση της κοινής γνώμης. Η δημοκρατική νομιμοποίηση του δικαστή συντελείται καθημερινά απέναντι στην κοινωνία και πραγματώνεται μέσα από την αιτιολόγηση και τη δημοσιότητα των δικαστικών αποφάσεων.

iii) Ακεραιότητα και ευπρέπεια

Με τη δημόσια και ιδιωτική συμπεριφορά του ο δικαστής συμβάλλει στην εμπέδωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στην ακεραιότητα της δικαιοσύνης. Πρέπει να δεχθεί περιορισμούς περισσότερους από τον απλό πολίτη και να το κάνει ελεύθερα και με τη θέλησή του. Η άσκηση του λειτουργήματός του συνοδεύεται από περιορισμούς στη δημόσια και ιδιωτική του συμπεριφορά, είναι, όμως, προς το κοινό συμφέρον οι δικαστές, όσο η θέση τους το επιτρέπει, να συμμετέχουν στο δημόσιο βίο. Συμπεριφορές που, για τους άλλους πολίτες, θεωρούνται απλά ατυχείς, είναι μη αποδεκτές για ένα δικαστή διότι αυτός, λόγω του αξιώματός του, κρίνει τη συμπεριφορά των άλλων. Ο δικαστής με την ευπρέπεια, την εντιμότητα, την αυτοσυγκράτηση, την επαγρύπνηση και τη διακριτικότητά του αποδεικνύει τη σημασία που αποδίδει στην εικόνα της δικαιοσύνης. Ο δικαστής έχει, όπως κάθε πολίτης, δικαίωμα να εκφράζεται, να έχει προσωπικές πολιτικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις και να μετέχει σε ενώσεις. Ασκεί, όμως, τα δικαιώματα αυτά με τρόπο ώστε να διατηρεί την αξιοπρέπεια του λειτουργήματός του και την ανεξαρτησία και την αμεροληψία της δικαιοσύνης.

iv) Ικανότητα και επιμέλεια

Ο δικαστής έχει επαγγελματική υποχρέωση να εκπληρώνει τα καθήκοντά του στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, βελτιώνοντας τις επαγγελματικές του ικανότητες, και μέσα σε εύλογη προθεσμία.

10. Από την εποχή του Μοντεσκιέ, στον οποίο αποδίδεται η φράση «η δικαστική εξουσία είναι μια εξουσία αόρατη και χωρίς υπόσταση, ο δικαστής είναι το στόμα που προφέρει τα λόγια του νόμου, ένα άψυχο ον», περάσαμε στη λειτουργία της δικαιοσύνης ως θεσμικού αντιβάρου, όπου τίποτε δεν ξεφεύγει από τον έλεγχο του δικαστή. Αυτό αποτελεί ένα πρόσθετο βάρος, προϋποθέτει κυρίως εσωτερική ελευθερία, ωριμότητα και αυξημένο αίσθημα ευθύνης για τους σημερινούς δικαστές ατομικά, αλλά και για τη δικαιοσύνη στο σύνολό της. Γιατί κάθε δικαστής, με κάθε ενέργειά του και με τη στάση του στο πλαίσιο των καθηκόντων του ή και πέρα από αυτά, τιμά τη δικαιοσύνη, ή την εκθέτει, μερικές φορές ανεπανόρθωτα. Ο αυτοπεριορισμός απαιτεί ανώτερο ήθος δικαστή. Οι δικαστές οφείλουν να εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους σε αυτό το πνεύμα, σαν μια προσφορά στο κοινωνικό σύνολο.

11. Τα προβλήματα της δικαιοσύνης συνδέονται άρρηκτα με τις παθογένειες του ελληνικού κράτους. Ο δημόσιος διάλογος για τη δικαιοσύνη χρειάζεται νηφαλιότητα και τεχνοκρατική προσέγγιση. Η κριτική των δικαστικών αποφάσεων είναι αυτονόητη και επιθυμητή, πρέπει όμως να αφορά στην ορθότητα της δικαστικής κρίσης και όχι στο κατά πόσον αυτή είναι ή όχι αρεστή. Ο δικαστικός έλεγχος ειδικά των κρατικών πράξεων, αναπόφευκτα επιβραδύνει την διοικητική δράση, ιδίως όταν οδηγεί σε ακύρωση. Το φαινόμενο αυτό επιτείνεται όταν για την επίλυση συγκεκριμένης διαφοράς πρέπει να μεσολαβήσει απόφαση του δικαστηρίου της ΕΕ, που είναι το μόνο κυρίαρχο όργανο να ερμηνεύσει κανόνα ενωσιακού δικαίου. Η καθυστέρηση όμως αυτή, και οι επακόλουθες δυσμενείς συνέπειες στην οικονομική ιδίως δράση, αποτελεί το αναπόφευκτο τίμημα που πρέπει να καταβληθεί προκειμένου το κράτος δικαίου να συνεχίσει να υφίσταται. Σε όλες, άλλωστε, τις σύγχρονες δημοκρατίες, ο δικαστικός έλεγχος όχι μόνο δεν περιορίζεται αλλά καταλαμβάνει όλο και περισσότερες μορφές της κοινωνικής δράσης, ενώ, παράλληλα, υπερεθνικές δικαιοδοσίες καλούνται να εμπλακούν στην επίλυση των διαφορών. Η λύση, επομένως, δεν πρέπει να προέλθει από την πλευρά εκείνων που υποστηρίζουν λιγότερο δικαστικό έλεγχο, είτε με επιστροφή σε ξεπερασμένα μοντέλα προηγούμενων αιώνων, είτε με υιοθέτηση αυταρχικού τύπου οργάνωσης και διακυβέρνησης του κράτους, αλλά από τη πλευρά εκείνων που, αναγνωρίζοντας ότι η δημοκρατία είναι ένα αργό και ακριβό σύστημα, παλεύουν να βρουν την χρυσή τομή μεταξύ της ανάγκης για γρήγορη και αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης και της ανάγκης για σεβασμό της αρχής της νομιμότητας της διοικητικής δράσης και του δικαιώματος του κάθε πολίτη σε δικαστική προστασία.

[1] Βλ. άρθρο 6 παράγραφο 1 της ΕΣΔΑ, άρθρα 47 και 52 του Χάρτη των Θεμελιωδών
Δικαιωμάτων.