Photography: TPCOM / Flickr
Αρθρογραφια |

Ποια Ευρώπη Θέλουμε;

To κείμενο του ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Παναγιώτη Κ. Ιωακειμίδη στο βιβλίο "Η Επόμενη Ευρώπη".

Το βιβλίο της διαΝΕΟσις "Η Επόμενη Ευρώπη" είναι μια συλλογή 20 σημαντικών κειμένων για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη θέση της Ελλάδας σε αυτήν, και είναι διαθέσιμο σε όλα τα βιβλιοπωλεία και στο e-shop μας. Εδώ μπορείτε να διαβάσετε την εισαγωγή του βιβλίου.


Το "ποια Ευρώπη θέλουμε" είναι τελικά το κρίσιμο ερώτημα το οποίο θα πρέπει να απαντήσει σήμερα το κάθε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό για κάθε ένα κράτος-μέλος ξεχωριστά να έχει προσδιορίσει το συγκεκριμένο πρότυπο για την εξέλιξη της Ένωσης, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που η μελλοντική φυσιογνωμία του συστήματος βρίσκεται ξανά στην ημερήσια διάταξη και αποτελεί μέρος έντονων αντιπαραθέσεων μπροστά στις νέες προκλήσεις, τις νέες απειλές και τους νέους κινδύνους που αντιμετωπίζει η Ευρώπη. Ουσιαστικά, υπάρχουν δύο κύρια πρότυπα για τη μελλοντική οργάνωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης:

(α) το υπερεθνικό πρότυπο (supranational model) και

(β) το διακυβερνητικό πρότυπο (intergovernmental model).

Το υπερεθνικό πρότυπο συνεπάγεται τη μεταφορά κυριαρχίας από τα κράτη-μέλη προς το σύστημα της Ένωσης με στόχο τη δημιουργία –ή την ενίσχυση– θεσμών-οργάνων με αυτονομία έναντι των εθνικών κυβερνήσεων στη λήψη των αποφάσεων. Αντίθετα, το διακυβερνητικό πρότυπο επιτρέπει στα κράτη-μέλη που συμμετέχουν να διατηρούν τυπικά, ονομαστικά τουλάχιστον, την κυριαρχία, αλλά να συνεργάζονται για τη λήψη αποφάσεων προκειμένου να επιλύσουν κοινά προβλήματα ή να διαχειριστούν κρίσεις και να αντιμετωπίσουν κινδύνους και απειλές.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση στην αφετηριακή της σύλληψη ως Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) στη δεκαετία του 1950 "ήθελε" ουσιαστικά να είναι ένα νέο, καινοτόμο πολιτικό σύστημα πάνω από τα εθνικά κράτη, το οποίο δεν θα καταργούσε αλλά θα εμπεριείχε τα εθνικά κράτη. Ο στόχος, με άλλα λόγια, των "πατέρων της ευρωπαϊκής ενοποίησης" ήταν η δημιουργία ενός νέου υπερεθνικού πολιτικού συστήματος το οποίο θα "πειθαρχούσε" τα εθνικά κράτη μέσα σ’ ένα θεσμικό πλαίσιο και έτσι θα τα καθιστούσε ακίνδυνα αλλά και ανίσχυρα να επιδιώξουν εθνικιστικούς στόχους που μοιραία στο παρελθόν είχαν οδηγήσει στις αιματηρές εμφύλιες ευρωπαϊκές συγκρούσεις (δύο παγκόσμιοι πόλεμοι κλπ.). Η επιδίωξη αυτή εκκινούσε από τη θεμελιακή εκτίμηση των πατέρων της ενοποίησης ότι το εθνικό κράτος και οι υπερβολές του υπήρξε ο βασικός παράγων, η πηγή για τις αιματηρές ευρωπαϊκές συγκρούσεις. Η επικράτηση επομένως "διαρκούς ειρήνης" στον ευρωπαϊκό χώρο απαιτούσε την υπέρβαση αλλά όχι πλήρη κατάργηση του ανεξέλεγκτου εθνικού κράτους, όπως είχε δημιουργηθεί από τη Συνθήκη της Βεστφαλίας (1648) και μετά. Η υπερεθνικότητα υπήρξε συνεπώς ένα ταυτολογικά κυρίαρχο στοιχείο της ενοποιητικής διαδικασίας και του νέου πολιτικού συστήματος που επρόκειτο να δημιουργηθεί. Ωστόσο, καθώς τα εθνικά κράτη θα συμμετείχαν στο νέο σύστημα μέσω των εθνικών κυβερνήσεων, η ύπαρξη ορισμένων διακυβερνητικών στοιχείων ήταν αναγκαία και λειτουργικά αναπόφευκτη.

Η πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης από τη σύσταση και λειτουργία της πρώτης κοινότητας, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ – 1952), τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) με τη Συνθήκη της Ρώμης (1957), τη Συνθήκη της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης (ΕΕΠ – 1987), τη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Συνθήκη του Μάαστριχτ – 1993), τη Συνθήκη του Άμστερνταμ (1999), τη Συνθήκη της Νίκαιας (2003) μέχρι τη Συνθήκη της Λισαβόνας (2009), την τελευταία Συνθήκη που διέπει τη λειτουργία της ΕΕ, χαρακτηρίζεται από τη δημιουργική ένταση ανάμεσα στην υπερεθνική και τη διακυβερνητική προσέγγιση. Η ένταση αυτή προσδιόρισε την ισορροπία ανάμεσα στην υπερεθνικότητα και τη διακυβερνητικότητα, αν και σε μια γενικότερη θεώρηση θα πρέπει να αναγνωρισθεί ότι κάθε νέα Συνθήκη ενδυναμώνει σε μεγαλύτερο (Συνθήκη ΕΕ) ή μικρότερο βαθμό (Συνθήκη Λισαβόνας) την υπερεθνικότητα του συστήματος. Θα πρέπει όμως να επισημανθεί και κατανοηθεί ότι η ώσμωση, η συνύπαρξη των υπερεθνικών και διακυβερνητικών στοιχείων οδήγησε σε ένα ιδιόμορφο, sui generis θεσμικό πρότυπο, το οποίο έχει γίνει γνωστό ως "κοινοτικό πρότυπο" ή "κοινοτική μέθοδος" στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Το πρότυπο αυτό στηρίζεται ακριβώς στη συνύπαρξη των υπερεθνικών και διακυβερνητικών στοιχείων αλλά με την υπεροχή των πρώτων, των υπερεθνικών. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι η διαμόρφωση πολιτικής και η λήψη αποφάσεων εδράζεται στη συνεργασία των υπερεθνικών θεσμών (Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου) και των διακυβερνητικών (Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Συμβουλίου Υπουργών) αλλά με το "δικαίωμα νομοθετικής πρωτοβουλίας" να ανήκει κατά κανόνα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σε κεντρικό, αποκλειστικό ρόλο στην επίλυση οποιωνδήποτε διαφορών προκύπτουν από την εφαρμογή του δικαίου που παράγει η Ένωση. Η οικονομική κρίση, η κρίση της Ευρωζώνης, καθώς και η προσφυγική/μεταναστευτική κρίση –ή πολυκρίση (polycrisis), όπως ονομάστηκε– είχε αναπόφευκτα σημαντικές συνέπειες στη μορφολογία και τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδιαίτερα στον άξονα της υπερεθνικότητας-διακυβερνητικότητας. Ειδικότερα, η διαχείριση και επίλυση της κρίσης κυρίως στην Ευρωζώνη και ιδιαίτερα η αντιμετώπιση του ελληνικού ζητήματος της υπερχρέωσης και της απειλούμενης χρεοκοπίας έθεσαν ερωτήματα σχετικά με την ικανότητα των θεσμών της Ένωσης –και ιδιαίτερα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής– να ανταποκριθούν στις προκλήσεις αυτές. Η Γερμανία ειδικότερα είχε σημαντικές επιφυλάξεις αλλά και έλλειψη εμπιστοσύνης ως προς την τεχνοκρατική επάρκεια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να διαχειριστεί την κρίση. Ως εκ τούτου, και με την υποστήριξη ορισμένων άλλων κρατών-μελών, όπως κυρίως της Αυστρίας, της Ολλανδίας, της Φινλανδίας κ.ά., επεδίωξε και τελικά πέτυχε ώστε η κύρια ευθύνη για τη διαχείριση της κρίσης να μεταφερθεί από τους θεσμούς της Ένωσης στις πρωτεύουσες των κρατών-μελών και τελικά στο Βερολίνο. Η επιδίωξη αυτή στηρίχθηκε και στον αναβαθμισμένο ρόλο που είχε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ως το κατεξοχήν διακυβερνητικό όργανο μετά την τοποθέτηση του μόνιμου προέδρου αποκλειστικής απασχόλησης. Στην ίδια λογική η Γερμανία και οι λοιπές χώρες "επέβαλαν" και τη συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) στη διαδικασία διαχείρισης της ελληνικής κρίσης.

Με τον τρόπο αυτό όμως υπονομεύθηκε σε σημαντικό βαθμό η υπερεθνικότητα του ενωσιακού συστήματος προς όφελος των διακυβερνητικών στοιχείων του (Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Eurogroup κλπ.). Ωστόσο, ταυτόχρονα ένας κατεξοχήν αμιγώς υπερεθνικός θεσμός, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), ενίσχυσε σημαντικά τον ρόλο της και τις de facto εξουσίες της ως αποτέλεσμα του ρόλου που ανέλαβε στην αντιμετώπιση της κρίσης (lender of last resort κ.ά.). Ακόμη, ορισμένες νομοθετικές πράξεις (όπως το πακέτο νομοθετικών ρυθμίσεων, γνωστό ως Six-pack και Two-pack) ενίσχυσαν τυπικά τουλάχιστον τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η συνολική παρά ταύτα συνέπεια της κρίσης υπήρξε η μετατόπιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς ένα ισχυρότερο διακυβερνητικό πρότυπο λειτουργίας.

Η πολυκρίση αλλά και άλλοι παράγοντες επέτειναν τελικά την κρίση νομιμοποίησης που εδώ και αρκετά χρόνια αντιμετώπιζε η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ουσιαστικά, ως κρίση νομιμοποίησης νοείται η μειούμενη υποστήριξη από πλευράς πολιτών προς την ΕΕ και την ενοποιητική διαδικασία γενικότερα. Σημαντικό μέρος των πολιτών άρχισε να προσλαμβάνει την Ένωση όχι ως σύστημα μεγιστοποίησης της ευημερίας του αλλά ως ακριβώς το αντίθετο: ως σύστημα που με τις πολιτικές του οδηγεί στη συρρίκνωση του επιπέδου διαβίωσης, στη διογκούμενη ανεργία, στις νέες ανισότητες, στην ανασφάλεια στις κοινωνίες (μετά τα διαδοχικά τρομοκρατικά χτυπήματα κλπ.). Η κρίση νομιμοποίησης εκφράστηκε με πολλούς τρόπους, όπως με την ισχυροποίηση των λαϊκιστικών, ευρωαπορριπτικών δυνάμεων σε μεγάλη ομάδα χωρών-μελών (Γερμανία, Ιταλία, Ολλανδία, Αυστρία, Φινλανδία, Δανία, Ελλάδα κ.ά.) ή με την απόφαση της πλειοψηφίας (μικρής βέβαια) των πολιτών της Βρετανίας να αποχωρήσει η χώρα τους από την Ένωση, όπως εκφράστηκε σε δημοψήφισμα (Brexit). Βεβαίως, η απόφαση της Βρετανίας έχει σαφώς βαθύτερες αιτίες που συνδέονται με την ιστορία, το πολιτικό σύστημα, τον διεθνή ρόλο, τις πολιτικές αντιλήψεις της χώρας αλλά και τις έντονα λαϊκιστικές απόψεις που επικράτησαν ακόμα και στις τάξεις του Συντηρητικού κόμματος της χώρας.

Για την Ευρωπαϊκή Ένωση ωστόσο, η απόφαση για το Brexit υπήρξε το καταλυτικό γεγονός, καθώς υπογράμμισε στις πολιτικές ηγεσίες ότι η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η οποία παρά τα όποια ελλείμματά της έχει διασφαλίσει σημαντικά αγαθά (ειρήνη, δημοκρατία, ευημερία), κινδύνευε με τερματισμό. Δεν ήταν μη αναστρέψιμη. Η συνειδητοποίηση αυτή, σε συνδυασμό με την άνοδο ενός απρόβλεπτου εθνολαϊκιστή, του Ντόναλντ Τραμπ, στην προεδρία των ΗΠΑ και την επιθετική εξωτερική πολιτική του προέδρου της Ρωσίας Βλάντιμιρ Πούτιν, συνέβαλαν καθοριστικά στην ενίσχυση της ενότητας των είκοσι επτά κρατών-μελών. Παράλληλα όμως, και σε επίπεδο κοινωνίας, η δημοφιλία της Ευρωπαϊκής Ένωσης άρχισε να αυξάνεται πάλι, αντιστρέφοντας την τάση συρρίκνωσης των τελευταίων χρόνων.

Οι εκλογές στην Ολλανδία και ιδιαίτερα στη Γαλλία επιβεβαίωσαν αυτές τις τάσεις. Οι λαϊκιστικές, ευρωαπορριπτικές δυνάμεις ηττήθηκαν πρόσκαιρα, καθώς απέτυχαν να φθάσουν στην εξουσία, που είχαν ως στόχο, χωρίς όμως να ηττηθούν οριστικά. Αντίθετα, στη Γαλλία οι εκλογές οδήγησαν στην προεδρία του Εμμανουέλ Μακρόν με σημαντική λαϊκή και κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ο Μακρόν είναι ίσως ο πλέον φιλοευρωπαίος πρόεδρος της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας, με ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης σε τομείς όπως η ολοκλήρωση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, η ανάπτυξη της ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής και κοινής άμυνας, η εμβάθυνση της κοινωνικής Ευρώπης και ο εκσυγχρονισμός της εμπορικής πολιτικής της ΕΕ. Ωστόσο, η προώθηση ενός προγράμματος μεταρρυθμίσεων για την Ένωση απαιτεί πρώτα απ’ όλα την υποστήριξη της Γερμανίας αλλά και των υπόλοιπων κρατών-μελών. Αλλά οι προοπτικές διαμόρφωσης στενότερης συνεργασίας Γαλλίας-Γερμανίας με στόχο, μεταξύ άλλων, την εμβάθυνση της ενοποίησης εμφανίζονται ιδιαίτερα ευοίωνες μετά την εκλογή Μακρόν και την προοπτική δημιουργίας νέου μεγάλου κυβερνητικού συνασπισμού στη Γερμανία με τη συμμετοχή των Σοσιαλδημοκρατών (SPD), ο ηγέτης των οποίων, ο Μάρτιν Σουλτς, έχει ταχθεί υπέρ της οικοδόμησης των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης μέχρι το 20251.

Από την πλευρά της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αντιδρώντας στην κρίση –και ιδιαίτερα στο Brexit– και με τη συγκατάθεση των κρατών-μελών παρουσίασε μια "Λευκή Βίβλο" με διαφορετικά σενάρια για το μέλλον της Ευρώπης. Παρουσίασε, επίσης, επιμέρους εκθέσεις για εμβάθυνση της ενοποίησης σε τομείς της ολοκλήρωσης της ΟΝΕ, της αμυντικής ενοποίησης – κοινής άμυνας, της κοινωνικής Ευρώπης, του προϋπολογισμού της Ένωσης. Μια από τις κεντρικές ιδέες που διατύπωσε είναι ότι η ενοποίηση θα μπορούσε να προχωρήσει με "διαφοροποιημένα σχήματα» ή διαφορετικές ταχύτητες, με εκείνες τις χώρες-μέλη που θέλουν ή/και μπορούν να συμμετάσχουν στη διαδικασία.

Συνοπτικά, είναι σαφές ότι διαφαίνεται το άνοιγμα ενός νέου κύκλου ευρωπαϊκής ενοποίησης, που θα αρχίσει να υλοποιείται μετά τον σχηματισμό σταθερής κυβέρνησης στη Γερμανία. Στη διαδικασία αυτή δεν αποκλείεται ακόμη και η αναθεώρηση των Συνθηκών, όσο δύσκολη κι αν εμφανίζεται η άσκηση αυτή2.

Επομένως, είναι σημαντικό για την Ελλάδα ως κράτος-μέλος της ΕΕ να έχει μια σαφή άποψη, σχέδιο και στρατηγική για το "ποια ακριβώς Ευρώπη θέλει". Να ξέρει πού θέλει να πάει3.

Η ορθολογική εκτίμηση των ελληνικών συμφερόντων αλλά και η γενικότερη θεώρηση των αξιακών επιλογών που οφείλει να κάνει η χώρα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το επιθυμητό πρότυπο εξέλιξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αυτό του υπερεθνικού, ομοσπονδιακού συστήματος με καταληκτικό στόχο τη δημοκρατική πολιτική ένωση ως "Ομοσπονδία Εθνικών Κρατών", όπως είχε προταθεί από τον πρώην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τον Ζακ Ντελόρ. Αλλά το ερώτημα που ανακύπτει είναι γιατί η ομοσπονδία οφείλει να είναι η επιλογή για την Ελλάδα. Κυρίως για τέσσερις λόγους:

Πρώτον, γιατί η ομοσπονδία, ως σύστημα κατανομής εξουσιών/ αρμοδιοτήτων σε διαφορετικά γεωγραφικά επίπεδα (κέντρο – περιφερειακές μονάδες) επιτυγχάνει τη λειτουργική θεσμική εκείνη ισορροπία που επιτρέπει την επίλυση προβλημάτων στο αποτελεσματικότερο, άριστο επίπεδο. Η ομοσπονδιακή οργάνωση στηρίζεται στην αρχή της επικουρικότητας, σύμφωνα με την οποία "οι αποφάσεις λαμβάνονται από την κεντρική εξουσία (την Ένωση δηλαδή) μόνο εφόσον και στον βαθμό που οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη-μέλη τόσο σε κεντρικό όσο και σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, μπορούν όμως λόγω της κλίμακας ή των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης δράσης να επιτευχθούν καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης" (Συνθήκη Ευρωπαϊκής Ένωσης – ΣΕΕ). Με άλλα λόγια, και καθώς η ευρωπαϊκή ομοσπονδία θα συγκροτείται από εθνικά κράτη (και όχι από επιμέρους ενότητες), τα τελευταία θα διατηρήσουν την εξουσία (ή κυριαρχία) να λαμβάνουν εκείνες τις αποφάσεις σε θέματα πολιτικής για τα οποία μπορούν να πετύχουν καλύτερο αποτέλεσμα. Επομένως, οι φοβίες που διατυπώνονται ότι η ευρωπαϊκή ομοσπονδία θα «καταργήσει» τα εθνικά κράτη ή θα εξαλείψει πλήρως την εθνική κυριαρχία δεν ευσταθούν. Η ευρωπαϊκή ομοσπονδία θα συγκροτηθεί τελικά ως «πολυεπίπεδο σύστημα διακυβέρνησης» που θα συντίθεται από την Ένωση, τα κράτη-μέλη, τις περιφέρειες, τις τοπικές ενότητες. Και στο σύστημα αυτό η Ένωση «θα επεμβαίνει», θα λαμβάνει αποφάσεις όπου μπορεί να φέρει καλύτερα αποτελέσματα.

Δεύτερον, στο σύστημα της υπερεθνικής ομοσπονδίας "κυριαρχούν" ουσιαστικά οι θεσμοί έναντι των κρατών-μελών. Αντίθετα, στο σύστημα της διακυβερνητικής οργάνωσης, όπου κυριαρχούν εξ ορισμού τα κράτη-μέλη, η κατάληξη είναι ότι κυριαρχούν τελικά και αναπόφευκτα τα ισχυρότερα κράτη-μέλη. Είναι προφανές ότι η διακυβερνητική οργάνωση δεν ανταποκρίνεται στα συμφέροντα χωρών μεσαίου μεγέθους, όπως η Ελλάδα. Οι θεσμοί επιδιώκουν κατά κανόνα την επίτευξη ισορροπιών "προς όφελος του συνόλου", αλλά η εσωτερική τους λογική οδηγεί σε στήριξη των ασθενέστερων μελών του συστήματος, δηλαδή των μικρότερων κρατών-μελών. Αυτό άλλωστε επιβεβαιώνει και η εμπειρία. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει παραδοσιακά λειτουργήσει ως ο "θεσμικός σύμμαχος" των μικρότερων κρατών-μελών (και ειδικότερα της Ελλάδας) στο σύστημα της Ένωσης. Αντίθετα, οι διακυβερνητικοί θεσμοί (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, Συμβούλιο Υπουργών) αντανακλούν εντονότερα τα συμφέροντα και τις απόψεις των ισχυρότερων κρατών-μελών.

Τρίτον, ένα υπερεθνικό ομοσπονδιακό σύστημα ενσωματώνει ως κεντρικό στοιχείο τον "δημοσιονομικό ομοσπονδισμό" (fiscal federalism). Ένα σύστημα δηλαδή δημοσιονομικής οργάνωσης και λειτουργίας που μεταξύ άλλων διαλαμβάνει τη μεταφορά πόρων από τα ευπορότερα στα λιγότερο εύπορα κράτη-μέλη. Είναι ένα σύστημα που στη βάση του ενσαρκώνει την αρχή της αλληλεγγύης ως σταθερή, θεσμική και πολιτική παράμετρο. Αυτονόητη επομένως η σημασία του για τα συγκριτικά λιγότερο εύπορα κράτη-μέλη, όπως η Ελλάδα. Η σημασία του δε είναι ακόμη ισχυρότερη για κράτη-μέλη της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Ο εφοδιασμός της Ευρωζώνης με "δημοσιονομική ικανότητα" και προϋπολογισμό συνιστά μια από τις κεντρικές ιδέες στη διαδικασία ολοκλήρωσης της ΟΝΕ, που ουσιαστικά αποβλέπει στη στήριξη ασθενέστερων κρατών-μελών ή κρατών σε οικονομική κρίση.

Τέταρτον, η (γνήσια) ομοσπονδία θεωρείται και είναι η κατεξοχήν δημοκρατική πολιτειακή οργάνωση. Διασφαλίζει ατομικά δικαιώματα, δικαιώματα μειονοτήτων, κράτος δικαίου, ανοιχτότητα, ανεκτικότητα, ελευθερία έκφρασης και τελικά "ενότητα με ποικιλομορφία". Η Ελλάδα δεν μπορεί παρά να επιδιώκει να ανήκει σ’ αυτόν τον αξιακό πολιτικό χώρο.

Ο συνολικός στόχος της πολιτικής ένωσης ως ομοσπονδίας εθνικών κρατών μπορεί συνοπτικά να αναλυθεί σε πέντε επιμέρους στοχεύσεις, ως έκφραση μιας ολοκληρωμένης ευρωπαϊκής πολιτικής για τη χώρα:

  1. Προικοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με μια συνεκτική κεντρική κυβέρνηση, δημοκρατικά νομιμοποιημένη μέσω της εκλογικής διαδικασίας. Το σημερινό κατακερματισμένο και εν πολλοίς τεχνοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης θα πρέπει να αντικατασταθεί με νέο πολιτικό, δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης και για τον σκοπό αυτό έχει διατυπωθεί σημαντική δέσμη προτάσεων.
  2. Ολοκλήρωση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) με την προώθηση της δημοσιονομικής ένωσης, οικονομικής ένωσης, πλήρους τραπεζικής ένωσης κλπ. Η εμπειρία της κρίσης υποδεικνύει ότι η ολοκλήρωση της ΟΝΕ με όλα τα μέσα, εργαλεία, πολιτικές, μηχανισμούς και διαδικασίες αλλά και με δημοκρατική νομιμοποίηση θα πρέπει να αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα της ελληνικής ευρωπαϊκής πολιτικής (με την εκχώρηση όσης εθνικής κυριαρχίας απαιτείται για τον σκοπό αυτό).
  3. Ανάπτυξη των αναδιανεμητικών πολιτικών σύγκλισης και συνοχής και του προϋπολογισμού της Ένωσης με στόχο, μεταξύ άλλων, την ενδυνάμωση της "κοινωνικής διάστασης" της ΕΕ. Η ανάπτυξη των πολιτικών αυτών θα πρέπει να επιδιωχθεί μέσα σε ένα πλαίσιο που θα διαλαμβάνει επίσης την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς (ψηφιακής, ενεργειακής, κεφαλαιακής κ.ά.) και την προσαρμογή της ευρωπαϊκής οικονομίας στις νέες τεχνολογικές και δημογραφικές αλλαγές και τις απαιτήσεις του παγκοσμιοποιημένου οικονομικού συστήματος. Στη λογική αυτή εντάσσεται η ισχυροποίηση της κοινής πολιτικής ανταγωνισμού, αλλά και των εξωτερικών σχέσεων της Ένωσης.
  4. Ανάπτυξη της κοινής αμυντικής πολιτικής και κοινής άμυνας στο πλαίσιο της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) της Ένωσης. Για την Ελλάδα, η Ένωση θα πρέπει τελικά να αναπτυχθεί σε "συλλογικό σύστημα ασφάλειας" στη βάση της ρήτρας αμοιβαίας συνδρομής (εκδοχή της οποίας έχει ενσωματωθεί στη Συνθήκη της Λισαβόνας μετά από ελληνική πρωτοβουλία, άρθ. 42,7 ΣΕΕ4).
  5. Διεύρυνση της ΕΕ. Παράλληλα με την εμβάθυνση, η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει την ενεργό υποστήριξη της διαδικασίας της διεύρυνσης της Ένωσης για την ένταξη σε αυτή των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων (Μαυροβούνιο, Σερβία, ΠΓΔΜ, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Κόσοβο) αλλά και της Τουρκίας, εφόσον οι χώρες αυτές εκπληρώσουν τα απαιτούμενα πολιτικά και οικονομικά κριτήρια ένταξης ("κριτήρια της Κοπεγχάγης").

Στο μείζον ζήτημα της "διαφοροποιημένης ολοκλήρωσης" ("πολλαπλές ταχύτητες"), η Ελλάδα θα πρέπει να έχει θετική προσέγγιση, με την προϋπόθεση ότι η "διαφοροποίηση" θα πραγματοποιείται "εντός των Συνθηκών", με την ενεργοποίηση δηλαδή των σχετικών ρυθμίσεων των Συνθηκών («ενισχυμένη συνεργασία», διαρθρωμένη συνεργασία/PESCO για την άμυνα κλπ.). Η συμμετοχή σε όλα τα σχήματα «διαφοροποιημένης ολοκλήρωσης» σημαίνει  ότι η Ελλάδα (μπορεί και πρέπει να) ανήκει στον εσωτερικό πυρήνα του συστήματος της Ένωσης ως ισχυρό, κανονικό κράτος-μέλος.

Μπορεί η ελληνική πραγματικότητα "να στηρίξει" μια ευρωπαϊκή πολιτική με το περιεχόμενο που περιγράψαμε; Πρώτα απ’ όλα να σημειώσουμε ότι πριν από την κρίση η Ελλάδα με υψηλή πολιτική συναίνεση (εξαίρεση το ΚΚΕ) είχε φθάσει στην υποστήριξη μιας ευρωπαϊκής πολιτικής με λίγο πολύ τα παραπάνω θεμελιακά χαρακτηριστικά. Με την εκδήλωση και την επιδείνωση της κρίσης τα δεδομένα άλλαξαν εντυπωσιακά. Πρώτον, ως αποτέλεσμα των επώδυνων συνεπειών στην κοινωνία ο φιλοευρωπαϊσμός υποχώρησε και, όπως διαπιστώνει η πρόσφατη σχετική έρευνα της διαΝΕΟσις, "ο αντιευρωπαϊσμός βρίσκεται σε άνοδο χωρίς ακόμη να είναι πλειοψηφικός"5. Δεύτερον, οι πολιτικές δυνάμεις που το 2015 ανήλθαν στην εξουσία (ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ) προέβαλαν συστηματικά ένα αντιευρωπαϊκό αφήγημα, αποδίδοντας στην Ευρωπαϊκή Ένωση τα "προγράμματα διάσωσης" (μνημόνια) και τις επώδυνες συνέπειες για την ελληνική κοινωνία. Στην αρχή της διακυβέρνησης (2015) καλλιέργησαν ως μια δυνητική επιλογή ακόμη και την αποχώρηση της χώρας από το ενιαίο νόμισμα. Αλλά και στη συνέχεια, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση αποδέχτηκε την αναγκαιότητα της συμμετοχής, δεν προχώρησε στη διαμόρφωση και προβολή ολοκληρωμένης πολιτικής υπέρ της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Αποφεύγει δε να κάνει οποιαδήποτε αναφορά στην αναγκαιότητα της πολιτικής ένωσης. Απλώς μνημονεύει σε γενικούς όρους την ανάγκη για "μια άλλη Ευρώπη", "της ανάπτυξης και της αλληλεγγύης". Κεντρικό επιχείρημα είναι ότι "η Ευρώπη δεν είναι αλληλέγγυα προς την Ελλάδα». Και το επιχείρημα αυτό εμφανίζεται να έχει γίνει αποδεκτό από ευρύτατο μέρος της κοινής γνώμης, καθώς σε δημοσκόπηση6 μόνο ένα 9,5% εμφανίζεται να πιστεύει ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι μας "κράτησαν στάση αλληλεγγύης προς την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της κρίσης", ενώ ένα 41,5% θεωρεί ότι κράτησαν "εκδικητική στάση". Έτσι, εκτός από τις κοινωνικές αιτίες, δύο ζημιογόνοι μύθοι φαίνεται να τροφοδοτούν την ισχυροποιούμενη τάση ευρωσκεπτικισμού στην Ελλάδα, τάση που καθιστά ολοένα δυσκολότερη την προβολή μιας ολοκληρωμένης φιλοευρωπαϊκής πολιτικής: Πρώτον, ότι "η Ευρώπη είναι νεοφιλελεύθερη»" και δεύτερον, ότι "η Ευρώπη δεν είναι αλληλέγγυα" προς την Ελλάδα. Ποια είναι όμως η πραγματικότητα;

Ο χαρακτηρισμός της Ένωσης ως νεοφιλελεύθερης είναι πέρα για πέρα εκτός πραγματικότητας. Η Συνθήκη της Λισαβόνας (και κατ’ επέκταση και η ΕΕ) θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί περισσότερο ως ένα σοσιαλδημοκρατικό κείμενο και πολύ λιγότερο ως νεοφιλελεύθερο. Πρώτα απ’ όλα, ενώ ο νεοφιλελευθερισμός θεωρείται ως ένα σύστημα απορρύθμισης, η Ευρωπαϊκή Ένωση κατά βάση είναι ένα σύστημα ρύθμισης.

Βεβαίως, η Συνθήκη, όπως και οι προηγούμενες, θεσπίζει τις τέσσερις ελευθερίες (διακίνηση αγαθών/υπηρεσιών, κεφαλαίων, ατόμων, ενιαία εσωτερική αγορά), αλλά η συνολική οικονομία του κειμένου και των ρυθμίσεων έχει σοσιαλδημοκρατικό περιεχόμενο. Έτσι, ως κύριος στόχος της Ένωσης ορίζεται, μεταξύ άλλων, "η επίτευξη της άκρως ανταγωνιστικής κοινωνικής οικονομίας της αγοράς με στόχο την πλήρη απασχόληση και την κοινωνική πρόοδο..." (άρθ. 3 Συνθήκης Ευρωπαϊκής Ένωσης – ΣΕΕ). Η αναφορά/διάταξη αυτή συνιστά τον ορισμό της σοσιαλδημοκρατίας. Ωστόσο, η Συνθήκη προσθέτει ότι:

"... η Ένωση καταπολεμά τον κοινωνικό αποκλεισμό και τις διακρίσεις και πρέπει να προωθεί την κοινωνική δικαιοσύνη και προστασία, την ισότητα μεταξύ των γυναικών και ανδρών, την αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών και την προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού..." (άρθ. 3 ΣΕΕ).

Εξίσου σημαντική, αν όχι σημαντικότερη, είναι η ενσωμάτωση της λεγόμενης "κοινωνικής ρήτρας" στη Συνθήκη (άρθ. 9 ΣΕΕ). Πέρα όμως απ’ αυτές τις γενικές διατάξεις, η Συνθήκη περιέχει σημαντική δέσμη άλλων ρυθμίσεων σοσιαλδημοκρατικού περιεχομένου, όπως:

  1. για την καταπολέμηση των διακρίσεων (άρθ. 10 Συνθήκης Λειτουργίας της ΕΕ – ΣΛΕΕ)
  2. για την περιβαλλοντική προστασία (άρθ. 11, 191-193 ΣΛΕΕ)
  3. για την προστασία των καταναλωτών (άρθ. 12, 169 ΣΛΕΕ)
  4. για την προστασία των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (άρθ. 14 ΣΛΕΕ)
  5. για την προστασία των ζώων (άρθ. 13 και σχετικό πρωτόκολλο ΣΛΕΕ).

Και βεβαίως ενσωματώνει τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων με μεγάλη δέσμη διατάξεων κοινωνικού περιεχομένου. Οι διατάξεις αυτές θα μπορούσαν βεβαίως να είναι διατυπωμένες σε υψηλότερο παρονομαστή, αλλά έστω κι όπως έχουν, προσδίδουν στην Ένωση σαφή, ευδιάκριτη σοσιαλδημοκρατική ταυτότητα. Θα πρέπει βέβαια να αναγνωρισθεί ότι το "κοινωνικό κεκτημένο" της Συνθήκης δεν έχει υλοποιηθεί στον επιθυμητό βαθμό. Αλλά αυτό οφείλεται αποκλειστικά στους συσχετισμούς πολιτικών δυνάμεων στην ΕΕ και στον συντηρητικό τρόπο με τον οποίο "διαβάζουν" τη Συνθήκη.

Όσον αφορά την αλληλεγγύη, πρώτα απ’ όλα πρέπει να επισημανθεί ότι η έννοια της αλληλεγγύης συνιστά αξία υποβάθρου πάνω στην οποία οικοδομείται η Ένωση σύμφωνα με τις Συνθήκες. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λισαβόνας (άρθ. 3 ΣΕΕ), η Ένωση συνιστά "σύστημα αλληλεγγύης" καθώς, όπως ρητά ορίζει, "η Ένωση προάγει την οικονομική, κοινωνική και εδαφική αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών" και για τον σκοπό αυτό έχει θεσπίσει σχετικές πολιτικές.

Ένα αδιάψευστο μέτρο για την εκτίμηση των ωφελειών αλληλεγγύης αποτελούν οι χρηματικές ροές από τον προϋπολογισμό της Ένωσης (διαρθρωτικά ταμεία, γεωργικό ταμείο, άλλα ταμεία και πολιτικές) προς τα κράτη-μέλη. Σύμφωνα με το κριτήριο αυτό, η Ελλάδα από την ένταξή της (1981) υπήρξε "καθαρός αναλήπτης" (net recipient) πόρων από τον προϋπολογισμό της ΕΕ. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το 2015 οι συνολικές δαπάνες της Ένωσης στην Ελλάδα έφθασαν τα 6,21 δισ. ευρώ και αντιστοιχούν στο 3,52% του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος (ΑΕΕ), ενώ η συνεισφορά της Ελλάδας στον προϋπολογισμό τα 1,206 δισ. ευρώ (0,68% του ΑΕΕ). Η Ελλάδα δηλαδή είχε καθαρό όφελος ύψους 5,004 δισ. Είναι το ποσό πόρων που επιτρέπει στην Ελλάδα της κρίσης "να λειτουργεί" με κάποιες αναπτυξιακές δραστηριότητες (κατασκευή οδικών αξόνων, π.χ. μέσω του ΕΣΠΑ), να αντιμετωπίζει κάποια προβλήματα (όπως π.χ. προσφυγικό/μεταναστευτικό – συνολική χρηματοδότηση χώρας 1,020 δισ. ευρώ) ή να βελτιώνει την εισοδηματική θέση των αγροτών. Συνολικά, από την ένταξή της το 1981 μέχρι το 2015 οι καθαρές εισπράξεις πόρων από την ΕΕ έφθασαν στο ποσό των 162 δισ. ευρώ7. Μια άλλη ισχυρή εκδήλωση της ενωσιακής αλληλεγγύης υπήρξε βεβαίως η στήριξη της χώρας για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους μέσω των διακρατικών δανείων του EFSF και του ESM, συνολικού ύψους 260 δισ. Αλλά και στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής υπήρξε εκδήλωση της ενωσιακής αλληλεγγύης (αν και ορισμένοι θα ήθελαν η Ένωση να στείλει στρατεύματα –που δεν έχει– για να αντιμετωπίσει ίσως την Τουρκία ή οποιονδήποτε άλλο εχθρό του έθνους!).

Σε ορισμένες περιοχές πολιτικής χρειάζεται οπωσδήποτε η ενίσχυση των στοιχείων αλληλεγγύης, όπως π.χ. στο πλαίσιο της Ευρωζώνης. Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα δεν νομιμοποιείται να καλλιεργεί τον ζημιογόνο μύθο για τη "μη αλληλέγγυα Ένωση" όπως και τον μύθο για τη δήθεν "νεοφιλελεύθερη Ευρώπη". Οι μύθοι αυτοί υπονομεύουν τη θέση της χώρας στο σύστημα της ΕΕ.

Πάρα τα προβλήματα αυτά, η Ελλάδα οφείλει να διαμορφώσει και να προβάλει μια ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή πολιτική για τη μελλοντική συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προϋπόθεση για την παραμονή της στον εσωτερικό πυρήνα της Ένωσης ως ισότιμου και κανονικού κράτους-μέλους. Βεβαίως, η ευρωπαϊκή κανονικότητα προϋποθέτει επίσης ως προτεραιότητα το ότι η Ελλάδα θα θεσπίσει όλες τις μεταρρυθμίσεις εκείνες που "απαιτεί" η συμμετοχή της στην Ένωση και ιδιαίτερα η συμμετοχή της στην Ευρωζώνη.


Παραπομπές 

1. Buck, & Chazan, G. (2017). "Martin Schulz calls for ‘United States of Europe’", Financial Times, 7 Δεκεμβρίου. Διαθέσιμο στο: https://www.ft.com/content/ec2a8982-db4a-11e7-a039-c64b1c09b482.

2. Youngs, (2018). Europe Reset. New Directions for the EU. London: I.B. Tauris. Tsoukalis, L. (2015). In Defence of Europe. Oxford: Oxford University Press. Νταλής, Σ. (2017). Η "Δύσκολη" Ευρώπη. Σε αναζήτηση της νέας ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Αθήνα: Παπαζήσης.

3. Ιωακειμίδης, Π. Κ. (2016). Κρίση, Ευρώπη και Αριστερά. Η φύση και η επίλυση της κρίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ευρώπη, ευρωπαϊκή αριστερά και σοσιαλδημοκρατία. Αθήνα: Παπαζήσης.

4. "Η Συνθήκη της Λισαβόνας". Διαθέσιμο στο: http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/ TXT/?uri=celex%3A12012E%2FTXT. Ιωακειμίδης, Π. Κ. (2010). Η Συνθήκη της Λισσαβώνας. 2η έκδ. Αθήνα: Θεμέλιο.

5. διαΝΕΟσις (2017). "Τι Πιστεύουν οι Έλληνες". Έρευνα, Αθήνα, Μάρτιος. Διαθέσιμο στο: https://www.dianeosis.org/research/tpe_2017/.

6. Κρουστάλλη, Δ. (2017). "Δημοσκόπηση ΚΑΠΑ Research: Φταίνε οι άλλοι, όχι εμείς!". Το Βήμα, 23 Απριλίου. Διαθέσιμο στο: http://www.tovima.gr/politics/article/?aid=875411.

7. Τζώρτζη, Ε. (2017). "Ένα ΑΕΠ έχει εισρεύσει στη χώρα από την ΕΕ". Καθημερινή, 15 Μαΐου. Διαθέσιμο στο: http://www.kathimerini.gr/909416/article/oikonomia/ellhnikh-oikonomia/ena-aep-exei- eisreysei-sth-xwra-apo-thn-ee.