Αρθρογραφια |

Τα Μεγάλα Δίπολα της Μεταπολίτευσης ως Οιωνοί για το Μέλλον

Ποια είναι τα κρίσιμα γεγονότα και οι διεργασίες που σηματοδότησαν την τελευταία 50ετία; Το κείμενο του Ευάγγελου Βενιζέλου από τον πρόσφατο συλλογικό τόμο με τίτλο «1974-___».

Ένα κείμενο από τον πρόσφατο τόμο της διαΝΕΟσις, ο οποίος έχει ως σκοπό να σχολιάσει τα επιτεύγματα και τις αποτυχίες της χώρας στη Μεταπολίτευση, αλλά και να αναδείξει τις προκλήσεις του μέλλοντος.


Η αμφισημία του όρου «Μεταπολίτευση» απαιτεί να αποσαφηνιστεί εξαρχής ότι μας απασχολεί η Μεταπολίτευση εν στενή εννοία, ως στιγμή ή ως περιορισμένη περίοδος μετάβασης από τη δικτατορία στην κοινοβουλευτική και μάλιστα προεδρευόμενη και άρα αβασίλευτη δημοκρατία, και η Μεταπολίτευση εν ευρεία εννοία, ως περίοδος 50 πλέον ετών από την πτώση της δικτατορίας έως σήμερα. Η εσωτερική περιοδολόγηση της πεντηκονταετίας με βάση τις τομές, αφενός μεν, της διεθνούς, αφετέρου δε, της συλλογικής εθνικής εμπειρίας δεν είναι καθόλου αυτονόητη. Πάντως, αλληλουχία γεγονότων εφάμιλλης κρισιμότητας με αυτήν της περιόδου 15 Ιουλίου 1974 (πραξικόπημα κατά του Προέδρου Μακαρίου στην Κύπρο)-11 Ιουνίου 1975 (θέση σε ισχύ του νέου Συντάγματος και υποβολή, την επόμενη ημέρα, της αίτησης ένταξης στις τότε Ευρωπαϊκές Κοινότητες) δεν υπήρξε. Ευτυχώς, θα έλεγα, τέτοια εφάμιλλης σημασίας αλληλουχία γεγονότων δεν κόμισε ούτε η οικονομική κρίση και κυρίως το πρώτο εξάμηνο του 2015, όταν δοκιμάστηκαν τα όρια της Μεταπολίτευσης, για την ακρίβεια η αντοχή του βασικού κεκτημένου της, της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της ευρωπαϊκής ταυτότητας.

Η περίοδος της Μεταπολίτευσης έχει συνεπώς τη διπλή ικανότητα, αφενός μεν, να έχει αυτοπροσδιοριστεί και να έχει επιλέξει εξαρχής το όνομά της, αφετέρου δε, να επεκτείνεται διαρκώς, αναζητώντας μια τομή που θα σήμαινε τη μετάβαση σε άλλη περίοδο· όλες όμως οι κρίσεις που δημιούργησαν την αρχική αίσθηση πως μπορεί να σηματοδοτήσουν το τέλος της ενσωματώθηκαν –μέχρι στιγμής– σε αυτήν.

Αυτό που περιγράφω μπορεί να σημαίνει ότι η ελληνική κοινωνία, τα τελευταία 50 χρόνια και μετά την εμπειρία της δικτατορίας, που είναι ενσωματωμένη στη συλλογική εθνική μνήμη, είτε έχει αποκτήσει υψηλή αίσθηση ιστορικότητας, δεν παρασύρεται από τη συγκυρία και ξέρει πώς εξελίσσονται τα κύματα του μακρού ιστορικού χρόνου, είτε έχει καθηλωθεί από την ψευδή αίσθηση ότι η Μεταπολίτευση ταυτίζεται με κεκτημένα, η αμφισβήτηση των οποίων τη φέρνει σε βαθιά αμηχανία. Αμηχανία τέτοια που δεν της επιτρέπει να μεταβάλει την περιοδολόγηση της Ιστορίας που γράφει, εκούσα-άκουσα, η ίδια.

Η οικονομική κρίση της δεκαετίας 2009-2019 και αμέσως μετά η πανδημία ως κρίση υγειονομική, ανθρωπολογική, κοινωνική, θεσμική και οικονομική, ο πόλεμος στην Ουκρανία, η διεθνής ενεργειακή κρίση, η εμφανής μεταβολή των διεθνών συσχετισμών και της ίδιας της Δύσης ως στρατηγικής, οικονομικής και πολιτιστικής οντότητας, και παλιότερα η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως τομές και ως σημεία έναρξης μίας νέας περιόδου, η Μεταπολίτευση όμως επιμένει να διατηρείται εν ενεργεία. Και ευτυχώς κατά τη γνώμη μου, εφόσον Μεταπολίτευση σημαίνει συνταγματική ομαλότητα, δημοκρατία, κράτος δικαίου, ανθρώπινα δικαιώματα, επιβεβαίωση της δυτικής ταυτότητας με σεβασμό στην ελληνική ιδιοσυστασία, αλλά όχι στον αφελή ελληνικό εξαιρετισμό, συμμετοχή στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας, οικονομική πρόοδο παρά τα προβλήματα και τις παλινδρομήσεις που ήταν δραματικά μεγάλες στη φάση της οικονομικής κρίσης.

Η αλληλουχία των μεγάλων επετείων που τιμούμε τα τελευταία χρόνια, ο εορτασμός των 200 ετών από την έναρξη της Επανάστασης το 2021, τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή το 2022 και από τη Συνθήκη της Λωζάννης το 2023, μας προτρέπει να υπολογίσουμε τον ιστορικό χρόνο και να αντιληφθούμε ότι η περίοδος της Μεταπολίτευσης καλύπτει, ούτε λίγο ούτε πολύ, το ένα τέταρτο της συνολικής διαδρομής του νέου ελληνικού κράτους, με συμβατική αφετηρία την κήρυξη της Επανάστασης. Υπάρχει, βέβαια, και η αντίστροφη ανάγνωση που μας λέει ότι και η Μεταπολίτευση «πάλιωσε», δεν τη ζούμε ως κατάσταση, αλλά τη μελετούμε ως κεφάλαιο της Ιστορίας. Προφανώς ισχύουν όλες οι εκδοχές ταυτοχρόνως, καθώς ζούμε μέσα στην Ιστορία, χωρίς τις περισσότερες φορές να το συνειδητοποιούμε.

Η Μεταπολίτευση, ακριβώς λόγω της επιμήκυνσής της, εξελίσσεται με διαφορετικές ταχύτητες στα επιμέρους επίπεδά της:

Θεσμικά, η χώρα, παρά τα πολλά προβλήματα, κινείται με αυτό που θα ονομάζαμε «ευρωπαϊκούς ρυθμούς», τελεί υπό αυστηρό διεθνή δικαστικό έλεγχο (Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) και διαθέτει Σύνταγμα σύγχρονο και ανθεκτικό, παρά τα επιμέρους προβλήματα, τους αρχαϊσμούς και τις υστερήσεις, όπως έδειξαν οι δοκιμασίες των διαδοχικών κρίσεων. Η Μεταπολίτευση διαμόρφωσε ένα θεσμικό πλαίσιο καλά θεμελιωμένο, το οποίο εξακολουθεί να ισχύει ενισχυμένο με τη συνταγματική συναίνεση που εδραιώθηκε σταδιακά μέσω των αναθεωρήσεων του Συντάγματος του 1975 και ιδίως αυτής του 2001, της ευρύτερης και κατεξοχήν συναινετικής. Προφανώς υπάρχουν προβλήματα σχετικά με την ποιότητα των δημοκρατικών θεσμών, τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου και το επίπεδο προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά υπάρχουν ισχυροί μηχανισμοί διεθνούς δικαστικού ελέγχου και διεθνικού νομικοπολιτικού ελέγχου που θέτουν όρια και ασκούν ασφυκτική πίεση.

Δημοσιονομικά, η χώρα βρίσκεται, χάρη στην αναδιάρθρωση του 2012, σε μια υβριδική κατάσταση που της επιτρέπει να βάζει σε αγκύλη, αλλά όχι να αγνοεί, το ζήτημα του δημόσιου χρέους και να διεκδικεί το μερίδιό της στα νέα ευρωπαϊκά χρηματοοικονομικά εργαλεία και το δικαίωμά της να αξιοποιήσει μια πιο ώριμη και διορατική ευρωπαϊκή αντίληψη για το μέλλον της Ευρωζώνης και όλης της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσα στο νέο διεθνές σκηνικό, υπό συνθήκες κλιματικής κρίσης και Τεχνητής Νοημοσύνης. Αυτό της επιτρέπει να έχει ευρύ μακροοικονομικό και αναπτυξιακό ορίζοντα, εφόσον θυμάται διαρκώς ότι η κοινωνία έχει σωρευτική κόπωση, φοβάται τις αλλαγές που συντελούνται στη διαστρωμάτωσή της και προβάλλει διαρκώς το αίτημα για συμπεριληπτικότητα, για έγκαιρη και αποτελεσματική αντιμετώπιση των νέων ανισοτήτων, πολλές από τις οποίες είναι κραυγαλέες.

Τα τελευταία χρόνια είναι προφανώς ισχυρή η αίσθηση της επιστροφής στην «κανονικότητα» στο πεδίο της οικονομίας μετά τη σκληρή «διόρθωση» στο κεκτημένο της «επίχρυσης» φάσης της Μεταπολίτευσης (1974-2009), που επιβλήθηκε την περίοδο της οικονομικής κρίσης και των Μνημονίων, και είχε ως αποτέλεσμα τη δραστική μείωση του ΑΕΠ και των εισοδημάτων, και την εκτίναξη της ανεργίας. Όμως, τα δημογραφικά δεδομένα είναι αρνητικά, ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης τα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης είναι μικρότερος του 1%, η ετήσια αύξηση των επενδύσεων πρέπει να πλησιάσει το 21% από το πολύ χαμηλότερο επίπεδο στο οποίο κινείται τώρα, η δε δημοσιονομική επίγνωση είναι πάντα υποχρεωτική, ιδίως καθώς πλησιάζουμε στο 2032, έτος λήξης της περιόδου χάριτος ως προς την καταβολή χρεολυσίων για το δημόσιο χρέος. Όλα, δε, αυτά μέσα στο πλαίσιο μιας απαισιόδοξης πρόγνωσης για τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, ακριβέστερα για την ποιότητα των ανακλαστικών της Ευρώπης, που δείχνει σε πολλά θέματα να υπνοβατεί προς αδιέξοδα. Στο πεδίο της οικονομίας συντελέστηκε, πάντως, «διπλή Μεταπολίτευση», αυτή του 1974 και αυτή της οικονομικής κρίσης, χωρίς να θιγεί εν τέλει το πλαίσιο.

Στο επίπεδο, τέλος, της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας, μακροσκοπικά βρισκόμαστε ακόμη στην αφετηρία της Μεταπολίτευσης. Το Κυπριακό είναι πάντα ανοικτό και σε αδιέξοδο. Οι δε ελληνοτουρκικές σχέσεις παραπέμπουν ιστορικά και νομικά στη συγκρότηση του νέου ελληνικού κράτους που επέκτεινε σταδιακά και οριοθέτησε με διεθνείς συμβάσεις την επικράτειά του και την εθνική του κυριαρχία, αλλά τώρα πρέπει να οριοθετηθούν και κυριαρχικά δικαιώματα που προβλέπονται από νεότερης γενιάς κανόνες του διεθνούς Δικαίου, πράγμα που ήδη έγινε, έστω εν μέρει, με χώρες όπως η Αίγυπτος και η Ιταλία.

Συνεπώς, το καταγωγικό τραύμα της Μεταπολίτευσης, δηλαδή η στρατιωτική ήττα στην Κύπρο και η έναρξη της ελληνοτουρκικής έντασης στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, επηρεάζει έως σήμερα καταλυτικά την εξωτερική πολιτική. Αν και έχει διαμορφωθεί αρκετά νωρίς, ήδη από την πρώτη περίοδο της θεσμικής συγκατοίκησης Κωνσταντίνου Καραμανλή και Ανδρέα Παπανδρέου, ισχυρή εθνική συναίνεση ως προς την ευρωπαϊκή και διεθνή θέση της χώρας, αυτή δεν λειτουργεί στο πεδίο του καθημερινού εσωτερικού πολιτικού λόγου και διαλόγου, ούτε επιτρέπει ευρύτερες πολιτικές συμφωνίες ως προς επιμέρους χειρισμούς. Αυτό έδειξε η καμπύλη (συχνά και η εναλλαγή) της στάσης των κομμάτων σε κρίσιμες φάσεις των ελληνοτουρκικών σχέσεων και του Κυπριακού, αλλά και μικρότερης σημασίας θεμάτων, όπως η Συνθήκη των Πρεσπών.

Συμπληρωματικά και συχνά σε αντίθεση προς τα τρία προηγούμενα επίπεδα, το πολιτικό σύστημα, 50 χρόνια μετά, αγωνίζεται, με δυσκολίες και πολύ συχνά ματαίως, να μείνει πιστό στον κλασικό άξονα Αριστερά-Δεξιά, παρά τις αλλαγές που συντελούνται τόσο διεθνώς όσο και στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας. Ο βαριές μνήμες –για να μην πω τα σύνδρομα– παλαιότερων περιόδων, από τον Εμφύλιο έως την Αποστασία, ανακόπτουν την ωρίμανση του πολιτικού λόγου, με εξαίρεση τις διαχειριστικές υποχρεώσεις αλλά και ευκαιρίες που έχει η εκάστοτε κυβέρνηση, καθώς διαθέτει το πλεονέκτημα της εξουσίας και του ρεαλισμού.

Πίσω από όλα αυτά εξελίσσεται η πιο κρίσιμη διεργασία για την οριστική πρόσληψη και την υπέρβαση της Μεταπολίτευσης, η σύγκρουση στο επίπεδο της κοινωνικής νοοτροπίας, της συλλογικής ταυτότητας του έθνους, έστω αυτής που προκύπτει συμψηφιστικά, μέσα από συνεχείς αντιφάσεις και παλινδρομήσεις. Η Μεταπολίτευση οικοδομήθηκε σε μεγάλες, απλές και εύκολες παραδοχές σε σχέση με το παρελθόν και το μέλλον. Σε βολικά στερεότυπα που κυριάρχησαν στον ευρύ και απροσδιόριστο χώρο των «μικρομεσαίων» και σε ιδεολογικές «ασυλίες» που χορηγήθηκαν σε όλες σχεδόν τις εκδοχές της Αριστεράς ως αποζημίωση για τους αποκλεισμούς της μετεμφυλιακής περιόδου. Αυτές οι βάσεις στις οποίες στηρίχθηκε το κοινωνικό και πολιτικό συμβόλαιο της Μεταπολίτευσης αποδείχθηκαν στη συνέχεια ανεπαρκείς. Η σύγκρουση της περιόδου της οικονομικής κρίσης (2009-2019) είναι στην πραγματικότητα η σύγκρουση ανάμεσα, αφενός μεν, στη ρητορικά προοδευτική αλλά βαθιά και μυωπικά συντηρητική εμμονή στην ιδρυτική εκδοχή του κοινωνικού και πολιτικού συμβολαίου της Μεταπολίτευσης, αφετέρου δε, στην εναγώνια προσπάθεια να προστατευθεί το ουσιαστικό κεκτημένο της Μεταπολίτευσης: η δημοκρατία, ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός, η συμμετοχή στον «Πρώτο» κόσμο. Είδαμε τα αποτελέσματα της σύγκρουσης αυτής και το τίμημά της.

Το αρχικό κοινωνικό συμβόλαιο της Μεταπολίτευσης, που βασιζόταν στη γραμμική και διασφαλισμένη εξέλιξη «από το καλό στο καλύτερο» χωρίς οπισθοχωρήσεις και δημιουργούσε τη βεβαιότητα ότι τα παιδιά θα ζήσουν καλύτερα από τους γονείς τους υπό συνθήκες κοινωνικής κινητικότητας, που επέτρεπε την αισθητή βελτίωση της κοινωνικής θέσης μέσα σε μία μόλις γενιά, έπαυσε να ισχύει με την οικονομική κρίση. Αυτή είναι, πάντως, η πρόσληψη της κατάστασης από τη λεγόμενη Γενιά Z (γεννημένοι/ες μεταξύ 1996-2012), όπως καταγράφεται στην έρευνα της Metron Analysis που παρουσιάστηκε στο συνέδριο του Κύκλου Ιδεών για την καμπύλη της Μεταπολίτευσης (12-14 Μαΐου 2024). Το συνέδριο είχε ουσιαστικά ως πρώτο ομιλητή την ίδια την ελληνική κοινωνία, ακριβέστερα την κοινή γνώμη που εκφράστηκε μέσω της έρευνας.

Για τον λόγο αυτόν αναζητήθηκε, πέρα από όλες τις συμβατικές διαστάσεις της πεντηκονταετίας, το «γονιδίωμα» της Μεταπολίτευσης: οι μνήμες, τα σύνδρομα, οι μύθοι, τα στερεότυπα και οι αλληλεπιδράσεις που συνθέτουν την εικόνα της κοινωνίας και της εποχής. Το θρησκευτικό φαινόμενο, η νέα τυπολογία των ερωτικών σχέσεων, η θέση του παιδιού στην οικογένεια και την κοινωνία, αλλά και τα αταβιστικά χαρακτηριστικά που συντηρούν τις μνήμες του Εθνικού Διχασμού, της δύσκολης ενσωμάτωσης των προσφύγων του 1922-1923, του Εμφυλίου Πολέμου.

Η καμπύλη της Μεταπολίτευσης διαμορφώνεται εν τέλει μέσα από τις αφηγήσεις της, την αισθητική της, την αναπαράσταση και την απεικόνισή της, τη λογοτεχνική πρόσληψη και επαναπροβολή των γεγονότων, των καταστάσεων, των δυστοκιών και των αντιφάσεων της περιόδου, την εξέλιξη της τηλεόρασης, του τραγουδιού και της μουσικής βιομηχανίας, της πολιτιστικής πολιτικής, του θεάτρου, του κινηματογράφου, των κόμικς, της αρχιτεκτονικής και του δημόσιου χώρου, των εικαστικών τεχνών. Όπως είπε μελωδικά ο Διονύσης Σαββόπουλος, το 2074, στα εκατό χρόνια από το 1974, θα διαπιστώσουμε ότι «η Ελλάδα δεν πεθαίνει και ας έχει πυρετό».

Έχω την εντύπωση ότι μπορούμε εν τέλει να κατανοήσουμε τη Μεταπολίτευση μέσα από τα μεγάλα δίπολα που ανέδειξε και τα οποία λειτουργούν ως προκλήσεις, αλλά και ως οιωνοί για το μέλλον. Η ελληνική ταυτότητα μεταξύ δυτικής ένταξης και ανατολικού αταβισμού, η «αιμομικτική» σχέση μεταξύ κράτους, που όλοι το θέλουν πιο αποτελεσματικό, και της Κοινωνίας των Πολιτών, που ποτέ δεν συγκρότησε τη δική της σαφή σφαίρα, η επίμονη αδυναμία να συγκροτηθεί η σχέση δημόσιου και ιδιωτικού, η πάντοτε ανοικτή, αλλά τραγικά άνιση, σύγκρουση μεταξύ λαϊκισμού και πολιτικής υπευθυνότητας, η διαρκής κατίσχυση της πόλωσης έναντι της συναίνεσης, η συνεχής δοκιμασία της δημοκρατίας που μετεωρίζεται μεταξύ Iστορίας και συγκυρίας. Με τον τρόπο αυτόν εισερχόμαστε στη δεύτερη πεντηκονταετία. Ο αναστοχασμός της περιόδου 1974-2024 προκαλεί μια ευεργετική, ελπίζω, μελαγχολία που μπορεί να είναι το προοίμιο της μάχης με το μέλλον.

Ευάγγελος Βενιζέλος είναι πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών, πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.


Μπορείτε, επίσης, να δείτε το σύντομο βίντεο που συνοδεύει την έκδοση του βιβλίου «1974 - ___», στο οποίο 4 από τους συγγραφείς το βιβλίου ρίχνουν φως στις αλλαγές που συντελέστηκαν τις πέντε τελευταίες δεκαετίες στον τομέα τους.