Αρθρογραφια |

Πίσω Από Τα Γραφήματα: Φόβοι, Απειλές Και Αλλαγές Στη Ζωή Εν Μέσω Πανδημίας

Μια προσεκτική ματιά στα ευρήματα της δημοσκόπησης της διαΝΕΟσις για τη ζωή των Ελλήνων το φθινόπωρο του 2020.

Γιατί κάποιοι δηλώνουν ότι αν είχε εγκριθεί εμβόλιο κατά της Covid-19 δεν θα το έκαναν; Τι ανησυχεί τους Έλληνες περισσότερο αυτή την περίοδο και ποιοι είναι εκείνοι που ανησυχούν περισσότερο από τους υπόλοιπους; Γιατί οι γυναίκες φαίνεται να έχουν περισσότερα αρνητικά συναισθήματα από τους άνδρες; Κάποιος μπορεί να πάρει μια αίσθηση για τις απαντήσεις στις παραπάνω ερωτήσεις, και σε ακόμη περισσότερες, διαβάζοντας προσεκτικά την έρευνα κοινής γνώμης που πραγματοποίησε η Metron Analysis για τη διαΝΕΟσις σχετικά με τη ζωή των Ελλήνων μετά από επτά μήνες πανδημίας.

Το κλισέ θέλει τις δημοσκοπήσεις να είναι "μια φωτογραφία της στιγμής" και πράγματι τα συμπεράσματα που τις συνοδεύουν συνδέονται συνήθως με τον τόπο και με τον χρόνο στον οποίο έχουν πραγματοποιηθεί. Ωστόσο, ακόμη και μια φωτογραφία της στιγμής αξίζει τον κόπο να την παρατηρήσει κάποιος πιο προσεκτικά. Όχι φυσικά, έχοντας σκοπό να βρει ακλόνητες απαντήσεις σε μεγάλα ερωτήματα, αλλά για να παρατηρήσει τις λεπτομέρειες που δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά στα βασικά αποτελέσματα. 

Παρακάτω ακολουθεί ακριβώς μια τέτοια απόπειρα να διαβαστεί πιο προσεκτικά η φωτογραφία μιας τόσο κρίσιμης στιγμής, όπως είναι εκείνη που καταγράφει η έρευνα της διαΝΕΟσις. Διασταυρώνοντας τις απαντήσεις ομάδων ερωτώμενων σε διαφορετικές ερωτήσεις, μπορεί κάποιος να ανακαλύψει χρήσιμα σημεία για το πώς οι Έλληνες αντιδρούν σε αυτή την τόσο παράξενη και ξαφνική αλλαγή της καθημερινής ζωής τους

Ποιοι δεν θα κάνουν το εμβόλιο

Είναι πλέον κοινός τόπος ότι το σημείο καμπής για την εξέλιξη της πανδημίας παγκοσμίως θα έρθει με την έγκριση και τη διάθεση ενός αποτελεσματικού και ασφαλούς εμβολίου. Οι μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες, συχνά σε συνεργασία με πανεπιστήμια ανά τον κόσμο, εργάζονται με πρωτόγνωρο ρυθμό προς αυτή την κατεύθυνση. Χώρες και διεθνείς οργανισμοί, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, έχουν προ-δεσμεύσει εκατοντάδες εκατομμύρια δόσεις από τα εμβόλια που ενδέχεται να εγκριθούν. Όμως ποιοι θα εμβολιαστούν με το όποιο εμβόλιο βρεθεί τελικά; 

Ένα από τα ευρήματα της έρευνας της διαΝΕΟσις που έλαβαν μεγάλη δημοσιότητα ήταν το μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων που δηλώνουν ότι αν υπήρχε ένα εγκεκριμένο από τις αρμόδιες αρχές εμβόλιο, εκείνοι δεν θα το έκαναν. Το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 41,9%, περισσότεροι από 2 στους 5, δηλαδή, και αν κάποιος κάνει, σαν άσκηση, την αναγωγή στον γενικό πληθυσμό, περίπου 4,6 εκατομμύρια Έλληνες. 

Ποιοι είναι όμως αυτοί οι άνθρωποι; Πρόκειται για αρνητές του κορωνοϊού που πιστεύουν τις σχετικές θεωρίες συνωμοσίας; Μήπως είναι αντιεμβολιαστές που απορρίπτουν συνολικά όλα τα εμβόλια; Πρόκειται για πολίτες που δεν έχουν αρκετή εμπιστοσύνη στις αρμόδιες αρχές, ελληνικές και ευρωπαϊκές, ότι θα εγκρίνουν ένα απολύτως ασφαλές εμβόλιο; Πρόκειται για κάποιους που είναι δύσπιστοι απέναντι στη δυνατότητα της επιστήμης να παράξει ένα τέτοιο εμβόλιο σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα; Τέλος, θεωρούν άραγε ότι οι ίδιοι δεν κινδυνεύουν να νοσήσουν και γι’ αυτό, επομένως, δεν χρειάζονται το εμβόλιο;

Προσπαθώντας κάποιος να ξετυλίξει το κουβάρι των παραπάνω πιθανών ερμηνειών αυτού του αποτελέσματος (και άλλων που πιθανόν ακόμη αγνοούμε) έχει νόημα να "ακολουθήσει" εκείνους που απαντούν ότι δεν θα έκαναν το εμβόλιο και στις υπόλοιπες ερωτήσεις της ίδιας έρευνας. Με αυτό τον τρόπο φαίνεται καλύτερα το τι πιστεύουν για μια σειρά από άλλα θέματα που σχετίζονται με την πανδημία και με τη ζωή τους σε αυτό το αβέβαιο πλαίσιο, και ίσως διακρίνονται και κάποιες απαντήσεις στις παραπάνω ερωτήσεις.

Αν, πάντως, εκείνοι που δηλώνουν ότι δεν θα εμβολιάζονταν πιστεύουν σε θεωρίες συνομωσίας είναι ίσως λιγότερο πιθανό να τις έχουν ακούσει από την τηλεόραση: εκείνοι που δεν θα έκαναν το εμβόλιο δηλώνουν κατά 14,5 μονάδες λιγότερο την τηλεόραση ως την κύρια πηγή ενημέρωσής τους για την πανδημία (45,3% έναντι 30,8% εκείνων που θα έκαναν το εμβόλιο). Σχεδόν όλη τη χαμένη εμπιστοσύνη στην τηλεόραση την καρπώνονται οι ιστοσελίδες (+7,6 μονάδες) και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (+5,3), όπου πράγματι κατά καιρούς διαδίδονται πολλές αμφιβόλου εγκυρότητας θεωρίες.

Από τη σκοπιά της εμπιστοσύνης που έχουν όσοι δεν θα έκαναν το εμβόλιο στους θεσμούς που εμπλέκονται στην έγκριση και στη διανομή ενός πιθανού εμβολίου, η εικόνα είναι επίσης δεινή, συγκριτικά με όσους δηλώνουν ότι θα έκαναν το εμβόλιο. Εκείνοι που δεν θα το έκαναν εμπιστεύονται κατά 17,1 ποσοστιαίες μονάδες λιγότερο το κράτος πρόνοιας και κατά 20,1 ποσοστιαίες μονάδες λιγότερο την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η εμπιστοσύνη τους προς τους επιστήμονες και τους τεχνοκράτες, παρότι είναι σε υπολογίσιμο επίπεδο (48,1%), συγκριτικά με των υπόλοιπων καταρρέει κατά 31,8 ποσοστιαίες μονάδες. 

Τέλος, μένει η προσωπική εμπειρία τους. Πόσο πιστεύουν ότι κινδυνεύουν από τον κορωνοϊό και πόσο έχει επηρεάσει τη ζωή τους; Αρχικά, θεωρούν ότι κινδυνεύουν, μέτρια έως πολύ, από τον κορωνοϊό σε ποσοστό 52,7%. Παρότι το ποσοστό είναι σημαντικό, υπολείπεται κατά 19,6 ποσοστιαίες μονάδες του ποσοστού των υπολοίπων που δηλώνουν το ίδιο. Εκείνοι που δεν θα έκαναν το εμβόλιο είναι επίσης λιγότερο πιθανό (κατά 14,5) να δηλώνουν ότι ανήκουν στις ευάλωτες ομάδες - το πιστεύουν 18,6% συνολικά. Είναι όμως επίσης λιγότερο πιθανό, κατά 8,4 ποσοστιαίες μονάδες συγκριτικά με τους υπόλοιπους, να (απαντούν ότι) γνωρίζουν κάποιον που νόσησε. 

Είναι αλήθεια λιγότερο εξοικειωμένοι με τον ιό επειδή έχουν έχουν σε μικρότερο βαθμό προσωπικές εμπειρίες από την πανδημία; Η ίδια υπόθεση μοιάζει να ενισχύεται και από τις απαντήσεις τους στις ερωτήσεις για το πόσο έχουν προσαρμόσει τη συμπεριφορά τους στον καιρό της πανδημίας. Αντιμέτωποι με μια σειρά ερωτήσεων γύρω από συμπεριφορές που θεωρείται ότι εμπεριέχουν κάποιο ρίσκο διασποράς του ιού, απαντούν σε κάθε περίπτωση ότι δεν τις έχουν ελαττώσει, όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα. Η πλειοψηφία όσων δεν θα έκαναν το εμβόλιο χρησιμοποιεί το ίδιο με πριν τα μέσα μεταφοράς και το ταξί, ενώ επίσης συναντά φίλους και συγγενείς με την ίδια συχνότητα. Ταξιδεύει, βγαίνει σε εστιατόρια και μπαρ και πηγαίνει σε γάμους "το ίδιο με πριν" σε μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με τους υπολοίπους.

Η εποχή της ανησυχίας

Το ξέσπασμα της πανδημίας τον χειμώνα και την άνοιξη βρήκε την Ελλάδα σε μια φάση που είχε ήδη σημαντικά προβλήματα: οι εντάσεις με την Τουρκία αυξάνονταν, η οικονομία πάλευε να ξεπεράσει τη δεκαετή κρίση, ενώ ευρύτερα προβλήματα όπως το δημογραφικό και η κλιματική αλλαγή απασχολούσαν συχνά τον δημόσιο διάλογο.

Η έρευνα, με την τέταρτη ερώτησή της, ζητάει από τους ερωτώμενους να βαθμολογήσουν έξι "απειλές" ως προς τη σοβαρότητά τους, σε μία κλίμακα το 0 μέχρι το 10. Οι Έλληνες τις θεωρούν όλες ανεξαιρέτως -την πανδημία, τα ελληνοτουρκικά, την οικονομία, το δημογραφικό, την κλιματική αλλαγή και το προσφυγικό - πολύ σοβαρές: Οι μέσοι όροι των βαθμών των ερωτώμενων κινούνται από 7,3 έως 8,1 και οι διάμεσες τιμές είναι για όλες 8, εκτός από το προσφυγικό που είναι 9. Ωστόσο, εκείνο που είναι αρκετά εντυπωσιακό είναι ότι ο ακραίος βαθμός 10 συγκεντρώνει σε κάθε "απειλή" το μεγαλύτερο μέρος των απαντήσεων (από 24,3% στο δημογραφικό έως 43,7% στο μεταναστευτικό) σε σχέση με τους υπόλοιπους βαθμούς. Οι Έλληνες φαίνεται να ανησυχούν πολύ, και για πολλά θέματα. 

Περίπου ένας στους τρεις, το 31,4%, βαθμολογεί με 10 την πανδημία ως απειλή. Μάλιστα η πανδημία δεν αποτελεί απειλή για το μακρινό μέλλον, αλλά αφορά το παρόν και είναι αρκετά πιο επείγουσα σε σχέση με άλλες απειλές της ίδιας λίστας. Πώς όμως αντιδρούν συγκεκριμένα σε αυτή την απειλή; Περίπου 3 στους 4, το 73,9%, απαντούν ότι έχει αλλάξει η καθημερινή ζωή τους από αρκετά έως πολύ εξαιτίας της πανδημίας. Αμέσως μετά, οι περισσότεροι από αυτούς που λένε ότι η πανδημία ανέτρεψε την καθημερινότητά τους, δηλώνουν ότι έχουν χειρότερη διάθεση, ότι έχουν διαφορετικές σχέσεις με τους φίλους τους, ότι δουλεύουν διαφορετικά, ότι το 2020 ήταν πιο προσεκτικοί στις διακοπές τους και μάλιστα πέρασαν χειρότερα από ό,τι συνήθως. 

Εύθραυστη ψυχολογία

Οι συστάσεις για αλλαγή συνηθειών, τα απαραίτητα υποχρεωτικά μέτρα, η ανάγκη να είμαστε συνεχώς προσεκτικοί, αλλά και η συνεχής έκθεση σε αγχωτικές ειδήσεις μοιάζουν να επηρεάζουν σημαντικά την ψυχολογία μας. Στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, φαίνεται ότι το 82% όλων των ερωτώμενων, σε τουλάχιστον μία από τις δύο φορές που ρωτήθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας, θεωρούν ότι τους διακατέχει πιο έντονα κάποιο αρνητικό συναίσθημα: είτε αυτό είναι η αβεβαιότητα, η ανασφάλεια, το άγχος, η απογοήτευση, ο φόβος, ο θυμός ή η ντροπή. Αν περιορίσουμε το βλέμμα σε εκείνους που απάντησαν και στις δυο ερωτήσεις, τότε το ποσοστό εκείνων που απάντησαν τουλάχιστον ένα αρνητικό συναίσθημα προσεγγίζει το 90%.

Η εικόνα γίνεται πιο ευκρινής αν κάποιος εστιάσει σε εκείνους που απάντησαν και στις δυο ερωτήσεις από ένα αρνητικό συναίσθημα, δηλαδή σε εκείνους που πχ. απάντησαν ότι τους διακατέχει ανασφάλεια και αμέσως μετά απάντησαν ότι αισθάνονται και απογοήτευση. Εκείνοι που απάντησαν δυο διαδοχικά αρνητικά συναισθήματα είναι αισθητά λιγότεροι, αλλά σταθερά περισσότεροι από τους μισούς, το 64,4% του συνόλου. Όμως υπάρχει επίσης μια σημαντική ανισσοροπία γύρω από το ίδιο ποσοστό: Φαίνεται ότι οι γυναίκες είναι αρκετά πιο πιθανό να έχουν δηλώσει δυο αρνητικά συναισθήματα στις δυο διαδοχικές σχετικές ερωτήσεις. Ενώ το σχετικό ποσοστό για τους άνδρες του δείγματος είναι στο 57,3%, για τις γυναίκες είναι κατά 13,3 ποσοστιαίες μονάδες αυξημένο, στο 70,6%. Γιατί αλήθεια οι γυναίκες φαίνεται να διακατέχονται σε μεγαλύτερο βαθμό από αρνητικά συναισθήματα, σε σχέση με τους άνδρες; Είναι μια ενδιαφέρουσα ανισότητα, που αξίζει να μελετηθεί πιο αναλυτικά στο μέλλον.

Ένας ακόμη τρόπος κάποιος να ανακαλύψει ενδιαφέρουσες συσχετίσεις είναι αν εκ νέου "σπάσει" ολόκληρο το δείγμα στα δύο -αυτή τη φορά με βάση το τι απαντούν οι ερωτώμενοι σε σχέση με την ψυχολογική διάθεσή τους συγκριτικά με πριν από την πανδημία. Το 55,4% απαντάει ότι έχει χειρότερη ψυχολογική διάθεση σε σχέση με πριν από την πανδημία, ενώ το 44,4% αισθάνεται το ίδιο καλά. Πράγματι, ακολουθώντας τις δυο ομάδες ανακαλύπτει κάποιος ότι εκείνοι με χειρότερη ψυχολογία είναι πιο πιθανό να ενημερώνονται από την τηλεόραση (+13,6 ποσοστιαίες μονάδες), να διασκεδάζουν λιγότερο σε μπαρ (+7), να τρώνε λιγότερο σε εστιατόρια και ταβέρνες (+13,3) και να πηγαίνουν σε γάμους κλπ. (+13,9), και να αισθάνονται λιγότερο παραγωγικοί στη δουλειά τους (+15,8). 

Εκεί όμως που η απόσταση μεταξύ των δύο ομάδων μακραίνει περισσότερο είναι στις ερωτήσεις που έχουν σχέση με την ανθρώπινη επαφή με τους άλλους: εκείνοι με χειρότερη διάθεση απαντούν σε μεγαλύτερο ποσοστό ότι συναντούν λιγότερο συχνά τους φίλους τους (+27) και ότι οι σχέσεις τους με φίλους και γνωστούς έχουν αλλάξει στην πανδημία (+34,6). Επίσης είναι πολύ πιο πιθανό να δηλώνουν ότι η ζωή τους "έχει αλλάξει πάρα πολύ εξαιτίας της πανδημίας" (+28,7) και ότι πέρασαν χειρότερα στις διακοπές τους φέτος.  

 

Ευρωπαϊκή Ένωση και πανδημία

Η άφιξη του SARS-CoV-2 στην Ευρώπη στα τέλη του χειμώνα βρήκε την ΕΕ απροετοίμαστη, όπως και τον υπόλοιπο κόσμο. Οι δραματικές εικόνες της άνοιξης από την Ιταλία έθρεψαν ένα κλίμα αντιευρωπαϊσμού, καθώς πολλοί αντιλήφθηκαν την κοινή ευρωπαϊκή αντίδραση ως καθυστερημένη και ανεπαρκή. 

Αυτό ακριβώς το κλίμα αποτυπώθηκε και στην Ελλάδα. Στο πρώτο κύμα της έρευνας της διαΝΕΟσις τον Απρίλιο η εμπιστοσύνη στην Ευρωπαϊκή Ένωση είχε πέσει στο 27,3%, δηλαδή 14,8 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από το επίπεδο που βρισκόταν τον Ιανουάριο του 2018. Από τότε μεσολάβησαν το τολμηρό βήμα της ίδρυσης του Ταμείου Ανάκαμψης ύψους 750 δισεκατομμυρίων ευρώ, οι συμφωνίες για προμήθειες εμβολίων, η ενίσχυση των συστημάτων υγείας από τον ESM και κάποιες κοινές προμήθειες προστατευτικού υλικού, όσο αυτό ήταν σε έλλειψη. Πλέον, στη μέτρηση του Σεπτεμβρίου, η εμπιστοσύνη φαίνεται να επιστρέφει στα ίδια επίπεδα, στο 37,9%.

Ήταν όμως η αύξηση αντίστοιχα θεαματική και στις κατηγορίες εκείνες των ερωτώμενων στους οποίους χάθηκε το περισσότερο έδαφος από τον Ιανουάριο του 2018 μέχρι τον Απρίλιο του 2020; Αξίζει να σταθεί κάποιος λίγο περισσότερο στις ηλικίες, στο μορφωτικό επίπεδο και στα επαγγέλματα που είχαν τη χαμηλότερη εμπιστοσύνη στην ΕΕ τον Απρίλιο και στο πώς αυτή άλλαξε μέχρι τον Σεπτέμβριο. Ενδεικτικά, η εμπιστοσύνη των δημοσίων υπαλλήλων στην ΕΕ από 18,5% τον Απρίλιο έφτασε το 41,8% στα τέλη Σεπτεμβρίου, των ελεύθερων επαγγελματιών-τεχνίτων από 8,7% σε 26,1% και των αγροτών από 12,2% σε 28,9%. Ωστόσο υπήρξαν μεταβολές που δεν ήταν τόσο θεαματικές: η εμπιστοσύνη των Ελλήνων ηλικίας 55 έως 64 ετών αυξήθηκε από 20,2 σε 28,4% και των απόφοιτων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης από 19,8% σε 24%. Επιπλέον, σε καμία από τις παραπάνω κατηγορίες, το ποσοστό του Σεπτεμβρίου δεν ξεπέρασε το ποσοστό του 2018.