Αρθρογραφια |

To ΕΣΠΑ 2014-2020, Μέχρι Στιγμής

Πώς προχωράει η τρέχουσα περίοδος του ΕΣΠΑ και σε ποιους τομείς διατίθενται τα περισσότερα κοινοτικά κονδύλια.

Τα κονδύλια των διαρθρωτικών ταμείων, δεκαετίες μετά την καθιέρωσή τους, παραμένουν τα μοναδικά σίγουρα αναπτυξιακά χρήματα που μπαίνουν στην Ελλάδα, η οποία, από αυτή την άποψη, είναι μία από τις πιο ευνοημένες χώρες της ΕΕ. Στις αρχές Φεβρουαρίου του 2016, δηλαδή περίπου ένα μήνα μετά την οριστική λήξη της περιόδου του ΕΣΠΑ 2007-2013 με το τέλος του 2015, η διαΝΕΟσις δημοσίευσε μια εκτενή δημοσιογραφική έρευνα για εκείνη την περίοδο καθώς και μια τεχνική μελέτη (PDF). Οι έρευνες αυτές, από διαφορετική σκοπιά η καθεμία, χαρτογραφούσαν τα προβλήματα και τις ανεπάρκειες στον μηχανισμό με τον οποίο η χώρα μας αξιοποιεί τους πόρους των διαρθρωτικών ταμείων. Τα προβλήματα ήταν πολλά και πολλών ειδών. Σήμερα, ενώ η επόμενη περίοδος 2014-2020 βρίσκεται μετά το μέσο της (θα κλείσει το 2023, δηλαδή τρία χρόνια μετά την επίσημη λήξη) κάποια από τα παλιά προβλήματα παραμένουν ενώ κάποια άλλα έχουν δώσει τη θέση τους σε νέα.

Παρακολουθώντας την προγραμματική περίοδο από τη σκοπιά της απορρόφησης, παρατηρούμε κάτι ενδιαφέρον: Ενώ το ποσοστό των συμβασιοποιημένων έργων είναι εν πολλοίς ανάλογο με την πρόοδο της περιόδου, περίπου στο 66% του συνολικού προϋπολογισμού, οι πληρωμές είναι μόνο στο 25%, δηλαδή στα 5,4 δισεκατομμύρια ευρώ. Στην αρχή της προγραμματικής περιόδου, οι πληρωμές φαίνονταν να κινούνται αρκετά γρήγορα. Ωστόσο, η εμπειρική αντίληψη που επικρατεί στην αγορά είναι ότι τα έργα αυτά που προχώρησαν γρήγορα στην αρχή ήταν τα έργα-γέφυρες, που "κληροδοτήθηκαν" από την προηγούμενη περίοδο και είχαν συνολικό προϋπολογισμό 4,4 δισεκατομμύρια ευρώ. Αφότου άρχισαν να ολοκληρώνονται τα συγκεκριμένα έργα μετά το τέλος του 2016 η απορρόφηση έχει επιβραδυνθεί, το ίδιο και η συμβασιοποίηση των έργων. Κατά κάποιον τρόπο πρόκειται για το αντίστροφο πρόβλημα της υπερδέσμευσης που παρατηρήθηκε κατά την προηγούμενη περίοδο, όταν οι συμβάσεις που τελικά υπογράφηκαν ξεπέρασαν το 130% του προϋπολογισμού. 

Η περίοδος 2014-2020 πανευρωπαϊκά διαθέτει μια καινοτομία. Όλα τα κονδύλια διανέμονται με βάση έντεκα θεματικούς στόχους.

Η περίοδος 2014-2020 πανευρωπαϊκά διαθέτει μια καινοτομία. Όλα τα κονδύλια διανέμονται με βάση έντεκα θεματικούς στόχους. Οι στόχοι αυτοί δεν αλλάζουν κάτι βασικό στον τρόπο με τον οποίο διανέμονται τα κονδύλια, αφού αποτελούν απλώς μια παράμετρο στην περιγραφή των έργων. Ωστόσο, θέτουν περιορισμούς στα ποσά που μπορούν να διοχετευθούν για συγκεκριμένους θεματικούς στόχους, καθώς υπάρχουν πλέον τομείς προτεραιότητας. Αυτό συχνά έχει ως αποτέλεσμα έργα στόχων χαμηλής προτεραιότητας, που όμως θεωρούνται αρκετά χρήσιμα (πχ. οι μαρίνες ή οι οδικοί άξονες που δεν συνδέονται με διευρωπαϊκά δίκτυα) να βρίσκονται αντιμέτωπα με περιορισμούς.

Ωστόσο, η ύπαρξη των θεματικών στόχων καθιστά πολύ πιο εύκολο να παρακολουθήσει κάποιος τη μεγάλη εικόνα, κάτι που δεν ήταν ιδιαίτερα εύκολο την προηγούμενη περίοδο, αφού για τον ίδιο σκοπό μπορεί να διατίθονταν χρήματα τόσο από τα τομεακά όσο και από τα περιφερειακά επιχειρησιακά προγράμματα. Με βάση τη σημερινή εικόνα (βλ. παρακάτω πίνακα) ο στόχος για τον οποίο διατίθενται τα περισσότερα χρήματα είναι η "Οικονομία χαμηλών ρύπων", που περιλαμβάνει τόσο τις ενεργειακές υποδομές όσο και τα έργα μεταφορών. Αντίστοιχα ο στόχος που έχουν υπογραφεί περισσότερες συμβάσεις με βάση τον προϋπολογισμό του είναι η "Έρευνα-τεχνολογία και καινοτομία", ενώ εκείνος όπου έχουν γίνει οι περισσότερες πληρωμές, πάλι αναλογικά με τον προϋπολογισμό του, είναι η "Κοινωνική Ένταξη".

 

 

Στα χρόνια της κρίσης, ένα από τα ιδιαίτερα σημαντικά προβλήματα του ΕΣΠΑ ήταν, λόγω των μεγάλων περικοπών στον προϋπολογισμό, η καθίζηση του εθνικού σκέλους του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ). Από τα 2,4 δισεκατομμύρια ευρώ του ελληνικού προϋπολογισμού που ήταν διαθέσιμα το 2009 για συγχρηματοδοτούμενα έργα (συνήθως με αναλογία 70-30%) μέχρι το 2015, την τελευταία χρονιά της προηγούμενης περιόδου, το ποσό αυτό είχε μειωθεί κατά περισσότερο από δυο τρίτα. Μοιραία, καθώς η μεγάλη πλειοψηφία των έργων είναι συγχρηματοδοτούμενα, αυτό μείωνε και το συνολικό διαθέσιμο ποσό και, επιπλέον, σε κάποιο σημείο κατέστησε αδύνατη την ολοκλήρωση κάποιων έργων (το ζήτημα λύθηκε από την Κομισιόν που αποφάσισε χρηματοδότηση 100% των έργων που είχαν αυτό τον κίνδυνο). Πλέον, όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα, το ποσό που διατίθεται για το εθνικό σκέλος του ΠΔΕ αυξάνεται με σταθερό ρυθμό και έχει ξεπεράσει το “ψυχολογικό όριο” του ενός δισεκατομμυρίου. Ωστόσο, απέχει ακόμη σημαντικά από τα προ κρίσης επίπεδα και δεν αποκλείεται το κλείσιμο και της τρέχουσας περιόδου, στο τέλος του 2023, να αντιμετωπίσει αντίστοιχα προβλήματα. 

 

 

Επίσης, αρκετό καιρό πριν από την έναρξη της περιόδου είχε δρομολογηθεί μια μεγάλη αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο θα κατανέμονταν τα κονδύλια του ΕΣΠΑ: Αντί τα τομεακά επιχειρησιακά προγράμματα να διεκδικούνται απευθείας από τους φορείς διαχείρισης ή τις ειδικές υπηρεσίες του υπουργείου που επιβλέπει το κάθε τομεακό πρόγραμμα, τα έργα θα περνούσαν και θα εγκρίνονταν όλα και από το υπουργείο Ανάπτυξης. Η ελπίδα για ένα τέτοιο συγκεντρωτικό σύστημα ήταν ότι θα υπήρχε ένας φορέας (συγκεκριμένα δυο Ειδικές Γραμματείες στο υπουργείο Ανάπτυξης) ο οποίος θα είχε τη συνολική εικόνα, θα μπορούσε να προλάβει αλληλοεπικαλύψεις και με αυτό τον τρόπο η απορρόφηση των χρημάτων θα γινόταν πιο ομαλή. 

Ωστόσο, στην πράξη, οι μέχρι τώρα αντιδράσεις των ανθρώπων της αγοράς είναι ανάμεικτες. Η νέα αυτή δομή αναγκάζει τους φορείς που διεκδικούν χρήματα και έργα από τα τομεακά επιχειρησιακά προγράμματα, να προσθέσουν ακόμη ένα βήμα σε μια διαδικασία που ήταν ήδη αρκετά δαιδαλώδης: την έγκριση από το υπουργείο Ανάπτυξης. Στην περίπτωση δε που υπάρχουν νέα υπουργεία που εμπλέκονται, όπως πχ. το υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής με τα έργα πληροφορικής, οι καθυστερήσεις είναι ακόμη μεγαλύτερες.

Τέλος, σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχει αρχίσει ήδη ο σχεδιασμός της επόμενης προγραμματικής περιόδου 2021-2027. Στην επόμενη περίοδο το βάρος αναμένεται να δοθεί στην απλοποίηση των διαδικασιών, στην καλύτερη προσαρμογή στις ανάγκες κάθε περιφέρειας, στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, στον συνδυασμό πολλών επενδυτικών επιλογών κα εργαλείων, αλλά και στην καλύτερη επικοινωνία των επιτευγμάτων της Πολιτικής Συνοχής.