Αρθρογραφια |

Μην Αφήνεις Μια Κρίση Να Πάει Χαμένη (Αλλά Και Μην Τα Περιμένεις Όλα Από Αυτήν)

Προκαλούν πάντα οι πανδημίες ριζικές αλλαγές στις κοινωνίες; O καθηγητής του ΟΠΑ Νίκος Χριστοδουλάκης ξεκινώντας από μερικές ιστορικές επισημάνσεις καταγράφει τα ζητήματα στα οποία είναι πιθανότερο να προκαλέσει αλλαγές η κρίση της πανδημίας της Covid-19.

Όποτε συμβαίνει μια μεγάλη κρίση – ιδίως αν έχει σοβαρές επιπτώσεις στην οικονομία – ξεκινά μια μακρά συζήτηση για το πώς, πόσα και ποια πράγματα θα αλλάξουν στις ανθρώπινες κοινωνίες. Ένα τέτοιο φαινόμενο βλέπουμε σήμερα με την πανδημία και ήδη κυκλοφορούν σενάρια που εκτείνονται από τα εφιαλτικά για την μεγάλη ύφεση, τα επίφοβα για την καθολική αστυνόμευση του πολίτη, τα ευχάριστα για τηλεργασία από το σπίτι χωρίς το στρες του πηγαινέλα, έως τα ιδεολογικά για την ήττα του νεοφιλελεθερισμού και τη ραγδαία μετάβαση σε οικολογικά πρότυπα.

Πριν παρασυρθούμε σε βαθιές αναλύσεις, καλό είναι να έχουμε υπόψη μας ότι οι πανδημίες όχι μόνο δεν οδηγούν πάντα σε ριζικές αλλαγές, αλλά μάλλον ξεχνιούνται γρήγορα γιατί κανείς δεν θέλει να θυμάται αρρώστιες και θανατικά. Οι πανδημίες επωάζουν μεγάλες αλλαγές μόνο αν η προηγούμενη κοινωνική οργάνωση ανατρέπεται σε τέτοια κλίμακα που δεν μπορεί πλέον να ανασυνταχθεί ή αν επηρεάζουν ταυτόχρονα πολλές κοινωνίες και επιβάλουν ανάλογη προσαρμογή σε όλους. Για τον λόγο αυτό, ας ξεκινήσουμε με μερικές ιστορικές επισημάνσεις και μετά θα περιγράψουμε τους τομείς όπου είναι πιθανότερο να εκδηλωθεί η ανάγκη αλλαγών και προσαρμογών λόγω της σημερινής πανδημίας.

Μεγάλη πανδημία ήταν ο Μαύρος Θάνατος τον 14ο αιώνα που αφάνισε τον μισό πληθυσμό της Ευρώπης και προκάλεσε μαζική μετανάστευση χωρικών προς τις πόλεις και τα εργοτάξια της εποχής. Την ίδια περίοδο συνέβη όμως και μια κλιματική αλλαγή με την έλευση των πάγων στην Σκανδιναβία, με αποτέλεσμα οι βόρειοι λαοί να μεταναστεύσουν μαζικά στην κεντρική Ευρώπη για να βρουν νέες καλλιέργειες. Προέκυψε έτσι μια ριζικά νέα κοινωνική σύνθεση, η οποία συνδυάστηκε με την αναζήτηση πιο αποτελεσματικών μεθόδων παραγωγής και απαιτούσαν πλέον ένα διαφορετικό μοντέλο εργασίας και συσσώρευσης πλούτου. Όταν αυτό άρχισε να ισχυροποιείται, ανέτρεψε τη φεουδαρχία και έθεσε τις βάσεις του καπιταλισμού. Σε άλλες όμως πανδημίες δεν παρατηρήθηκαν παρόμοιες μεταπτώσεις, εκτός ίσως από τον κλονισμό της εκάστοτε εξουσίας που έτυχε στην βάρδια της ή την πίεση στην ιατρική και την βιολογία να βρεθούν φάρμακα και εμβόλια. Για παράδειγμα, η κατά πολύ φονικότερη «ισπανική γρίπη» του 20ού αιώνα χωνεύτηκε από τις ραγδαίες εξελίξεις του Μεσοπολέμου και καμία κοινωνική ή οικονομική αλλαγή δεν μνημονεύεται εξαιτίας της.

1.Χρειαζόμαστε αλλαγές, όχι μόνο επιδόματα

Η σημερινή πανδημία παρά την εξάπλωση που έχει πάρει, δεν έχει ευτυχώς μέχρι σήμερα φτάσει ούτε ένα μικρό κλάσμα των απωλειών του 14ου αιώνα. Έχει όμως αρκετές άλλες ομοιότητες γιατί συμπίπτει με ραγδαίες ανακατατάξεις στο διεθνές εμπόριο, τη μετανάστευση, την τεχνολογία και την κρατική οργάνωση. Κάθε χώρα είναι υποχρεωμένη να τις λάβει υπόψη της και να προσαρμοστεί αναλόγως είτε επειδή το χρειάζεται η ίδια, είτε επειδή θα το κάνουν άλλες χώρες, φίλιες ή ανταγωνιστικές. Όσο πιο διασυνδεδεμένες είναι οι οικονομίες, τόσο ευρύτερες θα είναι και οι εξ επαγωγής αλλαγές που θα γίνουν σε αυτές για να εξασφαλίσουν μια παρόμοια τεχνολογία (π.χ. στις μεταφορές) και να συνεχίσουν τις συναλλαγές με όσες βρίσκονται σε συνεργασία ή για να μην υστερήσουν έναντι αντιπάλων.

Μέχρις στιγμής, η δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα για τις επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία κατακλύζεται από καταθλιπτικές προβλέψεις για την επερχόμενη ύφεση, την επαπειλούμενη χρεοκοπία πολλών επιχειρήσεων και το νέο κύμα ανεργίας που θα πλήξει και πάλι τους νεότερους και τους πιο ευάλωτους. Αν και τα ακραία σενάρια ίσως τελικά να μην επαληθευτούν, το πλήγμα θα είναι πάντως σημαντικό και πρωτόγνωρο. Είναι προφανές ότι πρέπει να υπάρξουν άμεσες πρωτοβουλίες εθνικής και ευρωπαϊκής ενίσχυσης των απειλούμενων τομέων, εργαζομένων και επιχειρήσεων -και μάλιστα να υλοποιηθούν πριν η κρίση προλάβει να προκαλέσει τετελεσμένα που μετά δύσκολα διορθώνονται.

Παρόλα αυτά είναι εξίσου προφανές ότι το μέτωπο της κάλυψης και αποζημίωσης δεν μπορεί να είναι το μόνο πλαίσιο πολιτικής, ούτε στην Ελλάδα και σίγουρα ούτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι πόροι δεν είναι ανεξάντλητοι ούτε σε εθνικό επίπεδο, ούτε θα είναι απεριόριστοι σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ακόμα και αν εγκριθούν τα φιλόδοξα σχέδια των ευρω-ομολόγων, που είχαμε αναλύσει σε προηγούμενο άρθρο. Επίσης γιατί οι συνέπειες της πανδημίας στους διάφορους κλάδους της οικονομίας δεν θα είναι παρόμοιας έκτασης και έντασης σε όλες τις χώρες, οπότε σύντομα θα προκύψουν διαφωνίες για το πού να πάνε τα ευρωπαϊκά κονδύλια και πώς να αξιοποιηθούν.
Για όλους αυτούς τους λόγους χρειάζεται να ανοίξουμε και ένα άλλο μέτωπο προσαρμογής και αναδιάταξης των επιχειρήσεων, της εργασίας, του κράτους και γενικότερα των θεσμών με δύο στόχους: Πρώτον να περιορίσουμε την απειλή της τωρινής ύφεσης όσο γίνεται περισσότερο και άμεσα, και, δεύτερον, μελλοντικά να μπορούμε να αντιμετωπίσουμε καλύτερα παρόμοιες αναταραχές. Εξελίξεις και νέα δεδομένα στην τεχνολογία, τις επικοινωνίες, στην παραγωγή, εκπαίδευση, διακίνηση προϊόντων είναι μόνο μερικές από τις αλλαγές που θα δούμε σύντομα να κατακλύζουν όλες τις χώρες και πρέπει επειγόντως να γίνουμε συμμέτοχοι.

Οι αλλαγές αυτές θα γίνουν ευκολότερα αν αντιληφθούμε έγκαιρα τις μεταβολές που θα συμβούν στη γεωπολιτική σφαίρα, και αν επίσης το κράτος αναβαθμιστεί έγκαιρα για να αντιμετωπίσει παρόμοιες κρίσεις στο μέλλον. Πρέπει να τονιστεί με έμφαση ότι η παράθεση που ακολουθεί δεν είναι ούτε πλήρης, ούτε κατά προτεραιότητες, ούτε σίγουρη για τις ενδεδειγμένες απαντήσεις. Είναι όμως αναγκαίο να ξεκινήσει μια συζήτηση και να συνεχιστεί με παρόμοιες παρεμβάσεις με στόχο να διαμορφωθεί μια πυκνή ατζέντα ώριμων αλλαγών και βελτιώσεων, στις υποδομές, τους θεσμούς ακόμα και την γεωπολιτική γενικότερα. Ξεκινάμε από τις τελευταίες που θα είναι και οι πλέον αδήριτες γιατί πηγάζουν από εξωτερικούς παράγοντες.

2. Νέοι συσχετισμοί και εμπορικές συμμαχίες

Στη σημερινή φάση της παγκοσμιοποίησης, όλες οι χώρες παρακολουθούν με αγωνία τις μεταπτώσεις ισχύος στις τέσσερις κορυφές – ΗΠΑ, Κίνα, Ευρώπη και Ρωσία – για να δουν τι θα πράξουν στη συνέχεια και οι ίδιες. Η διεθνής επιρροή της Κίνας θα αμφισβητηθεί έντονα από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, που θα βρουν αφορμή να της αποδώσουν ευθύνες για τη γέννηση και διάδοση της επιδημίας. Με τον τρόπο (ή το πρόσχημα) αυτό θα επιχειρήσουν να περιορίσουν την περαιτέρω κυριαρχία της στις παγκόσμιες αγορές και να μειώσουν την αυξανόμενη επιρροή της, τόσο επενδυτικά όσο και γεωπολιτικά. Η Ρωσία θα προσφέρει κάλυψη στην Κίνα, δεν έχει όμως εκείνο το ζωτικό βάθος των αγορών που θα επέτρεπαν μια πλήρη αντιστάθμιση στο κινεζικό εμπόριο.

Ένας σημαντικός παράγοντας στην επαναδιαμόρφωση των διεθνών συσχετισμών θα είναι η αναμενόμενη εξάπλωση της πανδημίας στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, η οξύτητα που θα έχει και ποιος θα τις βοηθήσει περισσότερο να την αντιμετωπίσουν. Η Κίνα ήδη οργανώνει μια γενναιόδωρη αντεπίθεση φιλίας και συνδρομής σε όλες τις χώρες, ιδιαίτερα στις μικρές όπου το μεν κόστος είναι μικρό αλλά η επιρροή σε ψήφους στον ΟΗΕ ισοδύναμη με τις άλλες χώρες. Το τελικό αποτέλεσμα θα κριθεί από το αν η Δύση στέρξει παρομοίως να διαθέσει τους πόρους που χρειάζονται, ιδιαίτερα στη Λατινική Αμερική και την Αφρική. Οι ΗΠΑ που σε άλλες συνθήκες θα είχαν αδράξει την ευκαιρία για το Νότιο Ημισφαίριο δεν φαίνονται μέχρι τώρα πρόθυμες να το κάνουν. Η Ευρώπη που χρόνια τώρα διακηρύττει την ανάγκη μιας νέας σχέσης με την Μαύρη Ήπειρο δεν το έχει σκεφτεί ακόμα, ενώ αμφιταλαντεύεται για το τι πρέπει να κάνει στις δικές της χώρες.

Έτσι το πιο πιθανό είναι ότι η παρέμβαση της Κίνας δεν θα συναντήσει ανταγωνισμό και η επιρροή της θα εδραιωθεί περισσότερο. Αυτό όμως θα εξάψει τη Δύση εναντίον της και οι πιέσεις για περιορισμό της κινεζικής διείσδυσης θα πολλαπλασιαστούν. Οι μικρότερες χώρες θα υποχρεωθούν από τις μεγάλες Δυτικές να ξανασκεφτούν πολύ προσεκτικά τις επιχειρηματικές συμμαχίες τους με την Κίνα.

Στην κατηγορία αυτή βρίσκεται και η Ελλάδα, η οποία κατά την προηγούμενη περίοδο επενδυτικής ξηρασίας υποδέχθηκε –και πολύ σωστά έκανε– με ανοιχτές αγκάλες τα πρόθυμα κινεζικά κεφάλαια. Τώρα όμως θα δεχτεί πολλές υποδείξεις και πιέσεις για να περιορίσει την επέκταση τους και να αποφύγει την ανάμειξη κινεζικών συμφερόντων σε τομείς στρατηγικής σημασίας. Για να μην βρεθεί στρυμωγμένη, η Ελλάδα χρειάζεται να επεξεργαστεί νέες επιχειρηματικές συμμαχίες, ιδιαίτερα στον ευρωπαϊκό χώρο, χωρίς όμως να υπονομεύσει όσα συμφώνησε τα προηγούμενα χρόνια με την Κίνα και άλλες αναδυόμενες οικονομίες που την βοήθησαν να επιβιώσει. Η αναδιάταξη δεν θα είναι καθόλου εύκολη άσκηση, απλούστατα διότι δεν υπάρχει διαθέσιμη δεξαμενή εναλλακτικών επενδύσεων (π.χ. από την Ευρώπη ή τις ΗΠΑ) που θα μπορούσαν να υποκαταστήσουν ή έστω να ανταγωνιστούν όσα έχει ήδη δρομολογήσει η Κίνα.

3. Μετανάστευση και προσφυγικές ροές

Συνακόλουθη της πανδημίας θα είναι η ένταση στη διακίνηση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών. Από τη μια μεριά, οι υποβαθμισμένες υγειονομικές υποδομές στις φτωχές χώρες θα σπρώχνουν ακόμα περισσότερους να φύγουν για να σωθούν, ενώ οι ανεπτυγμένες χώρες θα τους αρνούνται την πρόσβαση όχι μόνο για να αποφύγουν ένα δεύτερο κύμα έξαρσης αλλά επίσης γιατί έμαθαν ότι και τα δικά τους υγειονομικά συστήματα είναι στο όριο έπειτα από χρόνια παραμέλησης.

Η Αμερική ήδη θέσπισε δρακόντιους κανόνες αποτροπής εισόδου και παρεμπόδισης εργασίας, ενώ έκανε πιο περίπλοκη την απόκτηση ιθαγένειας ακόμα και σε όσους πάνε στον στρατό. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήδη ξεκίνησε απαγόρευση με τη γενική αναστολή εισόδου που ανακοινώθηκε αρχικά για ένα μήνα, αλλά σιωπηρώς επεκτάθηκε μέχρι νεωτέρας. Η εξέλιξη αυτή επηρεάζει άμεσα την Ελλάδα, αλλά όχι μονοσήμαντα. Αφενός θα επιβάλει μια ελεγχόμενη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών από τους μηχανισμούς της Ε.Ε. και με ευθύνη τους –όπως ακριβώς επιδιώκει εδώ και χρόνια η Ελλάδα. Σύντομα όμως θα προσκρούσει στο αδιέξοδο που έχει προκύψει στο εσωτερικό της Τουρκίας, επειδή και εκεί έχουν αλλάξει στρατηγική. Με την πανδημία να θερίζει και την οικονομία να βυθίζεται στην κρίση, η τουρκική κοινή γνώμη απαιτεί τώρα από τον Ερντογάν να εκδιώξει τους μεγάλους προσφυγικούς πληθυσμούς που ο ίδιος προσκάλεσε και επιχείρησε να εκμεταλλευτεί για οικονομικά και γεωπολιτικά ανταλλάγματα.
Το ερώτημα είναι αν η αντιμετώπιση της τουρκικής διοχέτευσης προσφύγων αναληφθεί ως όφειλε από την Ε.Ε. και την Frontex ή αφεθεί μόνο στην Ελλάδα. Στην πρώτη περίπτωση θα έχουμε μια μείζονα κρίση Ε.Ε.-Τουρκίας, την οποία η Γερμανία δεν είναι καθόλου έτοιμη να δεχτεί, πολύ περισσότερο να την προκαλέσει η ίδια. Στη δεύτερη, η χώρα μας θα μπει σε μια φάση διαρκούς και ύπουλης αντιπαράθεσης με απρόβλεπτες συνέπειες για τις οποίες πρέπει να προετοιμαστεί απείρως πιο συντεταγμένα από ό,τι για την πανδημία. Επειδή αυτή τη φορά η λεγόμενη «στρατηγική της επιπέδωσης» (flattening strategy) δεν θα αφορά πλέον την καμπύλη θνητότητας του Covid-19 αλλά τις τροχιές των F-16 που απειλούν τα νησιά μας, θα λιγοστέψουν και οι έπαινοι της διεθνούς κοινότητας που τόσο συχνά δείχνει απερίσκεπτη ανοχή στα παιγνίδια της Τουρκίας. Η Ελλάδα χρειάζεται να προετοιμαστεί για μια μακρά και μάλλον μοναχική διαχείριση της επερχόμενης όξυνσης.

4. Η υγειονομική αναβάθμιση ως συγκριτικό πλεονέκτημα

Πέρα από τις τάσεις που διαμορφώνονται διεθνώς, κάθε κράτος θα κάνει και τον δικό του απολογισμό για να δει τι πρέπει να αλλάξει. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας στην Ελλάδα, το υγειονομικό σύστημα κατάφερε και ανταπεξήλθε στην πίεση νοσηλείας χάρις σε ένα συνδυασμό αυταπάρνησης του προσωπικού και συμμόρφωσης του κοινού στις οδηγίες. Όπως και σε άλλες χώρες, η πανδημία θα αφήσει ένα πάνδημο αίτημα για αναβάθμιση του δημόσιου συστήματος υγείας με νέο προσωπικό, περισσότερα κίνητρα, κλίνες και τεχνικά μέσα.
Όλα αυτά είναι σωστά, αλλά για να έχουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα στην κοινωνία χρειάζεται να προστεθούν και τρία άλλα κριτήρια: αξιοκρατία, αξιοπιστία και αξιολόγηση. Για τους εξής λόγους: Οι απαιτήσεις ανταπόκρισης σε νέες κρίσεις θα είναι πάντα πιεστικές το σύστημα υγείας πρέπει να κάνει τις καλύτερες επιλογές στελεχών, ώστε να μπορούν να εξελίσσονται συνεχώς και να είναι ικανά να ανταποκριθούν με επάρκεια στην επόμενη και ίσως άγνωστη πάλι δοκιμασία.

Επειδή το σύστημα υγείας για πολλά χρόνια βασιζόταν κυρίως στην προσφορά των ευσυνείδητων στελεχών του και σπανιότερα στην ικανότητα των διοικήσεων, χρειάζεται να εκλείψουν οι πελατειακές πρακτικές και να αντικατασταθούν με σύγχρονο μάνατζμεντ και προσωπική ευθύνη. Οι επιλογές πολιτευτών στις διοικήσεις το περασμένο φθινόπωρο μας θυμίζουν ακόμα ότι ο δρόμος της αλλαγής θα είναι μακρύς.

Τέλος επειδή οι πόροι δεν θα είναι ποτέ επαρκείς, όλοι πρέπει να αξιολογούνται για να βελτιώνονται και αναλόγως να αμείβονται. Αν οι μισθοί είναι ισοπεδωτικοί θα μένουν πάντα χαμηλοί, πράγμα που θα στερέψει τα κίνητρα προσφοράς των καλύτερων ή θα τους στρέψει σε άλλες πρακτικές αμοιβών, που όλοι ξέρουμε ότι υπάρχουν αλλά δεν θέλουμε να μιλάμε για αυτές. Αν πάντως το πείραμα με το ΕΣΥ επιτύχει, θα ανοίξει ο δρόμος για μια αξιοκρατική ανασύνταξη σε όλο το Δημόσιο.

Εκτός από το ΕΣΥ, η Ελλάδα έχει και άλλα μέσα για τη συνολική αναβάθμιση του τομέα υγείας, περίθαλψης και θεραπείας. Όπως σε όλες τις χώρες, έτσι και στην Ελλάδα κρίσιμη μάχη κατά της πανδημίας καλούνται να δώσουν τα ερευνητικά κέντρα Βιολογίας με συνεχείς αναλύσεις της εξέλιξης του ιού και αναζήτησης αντισωμάτων. Σήμερα υπάρχουν οκτώ ερευνητικά κέντρα Βιολογίας (εκ των οποίων τα έξι στην Αθήνα) με υψηλής στάθμης προσωπικό, καθώς και μια σειρά από παρόμοια πανεπιστημιακά ινστιτούτα και εργαστήρια.

Με δεδομένη την υψηλή στάθμη επιστημόνων που διαθέτουν, τα ελληνικά ερευνητικά κέντρα διαθέτουν σημαντική δύναμη πυρός και θα μπορούν να συμμετάσχουν με αξιώσεις στις πανευρωπαϊκές προσπάθειες εύρεσης και ανάπτυξης εμβολίων. Αν παρομοίως κινηθούν και οι εγχώριες φαρμακοβιομηχανίες, η Ελλάδα θα καταφέρει να διακριθεί και στην παραγωγή του εμβολίου όπως επιδιώκουν πολλές χώρες. Κάπως έτσι χτίζονται τα συγκριτικά πλεονεκτήματα μιας χώρας και εδραιώνεται η θέση της σε έναν άκρως ανταγωνιστικό τομέα διεθνώς.

5. Περιφερειακή συγκρότηση της χώρας

Στις συγκρίσεις μεταξύ χωρών για την καλύτερη αντίδραση στην πανδημία, παραμένει ακόμα αίνιγμα η υπεροχή της Ελλάδας έναντι των γειτονικών χωρών της Ιταλίας, Γαλλίας και Ισπανίας. Προφανώς έπαιξαν ρόλο αρκετοί παράγοντες και πολιτικά πρόσωπα, υπάρχει όμως και μια δομική διαφορά μεταξύ τους που ίσως επηρέασε την ικανότητα λήψης αποφάσεων και την έκβαση τους. Είναι το ποιος έχει την αρμοδιότητα εποπτείας και συντονισμού του υγειονομικού συστήματος σε κάθε περιφέρεια της χώρας. Στις τρεις άλλες μεσογειακές χώρες, σημαντική ή/και αποκλειστική αρμοδιότητα έχει η αιρετή αυτοδιοίκηση των περιφερειών που όχι μόνο δεν συντονίζεται γρήγορα σε έκτακτες περιστάσεις, αλλά μπορεί να εκλαμβάνει εντελώς διαφορετικά τη σημασία τους, κρίνοντας με βάση τις πολιτικές συγγένειες ή έχθρες που έχει με την κεντρική κυβέρνηση.

Για παράδειγμα, ας φανταστεί κάποιος τι διάλογοι μπορεί να έγιναν μεταξύ της αποσχιστικής Καταλονίας και του Σάντσεθ που είναι εναντίον της απόσχισης, μεταξύ του περιφερειάρχη της Λίγκας στην Λομβαρδία και του κεντροαριστερού υπουργού Υγείας, ή τέλος ανάμεσα στον Μακρόν και τοπικούς άρχοντες που τα σαββατοκύριακα φορούν κίτρινα γιλέκα. Η συνεννόηση θα πήρε χρόνο και η αμοιβαία καχυποψία θα άφησε πολλά κενά, στη διάρκεια των οποίων ο κορωνοϊός συνέχιζε ακάθεκτος.

Κατά μία παράδοξη - αλλά πάντως ευτυχή - συγκυρία, στην Ελλάδα δεν έχει προλάβει ακόμα να συντελεστεί η μεταφορά υγειονομικών αρμοδιοτήτων από το υπουργείο στις περιφέρειες και έτσι οι αιρετοί δεν είχαν καμία ανάμειξη στις αποφάσεις ή την εφαρμογή τους. Δεν σημαίνει βέβαια ότι αν είχαν αρμοδιότητες, όλοι τους θα έβαζαν εμπόδια. Όμως το θλιβερό παράδειγμα του περιφερειάρχη Βορείου Αιγαίου που λίγο καιρό πριν σαμπόταρε τις κεντρικές αποφάσεις στο μεταναστευτικό, θα μπορούσε να επαναληφθεί και να τινάξει στον αέρα τον εθνικό συντονισμό.
Μετά την πανδημία, καλό θα είναι να επανεξεταστούν όλες οι αρμοδιότητες και οι λειτουργίες της περιφερειακής αυτοδιοίκησης, ιδίως σε συνάρτηση με καταστάσεις ετοιμότητας και κρίσης, στις οποίες απαιτείται κεντρικός συντονισμός. Σε συνδυασμό με τον ελλοχεύοντα κίνδυνο από τις προαναφερθείσες γεωπολιτικές εντάσεις, καλό θα είναι τα ζητήματα αυτά να αντιμετωπιστούν πριν εμφανιστούν άλλα παραδείγματα τοπικής υπονόμευσης με πολύ μεγαλύτερο εθνικό κόστος (π.χ. κάποια μέρα στη Θράκη).

6. Κρατική αναδιοργάνωση και σχέδια ετοιμότητας

Η μία βασική προϋπόθεση για τη σωστή αντίδραση του κρατικού μηχανισμού σε μια κρίση είναι να διαθέτει επιχειρησιακό σχέδιο αντίδρασης και κινητοποίησης, το οποίο να είναι σύγχρονο, να προσαρμόζεται τακτικά στις διαθέσιμες τεχνολογίες και να βρίσκεται διαρκώς σε ετοιμότητα. Στην Ελλάδα, τα κριτήρια αυτά μερικές φορές ικανοποιούνται οπότε το κράτος αντιδρά έγκαιρα και σωστά, άλλες όμως παραμένουν κενό γράμμα με δραματικά αποτελέσματα. Ήταν αποτελεσματική η κρατική παρέμβαση στον σεισμό της Αττικής το 1999, όχι όμως και στις πυρκαγιές της Ηλείας το 2007. Οι συνέπειες από τις πλημμύρες περιορίστηκαν δραστικά στο Μοσχάτο το 2002, όχι όμως στη Μάνδρα το 2016. Υπάρχει πάντοτε η κριτική για ανεπαρκή τεχνικά μέσα, όμως το 2018 ο πυροσβεστικός εξοπλισμός ήταν σύγχρονος αλλά δεν μπόρεσε να εμποδίσει την καταστροφή στο Μάτι.

Ερχόμαστε έτσι στη δεύτερη βασική προϋπόθεση που είναι η επαρκής στελέχωση και εκπαίδευση των αρμόδιων μονάδων αιχμής, διαφορετικά ακόμα και το καλύτερο σχέδιο θα μείνει ανεφάρμοστο. Στον τομέα αυτό υπάρχουν καίριες υστερήσεις και ελπίζει κανείς ότι με τις απαραίτητες προσλήψεις θα καλυφθούν οι πιο σημαντικοί τομείς. Αρκεί όμως να έχουν πραγματικά προσόντα και (κρατηθείτε γερά) να παραμείνουν στις θέσεις όπου τοποθετήθηκαν. Και εδώ ξεκινά ένα άλλο κεφάλαιο παθογένειας του κρατικού μηχανισμού.

Συχνά κάμποσοι που προσλήφθηκαν σε θέσεις ετοιμότητας, παίρνουν αποσπάσεις σε άλλες διοικητικές θέσεις είτε για να λουφάρουν, είτε για να πάνε σε κάποια άλλη υπηρεσία κοντά στο σπίτι τους και ας είναι μακριά από το πόστο που υποτίθεται θα υπηρετούσαν. Στα νοσοκομεία στο παρελθόν γινόταν μεγάλη κατάχρηση αυτού του είδους και κρίσιμες θέσεις έμεναν κενές, ιδιαίτερα στην περιφέρεια. Την τελευταία δεκαετία όμως περιορίστηκαν δραστικά, το νοσηλευτικό προσωπικό βρισκόταν στις θέσεις τους και αυτό συνετέλεσε να σταθεί το ΕΣΥ τόσο αποτελεσματικά στην επιδημία. Σε άλλους όμως τομείς του δημοσίου υπάρχει ακόμα εκτεταμένη και ιδιοτελής χρήση αυτού του παράξενου ελληνικού κανόνα. Ουκ ολίγοι αποσπασμένοι δεν πάνε καν σε κάποια άλλη δημόσια υπηρεσία, αλλά στεγάζονται σε κομματικά ή βουλευτικά γραφεία και έχουν μετεξελιχθεί σε πολιτικά στελέχη με μισθό από τους φορολογούμενους.

Είναι αδήριτη ανάγκη το ιδιότυπο αυτό προνόμιο να καταργηθεί πάραυτα ώστε όλοι οι εντεταλμένοι σε αποστολή εγρήγορσης να επιστρέψουν στις οργανικές θέσεις τους. Παρομοίως λοιπόν πρέπει να αντιμετωπιστούν και οι ανάλογες περιπτώσεις στην εκπαίδευση, τα σώματα ασφαλείας και άλλες υπηρεσίες αιχμής και κοινωνικής προτεραιότητας. Πολύ περισσότερο που οι περισσότερες αποσπάσεις γίνονται για να υπηρετήσουν πελατειακές σχέσεις και όχι φυσικά τους πολίτες. Οι οποίοι μετά την πανδημία θα χρειαστούν ακριβώς αυτές τις υπηρεσίες μάθησης, στήριξης και ασφάλειας περισσότερο παρά ποτέ.

7. Επιμύθιον

Οι κρίσεις ποτέ δεν αποτέλεσαν έναν αυτόματο μηχανισμό διόρθωσης των κακώς κείμενων σε μια κοινωνία και απρόσκοπτης επικράτησης του καλού – όπως και αν ερμηνεύει κανείς αυτές τις έννοιες. Η διαδικασία των αλλαγών δεν είναι ποτέ ούτε υπερφυσική ούτε κοινωνικά ουδέτερη, αλλά αποτέλεσμα σχεδιασμού που επικρατεί ή αποτυγχάνει ανάλογα με την έκβαση των αναπόφευκτων συγκρούσεων.

Φαινόμενα τέτοια παρατηρήσαμε κατά κόρον στην κρίση χρέους της προηγούμενης δεκαετίας με τα Μνημόνια, όπου την επαχθέστερη προσαρμογή την έκαναν οι μισθωτοί και οι φορείς του ιδιωτικού τομέα με τις μεγάλες περικοπές εισοδήματος και τη βαρύτερη φορολογία συγκριτικά με άλλους τομείς. Σε αντίθεση με αυτούς, υπήρξαν αρκετοί άλλοι που πλούτισαν από την κρίση, βγάζοντας τα κεφάλαια τους έξω και παριστάνοντας μετά τους ανήμπορους για να τους χαριστούν τα τραπεζικά δάνεια. Προκλήθηκε έτσι μια αδιαφανής αναδιανομή πόρων που αύξησε την ανισότητα εις βάρος των φτωχότερων και όσων τήρησαν τις υποχρεώσεις τους, ωφελώντας όσους τις παρέκαμψαν.

Γενικά, όσο μεγαλύτερος είναι ο αντίκτυπος μιας κρίσης, τόσο σκληρότερη θα είναι και η αντιπαράθεση για τον επιμερισμό του κόστους ανάμεσα σε όσους θέλουν ανατροπές στην προηγούμενη κατάσταση και όσους αντισταθούν γιατί θίγονται τα εδραιωμένα συμφέροντά τους -τοπικά, εθνικά ή διεθνή. Παρόμοιες αντιδράσεις και συμπεριφορές θα δούμε και όσον αφορά την πανδημία. Ήδη έχουν ξεκινήσει οι προετοιμασίες.

Η επιτυχία της χώρας να αποφύγει μια μαζική καταστροφή, καταγράφεται ως μια θετική υποθήκη στην επιδίωξη μιας συνολικής προσπάθειας ανόρθωσης. Αλλά για να έχει η Ελλάδα παρόμοια επιτυχία και στην επόμενη φάση της ανόρθωσης πρέπει να δείξει διάθεση για αλλαγές και προσαρμογές, με μελέτη, σχέδιο και επιμονή. Αν αυτές εγκαταλειφθούν στον αυτόματο πιλότο, τότε όσοι πιέσουν περισσότερο θα ενισχύσουν τις θέσεις τους εις βάρος των πολύ περισσότερων.

Ο Νίκος Χριστοδουλάκης είναι Καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.