Βλάπτει ή ωφελεί ο έντονος ανταγωνισμός την καινοτομική δραστηριότητα των επιχειρήσεων; Επηρεάζονται τα κίνητρα για επένδυση σε Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α) από τον βαθμό έντασης του ανταγωνισμού;
Photography: Mikhail Zhidko / Flickr
Αρθρογραφια |

Ανταγωνισμός Και Καινοτομία

Βλάπτει ή ωφελεί ο έντονος ανταγωνισμός την καινοτομική δραστηριότητα των επιχειρήσεων; Επηρεάζονται τα κίνητρα για επένδυση σε Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α) από τον βαθμό έντασης του ανταγωνισμού;

*Η Ελένη Μέτσιου είναι μεταδιδάκτορας του Τμήματος Οικονομικής Επιστήμης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΟΠΑ)

*Η Φαίη Μακαντάση είναι Research Analyst στη διαΝΕΟσις και Συμβ. Επικ. Καθηγήτρια στο τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του ΟΠΑ

Εισαγωγή1

Οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα είναι καίριας σημασίας, δεδομένου ότι η τεχνολογική αλλαγή και οι καινοτομίες θεωρούνται ο κινητήριος μοχλός της οικονομικής προόδου2. Επιπλέον, έχει αποδειχθεί ότι οι καινοτομίες έχουν σημαντική θετική επίδραση στην παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής και στον ρυθμό ανάπτυξης3, και βοηθούν στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Tαυτόχρονα, υπάρχουν ενδείξεις θετικής συσχέτισης μεταξύ των αποτελεσμάτων που επιτυγχάνει μια χώρα στο διεθνές εμπόριο και στην απόδοσή της στους δείκτες καινοτομίας4. Συνεπώς, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να κατανοήσουμε τους προσδιοριστικούς παράγοντες της τεχνολογικής αλλαγής και να καταγράψουμε τι απαντά η διεθνής βιβλιογραφία στο πολύ σημαντικό ερώτημα του κατά πόσο οι καινοτομίες επηρεάζονται από τον ανταγωνισμό.5

Αρχικά, ο Schumpeter (1943) υποστήριξε ότι ο ανταγωνισμός έχει αρνητικό αντίκτυπο στην καινοτομία και ότι το μονοπωλιακό κέρδος είναι εκείνο που αυξάνει τα κίνητρα των επιχειρήσεων για τη δημιουργία νέων ιδεών. Ωστόσο, τα αποτελέσματα της θεωρίας του Schumpeter δεν συμφωνούν γενικά με τα εμπειρικά δεδομένα. Αντιθέτως, ο Arrow (1962) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο τέλειος ανταγωνισμός δίνει περισσότερα κίνητρα στις επιχειρήσεις για καινοτομίες από ό,τι το μονοπώλιο. Όμως, ακόμη και στην περίπτωση του τέλειου ανταγωνισμού τα κίνητρα είναι πάλι λιγότερα από το κοινωνικά άριστο επίπεδο.

Mεγάλος αριθμός εμπειρικών δεδομένων αποδεικνύει τη θετική σχέση μεταξύ ανταγωνισμού και καινοτομικής προσπάθειας των επιχειρήσεων [Porter (1990), Geroski (1990, 1994), Baily και Gersbach (1995), Nickell (1996), Blundell et al. (1999), Symeonidis (2002), Galdon-Sanchez και Schmitz (2002)]. Σε σειρά άρθρων [Aghion et al. (1997, 2001, 2005)] παρουσιάζονται θεωρητικά και εμπειρικά αποτελέσματα που δείχνουν ότι σε πολλές περιπτώσεις ο ισχυρός ανταγωνισμός πράγματι οδηγεί σε περισσότερες καινοτομίες, αν και υπό συγκεκριμένες συνθήκες - συγκεκριμένα όταν η δύναμη μιας επιχείρησης στην αγορά είναι αρκετά χαμηλή - ισχύει το αντίθετο. Παρουσιάζεται δηλαδή, μια καμπύλη σχήματος ανάποδου U (inverted U-shaped) μεταξύ του ανταγωνισμού και της καινοτομίας6.

Στο συγκεκριμένο ερευνητικό δοκίμιο αρχικά αναφέρονται κάποιες βασικές έννοιες που αφορούν τις καινοτομίες και στη συνέχεια παρουσιάζονται τα βασικά συμπεράσματα της σύγχρονης θεωρητικής βιβλιογραφίας σχετικά με το προαναφερθέν ερώτημα. Όπως αποδεικνύεται η απάντηση δεν είναι απόλυτη, αλλά εξαρτάται από τη σπουδαιότητα της καινοτομίας, από το μέτρο της έντασης του ανταγωνισμού, από τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά, από την αρχική σχετική θέση και δύναμη των επιχειρήσεων καθώς και από τον βαθμό βελτίωσής τους μέσω της χρήσης της συγκεκριμένης καινοτομίας.

Βασικές Έννοιες

Με τον όρο καινοτομία αναφερόμαστε είτε στη δημιουργία ενός νέου προϊόντος προς πώληση (καινοτομία προϊόντος - product innovation), είτε στη χρήση νέων μεθόδων παραγωγής προϊόντων7 (καινοτομία παραγωγικής διαδικασίας - process innovation). Οι δύο διαφορετικοί τύποι καινοτομιών συναντώνται μεμονωμένα και συνδυαστικά σε διάφορες τεχνολογικές αλλαγές. Πολλές φορές η καινοτομία προϊόντος για μια επιχείρηση αποτελεί συχνά καινοτομία παραγωγικής διαδικασίας για μια άλλη επιχείρηση, η οποία χρησιμοποιεί το προϊόν της πρώτης σαν εισροή. Μπορεί μάλιστα να υποστηριχτεί ότι η καινοτομία προϊόντος είναι απλά μια ακραία μορφή καινοτομίας παραγωγικής διαδικασίας, με την έννοια ότι το νέο προϊόν προϋπήρχε αλλά το κόστος παραγωγής του ήταν αρχικά τόσο υψηλό ώστε να μην επιτρέπει την παραγωγή του, ενώ μέσω της καινοτομίας παραγωγικής διαδικασίας, και τη μείωση του οριακού κόστους παραγωγής, τελικά μπορεί να παραχθεί. Και οι δύο τύποι καινοτομίας υπηρετούν τον πρωταρχικό στόχο μιας επιχείρησης που είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους της (ή η δυϊκώς οριζόμενη ελαχιστοποίηση του κόστους της).

Ο Schumpeter ορίζει τρία στάδια στη διαδικασία της τεχνολογικής αλλαγής: την εφεύρεση, την καινοτομία και τη διάχυση. Τα τρία αυτά στάδια σχετίζονται στη βιβλιογραφία με τη διαδικασία της Έρευνας και Ανάπτυξης: η εφεύρεση (invention), δηλαδή η δημιουργία νέων ιδεών είναι το αποτέλεσμα της Βασικής Έρευνας (Basic Research), η οποία γίνεται κυρίως σε Πανεπιστήμια και σε Δημόσια Ερευνητικά Ινστιτούτα. Η εφεύρεση είναι η βασική εισροή στην Εφαρμοσμένη Έρευνα (Applied Research) που αναλαμβάνει συνήθως ο ιδιωτικός τομέας. Από την εφαρμοσμένη έρευνα προκύπτει η καινοτομία (innovation), δηλαδή η εμπορευματοποίηση ενός νέου προϊόντος ή μιας νέας παραγωγικής διαδικασίας. Τελικό στάδιο είναι αυτό της διάχυσης (diffusion) των καινοτομιών στο οικονομικό σύστημα.

Η αποτελεσματικότητα μιας τεχνολογικής αλλαγής εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πόσο καλοί είναι οι δεσμοί μεταξύ Πανεπιστημίων/δημόσιων ερευνητικών ιδρυμάτων και ιδιωτικού τομέα (Βασικής και Εφαρμοσμένης Έρευνας) και από την ευρύτητα της διάχυσης της καινοτομίας.8

Στην πραγματικότητα βέβαια δεν πρέπει να θεωρείται ότι υπάρχει μια απόλυτα γραμμική διαδικασία, κατά την οποία η εφεύρεση οδηγεί αυτομάτως στην καινοτομία και η καινοτομία στη διάχυση. Έτσι, παρότι η αποτελεσματικότητα της τεχνολογικής αλλαγής εξαρτάται από τη σχέση των τριών αυτών σταδίων, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι το κάθε στάδιο χαρακτηρίζεται από ξεχωριστές επιλογές9 και διαφορετική δομή κινήτρων. Έτσι οι Dasgupta και David (1991) ακολουθώντας έναν ακόμη διαχωρισμό μεταξύ «επιστήμης» και «τεχνολογίας», ο οποίος υιοθετείται συχνά από τη σχετική βιβλιογραφία, υποστηρίζουν ότι τα κίνητρα των επιστημόνων και των τεχνολόγων είναι διαφορετικά. Οι επιστήμονες υποκινούνται από τη διάθεση για δημιουργία αποτελεσμάτων, τα οποία γίνονται ευρέως γνωστά μέσω δημοσιεύσεων, δηλαδή παράγουν ένα δημόσιο αγαθό, τη γνώση. Κύριος στόχος τους είναι να δημοσιεύσουν πρώτοι τα αποτελέσματα της έρευνάς τους προκειμένου να κερδίσουν την αναγνώριση που επιθυμούν. Για να πετύχουν μάλιστα τον στόχο αυτό πολλές φορές παρουσιάζουν αποτελέσματα, τα οποία δεν είναι εξονυχιστικά διερευνημένα και προκαλούν διάφορα προβλήματα κατά την εφαρμογή τους. Αντίθετα, οι τεχνολόγοι υποκινούνται από το οικονομικό κέρδος που θα έχουν από τη χρήση μιας καινοτομίας. Το κέρδος αυτό όμως μειώνεται όσο πιο γρήγορη είναι η απομίμηση της καινοτομίας. Εξαιτίας αυτού προσπαθούν να προστατεύσουν τις καινοτομίες τους με διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Ενίοτε μάλιστα προκειμένου να αποφύγουν την απομίμηση από τους αντιπάλους τους, κρατούν τις καινοτομίες τους μυστικές και παρουσιάζουν τα αποτελέσματά τους μόνο αν θεωρήσουν ότι αυτό θα τους βοηθήσει να αυξήσουν τα κέρδη τους.

Οι καινοτομίες είναι το αποτέλεσμα δαπανών σε Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α) τις οποίες αναλαμβάνουν οι επιχειρήσεις. Οι επιχειρήσεις επενδύουν σε Ε&Α, όχι μόνο για την επινόηση νέων προϊόντων και παραγωγικών διαδικασιών, αλλά και για να αναπτύξουν την ικανότητά τους να μπορούν να αφομοιώνουν και να εκμεταλλεύονται τις εξωγενώς διαθέσιμες τεχνολογικές πληροφορίες10.

Δύο είναι οι βασικοί παράγοντες που υποκινούν την επένδυση σε Ε&Α:

  1. Το κίνητρο κέρδους. Αφορά στη δυνατότητα που δίνεται σε μια επιχείρηση μέσω της επένδυσης σε Ε&Α να παράγει βελτιωμένα προϊόντα ή να μειώσει το κόστος της, έτσι ώστε, με δεδομένη τη θέση των αντιπάλων της, να αυξήσει τα κέρδη της. Αυτό το κίνητρο μπορεί να το αντιμετωπίζει μια επιχείρηση χωρίς ανταγωνισμό. Είναι, δηλαδή, το κίνητρο που αντιμετωπίζει μια επιχείρηση που παίρνει μια απόφαση αυτοτελώς (stand-alone incentive)11.
  2. Το κίνητρο για στρατηγικό πλεονέκτημα. Είναι κατανοητό ότι ένα καλύτερο προϊόν ή μια καλύτερη παραγωγική διαδικασία μπορούν να αυξήσουν το μερίδιο μιας επιχείρησης στην αγορά και συνεπώς να της δώσουν το στρατηγικό πλεονέκτημα εις βάρος των αντιπάλων της. Επίσης, εάν μια επιχείρηση γνωρίζει ότι οι ανταγωνιστές της επενδύουν σε Ε&Α, τότε αντιλαμβάνεται ότι η ανταγωνιστική της θέση στην αγορά απειλείται. Γι’ αυτόν τον λόγο το στρατηγικό κίνητρο (strategic incentive) πολλές φορές αναφέρεται και ως ανταγωνιστική απειλή (competitive threat). Η ένταση αυτού του κινήτρου εξαρτάται από τη διαφορά της απόδοσης αν χάσει και υποβαθμιστεί η ανταγωνιστική θέση της επιχείρησης στην αγορά, και της απόδοσης αν κερδίσει, δηλαδή προλάβει να καινοτομήσει πρώτη και να βελτιώσει την ανταγωνιστική θέση της. Ο φόβος της ήττας από την ανταγωνίστρια επιχείρηση εξηγεί τα μεγάλα ποσά που δαπανούν οι επιχειρήσεις σε Ε&Α.

Το κίνητρο κέρδους και το κίνητρο του στρατηγικού πλεονεκτήματος αναφέρονται συχνά στη διεθνή βιβλιογραφία με τους όρους «επίδραση αντικατάστασης» (replacement effect) και «επίδραση αποτελεσματικότητας» (efficiency effect), και αυτοί οι όροι υιοθετούνται και στην ανάλυση των σχετικών υποδειγμάτων παρακάτω.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι ο τρόπος με τον οποίο επηρεάζει η δομή μιας αγοράς το κίνητρο των επιχειρήσεων για δαπάνες σε Ε&Α καθώς και ποια είναι η σχέση μεταξύ των δαπανών σε Ε&Α στην ισορροπία αγοράς και των δαπανών στο κοινωνικά άριστο επίπεδο, δηλαδή σε αυτό που θα επέλεγε ο κοινωνικός σχεδιαστής, αποτελούν δυο βασικά ερωτήματα στα οποία απαντά η θεωρία Βιομηχανικής Οργάνωσης. Αν και η παρούσα εργασία ασχολείται με την ανάλυση του πρώτου ερωτήματος κρίνεται σκόπιμο στην επόμενη ενότητα να παρουσιαστούν συνοπτικά οι λόγοι, για τους οποίους η αγορά ακόμα και όταν βρίσκεται σε ισορροπία δεν επιτυγχάνει το κοινωνικά άριστο12 σε όρους καινοτομίας.

Αποτυχίες της αγοράς στη δημιουργία και διάχυση των καινοτομιών

Μπορούμε να παρουσιάσουμε τον τομέα της Ε&Α των επιχειρήσεων σαν μια κάθετη δομή όπου στην upstream αγορά γίνονται πολύ μεγάλες επενδύσεις προκειμένου να παραχθεί η γνώση και στην downstream αγορά η γνώση χρησιμοποιείται σαν εισροή στην παραγωγική διαδικασία των επιχειρήσεων που παράγουν τα τελικά αγαθά. Γιατί λοιπόν στην ισορροπία αγοράς δεν επιτυγχάνεται το κοινωνικά άριστο επίπεδο των δαπανών σε Ε&Α;

Μια πρώτη σημαντική πηγή ατελειών είναι η αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει τις επενδύσεις σε Ε&Α. Υπάρχουν δυο τύποι αβεβαιότητας που αφορούν στις επενδύσεις σε Ε&Α. Αρχικά οι επιχειρήσεις δε γνωρίζουν εκ των προτέρων το αποτέλεσμα μιας ερευνητικής προσπάθειας, με ποιο τρόπο δηλαδή θα παραχθεί ένα νέο προϊόν. Επιπλέον, όμως δε γνωρίζουν και πώς ένα νέο προϊόν θα αντιμετωπιστεί από το καταναλωτικό κοινό. Για παράδειγμα στις ΗΠΑ έχει υπολογιστεί ότι η πιθανότητα να δημιουργηθεί ένα νέο φάρμακο και να φτάσει μέχρι την τελική έγκριση για χρήση από τους ασθενείς είναι περίπου 1 στις 10.00013. Η αβεβαιότητα αυτή επηρεάζει τις αποφάσεις των επιχειρήσεων να επενδύσουν σε Ε&Α με ρίσκο. Αυτό έχει ως συνέπεια οι επιχειρήσεις να αποφεύγουν τα υπερβολικά επικίνδυνα έργα, ακόμα κι αν αυτά έχουν σημαντική κοινωνική αξία14.

Επιπλέον, προκειμένου να παραχθεί η γνώση στην upstream αγορά συνήθως πραγματοποιούνται πολύ σημαντικές και μη ανακτήσιμες δαπάνες, ενώ απαιτείται και η χρήση εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού. Το κόστος αυτό, σε συνδυασμό με το πολύ μικρό οριακό κόστος χρήσης της γνώσης, εφόσον αυτή παραχθεί, οδηγεί σε μια τάση μονοπώλησης της αγοράς, δηλαδή σε ατελή ανταγωνισμό15.

H τρίτη και βασική πηγή αποτυχίας της αγοράς είναι ότι το αγαθό που παράγεται στην upstream αγορά, η γνώση έχει χαρακτηριστικά δημόσιου αγαθού. Δηλαδή από τη στιγμή που θα παραχθεί η γνώση, ο καθένας έχει πρόσβαση σε αυτή με πολύ χαμηλό ή μηδενικό κόστος (non-rivalness). Συνεπώς, δημιουργούνται εξωτερικότητες (externalities), για τις οποίες ο παραγωγός της γνώσης δεν ανταμείβεται, και επομένως δεν μπορεί να οικειοποιηθεί όλα τα οφέλη της. Σαφώς, η δημιουργία τέτοιων εξωτερικοτήτων έχει θετικό κοινωνικό αντίκτυπο, όμως η μη τιμολόγησή τους δημιουργεί προβλήματα, γιατί μειώνει τα κίνητρα για περαιτέρω έρευνα του δημιουργού της νέας γνώσης, ο οποίος δεν λαμβάνει υπόψη του αυτές τις εξωτερικότητες, εφόσον στον ίδιο δεν προσφέρουν κάποιο όφελος.

Οι τρεις πηγές αποτυχίας της αγοράς που αναφέρονται παραπάνω φαίνεται ότι μειώνουν τα κίνητρα για επενδύσεις σε Ε&Α σε σχέση με το κοινωνικά άριστο επίπεδό τους. Οι οικονομολόγοι λοιπόν συμφωνούν ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει να παρεμβαίνουν προκειμένου να παρέχονται τα κατάλληλα κίνητρα δημιουργίας καινοτομιών, προάγοντας έτσι τη δυναμική αποτελεσματικότητα της οικονομίας, δηλαδή τη διαχρονική αποτελεσματικότητα στην οποία λαμβάνεται υπόψη και η τεχνολογική πρόοδος.

Μέτρα Πολιτικής

Όπως φαίνεται από τα παραπάνω, το βασικότερο πρόβλημα που συναντάμε στη δημιουργία και διάχυση της νέας γνώσης είναι η ίδια η φύση της, η οποία της δίνει χαρακτηριστικά δημοσίου αγαθού. Όταν πρόκειται για τη δημιουργία μιας καινοτομίας το κόστος Ε&Α που αντιμετωπίζουν οι εφευρέτες είναι συνήθως πολύ μεγάλο, ιδιαίτερα όταν λαμβάνουμε υπόψη την περίπτωση αποτυχίας. Όμως το κόστος αυτό αποτελεί ένα σταθερό κόστος από την πλευρά των εφευρετών, που γίνεται στην αρχή. Εφόσον η νέα γνώση δημιουργηθεί, η αποτελεσματική λύση θα ήταν εκείνη του τέλειου ανταγωνισμού. Δηλαδή όλες οι επιχειρήσεις που θα ήθελαν να χρησιμοποιήσουν την καινοτομία θα μπορούσαν να την αποκτήσουν πληρώνοντας τιμή ίση με το οριακό της κόστος. Αν υποθέταμε ότι το κόστος αυτό ήταν μηδέν, τότε όλες οι επιχειρήσεις θα έπαιρναν την καινοτομία σε μηδενική τιμή. Η αποτελεσματική ωστόσο αυτή τιμή, η μηδενική, δεν καλύπτει το κόστος της Ε&Α που έκανε στην αρχή ο εφευρέτης και έτσι με αυτόν τον τρόπο η αγορά δεν μπορεί να λειτουργήσει.

Τα μέτρα προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων  (patent and licensing systems) είναι μια λύση στο πρόβλημα κάλυψης του αρχικού κόστους Ε&Α. Αν και στο συγκεκριμένο δοκίμιο δεν θα αναλυθεί το ζήτημα των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούν τα βασικά ερωτήματα που προκύπτουν όσον αφορά τη χρήση τέτοιων μέτρων πολιτικής16.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμα και με τη θέσπιση ενός νομοθετικού και θεσμικού πλαισίου για την προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας δεν οδηγούμαστε στο άριστο αποτέλεσμα σε όρους επενδύσεων σε νέες τεχνολογίες. Οι βασικοί λόγοι για αυτό το αποτέλεσμα αναλύονται παρακάτω:

Αρχικά υπάρχουν προβλήματα που δεν μπορεί να ξεπεράσει το σύστημα των πατεντών, ακόμα κι αν αυξάνει τα κίνητρα των επιχειρήσεων για επενδύσεις σε Ε&Α17:

  • Οι επιχειρήσεις βασίζουν τις επενδυτικές τους αποφάσεις στην αναμενόμενη επίδραση στο κέρδος τους από τη χρήση της καινοτομίας και όχι στην αναμενόμενη επίδραση στο συνολικό κοινωνικό όφελος. Οι επιχειρήσεις δηλαδή δεν λαμβάνουν υπόψη τις επιπτώσεις στην ευημερία των καταναλωτών ούτε τις επιπτώσεις για τις υπόλοιπες εταιρείες του κλάδου.
  • Ένα ακόμα πρόβλημα πηγάζει από τις ατέλειες στις κεφαλαιαγορές που δημιουργούν προβλήματα στη χρηματοδότηση επενδύσεων. Δεδομένης της αβεβαιότητας που υπάρχει συνήθως αναφορικά με τις επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες το πρόβλημα γίνεται ιδιαίτερα έντονο.
  • Τέλος, μπορεί να υπάρξουν ατέλειες στη διαδικασία μετάδοσης των πληροφοριών στις ερευνητικές δραστηριότητες. Όταν έχουμε συμπληρωματικές ερευνητικές δραστηριότητες, οι ατέλειες αυτές μειώνουν το κίνητρο των επιχειρήσεων για επένδυση σε καινοτόμες διαδικασίες, καθώς οι επιχειρήσεις δεν εκμεταλλεύονται τα αποτελέσματα άλλων συμπληρωματικών ερευνητικών εργασιών. Από την άλλη πλευρά, όταν οι ερευνητικές δραστηριότητες είναι υποκατάστατες, η έλλειψη συντονισμού τους μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολικές δαπάνες σε Ε&Α μέσω αλληλοεπικαλύψεων των ερευνητικών διαδικασιών. Κάποια μέτρα μάλιστα που έχουν στόχο να υποστηρίξουν τις ερευνητικές συνεργασίες (research joint ventures) αποσκοπούν εν μέρει στον καλύτερο συντονισμό των ερευνητικών προσπαθειών των επιχειρήσεων.

Επιπλέον, οι πατέντες δημιουργούν τις δικές τους στρεβλώσεις στην αγορά. Το βασικότερο πρόβλημα που δημιουργείται από τα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας (πατέντες) είναι ότι προστατεύουν τον κάτοχό τους παρέχοντάς του αποκλειστικότητα και συνεπώς δίνοντάς του τη θέση μονοπωλητή. Η χρήση δηλαδή των πατεντών συνεπάγεται κάποιο κόστος στατικής αποτελεσματικότητας, με την έννοια ότι κατά τη διάρκειά της πατέντας ο κάτοχός της έχει μονοπωλιακή δύναμη και μπορεί να θέτει υψηλές τιμές18. Η μονοπωλιακή ισορροπία δημιουργεί κάποια απώλεια της κοινωνικής ευημερίας19 (deadweight loss), η οποία προέρχεται από το γεγονός ότι υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι δεν αγοράζουν στη μονοπωλιακή τιμή, παρ' όλο που η τιμή επιφύλαξης που έχουν είναι υψηλότερη από το οριακό κόστος της καινοτομίας. Η απώλεια στην κοινωνική ευημερία είναι το βασικότερο μειονέκτημα των δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας20.

Όλα τα παραπάνω εξετάζονται ex post, αφότου δηλαδή έχει δημιουργηθεί η καινοτομία. Ex post, λοιπόν, δημιουργείται το πολύ σημαντικό πρόβλημα της απώλειας στην κοινωνική ευημερία. Η βασική όμως αιτιολόγηση για τη χρήση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας προέρχεται από μια ex ante προοπτική. Η προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας δίνει στον εφευρέτη κίνητρα για να επενδύει στη δημιουργία νέας γνώσης. Τα δικαιώματα αυτά έχουν δύο σημαντικά πλεονεκτήματα.

Το πρώτο είναι η διοικητική αποκέντρωση (decentralization). Η μέθοδος και τα κίνητρα δηλαδή λειτουργούν χωρίς να χρειάζεται ο εφευρέτης να διαπραγματεύεται με κάποια αρχή. Το θέμα αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό αν κανείς σκεφτεί ότι είναι ο εφευρέτης εκείνος που θα έχει κάποιες καλές ιδέες και όχι η σχετική αρχή. Με τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας η αρχή αφήνει ελεύθερους τους εφευρέτες να επιλέξουν τις καινοτομίες που θα κάνουν, και μετά για αυτές τις καινοτομίες δημιουργεί τις αντίστοιχες πατέντες.

Το δεύτερο είναι ότι το κόστος μιας καινοτομίας επιβαρύνει μόνο εκείνους που χρησιμοποιούν την καινοτομία και όχι όλους τους φορολογούμενους. Το προτέρημα αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, όταν πρόκειται για καινοτομίες που ενδιαφέρουν μια πολύ μικρή ομάδα του πληθυσμού, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια. Όταν όμως μια καινοτομία ωφελεί ένα πολύ σημαντικό σύνολο του πληθυσμού, τότε η δημόσια προσφορά της, μέσω φορολόγησης, είναι πιθανόν μια καλή ιδέα.

Ένα άλλο πολύ σημαντικό ερώτημα σχετικό με τη χρήση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας είναι το πώς ακριβώς πρέπει να είναι διατυπωμένα και πόση προστασία πρέπει να παρέχουν στον εφευρέτη. Για παράδειγμα, ο Επικεφαλής του Τμήματος Πνευματικής Ιδιοκτησίας της ΙΒΜ το 2005 ανέφερε ότι η ενέργεια της εταιρείας να επιτρέψει σε open-source developers να χρησιμοποιήσουν 500 πατέντες λογισμικού που κατείχε προήλθε από το φόβο ότι οι πατέντες δημιουργούσαν τόσο έντονη προστασία που υπήρχε κίνδυνος να υπονομευτούν τελικά οι καινοτομίες. Σε αυτήν την περίπτωση όλος ο κλάδος (και καθεμία επιχείρηση ξεχωριστά) θα μπορούσε να ζημιωθεί.21

O Stiglitz (2007) υποστηρίζει επίσης ότι, ιδιαίτερα στο φαρμακευτικό κλάδο, ο περιορισμός της διάχυσης της γνώσης μέσω πατεντών και οι πολύ υψηλές τιμές των πρωτότυπων φαρμάκων μπορούν να δημιουργήσουν πολύ σημαντικά προβλήματα ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίες θα μπορούσαν να αγοράζουν σε πολύ χαμηλότερο κόστος γενόσημα φάρμακα. Επιπλέον, οι φαρμακοβιομηχανίες, ενδιαφερόμενες για το κέρδος τους, επενδύουν πολύ σημαντικά ποσά σε διαφημίσεις και μάρκετινγκ καθώς και στην εφεύρεση «lifestyle φαρμάκων» και όχι σε φάρμακα που αφορούν σε ασθένειες που επηρεάζουν εκατομμύρια ανθρώπους, όπως η ελονοσία. Οι αδυναμίες του συστήματος πατεντών αποκτούν άλλη βαρύτητα αν σκεφτούμε ότι στην περίπτωση των φαρμάκων η έννοια της «απώλειας ευημερίας» παίρνει μια συγκεκριμένη και μετρήσιμη μορφή, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), σε «έτη ζωής με αναπηρία». Ο Stiglitz υποστηρίζει τη χρήση των βραβείων αντί των πατεντών για αυτές τις περιπτώσεις.

Σε αντίθεση με τις πατέντες, με τη χρήση βραβείων (prizes) μπορούμε να αποφύγουμε την απώλεια στην κοινωνική ευημερία. Αν για παράδειγμα δημιουργηθεί ένα βραβείο που θα είναι ίσο με το πλεόνασμα του καταναλωτή ανά περίοδο, έστω ν, τότε το βραβείο αυτό θα δίνει τα ίδια κίνητρα για επένδυση στη νέα ιδέα, που θα έδινε και το σύστημα των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, αλλά χωρίς να δημιουργείται η απώλεια στην κοινωνική ευημερία. Ωστόσο, τα βραβεία πολύ συχνά εμφανίζουν δυσκολίες στην εφαρμογή τους. Το πλεόνασμα των καταναλωτών, ν, μπορεί να μην μπορεί να παρατηρηθεί ή να υπολογιστεί από τη σχετική Αρχή. Για τη χρήση των βραβείων λοιπόν είναι απαραίτητο το ν να είναι παρατηρήσιμο.

Ακόμα όμως κι αν κάτι τέτοιο ισχύει και δεν υπάρχει κάποια δυσκολία στον υπολογισμού του βραβείου, ο εφευρέτης μπορεί να φοβάται ότι η αρχή που του δίνει τα βραβεία θα τον εξαπατήσει, ανακαλώντας την αρχική της υπόσχεση για το βραβείο. Αυτό δημιουργεί άλλο ένα αναγκαίο χαρακτηριστικό για το ν προκειμένου να χρησιμοποιηθεί το σύστημα των βραβείων. Το ν πρέπει να είναι επιπλέον επαληθεύσιμο (verifiable) από τα δικαστήρια, έτσι ώστε η αρχή που δίνει τα βραβεία να μπορεί να μηνυθεί για απάτη.

Ακόμη όμως κι αν αυτά τα χαρακτηριστικά ισχύουν, είναι πολύ πιθανό ένα βραβείο ίσο με ν να μην είναι η καλύτερη επιλογή. Στην πραγματικότητα είναι πιο λογικό το βραβείο να προσεγγίζει το κόστος Ε&Α, που απαιτείται για τη δημιουργία της νέας γνώσης. Με αυτό τον τρόπο το ποσό των χρημάτων που θα έπρεπε να δαπανηθούν για το βραβείο θα ήταν χαμηλότερο. Και σε αυτήν την περίπτωση όμως η εφαρμογή είναι ιδιαίτερα δύσκολη.

Με ποιον τρόπο είναι δυνατό να παρατηρήσουμε το κόστος; Ο εφευρέτης θα έχει κίνητρο σε κάθε περίπτωση να δείχνει διαφορετικό κόστος από το πραγματικό. Άλλωστε η οικονομική ερμηνεία του όρου «κόστος» είναι το ελάχιστο κόστος που απαιτείται για να επιτευχθεί κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Όμως, ιδιαίτερα στον τομέα της Ε&Α, τα αποτελέσματα είναι αβέβαια. Συχνά γίνονται προσπάθειες οι οποίες τελικά αποτυγχάνουν. Ένα βραβείο λοιπόν, ή η παροχή ενός δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, θα πρέπει να καλύπτει όχι μόνο το κόστος μιας επιτυχούσας έρευνας αλλά και το κόστος όσων απέτυχαν.

Για παράδειγμα, στις φαρμακοβιομηχανίες πετυχαίνουν λιγότερο από το ένα πέμπτο των προσπαθειών για τη δημιουργία ενός νέου φαρμάκου. Οι φαρμακοβιομηχανίες δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουν εκ των προτέρων ποιες ερευνητικές προσπάθειες θα αποτύχουν για να τις αποφύγουν. Αν μόνο όμως οι επιτυχίες βραβεύονται, τότε θα πρέπει να παίρνουν ένα βραβείο πέντε φορές μεγαλύτερο από το μέσο κόστος Ε&Α ανά φάρμακο.

Η ύπαρξη αβεβαιότητας αναφορικά με την κοινωνική αξία μιας καινοτομίας μπορεί να οδηγήσει την Αρχή που δίνει το βραβείο σε μια υπερ- ή υποεκτίμηση του ποσού της χρηματοδότησης. Αν ένα βραβείο είναι μικρότερο από την κοινωνική αξία της καινοτομίας, τότε μπορεί να μην καλύπτει το κόστος της καινοτομίας, ενώ αν είναι υψηλότερο από το κόστος μπορεί να προσελκύει πάρα πολλούς ανταγωνιστές. Συνεπώς, το όφελος του να δίνονται χαμηλά βραβεία πρέπει να εξισορροπείται με την πιθανότητα να αποθαρρύνονται με τον τρόπο αυτό κάποιες καινοτομίες.

Για την αντιμετώπιση του προβλήματος του υπολογισμού των βραβείων υπάρχουν κάποιες λύσεις, όπως το να δίνεται στον εφευρέτη η δυνατότητα επιλογής μεταξύ βραβείου και πατέντας – σε αυτή την περίπτωση ο εφευρέτης θα επιλέγει το βραβείο μόνο αν το ποσό του είναι τουλάχιστον τόσο μεγάλο όσο η αξία της πατέντας, διασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο ότι το βραβείο θα σχετίζεται με την πραγματική αξία της καινοτομίας – ή συνδέοντας το βραβείο με ένα αξιόπιστο στάνταρ επίδοσης.22

Σε κάθε περίπτωση, όπως φαίνεται από τα παραπάνω, η παρέμβαση στον τομέα της παροχής κινήτρων για καινοτομίες έχει τις δικές της δυσκολίες εφαρμογής. Κάθε μέσο πολιτικής έχει τα δικά του μειονεκτήματα και πλεονεκτήματα και είναι πολύ σημαντική η διαμόρφωση ενός σωστού θεσμικού και νομικού πλαισίου που τα λαμβάνει υπ' όψιν.

Η δομή της αγοράς και τα κίνητρα για καινοτομίες

Έχοντας αναλύσει αφενός τις βασικές έννοιες που αφορούν τις καινοτομίες και αφετέρου τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της γνώσης ως αγαθού, επιχειρούμε την ανάλυση του βασικού ερωτήματος που προσπαθεί να απαντήσει το παρόν δοκίμιο: αυξάνει ο ανταγωνισμός την καινοτομική δραστηριότητα των επιχειρήσεων; Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός υποδειγμάτων που βασίζεται σε διαφορετικές υποθέσεις εργασίας και καταλήγει σε διαφορετικά αποτελέσματα. Τα βασικά συμπεράσματα της σχετικής βιβλιογραφίας παρουσιάζονται στην παρούσα ενότητα. Η πληθώρα των υποδειγμάτων  σίγουρα μπορεί να προκαλέσει μια αρχική σύγχυση, η ύπαρξή της όμως πηγάζει από το γεγονός ότι η καινοτομική διαδικασία διαφέρει μεταξύ κλάδων και ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά.

Αρχικά ο Schumpeter το 1943 ισχυρίστηκε ότι είναι αναγκαία η ανοχή των μονοπωλίων προκειμένου να ενθαρρυνθεί η καινοτομική δραστηριότητα των επιχειρήσεων. Η άποψη ότι οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις είναι η βασική πηγή Ε&Α και τεχνολογικής προόδου είναι περισσότερο βασισμένη στην υπόθεση ότι οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα επενδύσεων σε Ε&Α από ό,τι οι μικρότερες επιχειρήσεις. Θα μπορούσε κάποιος να επιχειρηματολογήσει ότι ακόμα και οι μικρότερες επιχειρήσεις θα μπορούσαν να δανειστούν χρήματα προκειμένου να επενδύσουν σε Ε&Α. Ωστόσο, προκειμένου να πείσουν για τη χρηματοδότηση της επενδυτικής τους ιδέας και δεδομένης της μεγάλης αβεβαιότητας που υπάρχει σε αυτόν τον τομέα, θα πρέπει να την αποκαλύψουν ρισκάροντας με αυτόν τον τρόπο να χάσουν την ιδέα και τη χρηματοδότησή τους. Αντιθέτως, στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις οι αποτυχίες της αγοράς (βλ. Ενότητα 2) δεν αποτελούν τροχοπέδη στην παραγωγή καινοτομιών. Για παράδειγμα, αναφορικά με το πρόβλημα των μη τιμολογούμενων εξωτερικοτήτων που αναφέρθηκαν παραπάνω, οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι λιγότερο πιθανό να έχουν ανταγωνιστές που μπορούν να μιμηθούν την καινοτομία. Επιπλέον, οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις μπορούν πιο εύκολα να εκμεταλλευτούν τις οικονομίες κλίμακας που δημιουργούνται λόγω του πολύ υψηλού αρχικού σταθερού κόστους. Τέλος, είναι περισσότερο διατεθειμένες να αναλαμβάνουν ρίσκο αντιμετωπίζοντας έτσι σε μεγάλο βαθμό την αβεβαιότητα που υπάρχει στον τομέα των επενδύσεων σε Ε&Α.

Αναμφισβήτητα, ένας μεγάλος αριθμός σημαντικών καινοτομιών προκύπτει και προέρχεται από μεγάλες επιχειρήσεις. Ωστόσο, αν και είναι ξεκάθαρο ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα να καινοτομήσουν, δεν είναι τόσο ξεκάθαρο αν, λόγω της μονοπωλιακής τους δύναμης, έχουν υψηλότερα κίνητρα να αναλάβουν επενδύσεις σε Ε&Α. Ένα από τα πρώτα και βασικά άρθρα που προσπάθησαν να απαντήσουν αυτό το ερώτημα ήταν το άρθρο του Arrow (1962), o οποίος εξέτασε πόσο διατεθειμένη είναι μια επιχείρηση να πληρώσει για μια καινοτομία παραγωγικής διαδικασίας. Στο υπόδειγμα του Arrow ο τέλειος ανταγωνισμός προσφέρει μεγαλύτερα κίνητρα από το μονοπώλιο για την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών. Η εξήγηση για αυτήν τη διαφορά έχει να κάνει με τη σύγκριση της κατάστασης πριν από την καινοτομία: πριν από την καινοτομία ο μονοπωλητής πραγματοποιεί ένα υψηλό κέρδος, ενώ μια ανταγωνιστική επιχείρηση απλά καλύπτει το κόστος της. Με την καινοτομία η ανταγωνιστική επιχείρηση αλλάζει από μια κατάσταση χωρίς καθόλου κέρδος σε μια κατάσταση με υψηλό κέρδος ενώ ο μονοπωλητής απλά αντικαθιστά το αρχικό μονοπωλιακό του κέρδος με κάποιο υψηλότερο. Η διαφορά των κερδών μέσω της καινοτομίας λοιπόν είναι πολύ υψηλότερη στην πρώτη περίπτωση. Το συγκεκριμένο αποτέλεσμα είναι γνωστό ως «επίδραση αντικατάστασης» (replacement effect), όπως αναφέρθηκε παραπάνω, και γενικά τείνει να μειώσει τα κίνητρα των επιχειρήσεων για καινοτομίες σε επιχειρήσεις με μονοπωλιακή δύναμη.

Το υπόδειγμα του Arrow εξηγεί την επίδραση αντικατάστασης που παρουσιάζεται στις αγορές, ωστόσο έχει κάποια βασικά μειονεκτήματα. Ένα πρώτο μειονέκτημα είναι ότι δεν προσδιορίζονται οι άριστες δαπάνες σε Ε&Α. Ένα δεύτερο μειονέκτημα είναι ότι το υπό εξέταση μονοπώλιο δεν απειλείται με την είσοδο νέων επιχειρήσεων, κάτι που μπορεί να μειώνει τα κίνητρα του υπάρχοντος μονοπωλίου για επενδύσεις σε Ε&Α23. Μια επιπλέον αδυναμία του υποδείγματος είναι ότι δεν υπάρχει ανταγωνισμός σε Ε&Α μεταξύ των επιχειρήσεων.

Αναφορικά με τα υποδείγματα ολιγοπωλιακού ανταγωνισμού σε Ε&Α γίνεται μια βασική διάκριση. Μια πρώτη κατηγορία είναι τα tournamentpatent-race) υποδείγματα. Σε αυτήν την περίπτωση, οι επιχειρήσεις (κυρίως φαρμακευτικές και επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας) ανταγωνίζονται για μια συγκεκριμένη εφεύρεση αυξάνοντας συνήθως τις δαπάνες τους σε Ε&Α, η οποία όταν ανακαλυφθεί, κατοχυρώνεται από μια τέλεια πατέντα και δεν υπάρχει η δυνατότητα απομίμησης. Σε αυτά τα υποδείγματα υπάρχει ένας μοναδικός νικητής. Λέγονται επίσης και patent race υποδείγματα, γιατί παίρνουν τη μορφή μιας κούρσας για το ποια επιχείρηση θα προλάβει να αποκτήσει πρώτη την καινοτομία. Ιδιαίτερα στην περίπτωση των tournament υποδειγμάτων είναι πιθανό, λόγω του πολύ έντονου ανταγωνισμού που μπορεί να αναπτυχθεί μεταξύ των επιχειρήσεων, να οδηγηθούμε σε υπερ-επένδυση σε Ε&Α.

Μια δεύτερη κατηγορία είναι τα non-tournament υποδείγματα. Σε αυτήν την περίπτωση, όλες οι επιχειρήσεις που κάνουν επενδύσεις σε Ε&Α μπορούν να κάνουν μια εφεύρεση. Κάθε εφεύρεση κατοχυρώνεται από μια πατέντα. Δυνητικά λοιπόν υπάρχουν τόσες πατέντες όσες και οι επιχειρήσεις που κάνουν Ε&Α. Για να αποκτήσει όμως μια επιχείρηση μια πατέντα πρέπει η ίδια να επενδύσει σε Ε&Α και δεν μπορεί να μιμηθεί τις εφευρέσεις των άλλων επιχειρήσεων.

Παρακάτω εξετάζουμε τις επιδράσεις της έντασης του ανταγωνισμού στα κίνητρα των επιχειρήσεων για Ε&Α στις δύο αυτές κατηγορίες υποδειγμάτων.

Καθοριστικό ρόλο στην περίπτωση των tournament υποδειγμάτων παίζει ο χρόνος της καινοτομίας καθώς εφόσον μια επιχείρηση καινοτομήσει πρώτη αυτό εξασφαλίζει ότι δε θα μπορέσει να καινοτομήσει και η αντίπαλη επιχείρηση. Υπό αυτή την υπόθεση είναι λογικό να αναμένουμε ότι η ύπαρξη καινοτομίας μπορεί να αλλάζει τη δομή της αγοράς. Έτσι για παράδειγμα, σε ένα μονοπώλιο η ύπαρξη ενός δυνητικού ανταγωνιστή που μπορεί να καινοτομήσει βάζει σε κίνδυνο τη μονοπωλιακή θέση της επιχείρησης ή ακόμα και την ύπαρξή της στην αγορά, ενώ σε ένα δυοπώλιο αν ένας από τους δύο ανταγωνιστές προλάβει να καινοτομήσει πρώτος μπορεί να γίνει μονοπωλητής.

Για αυτόν τον λόγο τα υποδείγματα tournament είναι πολύ χρήσιμα όταν θέλουμε να εξετάσουμε πώς η αρχική θέση μιας επιχείρησης στην αγορά θα επηρεάσει τα κίνητρά της για καινοτομία. Έχει για παράδειγμα περισσότερα κίνητρα μια επιχείρηση με αρχικά αρχηγική θέση να καινοτομήσει ή είναι ισχυρότερα τα κίνητρα ενός δυνητικού ανταγωνιστή που αρχικά βρίσκεται εκτός αγοράς; Προκειμένου να απαντήσουμε σε αυτήν την ερώτηση υποθέτουμε αρχικά ένα μονοπωλητή ο οποίος απειλείται από την είσοδο μιας νέας επιχείρησης στην αγορά. Υποθέτουμε επίσης ότι υπάρχει και μια τρίτη επιχείρηση που έχει εφεύρει την καινοτομία και θα την πουλήσει μέσω μιας δημοπρασίας σε μια από τις δύο επιχειρήσεις, την αρχική επιχείρηση ή το δυνητικό ανταγωνιστή. Αν η νέα επιχείρηση αγοράσει την καινοτομία θα εισέλθει στην αγορά και κάθε επιχείρηση θα κάνει κέρδη δυοπωλίου. Αν η ήδη υπάρχουσα επιχείρηση αγοράσει την καινοτομία θα διατηρήσει τα μονοπωλιακά της κέρδη. Από την οικονομική θεωρία γνωρίζουμε ότι τα μονοπωλιακά κέρδη είναι υψηλότερα από το άθροισμα των κερδών των δύο επιχειρήσεων στο δυοπώλιο. Συνεπώς, υπό αυτές τις υποθέσεις, το μονοπώλιο θα έχει κίνητρο να πληρώσει περισσότερο για την καινοτομία καθώς θα χάσει περισσότερα αν αφήσει την νέα επιχείρηση να εισέλθει στην αγορά από ό,τι θα χάσει η νέα επιχείρηση αν δεν καταφέρει να εισέλθει στην αγορά24. Αυτό το αποτέλεσμα στη βιβλιογραφία ονομάζεται «επίδραση αποτελεσματικότητας» (efficiency effect), όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, και ουσιαστικά λειτουργεί αντίθετα από την «επίδραση αντικατάστασης» του Arrow, ωθώντας τη μονοπωλιακή επιχείρηση στην πραγματοποίηση περισσότερων επενδύσεων σε Ε&Α, και δημιουργώντας μια κατάσταση διαρκούς κυριαρχίας της μονοπωλιακής επιχείρησης.

Ωστόσο, η παραπάνω περίπτωση προϋποθέτει την ύπαρξη μιας επιχείρησης που καινοτομεί. Μπορεί ωστόσο ο μονοπωλητής να μην είναι βέβαιος για το κατά πόσο υπάρχει ένας δυνητικός ανταγωνιστής και για τη δυνατότητά του να καινοτομήσει. Αν ο μονοπωλητής γνωρίζει ότι υπάρχει μόνο μια πιθανότητα η νέα επιχείρηση να αγοράσει την καινοτομία θα είναι λιγότερο διατεθειμένος να επενδύσει σε Ε&Α λόγω της επίδρασης αντικατάστασης.

Σε ένα γενικότερο πλαίσιο υποθέσεων, μπορούμε να σκεφτούμε ότι δυο επιχειρήσεις επενδύουν σε Ε&Α και ανταγωνίζονται σε μια κούρσα για μια νέα τεχνολογία. Ωστόσο η επίτευξη της εν λόγω καινοτομίας δεν είναι βέβαιη. Συγκεκριμένα υποθέτουμε ότι η πιθανότητα επιτυχίας μιας επιχείρησης κάποιο δεδομένο χρόνο, δεδομένου ότι ο αντίπαλος ακόμα δεν έχει καινοτομήσει, εξαρτάται μόνο από τις τρέχουσες δαπάνες σε Ε&Α εκείνο τον χρόνο και δεν εξαρτάται από τυχόν συσσωρευμένες δαπάνες σε Ε&Α. Σε αυτήν την περίπτωση θα εμφανίζονται και τα δυο προαναφερθέντα αποτελέσματα, της επίδρασης αποτελεσματικότητας και της επίδρασης αντικατάστασης. Το τελικό αποτέλεσμα της καινοτομικής δραστηριότητας θα εξαρτάται από την ένταση των δυο μεγεθών χωρίς να είναι ξεκάθαρο ποιο αποτέλεσμα θα είναι ισχυρότερο. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα αν θα είναι η προϋπάρχουσα επιχείρηση ή ο δυνητικός ανταγωνιστής η επιχείρηση που θα καινοτομήσει.25

Επιπλέον, τα παραπάνω παραδείγματα, της καινοτομίας με βεβαιότητα και της καινοτομίας από δυνητικό ανταγωνιστή σε συνθήκες αβεβαιότητας, υποθέτουν ότι το μέγεθος της καινοτομίας δεν είναι πάρα πολύ μεγάλο, τόσο ώστε μια καινοτομία από τη νεοεισερχόμενη επιχείρηση να οδηγεί την εδραιωμένη μονοπωλιακή επιχείρηση σε έξοδο από την αγορά. Αν ωστόσο υποθέσουμε ότι η καινοτομία είναι δραστική26 τότε όποια επιχείρηση καινοτομήσει θα γίνει μονοπωλητής. Σε αυτή την περίπτωση αν ο δυνητικός ανταγωνιστής ανακαλύψει μια δραστική καινοτομία θα γίνει de facto μονοπωλητής και η επίδραση αποτελεσματικότητας εξαφανίζεται. Σε αυτή την περίπτωση λοιπόν έχουμε το αποτέλεσμα της εναλλαγής της κυριαρχίας27 στην αγορά.

Παρατηρούμε ότι το ποια επιχείρηση θα είναι ο νικητής της κούρσας εξαρτάται από το σχετικό μέγεθος των αναμενόμενων κερδών καθώς και από τους παράγοντες που επηρεάζουν τα αναμενόμενα κέρδη, όπως είναι οι αρχικές συνθήκες, το μέγεθος της καινοτομίας καθώς και η ανταγωνιστική συμπεριφορά28.

O Βοοne (2001) επικεντρώνει την ανάλυσή του σε ασύμμετρες επιχειρήσεις αναφορικά με το κόστος παραγωγής τους και καινοτομία σε παραγωγική διαδικασία και αποδεικνύει ότι το ποια επιχείρηση θα καινοτομήσει εξαρτάται από το αρχικό κόστος των επιχειρήσεων29 και το αρχικό επίπεδο της έντασης του ανταγωνισμού. Έτσι σε κλάδους με μεγάλη ένταση ανταγωνισμού αρχικά, οι στρατηγικές επιδράσεις είναι εντονότερες και καινοτομεί η πιο αποτελεσματική επιχείρηση. Η πιο αποτελεσματική επιχείρηση επωφελείται της αύξησης του ανταγωνισμού καθώς ενδυναμώνεται το πλεονέκτημά της έναντι των άλλων επιχειρήσεων, και συνεπώς σε αυτή την περίπτωση αυξάνοντας την ένταση του ανταγωνισμού ενδυναμώνονται τα κίνητρα για καινοτομία. Αντίθετα, σε κλάδους με ασθενή ανταγωνισμό αναμένουμε να καινοτομεί η λιγότερο αποτελεσματική επιχείρηση, καθώς οι στρατηγικές επιδράσεις της καινοτομίας δεν είναι μεγάλες. Ωστόσο, οι λιγότερο αποτελεσματικές επιχειρήσεις ζημιώνονται από την αύξηση του ανταγωνισμού30 κι έτσι, αν σε αυτή την περίπτωση αυξηθεί ο ανταγωνισμός θα πρέπει να αναμένουμε να μειωθούν τα κίνητρά τους για καινοτομία. Υπάρχει λοιπόν μια μη μονοτονική σχέση μεταξύ της έντασης του ανταγωνισμού και της καινοτομίας. Αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι καθώς η ένταση του ανταγωνισμού μεταβάλλεται, αλλάζει η ταυτότητα της επιχείρησης που καινοτομεί και συνεπώς τα αντίστοιχα κίνητρα για καινοτομία.

Η ανάλυση των επιπτώσεων της αύξησης της ανταγωνιστικής πίεσης σε ασύμμετρες επιχειρήσεις, όταν γίνεται διάκριση μεταξύ καινοτομίας προϊόντος και καινοτομίας στην παραγωγική διαδικασία εξετάζεται επίσης από τον Boone31. Αποδεικνύει ότι οι επιπτώσεις αυτές στα κίνητρα των επιχειρήσεων για Ε&Α εξαρτώνται από τη σχετική αποτελεσματικότητα32 της κάθε επιχείρησης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο έχουμε ικανοποιημένες (complacent),  ενθουσιώδεις (eager), αγωνίστριες (struggling) και ασθενείς (faint) επιχειρήσεις, όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα, ανάλογα με τη σχετική τους αποτελεσματικότητα στην αγορά και τα κίνητρα που έχουν για καινοτομία προϊόντος και για καινοτομία στην παραγωγική διαδικασία καθώς αυξάνεται η ένταση του ανταγωνισμού33.

Αποτελεσματικότητα Επιχείρησης Καινοτομία Προϊόντος Καινοτομία Παραγωγικής Διαδικασίας
Complacent + -
Eager + +
Struggling - +
Faint - -

Με βάση την παραπάνω κατάταξη,  η αύξηση της ανταγωνιστικής πίεσης αυξάνει τα κίνητρα των eager και complacent επιχειρήσεων για καινοτομία προϊόντος. Οι επιχειρήσεις αυτές έχουν χαμηλό κόστος και έτσι είναι πιο αποτελεσματικές. Η αύξηση της ανταγωνιστικής πίεσης διευκολύνει αυτές τις δύο κατηγορίες επιχειρήσεων να εκμεταλλευτούν το πλεονέκτημα του χαμηλού τους κόστους, αυξάνοντας τα κίνητρά τους για καινοτομίες προϊόντος (selection effect). Από την άλλη, σύμφωνα με το επιχείρημα του Schumpeter, όσο αυξάνεται η ανταγωνιστική πίεση για τις struggling και faint επιχειρήσεις, τα κέρδη τους μειώνονται, και έτσι μειώνονται και τα κίνητρά τους για την επινόηση ενός νέου προϊόντος.

Επιπλέον, η αύξηση της ανταγωνιστικής πίεσης αυξάνει με τη σειρά της τα κίνητρα των eager και struggling επιχειρήσεων για καινοτομίες στην παραγωγική διαδικασία (adaption effect). Αυτό συμβαίνει επειδή αυτοί οι δυο τύποι επιχειρήσεων προσαρμόζονται στην αύξηση του ανταγωνισμού αυξάνοντας την παραγωγικότητά τους. Ωστόσο, η αύξηση της ανταγωνιστικής πίεσης δεν θα δημιουργήσει κίνητρα για καινοτομίες παραγωγικής διαδικασίας για την επιχείρηση που βρίσκεται πολύ πίσω (faint) ή πολύ μπροστά (complacent) στην κατάταξη σχετικής αποτελεσματικότητας. Αυτό συμβαίνει διότι, όταν μια πολύ καλή επιχείρηση (complacent) ανταγωνίζεται μια αδύναμη επιχείρηση (faint), η αύξηση της ανταγωνιστικής πίεσης μεταφράζεται σε αύξηση της μεταξύ τους διαφοράς. Έτσι μια αδύναμη επιχείρηση δεν έχει πια κανένα λόγο να επενδύσει σε μία καινοτομία, γιατί πια δε θα έχει την παραμικρή πιθανότητα νίκης. Παρομοίως, αν η πιο αποτελεσματική επιχείρηση είναι σε πολύ καλύτερη θέση, δε θα μπει στη διαδικασία να επενδύσει σε καινοτομίες παραγωγικής διαδικασίας, εφόσον ούτως ή άλλως θα «νικήσει».

Συνοψίζοντας τα δυο αποτελέσματα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, αυξάνοντας την ανταγωνιστική πίεση, βελτιώνεται η μέση αποτελεσματικότητα της βιομηχανίας. Το selection effect από τη μια οδηγεί τις λιγότερο αποτελεσματικές επιχειρήσεις εκτός αγοράς, ενώ το adaption effect αναγκάζει τις επιχειρήσεις να βελτιώσουν την παραγωγικότητά τους.

Τι συμβαίνει όμως στις καινοτομίες σε προϊόντα και σε παραγωγικές διαδικασίες ολόκληρου του βιομηχανικού κλάδου, όταν αυξάνεται η ανταγωνιστική πίεση;

Σε αυτήν την περίπτωση ο Boone ισχυρίζεται ότι μια αύξηση της ανταγωνιστικής πίεσης δε γίνεται να αυξήσει και τις δύο κατηγορίες καινοτομιών στον κλάδο. Αν η αύξηση της ανταγωνιστικής πίεσης αυξήσει την παραγωγικότητα του κλάδου, θα μειώσει τον αριθμό των προϊόντων στην αγορά. Αυτό το αποτέλεσμα συμβαίνει γιατί με την αύξηση της έντασης του ανταγωνισμού, η λιγότερο αποτελεσματική επιχείρηση της αγοράς αντιμετωπίζει την άμεση αύξηση στην ένταση του ανταγωνισμού αλλά και την έμμεση, μέσω της μείωσης του κόστους παραγωγής των ανταγωνιστών. Και τα δυο αυτά αποτελέσματα μειώνουν τα κέρδη της λιγότερο αποτελεσματικής επιχείρησης η οποία μπορεί να αναγκαστεί να εξέλθει από την αγορά. Συνεπώς, σε μια αύξηση του ανταγωνισμού υπάρχει πάλι ένα trade off για το εάν τελικά θα βελτιώνεται η αποτελεσματικότητα κάθε επιχείρησης ή εάν θα αυξάνεται ο αριθμός των προϊόντων στην αγορά.

Επανερχόμενοι στη διάκριση των υποδειγμάτων ανταγωνισμού σε μοντέλα tournament και non-tournament αναφέρουμε παρακάτω κάποια αποτελέσματα βασικών non-tournament υποδειγμάτων. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, έχουμε τεχνολογικό ανταγωνισμό τύπου non-tournament όταν κάθε επιχείρηση που κάνει δαπάνες σε Ε&Α μπορεί να κάνει μια εφεύρεση. Δηλαδή, σε non-tournament υποδείγματα υπάρχουν πολλές επιχειρήσεις, οι οποίες μπορούν να αποκτήσουν μια παρεμφερή καινοτομία. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ενώ μια επιχείρηση μπορεί να αποκτήσει μια τέλεια πατέντα για τη δική της καινοτομία, δεν μπορεί να εμποδίσει τις υπόλοιπες επιχειρήσεις από το να κάνουν παρόμοιες καινοτομίες, επενδύοντας και αυτές σε Ε&Α. Συνεπώς, υπάρχουν πολλά ερευνητικά μονοπάτια (research paths), τα οποία οδηγούν σε παρεμφερή αποτελέσματα.

Στα non-tournament υποδείγματα ένα σοβαρό πρόβλημα που παρουσιάζεται είναι εκείνο των αλληλοεπικαλύψεων (duplication), δηλαδή των περιττών δαπανών από την πλευρά των επιχειρήσεων σε Ε&Α για την ίδια εφεύρεση. Στην περίπτωση που το τελικό προϊόν είναι ομοιογενές και οι καινοτομίες οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα (τέλεια υποκατάστατες καινοτομίες) ο κοινωνικός σχεδιαστής θα προτιμούσε την ύπαρξη ενός και μόνο ερευνητικού εργαστηρίου, έτσι ώστε να δημιουργείται η εφεύρεση και να διαχέεται σε όλες τις επιχειρήσεις χωρίς να χρειάζεται να επενδύουν για την ίδια καινοτομία σε κοστοβόρα Ε&Α.

Παρόλ’ αυτά, το πρόβλημα της αλληλοεπικάλυψης μετριάζεται στην περίπτωση που το τελικό αγαθό είναι διαφοροποιημένο34 και οι ερευνητικές διαδικασίες των επιχειρήσεων δεν οδηγούν στο ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα, δηλαδή οι εφευρέσεις των επιχειρήσεων δεν είναι τέλεια υποκατάστατες35. Σε αυτήν την περίπτωση δημιουργείται ένα trade off. Από τη μια η μεγάλη ποικιλία προϊόντων αρέσει στους καταναλωτές, από την άλλη όμως οι πολλές επιχειρήσεις συνεπάγονται μικρότερο μερίδιο αγοράς για κάθε επιχείρηση, μικρότερη ποσότητα παραγωγής, και συνεπώς ασθενέστερα κίνητρα για επένδυση σε Ε&Α.

Ένα βασικό υπόδειγμα τεχνολογικού ανταγωνισμού τύπου non-tournament είναι το υπόδειγμα των Dasgupta και Stiglitz (1980), οι οποίοι υποθέτουν ότι οι επιχειρήσεις παράγουν ομοιογενή προϊόντα, οι επενδύσεις σε Ε&Α οδηγούν σε νέες παραγωγικές διαδικασίες μειωμένου κόστους και τα ερευνητικά μονοπάτια που μπορούν να ακολουθήσουν είναι τέλεια υποκατάστατα. Αποδεικνύουν ότι κάθε επιχείρηση επενδύει λιγότερο σε Ε&Α σε σύγκριση με το κοινωνικά άριστο και επιπλέον η αύξηση του αριθμού των επιχειρήσεων – ένα τυπικό μέτρο της αύξησης της ανταγωνιστικής πίεσης – μειώνει την προσπάθεια της κάθε επιχείρησης να επενδύσει σε Ε&Α προκειμένου να μειώσει το κόστος της. Βάσει του συγκεκριμένου υποδείγματος φαίνεται πως πραγματοποιώντας διαστρωματική μελέτη διαφορετικών κλάδων, το μέγεθος της Ε&Α ανά επιχείρηση καθώς και η έντασή της (ο λόγος δηλαδή του μεγέθους Ε&Α επί των πωλήσεων) θα είναι χαμηλότερα όσο πιο ανταγωνιστικός είναι ο κλάδος.36 Τέλος δείχνουν ότι, αν η ελαστικότητα ζήτησης είναι χαμηλή, υπάρχει αλληλοεπικάλυψη των ερευνητικών διαδικασιών και συνολικά στην αγορά γίνονται υπερβολικές δαπάνες σε Ε&Α.

Οι Katsoulacos και Ulph (1993) επιχειρούν μια γενίκευση του προαναφερθέντος υποδείγματος, χαλαρώνοντας την υπόθεση των τέλειων υποκατάστατων ερευνητικών μονοπατιών37. Πιο συγκεκριμένα, υποθέτουν μια αγορά διαφοροποιημένων προϊόντων όπου κάθε ερευνητικό μονοπάτι μπορεί να αφορά στο συγκεκριμένο τύπο του προϊόντος (product specific research paths). Σε αυτή την περίπτωση, και ιδιαίτερα αν ο βαθμός υποκατάστασης των προϊόντων είναι μικρός και η αποτελεσματικότητα των επενδύσεων σε Ε&Α είναι σχετικά μεγάλη, πολλά αποτελέσματα των Dasgupta και Stiglitz παύουν να ισχύουν. Συγκεκριμένα, το συμπέρασμα ότι κάθε επιχείρηση θα επενδύει λιγότερα από το κοινωνικά άριστο σε Ε&Α συνεχίζει να ισχύει, ωστόσο μια αύξηση του μεγέθους της αγοράς θα οδηγεί αφενός σε αύξηση του αριθμού των επιχειρήσεων στον κλάδο και αφετέρου σε αύξηση των δαπανών σε Ε&Α ανά επιχείρηση, οι οποίες θα προσεγγίζουν το κοινωνικά άριστο για αρκετά μεγάλες αγορές. Συνεπώς μεγαλύτερες αγορές θα είναι λιγότερο συγκεντρωμένες, δηλαδή η κατανομή της αγοράς θα γίνεται σε μεγαλύτερο αριθμό επιχειρήσεων, και αναμένεται να έχουν υψηλότερη πραγματοποιούμενη Ε&Α ανά επιχείρηση.

Ένα πιο γενικό υπόδειγμα non-tournament είναι αυτό του Vives (2008) που εξετάζει πώς επηρεάζονται τα σχετικά αποτελέσματα ανάλογα με την ανταγωνιστική συμπεριφορά των επιχειρήσεων (δηλαδή ανταγωνισμός σε τιμές ή σε ποσότητα παραγωγής) και υπό τις υποθέσεις της ελεύθερης και περιορισμένης εισόδου επιχειρήσεων στην αγορά. Για τον σκοπό αυτό ορίζει δυο μέτρα έντασης ανταγωνισμού όταν υπάρχει περιορισμός στην είσοδο των επιχειρήσεων στην αγορά: α) τον βαθμό υποκατάστασης των προϊόντων και β) το πλήθος των ανταγωνιστών. Για την περίπτωση που υπάρχει ελεύθερη είσοδος επιχειρήσεων στην αγορά ορίζονται αντιστοίχως τρία μέτρα έντασης του ανταγωνισμού: α) ο βαθμός υποκατάστασης των προϊόντων, β) το συνολικό μέγεθος της αγοράς και γ) η ευκολία εισόδου των επιχειρήσεων στον κλάδο.

Στο συγκεκριμένο υπόδειγμα, τα κίνητρα της κάθε επιχείρησης να επενδύσει σε Ε&Α που μειώνει το κόστος της εξαρτώνται από την ποσότητα του παραγόμενου προϊόντος ανά επιχείρηση, καθώς η αξία της μείωσης του μέσου κόστους αυξάνεται όσο αυξάνεται το προϊόν της κάθε επιχείρησης. Το προϊόν ανά επιχείρηση εξαρτάται από τη ζήτηση και την ελαστικότητα ζήτησης. Για ένα δεδομένο μέγεθος αγοράς, ο ανταγωνισμός επηρεάζει τόσο την υπολειπόμενη ζήτηση (residual demand) της κάθε επιχείρησης (level or size effect) όσο και την ελαστικότητα της υπολειπόμενης ζήτησης38 (elasticity effect). Για παράδειγμα, μια αύξηση στον αριθμό των ανταγωνιστών, για δεδομένο μέγεθος αγοράς, θα μειώσει την υπολειπόμενη ζήτηση μιας επιχείρησης και θα αυξήσει την ελαστικότητα της υπολειπόμενης ζήτησής της. Το πρώτο αποτέλεσμα θα τείνει να μειώσει την προσπάθεια για Ε&Α, διότι η μείωση του ανά μονάδα κόστους θα ωφελεί τελικά την παραγωγή μικρότερης ποσότητας προϊόντος. Το δεύτερο αποτέλεσμα θα τείνει να αυξήσει την προσπάθεια σε Ε&Α, καθώς μια μείωση στο κόστος ανά μονάδα επιτρέπει στην επιχείρηση να ορίσει χαμηλότερη τιμή αυξάνοντας έτσι την ποσότητα που πουλά.

Έτσι, η αύξηση του αριθμού των επιχειρήσεων σε μια αγορά με περιορισμένη είσοδο τείνει να μειώσει το προϊόν ανά επιχείρηση και κατ’ επέκταση και την προσπάθειά της για Ε&Α. Με ανταγωνισμό στην τιμή το αποτέλεσμα αυτό ισχύει σε κάθε περίπτωση. Όταν υπάρχει ανταγωνισμός στην ποσότητα, το αποτέλεσμα αυτό ισχύει στη συνήθη περίπτωση κατά την οποία τα προϊόντα είναι στρατηγικά υποκατάστατα. Το size effect τείνει να κυριαρχεί του price-pressure effect (elasticity effect). Ο λόγος είναι ότι το πρώτο αποτέλεσμα είναι άμεσο ενώ το price-pressure effect προκύπτει μέσω της επίδρασης στην τιμή ισορροπίας. Ωστόσο, είναι πιθανό η αύξηση του αριθμού των επιχειρήσεων να αυξήσει την ένταση σε Ε&Α (δηλαδή τις δαπάνες σε Ε&Α προς συνολικές πωλήσεις).

Η αύξηση του βαθμού υποκατάστασης του προϊόντος αυξάνει την προσπάθεια σε Ε&Α, είτε υποθέτουμε περιορισμένη είτε ελεύθερη είσοδο επιχειρήσεων στην αγορά, δεδομένου ότι η συνολική αγορά για καινοτομίες δε συρρικνώνεται. Ο λόγος είναι ότι το demand και το price-pressure effect λειτουργούν προς την ίδια κατεύθυνση.39 Στην περίπτωση της ελεύθερης εισόδου επιχειρήσεων στην αγορά ο αριθμός των ποικιλιών μπορεί να μειωθεί, καθώς η αύξηση της ανταγωνιστικής πίεσης αφήνει λιγότερα περιθώρια για την είσοδο νέων επιχειρήσεων.

Υπό την υπόθεση της ελεύθερης εισόδου επιχειρήσεων στην αγορά:

  • Η αύξηση του συνολικού μεγέθους της αγοράς αυξάνει το προϊόν και την προσπάθεια για Ε&Α ανά επιχείρηση. Ωστόσο, ο αριθμός των επιχειρήσεων και οι ποικιλίες του προϊόντος μπορεί να αυξηθούν ή να μειωθούν. Τα αποτελέσματα αυτά προκύπτουν, είτε υποθέσουμε ανταγωνισμό των επιχειρήσεων στην ποσότητα (Cournot) είτε υποθέσουμε ανταγωνισμό στην τιμή (Bertrand). Η αύξηση του μεγέθους της αγοράς έχει άμεση θετική επίδραση στην προσπάθεια για Ε&Α και στο προϊόν ανά επιχείρηση, αλλά συγχρόνως μπορεί να αυξήσει τον αριθμό των επιχειρήσεων, που προκύπτουν από την ελεύθερη είσοδο. Ωστόσο, ο αριθμός των επιχειρήσεων αυξάνεται αναλογικά λιγότερο και κυριαρχεί το άμεσο αποτέλεσμα. Στην πραγματικότητα ο αριθμός των επιχειρήσεων μπορεί ακόμη και να μειωθεί με την αύξηση του μεγέθους της αγοράς. Αυτό μπορεί να συμβεί, γιατί η αύξηση του μεγέθους της αγοράς μπορεί να οδηγήσει τις επιχειρήσεις να αυξήσουν κατά πολύ τις δαπάνες τους για καινοτομίες μείωσης κόστους. Με αυτόν τον τρόπο μειώνονται τα κέρδη των επιχειρήσεων του κλάδου και απομένουν μικρότερα περιθώρια για την είσοδο επιχειρήσεων. Σε ένα παράδειγμα σταθερής ελαστικότητας όπου δεν υπάρχει κόστος εισόδου, ο αριθμός των επιχειρήσεων που προκύπτει με ελεύθερη είσοδο είναι ανεξάρτητος από το μέγεθος της αγοράς. Ωστόσο, η περίπτωση της θετικής επίδρασης του μεγέθους της αγοράς στην καινοτομία προϊόντος είναι πιο πιθανή εξαιτίας του άμεσου αποτελέσματος της αύξησης των κερδών.
  • Η μείωση του κόστους εισόδου, δηλαδή η ευκολία εισόδου νέων επιχειρήσεων στην αγορά, αφενός αυξάνει τον αριθμό των επιχειρήσεων στην αγορά (άρα και την ποικιλία προϊόντων) και αφετέρου μειώνει το παραγόμενο προϊόν και την προσπάθεια για Ε&Α ανά επιχείρηση. Το δεύτερο αποτέλεσμα είναι απόρροια του πρώτου, εφόσον περισσότερες επιχειρήσεις έχουν εισέλθει στην αγορά μειώνεται το προϊόν ανά επιχείρηση και υπάρχουν λιγότερα κίνητρα από την πλευρά της κάθε επιχείρησης να επενδύσει σε καινοτομίες μείωσης κόστους. Ωστόσο οι δαπάνες για μείωση του κόστους παραγωγής του κλάδου περιμένουμε να αυξηθούν με χαμηλότερο κόστος εισόδου.

Τα αποτελέσματα που προκύπτουν όταν έχουμε ελεύθερη είσοδο στην αγορά φανερώνουν ότι το άνοιγμα και η ολοκλήρωση των αγορών μπορούν να ωφελήσουν την καινοτομική δραστηριότητα. Μια αύξηση του μεγέθους της αγοράς μπορεί να προκύψει από την ολοκλήρωση της διεθνούς αγοράς ή από τη μείωση των εμποδίων του εμπορίου. Μπορούμε λοιπόν να έχουμε μία σύνδεση του θέματος της παγκοσμιοποίησης – μέσω της μείωσης του κόστους μεταφοράς και της άρσης των δασμολογικών και μη δασμολογικών εμποδίων στο εμπόριο – με την προσπάθεια για καινοτομίες.

Τα παραπάνω αποτελέσματα είναι χρήσιμο να εξεταστούν στο πλαίσιο των ρυθμιζόμενων αγορών. Αν η απορρύθμιση της αγοράς συνεπάγεται μείωση στο κόστος εισόδου, τότε θα αυξάνεται η ποικιλία προϊόντων στην αγορά αλλά θα μειώνεται η προσπάθεια των επιχειρήσεων να μειώσουν το κόστος τους, ακόμα κι αν οι συνολικές επενδύσεις αυξάνονται. Επίσης, μια ρύθμιση που ορίζει ανώτατο όριο τιμής οδηγεί τις επιχειρήσεις να προσπαθούν να μειώσουν το κόστος τους ακόμη περισσότερο, εφόσον δε μπορούν να αυξήσουν την τιμή τους πέρα από κάποιο επίπεδο, έτσι ώστε να αυξήσουν τα κέρδη τους. Τελικά το αποτέλεσμα της ρύθμισης ανώτατου ορίου τιμής είναι η αύξηση της προσπάθειας για μείωση του κόστους αλλά και η μείωση της προσπάθειας για καινοτομία προϊόντος.

Εν κατακλείδι, στο ερώτημα αν η ανταγωνιστική πίεση προωθεί την καινοτομική δραστηριότητα των επιχειρήσεων ο Vives απαντά «επιφυλακτικά ναι», καθώς όπως αποδεικνύεται η απάντηση εξαρτάται από το μέτρο της ανταγωνιστικής πίεσης που χρησιμοποιούμε αλλά και από τον τύπο της καινοτομίας (προϊόντος ή παραγωγικής διαδικασίας) στον οποίο αναφερόμαστε κάθε φορά.

Επίλογος

Στο παρόν δοκίμιο διερευνήθηκαν οι παράγοντες που επηρεάζουν τη σχέση ανταγωνισμού και καινοτομιών χρησιμοποιώντας βασικά υποδείγματα της διεθνούς βιβλιογραφίας. Διαπιστώθηκε ότι σε κάποιες περιπτώσεις, όταν συντρέχουν κάποιες συγκεκριμένες συνθήκες ο ανταγωνισμός παρεμποδίζει αντί να ευνοεί την Ε&Α.

Ωστόσο στην όποια ανάλυση επιχειρείται δεν θα πρέπει να παραβλέπεται ο ρόλος του ανθρώπινου παράγοντα σε συνδυασμό με την ταχύτατα εξελισσόμενη τεχνολογία. Η επινοητικότητα και το επιχειρηματικό δαιμόνιο κάποιων προικισμένων ανθρώπων ανατρέπουν συχνά τα θεωρητικά υποδείγματα και οδηγούν στην απρόσμενη ανάδυση νέων επιχειρήσεων μέσα στην αγορά ή στην αναβάθμιση επιχειρήσεων-ακολούθων και στην ανάδειξή τους σε ηγέτιδες. Και υπάρχουν πολυάριθμα παραδείγματα από τη διεθνή οικονομία που το καταδεικνύουν (π.χ. NOKIA, APPLE, εταιρείες λογισμικού).

Βασικό κίνητρο βέβαια για επενδύσεις σε Ε&Α στις επιχειρήσεις και στα Κέντρα Έρευνας (πανεπιστημιακά ή ανεξάρτητα) είναι το κέρδος, που προσδοκάται ανάλογο με τη σημασία της καινοτομίας και τις δαπάνες της έρευνας. Όταν η Ε&Α γίνεται χωριστά από κάθε επιχείρηση και όταν τα οφέλη της καινοτομίας τα καρπώνεται μόνο μία επιχείρηση, τότε το κόστος της Ε&Α αυξάνεται, η διάχυση της καινοτομίας περιορίζεται και το κοινωνικά άριστο δεν επιτυγχάνεται. Οι στόχοι των επιχειρήσεων και του κοινωνικού σχεδιαστή συχνά δε συμπίπτουν. Μια λύση στο πρόβλημα που παρουσιάζεται αποτελεί η συνεργασία των επιχειρήσεων (clusters, Research Joint Ventures) στον πολυδάπανο τομέα της Ε&Α, καθώς και ο περιορισμός του χρόνου διάρκειας των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, που κατοχυρώνουν τα πνευματικά δικαιώματα και την αποκλειστικότητα χρήσης μιας καινοτομίας. Είναι ανάγκη όμως οποιαδήποτε πολιτική παρέμβαση σε εθνικό και διεθνές πεδίο να γίνεται με περίσκεψη, ώστε και το κοινωνικό όφελος να διασφαλίζεται και τα κίνητρα για Ε&Α να μην αποδυναμώνονται, επειδή σε τελική ανάλυση η Ε&Α καταλήγει σε όφελος του κοινωνικού συνόλου υπό τη μορφή προϊόντων, υπηρεσιών, θέσεων εργασίας, προόδου και ευημερίας, εν γένει.

Διάφορα σημαντικά ερωτήματα προς διερεύνηση προκύπτουν ως εφαλτήριο της ανάλυσης των βασικών επιδράσεων της έντασης του ανταγωνισμού στην καινοτομία: Με ποιον τρόπο θα πρέπει η Πολιτική Ανταγωνισμού, η οποία αποτελεί την πολιτική άποψη της Βιομηχανικής Οργάνωσης, να επιβάλλεται σε κλάδους που διακρίνονται για τις υψηλές δαπάνες και επιδόσεις στον Τομέα Έρευνας και Τεχνολογίας; Με ποιον τρόπο οι ενέργειες των Επιτροπών Ανταγωνισμού που στοχεύουν στην ενίσχυση του ανταγωνισμού επηρεάζουν τα κίνητρα των επιχειρήσεων για καινοτομίες και πώς θα πρέπει να διαμορφώνονται τα μέτρα επιβολής της Πολιτικής Ανταγωνισμού, όταν ένας σημαντικός παράγοντας της υπό εξέταση αγοράς είναι οι καινοτομίες; Αντιλαμβανόμαστε ότι οποιεσδήποτε αποφάσεις στον Τομέα της Πολιτικής Ανταγωνισμού θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη σε τελική ανάλυση το κοινωνικό όφελος που προκύπτει από την πρόοδο της τεχνολογίας.

Οι ιθύνοντες γνωρίζοντας και κατανοώντας το θεωρητικό υπόβαθρο μπορούν να αναπτύξουν και να εφαρμόσουν προτάσεις πολιτικής βάσει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των επιχειρήσεων και του ανταγωνισμού που επικρατεί στους κλάδους δραστηριοποίησής τους. Με αυτόν τον τρόπο μπορούν να συμβάλουν στην ανάπτυξη ενός βιώσιμου και αποτελεσματικού συστήματος καινοτομίας στην Ελλάδα.40 Ενός συστήματος καινοτομίας που θα αξιοποιεί το πολυάριθμο και εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό της χώρας αναχαιτίζοντας τη διαρροή του (brain drain) και διαδραματίζοντας κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη.


Παραπομπές

1. Ευχαριστούμε τον καθηγητή Γιάννη Κατσουλάκο για πολύτιμες συμβουλές και σχόλια. Οποιαδήποτε λάθη ή παραλείψεις είναι αποκλειστικά των συγγραφέων.

2 .Βλ. ενδεικτικά Romer (1990), Aghion και Howitt (1992,1998, 2005), Grossman και Helpman (1989,1991,1994).

3. Grilliches (1995), Mairesse & Mohnen (1995). Για εμπειρικές μελέτες σχετικά με τους παράγοντες που επηρεάζουν την παραγωγικότητα πολλαπλών συντελεστών παραγωγής βλ. Bartelsman et al. (2004, 2014), Syverson (2011) και Andrews και Cingano (2014).

4. Fagerberg (1988), Isaksson (2007).

5. Για μια εμπεριστατωμένη ανάλυση του θέματος και παρουσίαση των σχετικών υποδειγμάτων βλ. κυρίως Κατσουλάκος (2015) Μέρος V (στο όποιο στηρίζεται μέρος του παρόντος δοκιμίου), και Belleflamme και Peitz (2010) Κεφ. 18-19, Cabral (2000) Κεφ. 16.

6. Βλ. Aghion et al. (2005).

7. Στα σχετικά υποδείγματα η καινοτομία παραγωγικής διαδικασίας εμφανίζεται ως η μείωση του οριακού κόστους παραγωγής (δηλ. το κόστος παραγωγής της τελευταίας μονάδας) ενός συγκεκριμένου προϊόντος.

8. Σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της τεχνολογικής αλλαγής παίζουν και τα ιδρύματα μεταγραφικής έρευνας (translational institutes), τα οποία συνδυάζουν τη βασική και εφαρμοσμένη έρευνα καθώς χρηματοδοτούνται από κοινού από το δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.

9. Οι οποίες επηρεάζονται από τις επιλογές και τα αποτελέσματα των προηγούμενων σταδίων.

10. Βλ. Cohen and Levinthal (1989).

11. Σε αυτό το κίνητρο συγκέντρωσε την προσοχή του ο Arrow (1962) για την αξία που έχει μια καινοτομία για μια επιχείρηση κάτω από διαφορετικούς τύπους δομής της αγοράς, καταλήγοντας ότι ο τέλειος ανταγωνισμός προσφέρει μεγαλύτερα κίνητρα από το μονοπώλιο για την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών.

12. Το άριστο επίπεδο καινοτομικότητας αναφέρεται στο βέλτιστο αριθμό ερευνητικών κέντρων, στην άριστη επένδυση σε Ε&Α ανά ερευνητικό κέντρο καθώς και στη φύση των ερευνητικών έργων.

13. Βλ. Belleflamme και Peitz (2010) κεφ. 19.

14. Η αβεβαιότητα δημιουργεί κι ένα θέμα ηθικού κινδύνου (moral hazard) αναφορικά με τη χρηματοδότηση των ερευνητικών δραστηριοτήτων καθώς δεν μπορεί να γίνει γνωστό αν μια αποτυχία μιας ερευνητικής δραστηριότητας οφείλεται σε μειωμένη εργασία ή απλά σε ατυχία.

15. Μια λύση στο συγκεκριμένο πρόβλημα θα ήταν η δημιουργία ενός και μόνο κρατικού εργαστηρίου που θα διέθετε σε κάθε επιχείρηση τη γνώση χωρίς κόστος με αποτέλεσμα στο downstream στάδιο να υπάρχει πολύ έντονος ανταγωνισμός. Ένα πολύ σοβαρό ερώτημα όμως που ανακύπτει από αυτόν το μηχανισμό είναι ποια είναι τα κατάλληλα κίνητρα, που πρέπει να έχει ένα τέτοιο κρατικό εργαστήριο, ώστε να λειτουργεί σωστά.

16. Η νομοθεσία προστασίας πνευματικής ιδιοκτησίας διαχωρίζεται μεταξύ πατεντών, εμπορικών μυστικών, εμπορικών σημάτων και copyrights. Εδώ επικεντρωνόμαστε στην περίπτωση των πατεντών.

17. Βλ. Κατσουλάκος Ι. (1998).

18. Για αυτό ακριβώς το λόγο είναι ιδιαίτερα σημαντικό να προσδιορίζονται η κατάλληλη διάρκεια της πατέντας καθώς και το κατάλληλο εύρος των διαδικασιών και σχεδιασμών που προστατεύονται από την πατέντα. Τόσο η διάρκεια όσο και το εύρος έχουν μελετηθεί ιδιαίτερα από τη βιβλιογραφία καθώς δημιουργούν ένα δίλημμα πολιτικής: όσο μεγαλύτερη η διάρκεια ή/και όσο μεγαλύτερο το εύρος μιας πατέντας τόσο μεγαλύτερο το μονοπωλιακό κέρδος για τον κάτοχό της, και συνεπώς και τα κίνητρα για επενδύσεις σε Ε&Α, αλλά ταυτόχρονα τόσο μεγαλύτερο και το κόστος στατικής αποτελεσματικότητας εξαιτίας της ύπαρξης μονοπωλιακής δύναμης.

19. Η κοινωνική ευημερία είναι το άθροισμα του πλεονάσματος του καταναλωτή και του πλεονάσματος παραγωγού. Το πλεόνασμα καταναλωτή είναι η διαφορά μεταξύ του συνολικού οφέλους από την κατανάλωση κάποιας ποσότητας προϊόντος και της δαπάνης που κάνει για να αγοράσει αυτή την ποσότητα. Το πλεόνασμα παραγωγού είναι η διαφορά μεταξύ του ποσού που ένας παραγωγός λαμβάνει από την πώληση του προϊόντος και του ελάχιστου ποσού που θα ήταν διατεθειμένος να δεχτεί για το προϊόν αυτό.

20. Ωστόσο το πρόβλημα αυτό λύνεται αν επιτρέψουμε τη διακριτική τιμολόγηση πρώτου βαθμού. Ένας μονοπωλητής, που μπορεί να κάνει διακριτική τιμολόγηση, έχει κίνητρο να προσφέρει το προϊόν του σε όλη την αγορά και να μην αποκλείσει κανέναν αγοραστή, εφόσον μπορεί στον κάθε ένα να χρεώσει την τιμή επιφύλαξης που έχει (δηλ. τη μέγιστη τιμή που είναι διατεθειμένος να πληρώσει για το αγαθό). Ωστόσο, η διακριτική τιμολόγηση πρώτου βαθμού είναι πολύ δύσκολα εφαρμόσιμη, ακόμα και αν τελικά οδηγεί σε αποτελεσματική λύση.

21. The Economist, An Open Secret – Sharing intellectual property can be more profitable than keeping it to yourself. http://www.economist.com/node/5015177

22. Βλ. Belleflamme και Peitz (2010).

23. Βλ. παρακάτω σχετικά με την επίδραση αποτελεσματικότητας.

24. Βλ. Gilbert και Newberry (1982).

25 Τέτοια υποδείγματα αναλύονται από Loury (1979), Dasgupta και Stiglitz (1980b), Lee και Wilde (1980), Beath, Katsoulacos και Ulph (1989).

26. Δραστική λέγεται η καινοτομία σε παραγωγική διαδικασία η οποία δίνει τιμή ισορροπίας χαμηλότερη από το αρχικό οριακό κόστος παραγωγής. Συνεπώς, όποια επιχείρηση καινοτομήσει θα τιμολογήσει κάτω από το οριακό κόστος της άλλης επιχείρησης αναγκάζοντάς την να εξέλθει από την αγορά.

27. Βλ. Reinganum (1984). Το συγκεκριμένο αποτέλεσμα είναι συνεπές με τον ισχυρισμό του Schumpeter ότι η καινοτομία οδηγεί το ένα μονοπώλιο να αντικαθιστά το άλλο (creative destruction).

28. Δηλαδή, εάν οι επιχειρήσεις ανταγωνίζονται σε ποσότητες (Cournot) ή σε τιμές (Bertrand).

29. Το αρχικό κόστος των επιχειρήσεων προσδιορίζει ποια επιχείρηση είναι περισσότερο και ποια λιγότερο αποτελεσματική.

30. Μπορούν μάλιστα να αναγκαστούν να εξέλθουν από την αγορά.

31. Βοοne (2000).

32. Με τον όρο αποτελεσματικότητα εννοείται το μέγεθος του οριακού κόστους της επιχείρησης σε σχέση με αυτό των υπολοίπων επιχειρήσεων. Έτσι όσο υψηλότερο είναι το οριακό κόστος μιας επιχείρησης τόσο λιγότερο αποτελεσματική είναι.

33. Η συγκεκριμένη κατάταξη όπως εμφανίζεται είναι από την περισσότερο στη λιγότερο αποτελεσματική επιχείρηση. Συμβολίζοντας λοιπόν με (+,+) την περίπτωση όπου μία αύξηση της ανταγωνιστικής πίεσης αυξάνει τα κίνητρα της επιχείρησης για καινοτομία προϊόντος και ταυτόχρονα και τα κίνητρα για καινοτομία στην παραγωγικής διαδικασίας τότε θα έχουμε τέσσερις περιπτώσεις.

34. Στην περίπτωση των διαφοροποιημένων προϊόντων είναι χρήσιμη η διάκριση μεταξύ κόστους έρευνας και κόστους ανάπτυξης. Μπορεί έτσι να έχουμε μια περίπτωση που οι ερευνητικές διαδικασίες να μην οδηγούν όλες σε μια συγκεκριμένη καινοτομία, αλλά κάθε νέο προϊόν της ποικιλίας να απαιτεί ένα συγκεκριμένο κόστος ανάπτυξης. Σ’ αυτή την περίπτωση τα πράγματα είναι πιο απλά για τον κοινωνικό σχεδιαστή. Ακόμα κι αν θέλει ένα μεγαλύτερο αριθμό διαφορετικών προϊόντων στην αγορά, θα λειτουργεί ένα μόνο ερευνητικό εργαστήριο.

35. Με την έννοια ότι ισοδύναμες επενδύσεις σε Ε&Α θα οδηγήσουν σε καινοτομίες παραγωγικής διαδικασίας ισοδύναμων μειώσεων στο κόστος παραγωγής. Έτσι, εφόσον η εφεύρεση μιας επιχείρησης που έκανε κάποια δαπάνη σε Ε&Α διαχεόταν θα οδηγούσε στο ίδιο μειωμένο κόστος για όλες τις επιχειρήσεις.

36. Όσο πιο μεγάλος δηλαδή ο αριθμός των επιχειρήσεων στον κλάδο.

37. Τα αποτελέσματα των Dasgupta και Stiglitz προκύπτουν ως ειδική περίπτωση του υποδείγματος των Katsoulacos και Ulph.

38. Δηλαδή την ευαισθησία της ζητούμενης ποσότητας μιας επιχείρησης σε μια μικρή αλλαγή στην τιμή της. Με τον όρο υπολειπόμενη ζήτηση εννοούμε τη ζήτηση που μένει για την υπό εξέταση επιχείρηση, δηλαδή τη συνολική ζήτηση μείον τη ζήτηση που καλύπτεται από τις άλλες επιχειρήσεις.

39. Αυτό το αποτέλεσμα ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις, εκτός από την περίπτωση που η συνάρτηση ζήτησης είναι της μορφής logit στην οποία δεν εμφανίζονται τα demand και price-pressure effects.

40. Για μια ενδελεχή μελέτη σχετικά με την έρευνα και την καινοτομία στην Ελλάδα βλ. https://www.dianeosis.org/research/research_policy/.

 


Βιβλιογραφία

 

Ξενόγλωσση

Acemoglu, D. and Linn (2004), “Market Size in Innovation: Theory and Evidence from the Pharmaceutical Industry”, Quarterly Journal of Economics, 119(3), 1049-1090.

Aghion P, C. Harris and J. Vickers (1997), “Competition and Growth with Step by Step Innovation: An Example”, European Economic Review Papers and Proceedings, XLI, 771-782.

Aghion P. C. Harris, P. Howitt and J. Vickers (2001), “Competition Immitation and Growth with Step by Step Innovation”, Review of Economic Studies, LXVIII, 467 – 492.

Aghion P. and P. Howitt (1992), “A model of Growth Through Creative Destruction”, Econometrica, 60, 323-351.

Aghion P. and P. Howitt (1998), “Endogenous Growth Theory”, MIT Press, Cambridge and London.

Aghion, P.,and  P. Howitt (2005), “Appropriate Growth Policy: a Unifying Framework”, mimeo, Harvard University.

Aghion, P., N. Bloom, R. Blundell, R. Griffith and P. Howitt (2005), “Competition and Innovation: An Inverted U Relationship”, The Quarterly Journal of Economics, 120, 701-728.

Andrews, D. and F. Cingano (2014), “Public Policy and Resource Allocation: Evidence from Firms in OECD Countries”, Economic Policy, 29(78), 253-296.

Arrow, K. (1962), “Economic Welfare and the Allocation of Resources for Inventions”, in Nelson, R. (ed.), The Rate and Direction of Inventive Activity (Princeton University Press), 609-624.

Baily, M. and H. Gersbach (1995), “Efficiency in Manufacturing and the Need for Global Competition”, Brooking Papers on Economic Activity: Microeconomics, 307-347.

Bartelsman, E., J. Haltiwanger and S. Scarpetta (2004), “Microeconomic Evidence of Creative Destruction in Industrial and Developing Countries”, World Bank Policy Research, WP 3464.

Bartelsman, E., J. Haltiwanger and S. Scarpetta (2004), “Cross-Country Differences in Productivity: the Role of Allocation and Selection”, American Economic Review, 103(1), 305-334.

Beath, J., Y. Katsoulacos and D. Ulph (1989), “Strategic R&D Policy”, Economic Journal (Supplement), 99, 74-83.

Belleflamme, P. and M. Peitz (2010), “Industrial Organizations: Markets and Strategies”, Cambridge University Press.

Blundell, R., R. Griffith and J. Van Reenen (1999), “Market Share, Market Value and Innovation in a Panel of British Manufacturing Firms”, Review of Economic Studies, 66, 529-554.

Boone, J. (2000), “Competitive Pressure: the effects on investments in product and process innovation”, RAND Journal of Economics, 31(3), 549-569.

Boone, J. (2001), “Intensity of Competition and the Incentive to Innovate”, International Journal of Industrial Organization, 19(5), 705-726.

Cabral, L. (2000), “Introduction to Industrial Organization”, MIT Press.

Cohen, W. and D.  Levinthal (1989), “Innovation and Learning: The Two Faces of R& D”, Economic Journal, 99, 569-96.

Dasgupta, P. and P. David (1991), “Resource Allocation and the Institutions of Science”, mimeo, CEPR, Stanford University.

Dasgupta, P. and J. Stiglitz (1980a), “Industrial Structure and the Nature of Innovation Activity”, Economic Journal 90, 266-93.

Dasgupta, P. and J. Stiglitz (1980b), “Uncertaintly, Industrial Structure, and the Speed of R&D”, Bell Journal of Economics, II, 1-28.

Gáldon-Sánchez, J. and J. Schmitz (2002), “Competitive Pressure and Labor Productivity. World Iron – Ore Markets in the 1980’s”, American Economic Review, 92 (4), 1222-1235.

Geroski, P. (1990), “Innovation, Technological Opportunity, and Market Structure”, Oxford Economic Papers, 42(3), 586-602.

Geroski, P. (1994), “Market Structure, Corporate Performance and Innovative Activity”, Oxford: Oxford University Press.

Gilbert, R. and D. Newbery (1982), “Pre-emptive Patenting and the Persistence of Monopoly”, American Economic Review, 72, 514-26.

Grilliches, Z. (1995), “R&D and Productivity: Econometric Results and Measurements Issues”, Stoneman P. (Editor).

Grossman, G.M. and E. Helpman (1989), “Product Development and International Trade”, Journal of Political Economy, 97, 1261-1283.

Grossman, G.M. and E. Helpman (1991), “Innovation and Growth in the Global Economy”, MIT Press, Cambridge and London.

Grossman, G.M. and E. Helpman (1994), “Endogenous Innovation in the Theory of Growth”, Journal of Economic Perspectives, 8, 23-44.

Fagerberg, J. (1988), “International Competitiveness”, International Competitiveness, Economic Journal, 98, 355-374.

Isaksson, A. (2007), “Determinants of Total Factor Productivity: a Literature Review”, UNIDO, Research and Statistics Branch Staff WP 02/2007.

Katsoulacos, Y. and D. Ulph (1993), “Market R&D Allocations when Research Paths are Product Specific”. Scandinavian Journal of Economics, 97 (3), 411-420.

Kremer, M. (2002), “Pharmaceuticals and the Developing World”, Journal of Economic Perspectives, 16(4), 67-90.

Lee & Wilde (1980), “Market Structure and Innovation: A Reformulation”, Quarterly Journal of Economics, 94, 429-436.

Loury, G. (1979), “Market Structure and Innovation”, Quarterly Journal of Economics, 93, 395-410.

Mairesse, J. and P. Mohnen (1995), “Research and Development and Productivity: a survey of the economic literature”, mimeo.

Nickell, S.J. (1996), “Competition and Corporate Performance”, Journal of Political Economy, 104, 724-746.

Porter, M.E. (1990), “The Competitive Advantage of Nations”, London: Macmillan Press, 1990.

Reinganum, J. (1984), “Uncertain Innovation and the Persistence of Monopoly”, American Economic Review, 73, 741-48.

Romer, P. (1990), “Endogenous Technological Change”, Journal of Political Economy, 98, 71-101.

Schumpeter, J. (1943), “Capitalism, Socialism and Democracy”, London, Unwin University Books.

Stiglitz, J. (2007), “Prizes, Not Patents”, διαθέσιμο στο https://www.project-syndicate.org/commentary/prizes--not-patents?barrier=accessreg.

Symeonidis, G. (2002a), “The effects of Competition; Cartel Policy and the Evolution of Strategy and Structure in British Industry”, Cambridge, M.A.: MIT Press.

Symeonidis, G. (2002b), “The effect of Competition on Wages and Productivity: Evidence from the UK”, mimeo, University of Essex.

Syverson, C. (2011), “What Determines Productivity?”, Journal of Economic Literature, 49(2), 326-362.

The Economist, “An Open Secret – Sharing intellectual property can be more profitable than keeping it to yourself”, διαθέσιμο στο: http://www.economist.com/node/5015177.

Vives, X. (2008), “Innovation and Competitive Pressure”, The Journal of Industrial Economics, LVI (3), 419-469.

Ελληνική

Κατσουλάκος, Ι. (2015), «Θεωρία Βιομηχανκής Οργάνωσης-Αγορές, Επιχειρησιακές Στρατηγικές και Πολιτική Ανταγωνισμού», Εκδόσεις Gutenberg.

Κατσουλάκος, Ι. (1998) «Θεωρία Βιομηχανικής Οργάνωσης», Τυπωθήτω-Δαρδανός, Κεφάλαιο 8.

διαΝΕΟσις, «Έρευνα και Καινοτομία στην Ελλάδα», διαθέσιμο στο: https://www.dianeosis.org/research/research_policy/.