Αρθρογραφια |

Το Περιβάλλον και η Προστασία του: Μάχες που Κερδήθηκαν και Χάθηκαν, Νέες Προκλήσεις και Προοπτικές

Τα κομβικά σημεία της πολιτικής για το περιβάλλον, την κλιματική αλλαγή και τη βιώσιμη ανάπτυξη στην Ελλάδα των τελευταίων 50 ετών.

Ένα κείμενο από τον πρόσφατο τόμο της διαΝΕΟσις, ο οποίος έχει ως σκοπό να σχολιάσει τα επιτεύγματα και τις αποτυχίες της χώρας στη Μεταπολίτευση, αλλά και να αναδείξει τις προκλήσεις του μέλλοντος.


Στο ερώτημα για το πρόσημο της πολιτικής για το Περιβάλλον στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης (1974-2024) θα έλεγα ότι είναι οριακά θετικό. Η πρόοδος που σημειώθηκε στη θεσμική θωράκιση του περιβάλλοντος, αλλά και στις πολιτικές για την προστασία του είναι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν χάθηκαν ή ότι δεν χάνονται στοιχήματα, κυρίως γιατί οι θεσμοί έχουν προβλήματα και αδυναμίες που εμποδίζουν την αποτελεσματική λειτουργία και τη διατήρηση της εμπιστοσύνης των πολιτών σε αυτούς. Είναι, βέβαια, προφανές ότι η παραπάνω περίοδος δεν έχει ομοιόμορφα χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, κατά το διάστημα 1974-1980, το περιβάλλον και η προστασία του έχουν δευτερεύουσα ή και τριτεύουσα σημασία, καθώς προτεραιότητα δίνεται στην αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών και την ανασυγκρότηση της οικονομίας, ενώ η ευαισθητοποίηση για το περιβάλλον είναι μάλλον περιορισμένη. Ακολουθεί η περίοδος 1980-1990, όταν η Ελλάδα, ως μέλος πλέον της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τότε ΕΟΚ), προωθεί περισσότερο ενεργά –και σε κάποιες, αν και λίγες, περιπτώσεις οραματικά– την προστασία του περιβάλλοντος και τη συνδέει με την οργάνωση του αστικού και εξωαστικού χώρου.

Η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη το 1992 στο Ρίο ντε Τζανέιρο ορίζει μία νέα περίοδο, από το 1990 έως το 2010, με νέα προστάγματα για το περιβάλλον σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, αλλά και για την Ελλάδα ειδικότερα. Το περιβάλλον, πλέον, αποτελεί κρίσιμη παράμετρο της βιώσιμης ανάπτυξης, γεγονός που του προσδίδει τη δύναμη και την ορμή που έλειπαν τα προηγούμενα έτη, καθώς πλέον θεωρείται και αναπτυξιακός βραχίονας.

Κρίσιμες μάχες δίνονται –αν και με περιορισμένο βαθμό επιτυχίας– για την επίλυση του τριτοκοσμικού –και διαχρονικού, όπως αποδείχθηκε– ζητήματος των χωματερών, ενώ οι βιολογικοί καθαρισμοί αναπτύσσονται σε όλη τη χώρα με άμεσα αποτελέσματα σε ό,τι αφορά στην ποιότητα των υδάτων. Αναγνωρίζεται, επίσης, το πρόβλημα της αέριας ρύπανσης και δρομολογούνται σημαντικά μέτρα για τη μείωσή της, δίνεται σημασία στην προστασία της φύσης, που μέχρι τότε αντιμετωπιζόταν ως ένα περιθωριακό ζήτημα, και υιοθετείται –ως επιταγή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας– η διαδικασία των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, της προληπτικής εξέτασης, δηλαδή, των ενδεχόμενων επιπτώσεων ενός έργου στο περιβάλλον. Παράλληλα, υιοθετείται η Οδηγία Πλαίσιο για τα Ύδατα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2000/60/ΕΚ), η οποία εισάγει ένα ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης των υδάτων σε επίπεδο λεκάνης απορροής, και αναπτύσσονται Σχέδια Διαχείρισης Λεκανών Απορροής σε εθνικό επίπεδο, τα οποία στοχεύουν στη διατήρηση της ποιότητας των υδάτων και τη βιώσιμη χρήση τους.

Στο ίδιο διάστημα, η ευαισθητοποίηση για το περιβάλλον ενισχύεται, οι μη κυβερνητικές περιβαλλοντικές οργανώσεις δυναμώνουν, ενώ σταδιακά ωριμάζει –αν και με αργό ρυθμό– η τοπική αυτοδιοίκηση, που ενισχύεται με νέες αρμοδιότητες, πολλές εκ των οποίων αφορούν το περιβάλλον και την προστασία του. Παράλληλα, όμως, η προστασία των δασών παραμένει ανοικτή πληγή, καθώς οι αστικές περιοχές διεισδύουν στα δάση, λείπουν οι αντιπυρικές μελέτες και τα αντίστοιχα σχέδια πυροπροστασίας, η ανακύκλωση προχωρά αργά και χάνει κρίσιμα στοιχήματα, ενώ πολλαπλασιάζονται τα αυθαίρετα κτίσματα ακόμα και σε ευαίσθητες περιοχές, όπως είναι οι αρχαιολογικοί χώροι και οι παράκτιες ζώνες.

Το τελευταίο διάστημα, δηλαδή η περίοδος μεταξύ 2010 και 2024, χαρακτηρίζεται, αφενός μεν, από το βάρος της βαθιάς οικονομικής κρίσης που αντιμετώπισε η χώρα και των συνεπαγόμενων αναγκών για περικοπές δαπανών, και, αφετέρου, συνδέεται με την κλιματική αλλαγή και την ανάγκη για τον μετριασμό των αιτίων της και την προσαρμογή στις επιπτώσεις της. Η στροφή προς την καθαρή (ηλιακή και αιολική) ενέργεια ενισχύεται και τίθενται στόχοι για τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου. Επιπλέον, ανοίγει η συζήτηση για τη διακοπή της λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων, που τελικά άργησε χαρακτηριστικά, δρομολογούνται σχέδια για την ενεργειακή θωράκιση των κτηρίων και την εξοικονόμηση ενέργειας, αλλά αργεί η συνολική ενσωμάτωση της παραμέτρου της κλιματικής αλλαγής στο θεσμικό πλαίσιο της χώρας.

Σε ένα δεύτερο ερώτημα, ως προς το ποιος ήταν ο καταλύτης για την πρόοδο που σημειώθηκε, θα έλεγα χωρίς δισταγμό ότι ήταν η είσοδος της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η υποχρέωση που προέκυψε να ενσωματώνει στο Δίκαιό της νομοθετικές πρόνοιες υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος. Όμως, ποτέ οι αλλαγές, όσο υποχρεωτικές και αν είναι, δεν είναι γραμμικές ή/και αυτόματες αν δεν υπάρχουν εκείνοι οι πολιτικοί, οι επιστήμονες, οι δημόσιοι λειτουργοί που θα πιστέψουν ότι το περιβάλλον αποτελεί δημόσιο αγαθό και ότι απαιτείται με κάθε τρόπο η προστασία του. Κρίσιμος ήταν και ο ρόλος της επιστημονικής κοινότητας (ΑΕΙ και Ερευνητικών Κέντρων), που εντόπισε τα προβλήματα και πρότεινε λύσεις, αλλά και των μη κυβερνητικών περιβαλλοντικών οργανώσεων, που, αν και αντιμετωπίστηκαν αρχικά είτε με καχυποψία είτε με ειρωνεία, σύντομα απέδειξαν τη σημασία τους, τόσο ως μία ισχυρή φωνή διαμαρτυρίας σε περιπτώσεις δράσεων ή έργων περιβαλλοντικής υποβάθμισης όσο και ως προς τη δυνατότητά τους να επικοινωνούν με την Κοινωνία των Πολιτών. Τέλος, η εισαγωγή της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης στο εκπαιδευτικό σύστημα συνέβαλε καθοριστικά στη σταδιακά αυξανόμενη –κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης– περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση.

Σε ένα τρίτο ερώτημα, αν η περιβαλλοντική νομοθεσία που σταδιακά διαμορφώθηκε στην Ελλάδα ήταν επαρκής για να προστατευτεί το περιβάλλον, η απάντηση είναι ότι αρκετά νομοθετήματα χρειάστηκε να τροποποιηθούν λόγω προβλημάτων που διαπιστώθηκαν στην εφαρμογή τους. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε το Συμβούλιο της Επικρατείας με τις αποφάσεις του σε περιπτώσεις που δεν τηρήθηκε η κείμενη νομοθεσία (βλ. πρόσφατες αποφάσεις αναφορικά με την εκτός σχεδίου δόμηση) ή για έργα και επενδύσεις που δεν ακολούθησαν τις κατά περίπτωση νομοθετικές υποχρεώσεις.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του έργου της μεταφοράς του άνω ρου του Αχελώου (γνωστού ως «εκτροπή του Αχελώου»), που ακυρώθηκε πέντε φορές λόγω παραλείψεων της διοίκησης ως προς την τήρηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Η απάντηση στο ίδιο ερώτημα περιπλέκεται περισσότερο από πρωτοφανείς νομικές ρυθμίσεις που υιοθετήθηκαν κυρίως στο διάστημα μετά το 2010, όπως οι οικιστικές πυκνώσεις στους δασικούς χάρτες (ουσιαστικά η νομιμοποίηση αυθαίρετων κατασκευών στα δάση), η εξαγορά καταπατημένων εκτάσεων του Δημοσίου κ.ά.

Σε ένα επόμενο ερώτημα, αν δηλαδή σε αυτή την πεντηκονταετή πορεία ωρίμασε το δίπτυχο «περιβάλλον και ανάπτυξη» ή αν παραμείναμε στο δίπτυχο «περιβάλλον ή ανάπτυξη», οι σκέψεις είναι ανάμεικτες. Άλλωστε, πρόσφατα παραδείγματα, λ.χ. στη νησιωτική χώρα αλλά και στις αστικές περιοχές, δεν αφήνουν περιθώρια να υποστηριχθεί ότι η ανάπτυξη τελικά συμφιλιώθηκε με την προστασία του περιβάλλοντος. Το αντίθετο, μάλιστα, καθώς ως ανάπτυξη θεωρείται η μαζική και χωρίς μέτρο οικοδόμηση. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που στην απόληξη της πεντηκονταετίας 1974-2024 ανοικτά ζητήματα παραμένουν το πώς θα προστατευθούν η Σαντορίνη, η Πάρος, η Μύκονος και άλλα νησιά από την υπερδόμηση, τι θα γίνει με τις αυθαίρετες κατασκευές –ζήτημα που «λύνεται» με νομοθετικές παρεμβάσεις που διαρκώς ανανεώνονται–, αλλά και ποιο θα είναι το ύψος των κτηρίων. Ειδικά ως προς το ύψος των κτηρίων, ο τεχνικός κόσμος –μέσω του επίσημου φορέα του– διεκδικεί την αύξηση του ύψους (το λεγόμενο «μπόνους» αν υιοθετούνται ενεργειακά φιλικές παρεμβάσεις στο κτήριο), την ίδια ώρα που η επιστημονική κοινότητα εισηγείται τη μείωσή του, αλλά και την υιοθέτηση της υποχρέωσης για ενεργειακά και κλιματικά φιλικές κατασκευές, ανεξαρτήτως «μπόνους».

Σε μία άλλη αναζήτηση, αν είχα τη δυνατότητα να επιλέξω ένα έργο και κάποια κομβικά σημεία της πολιτικής για το Περιβάλλον στην Ελλάδα στο διάστημα 1974-2024, θα ήταν, αφενός, το έργο της αναγέννησης της Λίμνης Κάρλας (στα βορειοανατολικά του Βόλου), που είχε αποξηραθεί το 1962, με δυσμενή αποτελέσματα για το υδατικό ισοζύγιο της ευρύτερης περιοχής. Αφετέρου, ως προς τα κομβικά σημεία, είναι ο Νόμος 1337/1983 («νόμος Τρίτση») για την πολεοδομική και χωροταξική πολιτική, η κατάρτιση του Καταλόγου Προστατευόμενων Περιοχών Natura 2000 σε εφαρμογή της Κοινοτικής Οδηγίας 92/43, οι Στρατηγικές Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων –όπως προέκυψαν κατ’ εφαρμογήν της Κοινοτικής Οδηγίας–, ο Εθνικός Κλιματικός Νόμος (Ν. 4936/ 2022) και το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ).

Ο Ν. 1337/1983 αποτέλεσε σημείο καμπής στην πολεοδομική και χωροταξική πολιτική, καθώς στόχευε στη ρύθμιση των οικιστικών εκτάσεων, στην αντιμετώπιση της αυθαίρετης δόμησης και την προώθηση οργανωμένων πολεοδομικών σχεδίων. Ο νόμος αυτός προέβλεπε, επίσης, την αναθεώρηση των πολεοδομικών σχεδίων των πόλεων και τη δημιουργία Γενικών Πολεοδομικών Σχεδίων (ΓΠΣ), με σκοπό την οργανωμένη αστική ανάπτυξη.

Ως προς τις Προστατευόμενες Περιοχές του Δικτύου Νatura 2000 για την προστασία των οικοτόπων και της βιοποικιλότητας, το υπουργείο Περιβάλλοντος κατήρτισε,1 το 1995, με την υποστήριξη της επιστημονικής κοινότητας και Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, έναν «γενναίο» κατάλογο περιοχών, που σταδιακά εμπλουτίστηκε, με αποτέλεσμα να αντιστοιχεί σήμερα στο 27% της έκτασης της χώρας, ποσοστό-ρεκόρ ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η έγκριση του καταλόγου από την Ευρωπαϊκή Ένωση σηματοδότησε και τη διατήρηση του χαρακτήρα των παραπάνω περιοχών, χαρακτήρας που παραμένει μέχρι σήμερα, παρά τις πολυποίκιλες προσπάθειες αλλοίωσής του, δήθεν γιατί οι περιοχές Natura 2000 αποτελούν εμπόδιο για την ανάπτυξη. Είναι μάλλον εύκολο να αντιληφθεί ο καθένας ποια θα ήταν η σημερινή τους κατάσταση, αν δεν είχαν ενταχθεί στο Πανευρωπαϊκό Δίκτυο Natura 2000 και αν δεν είχαν, κατά συνέπεια, περιβληθεί από έναν ισχυρό μανδύα προστασίας.

Οι Στρατηγικές Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) διαμόρφωσαν ένα νέο πλαίσιο χάραξης περιβαλλοντικής πολιτικής και σχεδιασμού, που στοχεύει στην ενσωμάτωση των αρχών της βιώσιμης ανάπτυξης κατά την εκπόνηση και υλοποίηση στρατηγικών, σχεδίων και προγραμμάτων σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο.

Ο Εθνικός Κλιματικός Νόμος έθεσε το πλαίσιο για την πορεία της χώρας προς την κλιματική ουδετερότητα, ενώ το ΕΣΕΚ αποτελεί το στρατηγικό σχέδιο της Ελλάδος για να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, την αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας και τη διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ). Το ΕΣΕΚ, παρά τις ελλείψεις του, αποτελεί έναν ισχυρό μοχλό βάσης για την κλιματική και ενεργειακή πολιτική της Ελλάδας, και ορίζει φιλόδοξους στόχους για τη σταδιακή εξάλειψη των ορυκτών καυσίμων και τη μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα το 2050.

Όμως, αυτές οι επιτυχίες συνοδεύτηκαν με καθυστερήσεις ή και τρανταχτές αποτυχίες. Ως προς τη χωροταξική πολιτική, χρειάστηκε να φθάσουμε στο 2008 για να εγκριθεί το πρώτο Εθνικό Χωροταξικό Σχέδιο, ενώ η προσπάθεια που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’80 για την οργάνωση του εξωαστικού χώρου –ώστε να περιορισθεί το πρόβλημα της διάχυτης δόμησης– δεν προχώρησε, με τις γνωστές συνέπειες για το φυσικό περιβάλλον και τις οικιστικές περιοχές εν γένει. Στο τέλος της πεντηκονταετίας, ο χωρικός σχεδιασμός παραμένει αδύναμος κρίκος, με συνεπαγόμενα (αρνητικά) αποτελέσματα για κρίσιμους αναπτυξιακούς κλάδους, όπως τη Βιομηχανία, την Ενέργεια, τον Τουρισμό κ.ά., αλλά και το Περιβάλλον. Ειδικά ως προς τον Τουρισμό, η σχεδόν δεκαετής απουσία χωροταξικού σχεδιασμού εθνικού επιπέδου στον τομέα του Τουρισμού προκάλεσε σημαντικές πιέσεις στο φυσικό και δομημένο περιβάλλον, και έθεσε επενδύσεις σε καθεστώς αβεβαιότητας. Παράλληλα, η έννοια της φέρουσας ικανότητας υποτιμήθηκε σημαντικά, την ίδια ώρα που αποκτά μεγαλύτερη ακόμη σημασία λόγω της κλιματικής αλλαγής και των επιπτώσεών της.

Σε ό,τι αφορά στις περιοχές Natura 2000, από τις 446 που έχουν ενταχθεί στο Δίκτυο, ο αριθμός αυτών για τις οποίες έχει καταρτισθεί σχέδιο διαχείρισης –όπως άλλωστε προβλέπεται από τη νομοθεσία– είναι μονοψήφιος, δείγμα της συλλογικής αδράνειας των κυβερνήσεων από το 1996 και μετά.

Σε ό,τι αφορά στις ΣΜΠΕ, συχνά αγνοήθηκε ο πολυδιάστατος χαρακτήρας των περιβαλλοντικών ζητημάτων ή/και δεν ενσωματώθηκαν επαρκώς οι αρχές βιώσιμης ανάπτυξης. Χαρακτηριστικά αναφέρεται η ΣΜΠΕ για το Ειδικό Χωροταξικό Σχέδιο για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, ιδίως σε ό,τι αφορά στην έγκριση εγκατάστασης φωτοβολταϊκών πάρκων σε γη υψηλής γεωργικής παραγωγικότητας, σε ποσοστά κάλυψης, μάλιστα, που περιορίζουν τις αγροτικές εκτάσεις και πλήττουν τον αγροδιατροφικό κλάδο και την ασφάλεια τροφίμων.

Σε ό,τι αφορά στη διαχείριση των υδάτων, η ίδρυση φορέων διαχείρισης υδάτων και η ενίσχυση των τοπικών και περιφερειακών αρχών στη διαχείριση των υδατικών πόρων βοήθησαν στη βελτίωση της συνεργασίας και του συντονισμού των αρμόδιων υπηρεσιών. Όμως, διαπιστώνονται σημαντικές αδυναμίες στον αντιπλημμυρικό σχεδιασμό και την αντιμετώπιση του προβλήματος της λειψυδρίας, ιδίως στις νησιωτικές και νότιες περιοχές, ενώ η υπερβολική εξάρτηση από την άντληση υπόγειων υδάτων οδηγεί σε υπερεκμετάλλευση και υποβάθμιση των υδροφορέων σε αρκετές γεωργικές περιοχές της χώρας. Επίσης, παρά την πρόοδο που σημειώθηκε, η ρύπανση των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων από γεωργικές δραστηριότητες (νιτρικά, φυτοφάρμακα) και βιομηχανικές εκπομπές παραμένει σημαντικό πρόβλημα, με αρκετές λεκάνες απορροής να εμφανίζουν υψηλή ρύπανση.

Ως προς το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, από την εξέταση των αναπτυξιακών προγραμμάτων, των χωροταξικών σχεδίων, των σχεδίων διαχείρισης υδάτων των υδατικών διαμερισμάτων, των πολεοδομικών και αστικών σχεδίων και, τέλος, της βασικής περιβαλλοντικής, χωροταξικής και πολεοδομικής νομοθεσίας της Ελλάδας, η γενική εικόνα που διαπιστώνεται ως προς τα χωροταξικά σχέδια είναι ότι η προβληματική της κλιματικής αλλαγής εμφανίζεται μόνο προς το τέλος της δεκαετίας 2010-2020 και μάλλον με γενικό τρόπο. Για παράδειγμα, το νέο Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο για τον Τουρισμό, ενός κλάδου με προφανή εξάρτηση από την κλιματική αλλαγή, μόνο σε γενικό επίπεδο αναφέρεται στο ζήτημα της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, χωρίς δηλαδή να εξετάζει τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής για την τουριστική δραστηριότητα και να συμπεριλαμβάνει αντίστοιχες επιχειρησιακές δράσεις.

Από τις έντεκα μελέτες αναθεώρησης των Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων, επτά έχουν γενικές αναφορές στο ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, εννέα περιλαμβάνουν στόχους και εννέα περιλαμβάνουν δράσεις που αφορούν στην προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Δύο όμως, μόνο, προσδιορίζουν συγκεκριμένες περιοχές για την εφαρμογή δράσεων προσαρμογής. Αντίθετα, στο Νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας καταγράφεται περισσότερο προχωρημένη επεξεργασία για την κλιματική αλλαγή, η οποία, όμως, εστιάζει πιο πολύ στην πρόληψη παρά στην προσαρμογή. Δεν εντοπίζονται, επίσης, συγκεκριμένες υποπεριφερειακές χωρικές ενότητες ευάλωτες στην κλιματική αλλαγή και σε επιμέρους πτυχές της, πλην γενικών κατευθύνσεων, οι οποίες περιορίζονται σε κατηγορίες περιοχών (ζώνες πλημμυρικού κινδύνου, που, όμως, δεν προσδιορίζονται γεωγραφικά, αλλά μόνο τυπολογικά). Στα Σχέδια Διαχείρισης των Λεκανών Απορροής Ποταμών (ΣΔΛΑΠ) των Υδατικών Διαμερισμάτων, η κλιματική αλλαγή αντιμετωπίζεται ως δευτερεύον ζήτημα,2 μέσα από κάποιες γενικές αναφορές, παρά τη μεγάλη σημασία των επιπτώσεών της στην επάρκεια των υδατικών αποθεμάτων.

Σε ό,τι αφορά στα Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια (ΓΠΣ) και τα Σχέδια Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης (ΣΧΟΟΑΠ), το συμπέρασμα είναι κοινό: πλήρης απουσία κάθε αναφοράς στην κλιματική αλλαγή και, κυρίως, στην προσαρμογή σε αυτήν. Στην παρούσα φάση εκπονούνται τα Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια (ΤΠΣ) με αναφορά και στο ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, αν και όχι με την απαιτούμενη βαρύτητα.

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι πρώτη προτεραιότητα αποτελεί η αναθεώρηση του θεσμικού πλαισίου της Ελλάδας, ώστε να λαμβάνει υπ’ όψιν τη διάσταση της κλιματικής αλλαγής, αλλά και τις νέες προκλήσεις που αντιμετωπίζει το περιβάλλον. Πρώτη προτεραιότητα αποτελεί, επίσης, η κατάρτιση και σταδιακή υλοποίηση μακροπρόθεσμων σχεδίων προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, καθώς και η ενίσχυση της ανθεκτικότητας αστικών περιοχών στους φυσικούς κινδύνους που αυξάνονται λόγω της κλιματικής αλλαγής. Στο ίδιο μήκος κύματος επείγουν οι αναθεωρήσεις των ΣΔΛΑΠ των Υδατικών Διαμερισμάτων, ιδίως δε αυτών στα οποία εκτιμώνται μεγαλύτερες μειώσεις στα υδατικά αποθέματα, όπως της Θεσσαλίας, της Δυτικής Ελλάδος και της Πελοποννήσου.

Αν και αναγνωρίζεται η χρησιμότητα της κατάρτισης σχεδίων προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή για τις περιφέρειες της χώρας, όπως προβλέφθηκε με τον Ν. 4414/2016, είναι αναγκαία η διόρθωση της σχετικής νομοθετικής ρύθμισης, ώστε τα σχέδια να καταρτίζονται σε επίπεδο κλιματικών ζωνών αντί στα διοικητικά όρια κάθε περιφέρειας. Σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή τα σχέδια καταρτίζονται με βάση τα διοικητικά όρια, η αξιοπιστία των σχεδίων προσαρμογής είναι σημαντικά μειωμένη, με κίνδυνο να αγνοηθούν αναγκαίες δράσεις διαπεριφερειακού χαρακτήρα, αλλά και να δαπανηθούν πιστώσεις χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα. Παράλληλα, και υπό το πρίσμα της ανάγκης σχεδιασμού των δράσεων προσαρμογής σε επίπεδο κλιματικής ζώνης, έχει ενδιαφέρον να εξετασθεί η αναθεώρηση των διοικητικών ορίων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), ώστε χωρικές ενότητες που πλήττονται (ή εκτιμάται ότι θα πληγούν) από την κλιματική αλλαγή να αποτελούν ευθύνη ενός ΟΤΑ.

Καταληκτικά, αν και η περίοδος της Μεταπολίτευσης σταδιακά σηματοδότησε μία βελτιωμένη θέση για το περιβάλλον και την προστασία του, αλλά και για την ισότιμη σύνδεσή του με την ανάπτυξη, η γενική εικόνα είναι ότι πιο εύκολα μπορεί (το περιβάλλον) να χάσει μάχες παρά να τις κερδίσει.

Τέλος, ζητήματα όπως η θωράκιση των αστικών περιοχών απέναντι στην αέρια ρύπανση, στα πλημμυρικά φαινόμενα και τους καύσωνες, η διαχείριση υδάτινων πόρων, η προώθηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, η προστασία της βιοποικιλότητας και εν τέλει η βιώσιμη ανάπτυξη παραμένουν βασικές προτεραιότητες, καθώς η χώρα καλείται να αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή και τις ανάγκες για πράσινη ανάπτυξη.

Κωνσταντίνος Καρτάλης είναι Καθηγητής Φυσικής Περιβάλλοντος και Κλίματος στο ΕΚΠΑ και μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Κλιματική Αλλαγή


Παραπομπές

1. Επί υπουργίας Κώστα Λαλιώτη και υφυπουργού Ελισάβετ Παπαζώη.

2. Στο παρόν διάστημα εξελίσσεται η αναθεώρηση των Σχεδίων Διαχείρισης Υδάτων, με
αναφορά και στην κλιματική αλλαγή.


Μπορείτε, επίσης, να δείτε το σύντομο βίντεο που συνοδεύει την έκδοση του βιβλίου «1974 - ___», στο οποίο 4 από τους συγγραφείς το βιβλίου ρίχνουν φως στις αλλαγές που συντελέστηκαν τις πέντε τελευταίες δεκαετίες στον τομέα τους.