Αρθρογραφια |

Η Ενθάρρυνση της Συλλογικής Δικηγορίας στην Ελλάδα ως Συνεισφορά στην Ταχύτερη Εκδίκαση των Υποθέσεων

Τα οργανωτικά ζητήματα του δικηγορικού επαγγέλματος που συμβάλλουν στο συστημικό πρόβλημα της βραδυδικίας. Ένα κείμενο από τον πρόσφατο συλλογικό τόμο με τίτλο «1974-___».

Ένα κείμενο από τον πρόσφατο τόμο της διαΝΕΟσις, ο οποίος έχει ως σκοπό να σχολιάσει τα επιτεύγματα και τις αποτυχίες της χώρας στη Μεταπολίτευση, αλλά και να αναδείξει τις προκλήσεις του μέλλοντος.


Εισαγωγικά

Η μεταπολιτευτική περίοδος χαρακτηρίζεται από πολλές και ριζικές αλλαγές στον χώρο της Δικαιοσύνης. Έχει αυξηθεί ιδιαίτερα η παραγωγή νομοθεσίας, αλλά και η προσαρμογή της στους ευρωπαϊκούς κανόνες. Πολύ σημαντικές αλλαγές έχουν υιοθετηθεί και στην οργάνωση της απονομής Δικαιοσύνης, ενώ ήδη από την αρχή του νέου αιώνα έχει προβλεφθεί πλαίσιο για την παροχή νομικών υπηρεσιών σε εταιρική βάση. Φαίνεται, όμως, ότι χρειάζεται μεγαλύτερη και δραστικότερη παρέμβαση στη Δικαιοσύνη, ως βασικό στήριγμα του πολιτεύματος, της κοινωνικής συνοχής και της οικονομίας της χώρας, όπως δείχνει, μεταξύ άλλων, το διαχρονικό και οξύ πρόβλημα της εξαιρετικά αργής απονομής της.

Το πρόβλημα της εξαιρετικά αργής εξέλιξης των δικών στην Ελλάδα έχει απασχολήσει επανειλημμένως την κοινή γνώμη, αλλά και τη Βουλή. Η υπερβολική υστέρηση της Ελλάδας στον τομέα αυτόν έχει καταγραφεί σε πολλές έρευνες, αλλά και σε δημόσιες τοποθετήσεις. Εξάλλου, με το θέμα αυτό έχει ασχοληθεί η διαΝΕΟσις με την παρουσίαση δύο εξαιρετικών μελετών για τις απαραίτητες σχετικές μεταρρυθμίσεις, με ειδική έμφαση στις απαιτούμενες νομοθετικές παρεμβάσεις και πρωτοβουλίες στο πλαίσιο της διοίκησης της Δικαιοσύνης.1

Η ταχύτητα της τελικής δικαστικής επίλυσης των διαφορών που προκύπτουν από εμπορικές συμβάσεις είναι ένα από τα στοιχεία που έχουν μετρηθεί για πολλά χρόνια από την Παγκόσμια Τράπεζα. Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν το 2020 και βασίζονται στη συνεκτίμηση τόσο της ταχύτητας όσο και μιας σειράς ποιοτικών στοιχείων που αφορούν στην εκδίκαση παρόμοιων διαφορών,2 η Ελλάδα βρισκόταν στην 146η θέση διεθνώς, σε σύνολο 190 οικονομιών. Ως προς το ειδικότερο θέμα της ταχύτητας εκδίκασης, με βάση πάλι τα στοιχεία του 2020, η Ελλάδα έχει την τρίτη χειρότερη επίδοση στον κόσμο.3 Χειρότερες επιδόσεις έχουν μόνο η Γουινέα-Μπισάου και το Σουρινάμ (με μικρή διαφορά ως προς τον μέσο όρο απαιτούμενων ημερών).

Το συστημικό πρόβλημα της καθυστέρησης της εξέλιξης των δικών αναδεικνύει και η συχνότητα καταδίκης της Ελλάδας για παραβίαση του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που διασφαλίζει, μεταξύ άλλων στοιχείων της δίκαιης δίκης, την εκδίκαση των υποθέσεων εντός εύλογης προθεσμίας.4 Ενδιαφέροντα στοιχεία εμφανίζονται και σε ειδική έκθεση του ΣΕΒ, που συνοδεύεται από σχετικές προτάσεις για επιτάχυνση.5

Τα παραπάνω εύγλωττα έχει διατυπώσει σε Συμβούλιο και η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας: «Είναι γεγονός ότι η Δικαιοσύνη στην Ελλάδα απονέμεται με ιδιαίτερα βραδείς ρυθμούς και ότι η βραδύτητα αυτή παρατηρείται και στη διοικητική Δικαιοσύνη, τόσο στο Συμβούλιο της Επικρατείας όσο και στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Είναι, εξάλλου, προφανές ότι η καθυστερημένη απονομή της Δικαιοσύνης, εκτός από τις σοβαρές κοινωνικές, οικονομικές και δημοσιονομικές επιπτώσεις που συνεπάγεται για τους πολίτες και το κράτος, αποτελεί και σημαντικό πλήγμα στο κράτος δικαίου».6

Επιβάλλεται εδώ μια συμπληρωματική παρατήρηση: Η βραδυδικία, που αγγίζει τα όρια της εν τοις πράγμασι αρνησιδικίας, έχει επαχθείς συνέπειες, διότι διατηρεί επί μακρόν μια αβεβαιότητα για τη λύση που τελικά θα επιβάλουν τα δικαστήρια. Μια ταχεία απόφαση δεν είναι αναγκαστικά και μια καλή απόφαση. Επομένως, και η ποιότητα των αποφάσεων είναι σημαντική και θέτει ένα διακριτό ζήτημα από το ζήτημα της ταχύτητας (παρότι η καθυστέρηση από μόνη της μπορεί να έχει σημαντική αρνητική επίδραση στην ποιότητα των αποφάσεων).7

Μία από τις σημαντικές δυσκολίες που συναντά η μελέτη των αιτιών των παθογενειών αυτών είναι η έλλειψη επαρκών στατιστικών δεδομένων. Δεν γνωρίζουμε, π.χ., πόσες πρωτοβάθμιες αποφάσεις απορρίπτονται για τυπικούς λόγους (αοριστία κυρίως), πόσες ανατρέπονται στον δεύτερο βαθμό και πόσες στο Ακυρωτικό, πόσες ποινικές διώξεις καταλήγουν σε παραπομπή στο ακροατήριο και πόσες σε καταδίκη. Η επεξεργασία ενός μοντέλου καταγραφής στατιστικών δεδομένων είναι στην πραγματικότητα το πρώτο στάδιο κάθε σοβαρής μελέτης της λειτουργίας του (ελληνικού) συστήματος (απονομής Δικαιοσύνης). Γενικά, η προσπάθεια ανεύρεσης στατιστικών στοιχείων για την ελληνική Δικαιοσύνη, κυρίως από ελληνικές πηγές, αποδεικνύει τα τεράστια βήματα βελτίωσης που απαιτούνται και σε αυτόν τον τομέα στη χώρα μας (ενδεικτικά αναφέρουμε ότι τα πλέον πρόσφατα στοιχεία για εκδικασθείσες υποθέσεις στα διάφορα στάδια ανατρέχουν στο 2015 και είναι εξαιρετικά περιορισμένης ανάλυσης).8

Έχουν μελετηθεί διάφορες αιτίες της κρίσης αυτής της ελληνικής Δικαιοσύνης, που έχουν αναδείξει ιδίως προβλήματα νομοθεσίας, οργάνωσης των δικαστηρίων, υποστήριξης, αλλά και επιμόρφωσης των δικαστών. Ελάχιστα, όμως, έχει εξετασθεί η «συνεισφορά» των δικηγόρων στην καθυστέρηση εκδίκασης των διαφορών, η οποία εκτιμούμε ότι είναι σημαντική και κρίσιμη. Πτυχές του ζητήματος αυτού θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε στο σύντομο αυτό σημείωμα.

Πρωτίστως, επιχειρούμε να εντοπίσουμε θέματα οργάνωσης του επαγγέλματος, που θεωρούμε ότι συμβάλλουν αρνητικά στην όλο και περισσότερο επιδεινούμενη αδυναμία του δικαστικού συστήματος να υποστηρίξει τις ανάγκες της κοινωνίας μας. Το βασικό μας συμπέρασμα είναι ότι μεγάλη συμβολή στη βελτίωση της συνεισφοράς των δικηγόρων στην επιτάχυνση της δίκης –αλλά και στη βελτίωση της ποιότητας των αποφάσεων, ιδίως στους τομείς που άπτονται άμεσα της οικονομικής ζωής– μπορούν να έχουν η διευκόλυνση και η υποστήριξη της συλλογικής παροχής δικηγορικών υπηρεσιών. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί και ακολουθώντας τις εξελίξεις σε
άλλες χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες έχουν μάλιστα λειτουργήσει, γενικότερα, ως υπόδειγμα στη διαμόρφωση της ελληνικής νομικής κουλτούρας.

Κάποια χαρακτηριστικά της οργάνωσης του δικηγορικού επαγγέλματος στην Ελλάδα

Ο καθηγητής Ρίτσαρντ Σάσκιντ, πολυγραφότατος και έγκυρος σχολιαστής των εξελίξεων του δικηγορικού επαγγέλματος και σύμβουλος της διοίκησης των αγγλικών δικαστηρίων επί δεκαετίες για θέματα χρήσης τεχνολογιών, έχει μελετήσει διεξοδικά τις προοπτικές του δικηγορικού επαγγέλματος και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει.9 Το κύριο συμπέρασμά του είναι ότι το μέλλον της δικηγορίας δεν είναι ούτε διασφαλισμένο ούτε προέκταση του παραδοσιακού τρόπου παροχής δικηγορικών υπηρεσιών. Όπως σχολιάζει χαρακτηριστικά: «Ο νόμος δεν υπάρχει για να εξασφαλίζει τα προς το ζην των δικηγόρων, όπως και η αρρώστια δεν έχει ως λόγο ύπαρξης την επιβίωση των γιατρών».10 Η δικηγορία λειτουργεί ορθά όταν εξυπηρετεί τις ανάγκες πρόσβασης στη Δικαιοσύνη αποτελεσματικά – αποφεύγοντας σπατάλη μέσων και χρόνου και κάνοντας ορθή χρήση των διαθέσιμων μέσων. Ο Σάσκιντ εκτιμά ότι η τεχνολογία, μεταξύ άλλων, θα πιέσει ιδιαίτερα το μέρος της δικηγορικής αγοράς που παρέχει υπηρεσίες χαμηλής προστιθέμενης αξίας και που εντοπίζεται σε ενέργειες ρουτίνας ή διαδικαστικές. Οι προβληματισμοί του Βρετανού καθηγητή φαίνονται εξαιρετικά χρήσιμοι στην ελληνική αγορά, η οποία κυριαρχείται ακόμα από ατομική δικηγορία και μεγάλο αριθμό πολύ μικρών σχημάτων, που εξ ανάγκης έχουν περιορισμένη συμμετοχή σε υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας.

Τα στατιστικά στοιχεία για το δικηγορικό επάγγελμα στην Ελλάδα δημιουργούν έντονο προβληματισμό. Έχει καταγραφεί ο εξαιρετικά μεγάλος αριθμός δικηγόρων σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ο μέσος όρος δικηγόρων στην Ευρωπαϊκή Ένωση ανά 100.000 κατοίκους είναι 131,1, ενώ στην Ελλάδα έχουμε 416,1 δικηγόρους.11 Παρά τη δημοφιλία του, το επάγγελμα φαίνεται να μην είναι ιδιαίτερα προσοδοφόρο – σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της ΑΑΔΕ, τα μέσα ακαθάριστα έσοδα ανά δικηγόρο το 2022 ήταν 22.890 ευρώ.12 Όπως έχει ευρέως σχολιαστεί, ο μέσος Έλληνας δικηγόρος (φορολογικές δηλώσεις υπέβαλαν το 2022 35.967 δικηγόροι) έχει καθαρά έσοδα (που υπολογίζονται περίπου στο 1/2 των ακαθάριστων εσόδων) λίγο υψηλότερα από το όριο της φτώχειας. Η πρόσφατη εισαγωγή φορολογικών τεκμηρίων για τη φορολόγηση των δικηγόρων βασίζεται στην υπόθεση ότι η εικόνα της ακραίας φτώχειας είναι πλασματική, δεν είναι, όμως, πιθανό οποιαδήποτε αναμόρφωση των στοιχείων να μεταβάλει ουσιαστικά την εικόνα οικονομικής ανέχειας των δικηγόρων. Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί η αύξηση εσόδων των δικηγορικών εταιρειών, των οποίων ο κύκλος εργασιών διπλασιάστηκε μεταξύ 2019 και 2021, ανερχόμενος περίπου σε 1 δισεκατομμύριο ευρώ. Αντιθέτως, ο κύκλος εργασιών των μεμονωμένων δικηγόρων παρέμεινε το 2021 στάσιμος, περίπου στο 0,5 δισ. ευρώ.13

Έχει σχολιαστεί ότι ο υπερβολικά μεγάλος αριθμός δικηγόρων στην Ελλάδα «εμποδίζει τους δικηγόρους να αποτελέσουν το αναγκαίο φίλτρο πριν από την προσφυγή στη Δικαιοσύνη, συντελώντας έτσι, κατά ένα μέρος, στη δημιουργία διαφορών και τη διατήρηση της εκκρεμότητας».14 Δεδομένου ότι, με βάση τη σχέση αριθμού δικηγόρων προς τον συνολικό πληθυσμό, αντιστοιχούν περίπου 240 πιθανοί πελάτες ανά δικηγόρο, δημιουργούνται συνθήκες σύγκρουσης συμφερόντων για τον δικηγόρο που καλείται να αξιολογήσει αν η προσφυγή σε δικαστική διαδικασία θα ήταν εύλογη σε κάθε περίπτωση. Το συμπέρασμα αυτό επιτείνεται από τα εισοδηματικά στοιχεία που αναφέρθηκαν παραπάνω.

Θα ήταν, όμως, λάθος να περιοριστεί η εξέταση της ανταπόκρισης των δικηγόρων ως επαγγελματικού συνόλου στην αποτελεσματικότητα της δικαστικής διαδικασίας μόνο στον συνολικό τους αριθμό (και τη συνεπαγόμενη οικονομική εξάρτηση από τη διατήρηση σε εκκρεμότητα υποθέσεων που μπορεί να μην έχουν σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας ή που θα έπρεπε να έχουν λυθεί συμβιβαστικά). Πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν η εξαιρετικά σημαντική αύξηση της νομοθεσίας ως όγκου, αλλά και οι αυξανόμενες απαιτήσεις εξειδίκευσης σε συγκεκριμένους τομείς Δικαίου.

Επίσης, η προχειρότητα της νομοθετικής εργασίας επιδεινώνει την κατάσταση. Συχνά η εισαγωγή ενός νέου νομοθετήματος –ακόμη και αφ’ εαυτού θετικού– δεν λαμβάνει υπ' όψιν το πώς θα συνδυαστεί με τα προϋπάρχοντα νομοθετήματα και πώς θα ερμηνεύονται συνδυαστικά από τα δικαστήρια, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται νομικές επιπλοκές, άρα και καθυστερήσεις.

Μία άλλη παράμετρος είναι η αυξανόμενη συνδρομή της τεχνολογίας στην παροχή νομικών υπηρεσιών· για ορισμένους η παροχή δικηγορικών υπηρεσιών βρίσκεται σε φάση ριζικής αλλαγής λόγω της νέας τεχνολογίας, ιδίως της Τεχνητής Νοημοσύνης,15 ενδεχομένως περισσότερο ριζικής από όλα όσα έχει βιώσει το δικηγορικό λειτούργημα στους τόσους αιώνες της δομημένης ύπαρξής του. Η τεχνολογία επηρεάζει τη διαχείριση της νομικής γνώσης, την οργάνωση της παροχής υπηρεσιών, την επικοινωνία με τους πελάτες, τους συναδέλφους, ακόμα και τα δικαστήρια και τις δημόσιες υπηρεσίες, την προβολή και διαφήμιση των υπηρεσιών, και πολλές άλλες πτυχές του επαγγέλματος. Προσφέρει σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα σε όσους μπορούν να την εκμεταλλευτούν αποτελεσματικά, κάτι που, όμως, απαιτεί σημαντική επένδυση τόσο σε χρήματα όσο και σε χρόνο και εκπαίδευση. Η τεχνολογία λειτουργεί κυρίως ως πολλαπλασιαστής της νομικής γνώσης κάθε νομικού χειριστή. Επιπλέον, διευκολύνει σημαντικά την εξειδίκευση και τη συγκέντρωση σε ουσιαστική δικηγορική εργασία και όχι σε ενέργειες ρουτίνας, οι οποίες σε σημαντικό βαθμό μπορούν πλέον να αυτοματοποιηθούν.

Μια σημαντική διάσταση της νομικής εξειδίκευσης είναι ότι επιτρέπει την καλύτερη εκτίμηση της πιθανής έκβασης μιας διαφοράς που ανήκει στο ειδικό αντικείμενο του χειριστή. Η καλύτερη εκτίμηση και η εμπιστοσύνη που θα έχει ο εντολέας στον δικηγόρο του ως ειδικό επί του αντικειμένου θα διευκολύνουν προφανώς τη λειτουργία του δικηγόρου ως «φίλτρου» για τον περιορισμό του αριθμού των υποθέσεων που εισάγονται προς εκδίκαση. Η δυνατότητα ορθής εκτίμησης είναι, επίσης, κρίσιμη και για την αποτελεσματική εκμετάλλευση εναλλακτικών μορφών επίλυσης διαφορών, που έχουν πολλάκις προβληθεί ως σημαντικό μέσο ελάφρυνσης της δικαστικής ύλης και, συνεπώς, επιτάχυνσης της εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων.

Όπως είναι γνωστό, η διαμεσολάβηση, που αποτελεί την πλέον προβεβλημένη εναλλακτική μέθοδο επίλυσης διαφορών και που ήδη προβλέπεται ως υποχρεωτικό διαδικαστικό στάδιο σε πολλές διαδικασίες, δεν έχει πετύχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Σύμφωνα με στοιχεία του Συμβουλίου της Ευρώπης για το 2021, παρότι ο αριθμός των διαμεσολαβητών στην Ελλάδα ήταν σχεδόν διπλάσιος του μέσου ευρωπαϊκού όρου –28 ανά 100.000 κατοίκους αντί για 16,2–, δεν επιτεύχθηκε συμβιβασμός σε καμία από τις 3.231 αστικές και εμπορικές υποθέσεις στις οποίες ολοκληρώθηκε η σχετική διαδικασία.16 Ως πλέον πιθανούς λόγους θα προτείναμε τις συνθήκες σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ δικηγόρου και πελάτη –που ήδη αναφέραμε–, την αδυναμία διαμόρφωσης ασφαλούς εκτίμησης για την έκβαση της δίκης –λόγω της έλλειψης εξειδίκευσης–, αλλά και το χαμηλό κόστος που επιδικάζεται σε βάρος του διαδίκου που δεν επικρατεί στη δίκη, και γενικότερα το χαμηλό κόστος πρόσβασης στη Δικαιοσύνη.

Η πρόσβαση στη Δικαιοσύνη στη χώρα μας είναι ιδιαίτερα φθηνή ακόμα για το μέρος που ηττάται. Κατά συνέπεια, εκλείπει το αντικίνητρο για την αποτροπή της (κατά)χρήσης των διαδικασιών, σε περιπτώσεις που κάποιος από τους διαδίκους έχει προφανώς άδικο, καθώς, ακόμα και αν τελικά χάσει (έχοντας αποτρέψει τις σχετικές συνέπειες για μεγάλο χρονικό διάστημα, εξαιτίας της καθυστέρησης στην οποία και ο ίδιος συμβάλλει), η επιβάρυνσή του λόγω της αδικαιολόγητης προσφυγής στα δικαστήρια είναι πολύ μικρή. Αντιθέτως, επιτρέπει την ένταξη της καθυστέρησης στη δικαστηριακή τακτική του ενός μέρους –αυτού, δηλαδή, που κινδυνεύει να χάσει–, αφού δεν υπάρχει επαρκές αποτρεπτικό αντικίνητρο.

Το θέμα του κόστους έχει διπλή λειτουργία: Η αύξηση του δικαστικού ενσήμου θα μπορούσε να αποτρέψει (ή τουλάχιστον να περιορίσει) την οπορτουνιστική χρήση της δικαστικής διαδικασίας, ενώ η απόδοση του πραγματικού δικαστικού κόστους στον νικητή (που θα περιλαμβάνει και την απόδοση σε αυτόν των δικηγορικών αμοιβών και άλλων σχετικών εξόδων) θα ενθάρρυνε όλους να διεκδικούν την ικανοποίηση των τρωθέντων δικαιωμάτων τους.17 Με τον τρόπο αυτόν, θα ενισχυόταν σοβαρά το κίνητρο για την πλευρά που έχει άδικο να διεκδικήσει εξωδικαστικό συμβιβασμό (μέσω, μεταξύ άλλων, της διαδικασίας διαμεσολάβησης), αντί να εκτεθεί στον κίνδυνο να αναλάβει τόσο την ικανοποίηση των απαιτήσεων όσο και το συνολικό κόστος της διαδικασίας.18 Είναι, όμως, προφανές ότι για να επιτευχθεί ουσιαστική εξοικονόμηση χρόνου θα πρέπει η αύξηση του κόστους να συνοδεύεται από τη βελτίωση της δυνατότητας των διαδίκων να εκτιμήσουν με σχετική ασφάλεια την πιθανή έκβαση της δίκης, κάτι που προϋποθέτει την καλή γνώση του αντικειμένου από τον νομικό συμπαραστάτη. Η εξειδίκευση του νομικού συμβούλου στο αντικείμενο της εκάστοτε διαφοράς θα συνέβαλλε στην εύστοχη εκτίμηση των πιθανοτήτων έκβασης της δίκης· αυτονοήτως ο χειριστής δεν θα πρέπει να έχει συμφέρον στη συνέχιση της δίκης.

Ο σχηματισμός εταιρικών σχημάτων, κυρίως με κεφαλαιουχικά χαρακτηριστικά, επιτρέπει τη διασπορά κινδύνου, την επένδυση σε μέσα, αλλά και την εξασφάλιση ανθρώπινων πόρων (όχι μόνο δικηγόρων, αλλά και ευρύτερης υποστήριξης), τη διαχείριση του διαθέσιμου χρόνου μέσω της αλληλοκάλυψης των αναγκών των πελατών, τη διαχείριση της ρευστότητας, αλλά και τον περιορισμό εξάρτησης του δικηγόρου από μικρό αριθμό πελατών (που προκαλεί στρέβλωση των οικονομικών κινήτρων, αλλά και προβλήματα εξάρτησης και έλλειψης αντικειμενικότητας στην παρεχόμενη συμβουλή). Συνεπώς, η βελτίωση της αποτελεσματικότητας της παροχής δικηγορικών υπηρεσιών εξαρτάται εν μέρει από την ενθάρρυνση της συλλογικής οργάνωσης της παροχής των υπηρεσιών αυτών.

Μία μόνο μορφή συλλογικής παροχής δικηγορικών υπηρεσιών είναι σήμερα διαθέσιμη στην Ελλάδα: ο τύπος της δικηγορικής εταιρείας, είδος αστικής εταιρείας που προσομοιάζει με την ομόρρυθμη εμπορική εταιρεία. Ως αστική εταιρεία, η δικηγορική εταιρεία δεν είναι κεφαλαιουχική, ενώ η συμμετοχή σε αυτήν επιτρέπεται μόνο σε δικηγόρους που είναι εγγεγραμμένοι σε οικείο δικηγορικό σύλλογο. Αντίθετα, σε πολλές άλλες χώρες (συμπεριλαμβανομένων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης), προβλέπονται διάφοροι εναλλακτικοί τύποι για την άσκηση συλλογικής δικηγορίας, ακόμα και η σύσταση κεφαλαιουχικών εταιρειών με συμμετοχή μη δικηγόρων.19 Οι εξελίξεις αυτές βρίσκονται σε αρμονία με την Οδηγία (ΕΕ) 2018/958 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 2018, σχετικά με τον έλεγχο αναλογικότητας πριν από τη θέσπιση νέας νομοθετικής κατοχύρωσης των επαγγελμάτων,20 σύμφωνα με την οποία τα κράτη-μέλη περιορίζουν την πρόσβαση στην παροχή υπηρεσιών (συμπεριλαμβανομένων των νομικών υπηρεσιών) μόνο βάσει του δημοσίου συμφέροντος και μόνο εντός των ορίων που ορίζει η αρχή της αναλογικότητας.21

Χαρακτηριστική είναι η τροποποίηση του θεσμικού πλαισίου για την άσκηση δικηγορίας στη Γερμανία, στην οποία η νομοθεσία BRAO 202222 επέτρεψε την παροχή νομικών υπηρεσιών μέσω κάθε είδους εταιρικού τύπου, συμπεριλαμβανομένων και των κεφαλαιουχικών εταιρειών. Επιτρέπεται, επίσης, η συμμετοχή και άλλων επαγγελματιών (όπως π.χ. γιατρών, μηχανικών, αρχιτεκτόνων, αλλά και μαιών και πιλότων), εκτός από εκείνους των οποίων οι εργασίες θεωρούνται ασύμβατες με την άσκηση της δικηγορίας.23 Αντίστοιχη νομοθεσία έχει εισαχθεί στην Αγγλία για τη συμμετοχή μη δικηγόρων στην ιδιοκτησία δικηγορικών εταιρειών  και από σχετική έρευνα προκύπτει ότι είχε ευεργετικές επιπτώσεις στην εισαγωγή καινοτόμων μεθόδων δικηγορίας.24 Άλλοι τύποι εταιρειών περιορισμένης ευθύνης είναι, επίσης, διαθέσιμοι σε χώρες της ΕΕ (όπως Société d’Exercice Libéral – SEL στη Γαλλία, αλλά και πιο παραδοσιακές εταιρικές μορφές, όπως Société à Responsabilité Limitée – SARL στη Γαλλία,25 Società a Responsabilità Limitata – SRL στην Ιταλία26 κ.ά.).

Ο περιορισμός του διαθέσιμου νομικού τύπου δεν περιορίζει μόνο την αναζήτηση βέλτιστων μορφών συνεργασίας και καινοτομίας στη συλλογική οργάνωση, αλλά περιορίζει αυτήν καθαυτήν την ανάπτυξη της συλλογικής δικηγορίας. Ενδεικτικά, η συνένωση δικηγορικών εταιρειών δεν υποστηρίζεται από τα φορολογικά κίνητρα συγχώνευσης εμπορικών εταιρειών (που παρέχονται εν όψει της βελτίωσης της αποτελεσματικότητάς τους μέσω του σχηματισμού μεγαλύτερων σχημάτων, ενώ σχετικό αίτημα του Συνδέσμου Δικηγορικών Εταιρειών Ελλάδος προς το αρμόδιο υπουργείο προσέκρουσε στη ρητή αντίθεση των δικηγορικών συλλόγων, παρά την έλλειψη πειστικών επιχειρημάτων).

Ενδιαφέρον έχει, εξάλλου, και η εισαγωγή στην ελληνική νομοθεσία κεφαλαιουχικών εταιρειών για την παροχή υπηρεσιών που υπόκεινται σε αυστηρούς κανόνες λόγω του χαρακτήρα τους (όπως ιατρικής φροντίδας και οικονομικού ελέγχου), στις οποίες μπορούν να συμμετέχουν μειοψηφικά πρόσωπα που δεν ανήκουν στα αντίστοιχα επαγγέλματα.27 Οι παρεχόμενες υπηρεσίες από τα παραπάνω σχήματα δεν είναι λιγότερο σημαντικές ή ευαίσθητες για τους πελάτες από αυτές των δικηγόρων· αν ο κεφαλαιουχικός περιορισμός ευθύνης, αλλά και η συμμετοχή τρίτων στο κεφάλαιο της αντίστοιχης είναι ανεκτά για τους γιατρούς, γιατί θα πρέπει να μην είναι ανεκτά για τους δικηγόρους;

Θα ήταν λάθος να θεωρηθεί ότι η συλλογική δικηγορία περιορίζεται σε υψηλού κόστους υπηρεσίες ή σε εργασίες μεγάλης πρόσθετης αξίας. Η εξειδίκευση και η πρόσβαση σε τεχνολογικά μέσα, αλλά και σε εξειδικευμένη υποστήριξη μη δικηγόρων (γραμματέων, ασκουμένων, paralegals,28 τεχνικών ΙΤ, βιβλιοθηκονόμων κτλ.), που επιτρέπει η ομαδική άσκηση της δικηγορίας μέσω δικηγορικής εταιρείας αντί μονάδων δικηγόρων, καθιστούν δυνατή την καλύτερη προετοιμασία και προσφορά των βασικών υπηρεσιών που απαιτούνται από την ευρεία μάζα πελατών. Συνεπώς, επιτρέπει τόσο ταχύτερη όσο και φθηνότερη και ασφαλέστερη παροχή των σχετικών υπηρεσιών. Είναι, επίσης, ευκολότερο για μια ομάδα δικηγόρων που λειτουργούν εταιρικά να έχουν πρόσβαση τόσο σε χρηματοδότηση όσο και σε ασφαλιστική κάλυψη της αστικής τους ευθύνης, κάτι που προφανώς λειτουργεί προς όφελος των πελατών τους.

Τέλος, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επιτάχυνση των δικών είναι προς το συμφέρον τόσο των εντολέων όσο και των δικηγόρων εντολοδόχων. Από τα στατιστικά στοιχεία προκύπτει ότι, ενώ η τελική έκβαση μιας εμπορικής διαφοράς απαιτεί περίπου τον τετραπλάσιο χρόνο από τον μέσο όρο των κρατών-μελών της ΕΕ, το κόστος για τον εντολέα, υπολογιζόμενο ως ποσοστό επί της διαφοράς, είναι κατά τι υψηλότερο από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο: περίπου 22,4% έναντι 21,5%.29 Αυτό σημαίνει ότι ο εντολέας στην Ελλάδα πληρώνει το ίδιο με τον μέσο Ευρωπαίο για σημαντικά υποδεέστερο (τουλάχιστον από άποψη χρόνου παράδοσης) τελικό προϊόν. Από τη μεριά του, ο Έλληνας δικηγόρος (υποθέτοντας ότι έχει τον ίδιο φόρτο υποθέσεων ως προς αριθμό και αξία με τον μέσο Ευρωπαίο συνάδελφό του) εισπράττει σημαντικά χαμηλότερη αμοιβή (περίπου το 1/4). Αυτό ίσως εξηγεί εν μέρει και την τρομακτική οικονομική στενότητα του κλάδου, που αποκαλύπτουν τα επίσημα στοιχεία.

Συμπερασματικά, εφόσον αλλάξει η οργάνωση του επαγγέλματος προς όφελος των συλλογικών σχημάτων παροχής δικηγορικών υπηρεσιών, είναι πολύ πιθανό να περιοριστεί η εισαγωγή υποθέσεων που έχουν μικρές πιθανότητες ευδοκίμησης, να μειωθεί ο χρόνος και να καλυτερεύσει η ποιότητα ανταπόκρισης στις εκκρεμείς υποθέσεις, συμπεριλαμβανομένης και της βελτίωσης της αποτελεσματικότητας της διαμεσολάβησης. Για τους λόγους αυτούς, η επανεξέταση των επιλογών για την άσκηση συλλογικής δικηγορίας είναι απολύτως απαραίτητη στο γενικότερο πλαίσιο της επιτάχυνσης της απονομής Δικαιοσύνης.

Εν κατακλείδι

Η προσπάθεια επιτάχυνσης, αλλά και βελτίωσης της απονεμόμενης Δικαιοσύνης έχει χαρακτήρα διαχρονικό, όπως και το ίδιο το πρόβλημα. Έχουν υπάρξει πολλές νομοθετικές πρωτοβουλίες απλοποίησης των διαδικασιών και δικονομικών κανόνων, καθώς και έχουν εισαχθεί και ενθαρρυνθεί εναλλακτικές μέθοδοι επίλυσης διαφορών, όπως είναι η διαμεσολάβηση. Οι διαφορετικές αυτές πρωτοβουλίες είναι πολλές φορές –όχι πάντα– εύστοχες, περιοριζόμενες, όμως, στο να αγγίζουν μόνο κάποιες πτυχές, δεν έχουν καταφέρει να λύσουν το συνολικό πρόβλημα. Η αστοχία αυτή οφείλεται μάλλον στο ότι τα διάφορα αυτά μέτρα δεν βασίζονται στη θεσμοθετημένη και διαρκή συνεργασία όλων των συντελεστών, δηλαδή της Βουλής, της διοίκησης, των δικαστών και των δικηγόρων.

Ειδικά ως προς τους δικηγόρους, το πρόβλημα είναι τόσο δεοντολογικό (η παρέλκυση της δικαστικής διαδικασίας, π.χ. μέσω αναβολών πρέπει να ελέγχεται με αυστηρότητα ως σοβαρή παράβαση του Κώδικα Δεοντολογίας, αντί να θεωρείται αποδεκτή δικηγορική πρακτική), όσο και δυνατότητας ανταπόκρισης στις ανάγκες μιας γρήγορης δίκης (διαχείριση γνώσης και πόρων, που προϋποθέτει καλύτερη οργάνωση του τρόπου λειτουργίας των δικηγορικών γραφείων και ενίσχυση της συλλογικής δικηγορίας).

Σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας του δικηγορικού λειτουργήματος, «ο δικηγόρος είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός και ένας από τους τρεις παράγοντες του τρίπτυχου της λειτουργίας και της απονομής της Δικαιοσύνης (Δικαστικοί Λειτουργοί, Δικηγόροι, Δικαστικοί Υπάλληλοι). Αποστολή και προορισμός του είναι να συμβάλλει με τη συμμετοχή του στη λειτουργία της Δικαιοσύνης και με την άσκηση του λειτουργήματός του στην ορθή απονομή του Δικαίου».30 Η συνεισφορά των δικηγόρων στην επιτάχυνση της απονομής Δικαιοσύνης είναι προφανώς αναγκαία. Έτσι αναδεικνύεται ο κρίσιμος ο ρόλος που καλούνται να παίξουν οι δικηγορικοί σύλλογοι. Οι σύλλογοι αυτοί είναι επιφορτισμένοι με την αυτοδιοίκηση του επαγγέλματος (προνόμιο που δικαιολογημένα αξιολογείται ως σημαντικό, δεδομένου, π.χ., ότι για να έχει κάποιος τη δικηγορική ιδιότητα και να ασκεί το λειτούργημα, απαιτείται να έχει εγγραφεί σε δικηγορικό σύλλογο). Επιπλέον, είναι επιφορτισμένοι με την προάσπιση της αξιοπρέπειας των δικηγόρων, κάτι που περιλαμβάνει και ενέργειες για τη διασφάλιση των επαγγελματικών τους συμφερόντων. Ασφαλώς, οι ενέργειες αυτές και οι πρωτοβουλίες των δικηγορικών συλλόγων για την προάσπιση των επαγγελματικών συμφερόντων των μελών τους οφείλουν πάντα να λαμβάνουν υπ’ όψιν τη θεσμική θέση του δικηγόρου στο σύστημα απονομής Δικαιοσύνης, καθώς και την ανάγκη διατήρησης του κύρους του δικηγορικού σώματος στα μάτια της κοινωνίας. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει και να υποστηρίζουν πρωτοβουλίες επίλυσης της βραδυδικίας, αποφεύγοντας, κατά το δυνατόν, ενέργειες που επιτείνουν το πρόβλημα. 

Η εισαγωγή πρόσθετων νομικών μορφών οργάνωσης των δικηγόρων, που να επιτρέπουν τον ουσιαστικό περιορισμό της ευθύνης, αλλά και την ευκολότερη χρηματοδότηση του συλλογικού σχήματος (γιατί όχι με συμμετοχή τρίτων, όπως γίνεται στις εταιρείες ελεγκτών και ιατρών), θα μπορούσε να έχει σημαντική συμβολή στην εξασφάλιση πρόσθετων μέσων και εργαλείων, στην εξειδίκευση των δικηγόρων και την καλύτερη και ταχύτερη διαχείριση των υποθέσεων.

Η επικράτηση της συλλογικής δικηγορίας θα διευκόλυνε, μεταξύ άλλων –χάρη στις οικονομίες κλίμακας που προσφέρει–, και την ασφάλιση της αστικής ευθύνης των δικηγόρων έναντι των πελατών τους. Η εξέλιξη αυτή δεν είναι θέμα μόνο νομοθεσίας (και μάλιστα σε εφαρμογή Ευρωπαϊκής Οδηγίας), αλλά και αλλαγής αντιλήψεων και γενικότερα της ενθάρρυνσης της καινοτομίας, της εξειδίκευσης και της συνεργασίας στο δικηγορικό επάγγελμα – μια πραγματική αλλαγή υποδείγματος, που θα μπορούσε να δημιουργήσει τις συνθήκες για την καλύτερη πορεία του επαγγέλματος στις νέες κοινωνικές, τεχνολογικές και οικονομικές συνθήκες. Μία τέτοια αλλαγή υποδείγματος για το δικηγορικό επάγγελμα θα περιλάμβανε, επίσης, την εισαγωγή υποχρεώσεων για τη διαρκή επιμόρφωση των δικηγόρων και την εμβάθυνση των εξειδικεύσεών τους, όπως γίνεται στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.31

Αυτό που απαιτείται γενικότερα είναι η κοινή αποδοχή ότι η σημερινή κατάσταση είναι απαράδεκτη. Ότι προκαλεί βλάβη στην οικονομία, αλλά και στους θεσμούς μας, ότι υποβαθμίζει το παρόν και υπονομεύει το μέλλον του δικηγορικού επαγγέλματος και ότι μας ντροπιάζει όλους ως κοινωνία. Τέλος, ότι είναι απολύτως αναγκαία η συνεργασία όλων των εμπλεκομένων στην εξεύρεση και εφαρμογή καινοτομικής, ριζικής και ολιστικής λύσης. Θεωρούμε ότι αναπόσπαστο μέρος της συνολικής αυτής λύσης είναι η άμεση ανάπτυξη και απροκατάληπτη ενίσχυση των συλλογικών μορφών παροχής δικηγορικών υπηρεσιών.

Σημείωση συγγραφέων: Ευχαριστούμε θερμά τους εταίρους της POTAMITISVEKRIS για τα χρήσιμα σχόλιά τους.

*O Στάθης Ποταμίτης είναι δικηγόρος και εταίρος της POTAMITISVEKRIS.
*O Κωνσταντίνος Παπαδιαμάντης είναι δικηγόρος και εταίρος της POTAMITISVEKRIS.


Παραπομπές

1. Σακελλαροπούλου, Κ. Ν., Πικραμένος, Μ. Ν., Συμεωνίδης, Ι., Ανδρουλάκης, Β. Π., Νικολαΐδου, Θ., Τσόγκας, Λ., & Αλικάκος, Π. (2019). Η Δικαιοσύνη στην Ελλάδα – Προτάσεις για ένα σύγχρονο δικαστικό σύστημα. διαΝΕΟσις· Πικραμένος, Μ. Ν., Συμεωνίδης, Ι., Ανδρουλάκης, Β. Π., Νικολαΐδου, Θ., Τσόγκας, Λ., & Αλικάκος, Π. (2021). Μεταρρύθμιση σε τρεις κρίσιμους τομείς του δικαστικού συστήματος. διαΝΕΟσις.

2. World Bank Group (n.d.). Doing business archive – Greece. Retrieved 2024, May 10.

3. Index Mundi (n.d.). Time required to enforce a contract (days) – Country Ranking.

4. Calvez, F., Regis, N. (2018). Length of court proceedings in the member states of the Council of Europe based on the case law of the European Court of Human Rights. CEPEJ.

5. ΣΕΒ (2022). Οικονομία & Επιχειρήσεις. Special Report Δικαιοσύνη 2.0, 74.

6. Σακελλαροπούλου, Κ. Ν. (2019). Εισαγωγή: Το Σύνταγμα, η Δικαιοσύνη και ο Δικαστής. Στο Κ.  Ν. Σακελλαροπούλου, Μ. Ν. Πικραμένος, Ι. Συμεωνίδης, Β. Π. Ανδρουλάκης, Θ. Νικολαΐδου, Λ. Τσόγκας & Π. Αλικάκος, Η Δικαιοσύνη στην Ελλάδα: Προτάσεις για ένα σύγχρονο δικαστικό σύστημα (σσ. 45-52). διαΝΕΟσις.

7. Melcarne, A., Ramello, G. B., Spruk, R. (2021). Is justice delayed justice denied? An empirical approach. International Review of Law and Economics 65, 105953.

8. Ελληνική Στατιστική Αρχή (2015). Πρωτοδικεία (Εισαχθείσες Υποθέσεις και Εκδοθείσες Αποφάσεις).

9. Μπορείτε να βρείτε την ερευνητική δουλειά του R. Susskind στην ιστοσελίδα του, susskind.com

10. Mετάφραση συντακτών του παρόντος από: Susskind, R. (2017). Tomorrow’s Lawyers: An Introduction to Your Future (2nd Ed.). Oxford University Press.

11. Στον παραπάνω αριθμό προσμετρώνται και οι εσωτερικοί δικηγόροι νομικών προσώπων, που ουσιαστικά είναι υπάλληλοι αυτών, καίτοι διατηρούν τη δικηγορική ιδιότητα. Και πάλι δεν έχουμε στατιστικά στοιχεία.

12. Χατζηνικολάου, Π. (2024, Απρίλιος 26). Εφορία: Τι τζίρο δήλωσαν οι ελεύθεροι επαγγελματίες το 2023. Capital.gr.

13. Μπέλος, Η. (2023, Νοέμβριος 15). Δ. Ζέπος, Γ. Γιαννόπουλος στην «Κ»: Αναπόφευκτη η συγκέντρωση στον κλάδο των δικηγόρων. Η Καθημερινή.

14. Σακελλαροπούλου κ.ά., 2019, ό.π., σσ. 220.

15. Βλ. Susskind, 2017, ό.π

16. Council of Europe (2021). Judiciary at a glance in Greece.

17. Ποταμίτης, Σ., & Σκούζος, Θ. (2022, Οκτώβριος 09). Η βραδυδικία και οι δικηγόροι. Η Καθημερινή.

18. Σχετική μελέτη για τις ευρωπαϊκές χώρες έχει εντοπίσει ότι σε χώρες όπως η Ελλάδα, η επιδικαζόμενη αποζημίωση δεν αποκαθιστά πλήρως τον δικαιωθέντα αντίδικο, λόγω της περιορισμένης κάλυψης των σχετικών του εξόδων για την εκδίκαση της υπόθεσης, ενώ πρέπει επιπλέον να αναλάβει, χωρίς δικαίωμα να αναζητήσει από τον αντίδικο, το κόστος εκτέλεσης, βλ. Albert, J. (Team Leader) (2007). Study on the Transparency of Costs of Civil Judicial Proceedings in the European Union – Final report. European e-justice. Σημειώνεται ότι o Γιάννης Κ. Κυριακίδης, σε έκθεσή του στο πλαίσιο της προαναφερόμενης μελέτης, σχολιάζει: "Litigation in Greece is low-cost because of the plethora of lawyers (in Athens alone there are more than 20.000 lawyers for a population of 4, 5 million) and because the compensation awarded to the winning party by the Courts rarely exceeds 2% of the amount of the claim. In this respect litigants in Greece are prone to litigate as they know that even if their claim is rejected, they do not face a great risk of incurring significant costs resulting from the amount awarded by the Court to the winning party". Βλ. Kyriakides, J. C. (2007). Annex 34, Country report Greece – Study on the Transparency of Costs of Civil Judicial Proceedings in the European Union (p. 18). European e-justice.

19. Ειδικότερα ως προς Ισπανία και Ιταλία, βλ. Sveriges advocatsamfund (n.d.). Goldsmith Stockholm speech: The European market for legal services – developments and challenges for the future. Ενδιαφέρουσα είναι και η αποτύπωση του κανονιστικού τοπίου για περιορισμούς και μεταρρυθμίσεις στην πρόσβαση σε παροχή υπηρεσιών διαφορετικών επαγγελματικών ομάδων, σε έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Βλ. European Commission (2021). Communication from the Commission to the European Parliament, the council, the European economic and social committee and the committee of the regions: On taking stock of and updating the reform recommendations for regulation in professional services of 2017.

20. European Union (2018, July 9). Directive (EU) 2018/958 of the European Parliament and of the Council of 28 June 2018 on a proportionality test before adoption of new regulation of professions. Official Journal of the European Union, L 173/25, pp. 25–34.

21. Όπως ανωτέρω, ιδίως άρθρα 1 και 4. Σημειώνεται ότι η Ελλάδα ήδη ελέγχεται για μη εφαρμογή του ελέγχου αναλογικότητας κατά τρόπο συμβατό με την Οδηγία: «Σύμφωνα με την Επιτροπή, η Ελλάδα δεν διασφάλισε ότι όλα τα μέτρα που καλύπτονται από την Οδηγία, ιδίως εκείνα που αποτελούν πρωτοβουλία επαγγελματικών ενώσεων, κοινοβουλευτικές πρωτοβουλίες ή κοινοβουλευτικές τροπολογίες, υποβάλλονται σε εκ των προτέρων αξιολόγηση της αναλογικότητας. Επιπλέον, η Ελλάδα δεν διασφαλίζει τη συνεχή παρακολούθηση των θεσπισμένων κανόνων, καθώς οι ελληνικές αρχές δεν έχουν μεταφέρει με επαρκή σαφήνεια το κριτήριο του συστηματικού ή τακτικού ελέγχου της αναλογικότητας κατά την πάροδο του χρόνου».

22. Federal Code for Lawyers in the consolidated version published in the Federal Law Gazette III, Index No. 303-8, as last amended by Article 8 of the Act of 15 July 2022 (Federal Law Gazette I, p. 1.146).

23. Dahns, C. (2022). Die BRAO-Reform: Sozietätsfähige Berufe, Zulassung, Haftung (Teil 2/3). Wolters Kluwer.

24. Roper, S., Love, J., Rieger, P., & Bourka, J. (2015). Innovation in Legal Services: A report for the Solicitors Regulation Authority and the Legal Services Board. Enterprise Research Centre.

25. Άρθρο 1 του γαλλικού νόμου υπ’ αριθμ. 90-1.258 της 31ης Δεκεμβρίου 1990.

26. Άρθρο 4 του ιταλικού νόμου υπ’ αριθμ. 247 της 31ης Δεκεμβρίου 2012.

27. Βλ. σχετικά Προεδρικό Διάταγμα 84/2001 για ιατρικές υπηρεσίες και Nόμος 4449/2017 για ελεγκτικές εταιρείες, για τις οποίες ορίζεται στο άρθρο 3 ότι η μειοψηφική συμμετοχή αφορά τα δικαιώματα ψήφου και όχι γενικά την κεφαλαιακή συμμετοχή.

28. Το συγκεκριμένο επάγγελμα έχει εμφανιστεί πρόσφατα στη χώρα μας και αφορά την υποστήριξη χειριστών υποθέσεων σε θέματα διαδικασίας, προετοιμασίας φακέλου και άλλων τεχνικά απαιτητικών ενεργειών, που δεν αφορούν τον πυρήνα της παροχής δικηγορικών υπηρεσιών, αλλά μπορούν να τη διευκολύνουν σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό. Οι έμπειροι paralegals βελτιώνουν τη σχέση κόστους-ποιότητας υπηρεσιών, ενώ απασχολούνται περισσότερο  αποτελεσματικά σε συλλογικά σχήματα δικηγόρων.

29. World Bank Group, n.d., ό.π.

30. Μαντζούτσος, Α. Απ. (Επιμ.) (2023). Κώδικας Δεοντολογίας Δικηγορικού Λειτουργήματος (σ. 59). Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών.

31. Εφαρμόζεται στη Σουηδία, στην Ελβετία και τη Βρετανία. Στην Αυστρία, στο Βέλγιο, στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, στη Βουλγαρία, στην Κροατία, στη Δανία, στην Εσθονία, στη Φινλανδία, στη Γαλλία και τη Γερμανία εφαρμόζεται στους ειδικευμένους δικηγόρους. Στη Γεωργία, στην Ιρλανδία, στην Ιταλία, στο Κοσσυφοπέδιο, στη Λετονία, στη Λιθουανία, στο Λουξεμβούργο, στην Ολλανδία, στη Νορβηγία, στην Πολωνία, στην Πορτογαλία, στη Ρουμανία και την Ισπανία βρίσκεται υπό εισαγωγή. Βλ. ERA (2017). Continuing Professional Development (CPD) – Fulfilment by ERA of the conditions for recognition of CPD credits/points for lawyers in private practice.


Μπορείτε, επίσης, να δείτε το σύντομο βίντεο που συνοδεύει την έκδοση του βιβλίου «1974 - ___», στο οποίο 4 από τους συγγραφείς το βιβλίου ρίχνουν φως στις αλλαγές που συντελέστηκαν τις πέντε τελευταίες δεκαετίες στον τομέα τους.