Ένα κείμενο από τον πρόσφατο τόμο της διαΝΕΟσις, ο οποίος έχει ως σκοπό να σχολιάσει τα επιτεύγματα και τις αποτυχίες της χώρας στη Μεταπολίτευση, αλλά και να αναδείξει τις προκλήσεις του μέλλοντος.
διαβάστε ακόμα

1974 - ____
Το κεφάλαιο που άνοιξε το 1974 στην ελληνική Ιστορία αποτέλεσε την πλέον μακρόχρονη περίοδο πολιτικής ομαλότητας. Όσοι ζήσαμε λιγότερο ή περισσότερο την εποχή της δικτατορίας –και ακόμη περισσότερο όσοι είχαν την εμπειρία των ετών που οδήγησαν σε αυτήν– δεν μπορεί παρά να εκτιμούμε το καθόλου προφανές αυτό επίτευγμα. Ανάμεσα σε άλλους παράγοντες, ιδιαίτερη σημασία είχε η ένταξη της χώρας στο ευρωπαϊκό περιβάλλον, την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα/Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΟΚ/ΕΕ) και το ευρώ στη συνέχεια, που, παρά τις κατά καιρούς κομματικές αψιμαχίες, δημιούργησε ευνοϊκές συνθήκες για τη δημοκρατία και τον θεσμικό εκσυγχρονισμό της χώρας.
Παρ’ όλα αυτά, στη συζήτηση για τα 50 χρόνια από τη Μεταπολίτευση τείνουν να κυριαρχούν οι «χαμένες ευκαιρίες». Είναι αλήθεια ότι πολλές από τις προσδοκίες για τον εκσυγχρονισμό του πολιτικού συστήματος και του κράτους δεν εκπληρώθηκαν ικανοποιητικά. Η πορεία σημαδεύτηκε από βήματα μπροστά, αλλά και πισωγυρίσματα. Ανάμεσα στις αιτίες της απογοήτευσης, ο ρόλος της πολιτικής και των πολιτικών έχει περίοπτη θέση. Σε αυτόν αναζητούνται οι ευθύνες για ατολμίες, λάθη, έλλειψη οράματος, αιχμαλωσία από συμφέροντα, παλαιοκομματικές συμπεριφορές και, γενικά, αργά αντανακλαστικά, που δεν επέτρεψαν στη χώρα να προχωρήσει με τους ρυθμούς άλλων χωρών, συγκρίσιμων εκείνη την εποχή με την Ελλάδα, όπως η Ισπανία ή η Πορτογαλία. Βέβαια, η πολιτική και οι πολιτικοί δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν εκτός του ιστορικού και κοινωνικού πλαισίου της εκάστοτε χώρας, της εποχής και της συγκυρίας. Και το ύψος των προσδοκιών από τη μετάβαση στη δημοκρατία πιθανόν να μην επιτρέπει πάντα μια ψύχραιμη αποτίμηση. Το ποτήρι είναι, λοιπόν, μισό. Είναι, όμως, και μισοάδειο;
Η Μεταπολίτευση ως τομή και ως θεσμική δυναμική
Το 1974 η Ελλάδα ήταν μια χώρα με φτωχούς, ταλαιπωρημένους θεσμούς από τη μετεμφυλιακή πολιτική και τη μετέπειτα άλωσή τους από τη δικτατορία. Οι συνέπειες ήταν αισθητές στο επίπεδο τόσο των ατομικών όσο και των συλλογικών συμπεριφορών. Η σχετικά ομαλή μετάβαση στη δημοκρατία για πολλά χρόνια δεν εξαφάνισε την ανησυχία κάθε φορά που ακούγονταν εμβατήρια στο ραδιόφωνο. Η ρύθμιση του πολιτειακού ζητήματος με το δημοψήφισμα για την κατάργηση της βασιλείας και η κατοχύρωση πολιτικών ελευθεριών στο Σύνταγμα του 1975 δεν φάνταζαν αρκετά για να αισθάνεται κανείς άνετα διαβάζοντας την εφημερίδα της επιλογής του. Έτσι, το εκλογικό αποτέλεσμα του 1981 και η κυβερνητική εναλλαγή που επέφερε δεν στερούνταν κάποια σπέρματα έκπληξης για τον βελούδινο χαρακτήρα τους. Επιτέλους, η πολιτική ζωή είχε πλέον μπει σε θεσμικές ράγες, όπως επιβεβαιώθηκε και στη συνέχεια.
διαβάστε ακόμα

1974 - ___
Το Σύνταγμα του 1975 συμβολίζει και συμπυκνώνει τις κρίσιμες αλλαγές που κινητοποίησε η Μεταπολίτευση. Διαμόρφωσε ένα νέο πλαίσιο αρχών, θεσμών και κανόνων, με σαφείς –συμβολικές και μη– αποστάσεις από το μετεμφυλιακό αυταρχικό κράτος. Το πολιτικό παιχνίδι οργανώθηκε θεσμικά στη βάση του κοινοβουλευτικού καθεστώτος και οι αντιπαραθέσεις μεταξύ κομμάτων οριοθετήθηκαν στο πλαίσιο των σχέσεων κυβέρνησης-κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης. Σε κάθε περίπτωση όμως, αν και σε πολλά επίπεδα καθοριστικό, το γεγονός της αποκατάστασης της δημοκρατίας δεν αντιμετώπισε όλα τα προϋπάρχοντα δεινά.
Στη συζήτηση για τα 50 χρόνια από τη Μεταπολίτευση τείνουν να κυριαρχούν οι «χαμένες ευκαιρίες».
Συχνά οι θεσμικές κατακτήσεις γίνονται αντιληπτές κυρίως ως αποτέλεσμα ενός κοινωνικού αιτήματος, της έκφρασης μιας κοινωνικής πίεσης. Η κοινωνία ωριμάζει μέσα από τις ιστορικές εμπειρίες και τις αντιθέσεις της, και ωθεί το πολιτικό σύστημα σε ανταπόκριση.
Σε γενικό επίπεδο, ο εκδημοκρατισμός της πολιτικής ζωής ήταν όντως ένα αίτημα με συνέχεια από την προδικτατορική περίοδο.
Η απόδοση των θεσμικών κατακτήσεων στην κοινωνική πίεση δεν είναι ανακριβής. Είναι, όμως, η μία όψη αυτής της διαδικασίας εξέλιξης. Από μόνη της δεν ερμηνεύει μια σειρά θεσμικών αλλαγών που δεν μπορούν να ανιχνευθούν σε μια ορατή κοινωνική πίεση, πολύ περισσότερο όταν αυτές φαίνεται να πηγαίνουν μακρύτερα από τις άμεσες αναζητήσεις στην κοινωνία της εποχής. Αξίζει, λοιπόν, να αναδειχθούν τέτοιες περιπτώσεις και να σημειωθεί ένα χαρακτηριστικό, το οποίο φαίνεται να διατρέχει έκτοτε τα 50 χρόνια μέχρι και σήμερα. Αυτό μπορεί να περιγραφεί ως θεσμικός βολονταρισμός. Αναφέρεται στην εισαγωγή θεσμικών αλλαγών, συχνά σε αντίθεση τόσο με τις κυρίαρχες αναζητήσεις ή και αντιλήψεις της εποχής όσο και με τις κυρίαρχες πρακτικές και τη γενικότερη εικόνα του πολιτικού συστήματος.
Συμβολική αρχή της Μεταπολίτευσης, ή καλύτερα της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, αποτελεί ένα Σύνταγμα σύγχρονο, που εξέφραζε εμφανή πρόθεση να αποτελέσει κινητήριο δύναμη για θεσμικό εκσυγχρονισμό, αλλά και προαγωγή των σύγχρονων αντιλήψεων και αξιών. Για παράδειγμα, πόσο ευαισθητοποιημένη ήταν τότε η ελληνική κοινωνία και πολιτική στα θέματα του περιβάλλοντος, ώστε να περιληφθεί η σχετική συνταγματική διάταξη;
Ο αντίλογος είναι πιθανότατα: Και τι βγήκε; Διασώθηκε μήπως το περιβάλλον; Περιόρισε τις πολιτικές που πριμοδοτούσαν καταστροφικές για το περιβάλλον επενδύσεις και κοινωνικές συμπεριφορές; Όχι. Αλλά δεν μπορεί να μην αναφερθεί η αξιοποίηση της συνταγματικής επιταγής από το ΣτΕ, που επέτρεψε την οριοθέτησή τους. Σε αυτή την επιταγή στηρίχθηκε νομοθεσία αλλά και νομολογία, που λειτούργησαν σε αυτή την κατεύθυνση. Που έδωσαν την ευκαιρία σε όσους διαφωνούσαν να προβάλουν αντιρρήσεις, και αυτές να αξιολογηθούν νομικά και πολιτικά. Έδωσε, δηλαδή, θεσμική βάση για μια μορφή λογοδοσίας που θα μπορούσε να αντιταχθεί, αν όχι να αντισταθμίσει, ισχυρές οικονομικές πιέσεις, επιζήμιες για την ποιότητα του δομημένου και του φυσικού περιβάλλοντος.
διαβάστε ακόμα

Τα Μεγάλα Δίπολα της Μεταπολίτευσης ως Οιωνοί για το Μέλλον
Εμφανίζεται, λοιπόν, ένα παράδοξο: Θεσμικές (μεταρ)ρυθμίσεις αναλαμβάνουν συχνά πρωτοποριακό ρόλο σε μια κοινωνία, έρχονται, δηλαδή, σε συνθήκες που δεν φαίνονται να είναι πράγματι ώριμες. Αξίζει η υπόμνηση ότι οι θεσμοί δεν αντανακλούν απλώς κυρίαρχες κοινωνικές αντιλήψεις, αλλά, αντίστροφα, επιχειρούν να τις διαμορφώσουν, να διαπαιδαγωγήσουν. Παρέχουν χρήσιμο θεσμικό υποστήριγμα για την προάσπιση ιδεών και αξιών που διαφορετικά δεν θα είχαν τύχη.
Παραδείγματα στην ίδια κατεύθυνση υπάρχουν και άλλα. Αποτυπώνονται στις θεσμικές κατακτήσεις των τελευταίων πέντε δεκαετιών σε διάφορα πεδία. Ενδεικτικά:
- Στο πεδίο των σχέσεων κράτους-πολιτών, ήδη από το 1985, το θεσμικό πλαίσιο πήγε πολύ μακρύτερα από τη διάθεση και τα αντανακλαστικά της τότε ελληνικής διοίκησης.
- Στο πολύπαθο πεδίο των προσλήψεων προσωπικού, με τη δημιουργία του ΑΣΕΠ και τις προσδοκίες που υποκίνησε, δυσκόλεψε –αν δεν απέτρεψε πλήρως– τις ανοιχτά πελατειακές πρακτικές του παρελθόντος. Δημιούργησε μια δυναμική διαρκούς περιορισμού τους, καλλιεργώντας την εμπιστοσύνη στην αντικειμενική επιλογή του προσωπικού.
- Στη θεσμοθέτηση και τη συνταγματική κατοχύρωση των Ανεξάρτητων Αρχών σε διάφορους τομείς της διοίκησης. Κάθε μία στο πεδίο της κλήθηκε να αντιμετωπίσει διαχρονικές και μη παθογένειες, υπερνικώντας σε σημαντικό βαθμό την εχθρότητα που αντιμετώπισε αρχικά και διαψεύδοντας συχνά τις πολιτικές προσδοκίες για (τουλάχιστον έμμεσο) έλεγχό τους.
- Στο πεδίο των δικαιωμάτων, η μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, το σύμφωνο συμβίωσης ή πιο πρόσφατα ο γάμος ομόφυλων ζευγαριών, επίσης, αποτελούν σημαντικά παραδείγματα θεσμικού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού.
Πέρα από τις ερμηνείες
Όλα αυτά, που καταλήγουν σήμερα να θεωρούνται δεδομένα, συνιστούν θεσμικές κατακτήσεις που δεν μπορούν να υποτιμηθούν. Δεν υπάκουσαν σε μια νομοτελειακή εξέλιξη. Αποτέλεσαν πρωτοβουλίες που συνάντησαν αντιστάσεις και αντιδράσεις, και παρά ταύτα πέρασαν και ισχύουν. Συνυφαίνουν τον ιστό που υποστηρίζει τη δημοκρατία και τον σεβασμό των δικαιωμάτων στη σύγχρονη Ελλάδα. Πρόκειται, βέβαια, για έναν συνεχή αγώνα, στον οποίο η υποχώρηση και το πισωγύρισμα δεν μπορούν να αποκλειστούν, όπως δείχνει και το παράδειγμα άλλων χωρών εντός και εκτός Ευρώπης. Αξίζει συνεπώς να αποτελέσουν μέρος της αυτοσυνείδησης της (μεσόκοπης;) ελληνικής δημοκρατίας.
Το γιατί και πώς έγινε δυνατόν να υπάρξουν, να διατηρηθούν και εν πολλοίς να παίξουν τον ρόλο τους είναι ενδιαφέρον αντικείμενο έρευνας. Κάποιες ερμηνείες έχουν προταθεί κατά περίπτωση. Άλλες περιμένουν πρώτα να τεθούν τα κατάλληλα ερωτήματα. Σε μικρο-επίπεδο αναμφισβήτητα έπαιξαν ρόλο ορισμένες προσωπικότητες με έμπνευση, ακτινοβολία, μεθοδικότητα, μαχητικότητα. Σε επίπεδο ιδεών, η προέλευση μπορεί να αναζητηθεί στην «εισαγωγή» πολιτικών που συντόνιζαν την Ελλάδα με το μήκος κύματος στο οποίο κινούνταν την εκάστοτε εποχή άλλες ανεπτυγμένες χώρες. Μπορεί, επίσης, να ήταν μια μορφή ευκαιριακής πολιτικής, με συμβολική αξία, ένας πολιτικός αντιπερισπασμός ή ακόμη μια κίνηση με εκλογική στόχευση, μια μορφή «πολιτικής επιχειρηματικότητας» με προσωπικά ή κομματικά κίνητρα – ή και πολλά από αυτά μαζί. Όσο και να έχει ενδιαφέρον αυτή η ανάλυση, δεν αναιρεί το γεγονός ότι κάθε τέτοια πρωτοβουλία δημιούργησε νέα δεδομένα –πιθανότατα και πέραν αυτών που επιδίωκαν ή φαντάζονταν οι άμεσα εμπλεκόμενοι.
διαβάστε ακόμα

Η Εξωτερική Πολιτική της Μεταπολίτευσης: Επιτεύγματα και Λάθη
Προφανώς δεν εξαφανίστηκαν παραδοσιακές αντιλήψεις και πρακτικές. Συνεχίζουν να υπάρχουν και να ανακόπτουν, να μετριάζουν ή και να υπονομεύουν τη διαδικασία εκσυγχρονισμού που de facto κινητοποιούν τέτοιες θεσμικές κατακτήσεις. Ενώ, όμως, αντιλήψεις και πρακτικές, που προϋπάρχουν σε πολιτικό ή κοινωνικό επίπεδο, μπορεί να αργούν να ευθυγραμμιστούν με την πρόοδο αυτήν, υπάρχει πλέον το αντιστάθμισμα σε αμυντικές ή παρωχημένες συμπεριφορές, υπάρχουν τα θεσμικά στηρίγματα και αντίβαρα που δομούν μια σύγχρονη πλουραλιστική δημοκρατία.
Σε αυτόν τον θεσμικό βολονταρισμό οφείλει πολλά η σημερινή Ελλάδα, αν συγκριθεί με τη δεκαετία του 1970. Αυτός λειτούργησε σε ένα περιβάλλον δισταγμών, φοβιών και αμυντικών συμπεριφορών, που διατρέχουν ακόμη την ελληνική κοινωνία και την πολιτική. Το χάσμα που διαφαίνεται μεταξύ τους τονίζει ακριβώς τη σημασία αυτών των θεσμικών εγχειρημάτων. Η μακροημέρευση και η επιτυχία τους δικαιώνει τον βολονταρισμό. Στον χρόνο που μεσολάβησε καταδείχθηκε η διαπαιδαγωγική δυναμική του. Σήμερα, για παράδειγμα, δύσκολα κανείς φαντάζεται το θεσμικό τοπίο χωρίς τις Ανεξάρτητες Αρχές. Έχουν αναχθεί σε κύρια σημεία του θεσμικού ορίζοντα για τη λειτουργία της δημοκρατίας, για τα δικαιώματα των πολιτών, για τη λογοδοσία της διοίκησης.
Οι θεσμοί παρέχουν ή ενισχύουν δυνατότητες, δεν λύνουν όλα τα προβλήματα. Δεν αναμορφώνουν διά μαγείας από μακρού ριζωμένες αντιλήψεις και πρακτικές. Αλλά διαπαιδαγωγούν. Αναδεικνύουν παθογένειες, ώστε να μην κρύβονται εύκολα κάτω από το χαλί. Υπενθυμίζουν τις κρίσιμες προϋποθέσεις της δημοκρατικής λειτουργίας. Η αξιοποίησή τους, η υποστήριξή τους αποτελούν προϋποθέσεις για να παίζουν καλύτερα τον ρόλο τους. Αντίθετα, η εμπλοκή τους σε πολιτικές σκοπιμότητες και αντιπαραθέσεις, ακόμη και αν ικανοποιεί κάποιες βραχυπρόθεσμες στοχεύσεις, μακροπρόθεσμα έχει σημαντικό κόστος για τη δημοκρατία, η οποία οφείλει να παραμένει διαρκής στόχος, αντί να αντιμετωπίζεται ουτοπικά ως τελικό αποτέλεσμα.
διαβάστε ακόμα

Iσότητα à la Grecque: H Εκδίκηση της Πραγματικότητας
Στις αντιστάσεις που γνώρισαν –ίσως και ακόμη συναντούν– οι πρωτοβουλίες θεσμικού βολονταρισμού αντικατοπτρίζεται ακριβώς το μέγεθος της πρόκλησης. Καταγράφεται όχι μόνο στις αντιρρήσεις που διατυπώνονται τη στιγμή που εισάγονται, αλλά και στις διαρκείς δυσκολίες εφαρμογής, στα εμπόδια λειτουργίας, στη δυσπιστία, αν όχι την υπονόμευση. Είναι σημαντικό, λοιπόν, να αναγνωρίζονται, να εκτιμώνται και να στηρίζονται, μακριά από μια λογική πλειοδοσίας, όπου το μελλοντικά καλύτερο υπονομεύει το σημερινό καλό.
Αναλογιζόμενοι, πάντως, τη σημασία του θεσμικού βολονταρισμού στα 50 χρόνια από τη Μεταπολίτευση, δεν παύει να εκπλήσσει το γεγονός ότι τις πρωτοβουλίες αυτές τις έλαβε το πολιτικό σύστημα. Διαφορετικές κυβερνήσεις, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές και συγκυρίες καθοδήγησαν διαδοχικά βήματα θεσμικού εκσυγχρονισμού, παρά την πολωμένη κομματική αντιπαράθεση –άλλο ένα χαρακτηριστικό της περιόδου– ή την υποδαύλιση αμυντικών αντιδράσεων της κοινωνίας και τις αντιστάσεις της δημόσιας διοίκησης. Το ότι δεν υποστηρίχθηκαν από σύσσωμο το πολιτικό σύστημα είναι τελικά δευτερεύον. Ο χρόνος έδειξε ότι μπορούν να επιβιώσουν και κυρίως να εμπλουτίσουν τη δημοκρατία.
Οι θεσμοί παρέχουν ή ενισχύουν δυνατότητες, δεν λύνουν όλα τα προβλήματα.
Παρ’ όλα όσα είναι δυνατόν να καταλογίσει κανείς στην πολιτική ως δισταγμό, ατολμία ή ακόμη ως συμβολική προσέγγιση, δύσκολα θα μπορούσε, νομίζω, να μην αναγνωριστεί η θετική αυτή συμβολή, παρά τις αντιφάσεις της. Οι θεσμικές αυτές πρωτοβουλίες έδωσαν ώθηση πολύ σημαντικότερη από ό,τι θα μπορούσε κανείς ρεαλιστικά να φανταστεί τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή.
Σε μια τέτοια αντιστροφή της οπτικής λοιπόν, το ποτήρι είναι μισογεμάτο και δείχνει ότι μπορεί να γεμίσει και άλλο. Αναδεικνύεται ο ρόλος του θεσμικού, αλλά εν τέλει και του πολιτικού βολονταρισμού ως μια θετική όψη της περιόδου αυτής απέναντι στη συνήθη και όχι αδικαιολόγητη κριτική, η οποία ασκείται για τα κακώς κείμενα που εξακολουθούν να υπάρχουν. Ο αναστοχασμός γύρω από τα επιτεύγματα των πέντε δεκαετιών από τη Μεταπολίτευση μπορεί να παράσχει βάση όχι μόνο για μια πιο αισιόδοξη αντίληψη του τι έχει ήδη συντελεστεί, αλλά και αφετηρία για τη δυναμική περαιτέρω θεσμικού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού.
*Η Καλλιόπη Σπανού είναι Καθηγήτρια Διοικητικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ.
Μπορείτε, επίσης, να δείτε το σύντομο βίντεο που συνοδεύει την έκδοση του βιβλίου «1974 - ___», στο οποίο 4 από τους συγγραφείς το βιβλίου ρίχνουν φως στις αλλαγές που συντελέστηκαν τις πέντε τελευταίες δεκαετίες στον τομέα τους.