Αρθρογραφια |

Τα Συστήματα Υγείας Και Η Δημόσια Υγεία: Από Το Χθες Στο Αύριο

Ο Καθηγητής Γιάννης Τούντας, μέσα από μια ιστορική αναδρομή στην εξέλιξη των συστημάτων υγείας, αναλύει τους τρόπους με τους οποίους η πανδημία θα οδηγήσει σε μεγάλες αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο τα κράτη θα αντιμετωπίζουν το κρίσιμο θέμα της δημόσιας υγείας.

Οι δραματικές επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19  στην υγεία, στην οικονομία και στο σύνολο τις κοινωνίας θα οδηγήσουν σε ραγδαίες αλλαγές, σε όλους σχεδόν τους τομείς της δημόσιας ζωής. Αλλαγές θα επέλθουν ασφαλώς και στα συστήματα υγείας διεθνώς, τα οποία όχι μόνο αιφνιδιάστηκαν από τη πανδημία του ιού SARS-CoV-2, αλλά ορισμένα από αυτά, μεταξύ των οποίων και τα πλέον εξελιγμένα, όπως των ΗΠΑ και της Γαλλίας, δεν μπόρεσαν και να αντεπεξέλθουν επαρκώς. Αντίθετα, τα συστήματα υγείας ορισμένων χωρών της Άπω Ανατολής, με διαφορετικές εμπειρίες και προτεραιότητες στα θέματα της υγείας, επέδειξαν μικρότερη αδυναμία.

Η αδυναμία αυτή έχει να κάνει πρωτίστως με τον χαρακτήρα της σύγχρονης ιατρικής επιστήμης, που σφράγισε τη φυσιογνωμία των συστημάτων υγείας, καθώς και με την εξέλιξη του νοσολογικού προτύπου, το οποίο με τη σειρά του επηρέασε τους προσανατολισμούς της ιατρικής και των συστημάτων υγείας.

Τα συστήματα υγείας διαμορφώνονται σε συγκεκριμένο ιστορικό, κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό πλαίσιο. Με το πέρασμα του χρόνου τα συστήματα υγείας εξελίσσονται και αλλάζουν, άλλοτε με μοχλό τις επιλογές του κράτους και της πολιτικής εξουσίας, και άλλοτε κάτω από την επίδραση κοινωνικών διεργασιών και επιστημονικών-τεχνολογικών επιτευγμάτων, στο μέτρο που η ιατρική είναι όχι μόνο θετική αλλά και κοινωνική επιστήμη. Γι' αυτό άλλωστε, σε κάθε εποχή υπάρχουν διαφορετικά συστήματα υγείας, που αντιστοιχούν και στις ιδιαιτερότητες  κάθε χώρας.

H σύγχρονη ιατρική θεμελιώθηκε στην καρτεσιανή μηχανιστική αντίληψη του 17ου αιώνα, η οποία κυριάρχησε στη διαμόρφωση των επιστημών. Η αντίληψη ότι ο ανθρώπινος οργανισμός είναι μια μηχανή και οι γιατροί ως «μηχανουργοί» καλούνται να επισκευάζουν τα χαλασμένα εξαρτήματα, καθώς και ο δυισμός σώματος-ψυχής, ο οποίος υποστηρίχθηκε από τον Καρτέσιο προκειμένου να διευκολύνει την αυτονόμηση της ιατρικής από την Εκκλησία, σφράγισαν μέχρι σήμερα τη φυσιογνωμία της ασκούμενης ιατρικής.

Στην εδραίωση αυτής της αντίληψης συνέβαλε αργότερα το κίνημα του μερκαντιλισμού (εμποροκρατία) και η εκβιομηχάνιση, που προέταξαν τη θεραπεία της αρρώστιας ως μέσο για την προστασία του εργατικού δυναμικού, και συνακόλουθα της παραγωγικής δραστηριότητας. Έτσι, η ιατρική ταυτίστηκε όλο και περισσότερο με τη θεραπεία, διαδικασία που ενισχύθηκε σημαντικά από τα επιτεύγματα της μικροβιολογίας στα τέλη του 19ου αιώνα και της ιατρικής τεχνολογίας κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Τα νοσοκομεία, τα οποία μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα ήταν φιλανθρωπικά ιδρύματα για την περίθαλψη των φτωχών, μετασχηματίστηκαν στη διάρκεια του 20ου αιώνα σε ναούς της θεραπευτικής ιατρικής, προσφέροντας όλο και πιο εξελιγμένη και ακριβή διαγνωστική και θεραπευτική τεχνολογία στο σύνολο πλέον του πληθυσμού. Η αναβάθμιση των νοσοκομείων και τα πολλά νέα και αποτελεσματικά φάρμακα οδήγησαν στην εδραίωση του λεγόμενου βιοϊατρικού μοντέλου, μονοσήμαντα προσανατολισμένου στη θεραπεία.

Η νοσοκομειοκεντρική-θεραπευτική ιατρική ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο από τις αλλαγές που συντελέστηκαν στο νοσολογικό μοντέλο κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Στο μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας, η μεγαλύτερη απειλή για την υγεία ήταν τα λοιμώδη νοσήματα και οι επιδημίες. Οι πρώτοι μόνιμοι οικισμοί κατά τη Νεολιθική εποχή υπήρξαν και οι πρώτες εστίες ανάπτυξης των λοιμωδών νοσημάτων λόγω του μόνιμου ανθρώπινου συγχρωτισμού. Όσο μάλιστα οι οικισμοί εξελίσσονταν σε χωριά και πόλεις με υποβαθμισμένες συνθήκες διαβίωσης και ελλείψεις στη διατροφή, τόσο περισσότερο αυξάνονταν τα λοιμώδη νοσήματα, προκαλώντας συχνά θανατηφόρες επιδημίες.

Εκτός από τον περιώνυμο λοιμό, ο οποίος αποδεκάτισε τους Αθηναίους κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, στην Ευρώπη μετά τον Μεσαίωνα κυριαρχούσε κάθε αιώνα και διαφορετικό λοιμώδες νόσημα. Η λέπρα τον 14ο αιώνα, η πανώλη τον 15ο, η σύφιλη τον 16ο, η ιλαρά τον 17ο και 18ο, η φυματίωση  τον 19ο, η γρίπη αλλά και το AIDS τον 20ο αιώνα. Ορισμένα από αυτά τα νοσήματα, όταν προκαλούσαν επιδημίες, είχαν ιστορικές συνέπειες. Η πανώλη, που ερήμωσε ολόκληρες περιοχές της Ευρώπης κατά τον Μεσαίωνα, κλόνισε τα θεμέλια της φεουδαρχίας. Οι ιώσεις που αποδεκάτισαν τους Ατζέκους λόγω έλλειψης ανοσίας, διευκόλυναν την υποταγή τους στους Ισπανούς. Η πανδημία της γρίπης το 1918, με τους 21 εκατομμύρια νεκρούς, τροφοδότησε κοινωνικές αναταραχές και επιτάχυνε πολιτικές εξελίξεις.

Μια άλλη σημαντική αλλαγή που συντελέστηκε προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι επιδημίες ήταν η σταδιακή ανάπτυξη του κινήματος της δημόσιας υγείας. Σε όλη τη διάρκεια εξέλιξης της ιατρικής στη Δύση, κεντρικό ζήτημα αποτέλεσε η αναζήτηση της αιτιολογίας των λοιμωδών νοσημάτων. Δυο βασικές θεωρίες αναπτύχθηκαν: η μιασματική και η μικροβιακή θεωρία. Μέχρι την ανακάλυψη των μικροβίων από τους Παστέρ και Κοχ στα τέλη του 19ου αιώνα, η μιασματική θεωρία ήταν η πιο αποδεκτή και η πλέον διαδεδομένη. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η οποία είχε τις ρίζες της στην αρχαία Ελλάδα και την Ιπποκράτεια ιατρική, η αιτία των λοιμωδών νοσημάτων είναι τα μιάσματα που προέρχονται από το φυσικό περιβάλλον ως αναθυμιάσεις, άλλοτε της ατμόσφαιρας, άλλοτε της γης, άλλοτε του νερού.

Λόγω της μιασματικής θεωρίας, αλλά και των αυξανόμενων παρατηρήσεων επί των επαναλαμβανόμενων επιδημιών, τα μέτρα που κυρίως εφαρμόστηκαν και που  είχαν κάποια αποτελεσματικότητα ήταν η απομόνωση των νοσούντων, η καραντίνα και η καύση των νεκρών. Η μιασματική θεωρία και τα μέτρα που κατά καιρούς λαμβάνονταν αποτέλεσαν τα θεμέλια οργάνωσης του κινήματος της δημόσιας υγείας με κύρια ευθύνη του κράτους. Το κίνημα αυτό γιγαντώθηκε κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, όταν δημιουργήθηκαν στην Ευρώπη οι πρώτες πανεπιστημιακές σχολές  δημόσιας υγείας. Μάλιστα, η Γερμανία προχώρησε στην ίδρυση «αστυνομίας υγείας» με στόχο τον καλύτερο έλεγχο των επιδημιών και την πιο αποτελεσματική εφαρμογή των εκάστοτε μέτρων για την αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων επιδημιών.

Από τις απαρχές, όμως, του 20ού  αιώνα, το κίνημα της δημόσιας υγείας, με τον περιβαλλοντικό του προσανατολισμό, άρχισε να υποχωρεί εξαιτίας της επικράτησης της μικροβιακής θεωρίας, της ανάπτυξης της νοσοκομειακής ιατρικής και της ραγδαίας μείωσης των λοιμωδών νοσημάτων στον αναπτυγμένο κόσμο. Όμως, η δραστική μείωση των θανάτων από λοιμώδη νοσήματα στα χρόνια από το 1900 μέχρι το 1930, η οποία οδήγησε στον διπλασιασμό του προσδόκιμου ζωής των κατοίκων των αναπτυγμένων χωρών κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, δεν οφειλόταν τόσο στα επιτεύγματα της ιατρικής όσο στη θεαματική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Η τεράστια οικονομική ανάπτυξη της Δύσης, εις βάρος βέβαια του υπόλοιπου κόσμου, εξασφάλισε στους κατοίκους της επαρκή διατροφή, θέρμανση, καθαρό νερό, βελτίωση των συνθηκών εργασίας και κατοικίας. Άλλωστε, τα αντιβιοτικά, που αποτελούν τη βασική θεραπεία κατά των μικροβίων, αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ ο μαζικός εμβολιασμός για την αντιμετώπιση σοβαρών ιογενών λοιμώξεων (πολιομυελίτιδα, ιλαρά, κ.ά.) εφαρμόστηκε στα χρόνια που ακολούθησαν.

Αντίθετα, στις  λιγότερο αναπτυγμένες  χώρες τα λοιμώδη νοσήματα εξακολούθησαν σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα να κυριαρχούν, με εκατομμύρια θύματα, επιβεβαιώνοντας τη διαπίστωση ότι η φτώχια αποτελεί την πρώτη αιτία θανάτων στον κόσμο. Άλλωστε, οι πρόσφατες ιογενείς επιδημίες (COVID-19, SARS, κ.ά.) ξεκίνησαν από την Κίνα, χώρα η οποία, παρά τη θεαματική οικονομική ανάπτυξή της τα τελευταία χρόνια, εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από υποβαθμισμένες συνθήκες εργασίας και κατοικίας για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού.

Η υποχώρηση των λοιμωδών νοσημάτων στη Δύση συνοδεύτηκε από την ανάδειξη ενός νέου νοσολογικού προτύπου, στο οποίο  πρωτεύοντα ρόλο διαδραματίζουν πλέον τα καρδιαγγειακά νοσήματα, οι καρκίνοι, και ορισμένα άλλα νοσήματα φθοράς, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης. Τα νοσήματα αυτά ήταν αιτιολογικά συνυφασμένα με τον σύγχρονο τρόπο ζωής, την εκβιομηχάνιση και την αστικοποίηση, για αυτό και εύστοχα ονομάστηκαν νοσήματα του πολιτισμού μας. Απέναντι στις νέες αυτές απειλές, η θεραπευτική ιατρική αποτέλεσε τη βασική αντιμετώπιση, οπλισμένη με συνεχώς εξελισσόμενη ιατροβιολογική τεχνολογία, η οποία δημιούργησε  προσδοκίες αποτελεσματικής θεραπείας των νόσων αυτών. Οι προσδοκίες, όμως, αυτές διαψεύστηκαν στα μέσα του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα όταν, παρά τα ιατρικά επιτεύγματα και τη ραγδαία αύξηση των δαπανών υγείας, τα οφέλη για την υγεία ήταν οριακά.

Το γεγονός αυτό πυροδότησε τη λεγόμενη κρίση της σύγχρονης ιατρικής, κλονίζοντας την εμπιστοσύνη προς το κυρίαρχο νοσοκομειοκεντρικό μοντέλο. Από τις ρωγμές που δημιούργησε αυτή η αμφισβήτηση άρχισε να προβάλλει ένας διαφορετικός προβληματισμός και να διαμορφώνεται ένα εναλλακτικό βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο. Βασικά χαρακτηριστικά του υπήρξαν η αναγνώριση της πολυπαραγοντικής αιτιολογίας της νόσου, η ανάδειξη του κοινωνικού και φυσικού περιβάλλοντος, καθώς και της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ως βασικών προσδιοριστών της υγείας, η ενίσχυση της σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας, αλλά και η ανάγκη για περισσότερο  ανθρωποκεντρική και λιγότερο τεχνοκρατική άσκηση της ιατρικής.

Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) το 1968 στην περίφημη διακήρυξη της Άλμα Άτα, η οποία σηματοδότησε τη στροφή των συστημάτων υγείας προς στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ), με σύγχρονες αρχές, στόχους, μεθόδους σε τρεις βασικούς τομείς: την εξωνοσοκομειακή περίθαλψη, την πρόληψη και τη φροντίδα. Για την υλοποίηση της νέας αυτής στρατηγικής, τα κράτη ανά την υφήλιο ανέπτυξαν κατά βάση δυο διαφορετικούς δημόσιους θεσμούς. Άλλες χώρες επέλεξαν τα Κέντρα Υγείας, και άλλες τον γενικό-οικογενειακό γιατρό. Οι θεσμοί αυτοί αποτέλεσαν εν συνεχεία τη ραχοκοκαλιά των περισσότερων συστημάτων υγείας διεθνώς.

Μια άλλη σημαντική εξέλιξη στα χρόνια που ακολούθησαν, στο πλαίσιο των νέων αναζητήσεων, ήταν η ανανέωση του ενδιαφέροντος για τη δημόσια  υγεία. Η επιδημία του AIDS, η αναζοπύρωση ορισμένων άλλων  λοιμωδών νοσημάτων που προκάλεσαν οι τοπικοί πόλεμοι, το μεταναστευτικό, οι εστίες νέας φτώχειας σε ανέργους και σε περιθωριοποιημένες ομάδες του αστικού πληθυσμού, αλλά και οι απειλές από την κλιματική αλλαγή και τις φυσικές καταστροφές, έφεραν ξανά στο προσκήνιο την ανάγκη για αναβαθμισμένα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας.

---

Στις απαρχές του 21ου αιώνα οι εξελίξεις αυτές και οι νέες ανάγκες οδήγησαν στη διαμόρφωση του επιστημονικού κινήματος της «νέας δημόσιας υγείας», με πρωτοβουλία ακαδημαϊκών κέντρων του Ηνωμένου Βασιλείου. Εν συνεχεία, ο ΠΟΥ διατύπωσε ένα νέο σύγχρονο πρότυπο δημόσιας υγείας, το οποίο υιοθετήθηκε από σχεδόν όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.

Σύμφωνα με το νέο αυτό πρότυπο, η σύγχρονη δημόσια υγεία περιλαμβάνει τρεις διακριτούς τομείς: την πρόληψη της αρρώστιας, την προστασία της υγείας, την προαγωγή υγείας. Η πρόληψη ταξινομείται σε πρωτογενή (διατροφή, κάπνισμα, άσκηση, ατυχήματα, εμβολιασμοί, κ.ά.), σε δευτερογενή (προσυμτωματικές εξετάσεις, όπως μαστογραφία, παπ-τεστ, κ.ά.), και σε τριτογενή (αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων χρονίων νοσημάτων). Η προστασία της υγείας αφορά την ασφάλεια των τροφίμων, την εργασιακή υγιεινή, την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών και περιβαλλοντικών απειλών, καθώς και την καταπολέμηση των επιδημιών. Η προαγωγή της υγείας επικεντρώνεται, μέσω διατομεακών πολιτικών, στην αναβάθμιση των προσδιοριστών υγείας που σχετίζονται με το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον και την ανθρώπινη συμπεριφορά, καθώς και στη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων στην υγεία.

Οι βασικές αξίες που διέπουν και τους τρεις τομείς της δημόσιας υγείας είναι αυτές της ισότητας, της καθολικής προσβασιμότητας, της βιωσιμότητας, της αλληλεγγύης, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Για την υπηρέτηση των αξιών αυτών απαιτείται η διακυβερνητική συνεργασία στο ανώτερο δυνατό επίπεδο (σε ορισμένες χώρες συμμετέχει στο αρμόδιο όργανο ο ίδιος ο πρωθυπουργός), καθώς και η συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών, με την άμεση και ουσιαστική εμπλοκή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και ευρύτερων επιστημονικών και κοινωνικών εταίρων.

Η Ελλάδα, παρά τη θεσμοθέτηση του ΕΣΥ το 1983, δεν μπόρεσε να ακολουθήσει τις εξελίξεις αυτές. Η ένταξη των Πολυϊατρείων του ΙΚΑ στο ΕΣΥ, που προέβλεπε ο ιδρυτικός νόμος, προκειμένου να αποτελέσουν τα αστικά Κέντρα Υγείας, πραγματοποιήθηκε μόλις προ 6ετίας λόγω μνημονιακών δεσμεύσεων. Διαθέτουμε αναλογικά τους λιγότερους γενικούς γιατρούς από όλες τις χώρες της ΕΕ, δεν λειτουργεί ακόμα ο θεσμός του οικογενειακού ιατρού, το 80% των πρωτοβάθμιων αναγκών υγείας καλύπτονται από τον ιδιωτικό τομέα, και ένας στους τέσσερεις Έλληνες δηλώνει δυσκολία πρόσβασης στις αναγκαίες υγειονομικές υπηρεσίες, κυρίως λόγω κόστους, και δευτερευόντως λόγω μεγάλης αναμονής. Όλα αυτά συμβαίνουν διότι η Ελλάδα δεν διαθέτει ακόμα σύστημα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, αλλά κατακερματισμένη, ανεπαρκή, αναχρονιστική πρωτοβάθμια περίθαλψη, η οποία αδυνατεί να παρέχει οργανωμένα προγράμματα πρόληψης της αρρώστιας, προστασίας της υγείας και προαγωγής υγείας. Χωρίς δηλαδή να μπορεί να επιτελέσει τον σκοπό της, και χωρίς να μπορεί να συμβάλλει αποτελεσματικά στην προάσπιση της δημόσιας υγείας.

Η δημόσια υγεία στη χώρα μας παρουσιάζει ακόμα μεγαλύτερη υστέρηση. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της ΕΕ όπου δεν δίνεται η ειδικότητα της κοινωνικής ιατρικής (και δημόσιας υγείας όπως μετονομάσθηκε πρόσφατα), παρά το γεγονός ότι θεσμοθετήθηκε το 1988 μαζί με τις ειδικότητες της γενικής ιατρικής και της ιατρικής της εργασίας. Πανεπιστημιακή σχολή δημόσιας υγείας λειτούργησε για πρώτη φορά προ ολίγων μηνών, και από τα πέντε δίκτυα προαγωγής υγείας του ΠΟΥ (σε δήμους, νοσοκομεία-υπηρεσίες υγείας, σχολεία, πανεπιστήμια, χώρους εργασίας) λειτουργούν στη χώρα μόνο τα δύο πρώτα -και αυτά χωρίς την υποστήριξη της Πολιτείας. Το ΚΕΕΛ (Κέντρο Ελέγχου Ειδικών Λοιμώξεων), που ιδρύθηκε το 1992, παρά την μετονομασία του σε ΚΕΛΠΝΟ (Κέντρο Ελέγχου Λοιμώξεων και Πρόληψης Νοσημάτων) το 2010 και πρόσφατα σε ΕΟΔΥ ( Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας), συνεχίζει να ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με τα λοιμώδη νοσήματα, γεγονός που δικαιολογείται μόνο για το τελευταίο διάστημα λόγω της επιδημίας.

Οι υφιστάμενες υπηρεσίες δημόσιας υγείας παραδοσιακά λειτουργούσαν στις Νομαρχίες ως αποκεντρωμένες διευθύνσεις του υπουργείου Υγείας, με προϊστάμενο τον Νομίατρο. Το 1994, με την καθιέρωση της νομαρχίας ως δευτεροβάθμιο οργανισμό  Τοπικής Αυτοδιοίκησης, πέρασαν στις νομαρχίες και το 2010 στις εκλεγμένες Περιφέρειες. Οι διαδικασίες αυτές, οι οποίες απέκοψαν τις υπηρεσίες υγείας από την εποπτεία του υπουργείου Υγείας, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, επέτειναν την γραφειοκρατικοποίησή τους και συνακόλουθα την περαιτέρω αποδυνάμωσή τους. Επιπλέον, η έλλειψη κατάλληλα εκπαιδευμένων στελεχών δημόσιας υγείας, οδήγησε συχνά στην τοποθέτηση υπαλλήλων που δεν ήταν γιατροί ή άλλοι επαγγελματίες υγείας.

Τη σημαντική αυτή υστέρηση της χώρας επιχείρησε να αντιμετωπίσει το υπουργείο Υγείας με νομοσχέδιο για τη δημόσια υγεία που δημοσιοποίησε λίγο πριν από την έναρξη της επιδημίας. Το νομοσχέδιο, αν και αποτελούσε θετικό βήμα για την ενίσχυση της δημόσιας υγείας, ήταν αποσμασματικό, ελλιπές και σε αναντιστοιχία με τις θέσεις ΠΟΥ για τη σύγχρονη δημόσια υγεία. Χωρίς αναφορά σε αξίες, χωρίς την αναγνώριση των τριών διακριτών τομέων της πρόληψης, της προστασίας, της προαγωγής υγείας, χωρίς την ουσιαστική εμπλοκή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και ευρύτερων κοινωνικών και επιστημονικών εταίρων, και κυρίως χωρίς τη διασφάλιση της λήψης των κρίσιμων σχετικών αποφάσεων στο ανώτερο δυνατό διακυβερνητικό επίπεδο, το νομοσχέδιο ήταν σαφώς κατώτερο των περιστάσεων.

Τώρα, όμως, η δραματική εμπειρία της πανδημίας θα οδηγήσει σε σημαντικές αλλαγές σε πολλούς τομείς και όχι μόνο στη χώρα μας. Οι περισσότερες από τις αλλαγές αυτές θα αφορούν τα συστήματα υγείας και τον τομέα της δημόσιας υγείας.

Το έλλειμα παγκόσμιων θεσμών διακυβέρνησης σε μια εποχή εντεινόμενης παγκοσμιοποίησης, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα και αποτελεσματικά, ειδικά στον τομέα της υγείας. Η δημόσια υγεία πρέπει να είναι ενιαία και καθολική. Οι απειλές από την κλιματική αλλαγή, τη διατάραξη της διατροφικής αλυσίδας, τη μετανάστευση, την ανεργία, τη φτώχεια, απειλούν την υγεία ολόκληρου του πληθυσμού του πλανήτη.

 Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις νέες προκλήσεις λόγω περιορισμένων αρμοδιοτήτων -κυρίως συμβουλευτικών- και λόγω έλλειψης πόρων. Η ενίσχυσή του θα αποτελέσει μια από τις πρώτες προτεραιότητες την επόμενη μέρα. Διεθνή προτεραιότητα θα αποτελέσει και η ενίσχυση της έρευνας και της εκπαίδευσης στον τομέα των ιογενών λοιμώξεων και γενικότερα της δημόσιας υγείας. Είναι φανερό, πως θα χρειαστούν, επίσης, πολύ πιο ισχυρά συστήματα επιδημιολογικής επιτήρησης, καλύτερη εκπαίδευση του πληθυσμού στα θέματα υγείας και ειδικότερα στα μέτρα πρόληψης, καθώς ανακατανομή των διαθέσιμων πόρων για να πάψει η δημόσια υγεία να αποτελεί το περιθωριοποιημένο παρακλάδι της κοινωνικής πολιτικής.

Για να γίνουν όλα αυτά, εκτός από την ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας, θα χρειαστεί τα κράτη να θέσουν τη δημόσια υγεία στις άμεσες προτεραιότητες της ασκούμενης εθνικής πολιτικής και των δημοσίων δαπανών, δημιουργώντας νέους θεσμούς και υπηρεσίες, και διαμορφώνοντας νέες σχέσεις συνέργειας της δημόσιας υγείας με τα συστήματα υπηρεσιών υγείας, τα οποία θα υποστούν και αυτά σημαντικές αλλαγές.

Τα νοσοκομεία θα ενισχύσουν τον ρόλο τους ως μονάδες περίθαλψης κυρίως για βαρέως πάσχοντες, μεταφέροντας μέρος των παρεχόμενων υπηρεσιών τους στην ΠΦΥ και σε νέες υπηρεσίες ημερήσιας νοσηλείας, νοσηλείας στο σπίτι, μονάδων χρονίων πασχόντων, οίκων τελικού σταδίου. Οι αλλαγές αυτές θα επιταχυνθούν και από τις νέες δυνατότητες που προσφέρει η τηλεϊατρική και ο γενικότερος τομέας της ηλεκτρονικής υγείας. Πολλές ιατρικές υπηρεσίες θα προσφέρονται από το διαδίκτυο, γεγονός ιδιαίτερα χρήσιμο σε περιόδους κοινωνικής απομόνωσης, για τις οποίες δεν ξέρουμε ακόμα για πόσο και κάθε πόσο θα τις έχουμε.

Σε ό,τι αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, σημαντικό πρόβλημα που ανέδειξε η τρέχουσα πανδημία είναι η έλλειψη συντονισμού και, κυρίως, η έλλειψη συνεργασίας μεταξύ των συστημάτων υγείας κάθε χώρας μέλους, αλλά και οι μεγάλες διαφορές από χώρα σε χώρα στα μέτρα που ελήφθησαν. Τα συστήματα υγείας και η πολιτική υγείας έχουν εξαιρεθεί από διαδικασίες ευρωπαϊκού εναρμονισμού, σε αντίθεση με τον τομέα των φαρμάκων. Εάν υπήρχε κάποιος βαθμός εναρμονισμού των συστημάτων υγείας και ευρωπαϊκοί θεσμοί δημόσιας υγείας, εκτός από το υφιστάμενο Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης Νοσημάτων, θα είχαν υπάρξει λιγότερα θύματα από την τωρινή επιδημία.

Ειδικότερα για την Ελλάδα, οι επισημάνσεις και οι προτάσεις της έκθεσης για ένα «Νέο ΕΣΥ» που δημοσιοποίησε προ ολίγων μηνών η διαΝΕΟσις, περιλαμβάνουν τις αναγκαίες αλλαγές που θα πρέπει να πραγματοποιηθούν για ένα σύγχρονο και αποτελεσματικό σύστημα υγείας. Νέα μορφή οργάνωσης και διοίκησης, ενίσχυση της χρηματοδότησης, αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού, σχέσεις συνέργειας του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα υγείας, ανακατανομή και εκσυγχρονισμό των νοσοκομειακών μονάδων, ανάπτυξη της ΠΦΥ και της δημόσιας υγείας.

Σε όλους αυτούς τους τομείς, η υστέρηση της Ελλάδας σε σχέση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, καθιστά πολύ πιο άμεση και αναγκαία την πραγματοποίηση των απαραίτητων διαρθωτικών αλλαγών και την ενίσχυση των δημοσίων δαπανών υγείας. Για τον σκοπό αυτό το νομοσχέδιο για τη δημόσια υγεία θα πρέπει να συζητηθεί εκ νέου για να εξασφαλιστεί η αναβάθμισή του σε όλους τους τομείς, να γίνει άμεσα η έναρξη της ειδικότητας της κοινωνικής ιατρικής-δημόσιας υγείας, και να ετοιμαστούν με τη συμμετοχή της επιστημονικής κοινότητας τα νομοσχέδια για την ΠΦΥ και για την ανασυγκρότηση του ΕΣΥ. Η κρίση που προκαλεί η επιδημία είναι απειλή για το σήμερα αλλά και ευκαιρία για το αύριο.



Ο Γιάννης Τούντας είναι Καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ, Διευθυντής του Κέντρου Μελετών Υπηρεσιών Υγείας και του Ινστιτούτου Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής και μέλος του εποπτικού συμβουλίου της διαΝΕΟσις.