Photography: Franck Michel | Flickr
Αρθρογραφια |

Ανατομία Μιας Ενεργειακής Κρίσης

Ο Νίκος Τσάφος αναλύει τους λόγους για τους οποίους η ενεργειακή κρίση που πέρασε (και περνάει) η Ευρώπη δεν είναι μια κρίση της πράσινης ενέργειας ή της ενεργειακής μετάβασης, αλλά μια κρίση φυσικού αερίου.

Την ενεργειακή κρίση του 2021 την είδε ο καθένας όπως ήθελε: ως την πρώτη ενεργειακή κρίση της πράσινης εποχής, ως μια εκδίκηση των υδρογονανθράκων, ως προϊόν πολιτικών αστοχιών της Ευρώπης, ως ένα γεωπολιτικό παιχνίδι μεταξύ Αμερικής, Ευρώπης και Ρωσίας, ή, απλά, ως μια ακόμα κρίση των ορυκτών καυσίμων. Δηλαδή είτε η κρίση είναι απομεινάρι μιας παλιάς εποχής, είτε είναι οιωνός για το μέλλον.

Στην πραγματικότητα, η ενεργειακή κρίση που πέρασε (και περνάει) η Ευρώπη δεν είναι τίποτα από όλα αυτά. Είναι κατά κόρον μια κρίση φυσικού αέριου και όχι κρίση της πράσινης ενέργειας ή της ενεργειακής μετάβασης. Θίγει, βέβαια, αρκετά προβλήματα της σημερινής αγοράς που θα χρειαστούν πολιτικές παρεμβάσεις για να αντιμετωπιστούν. Αλλά πάνω απ' όλα η κρίση μάς θυμίζει ότι το ενεργειακό σύστημα χρειάζεται συνεχή θωράκιση, κάτι που θα ισχύει είτε βασίζεται η Ευρώπη στα ορυκτά καύσιμα, είτε σε πηγές χαμηλών ρύπων.

Μια κρίση φυσικού αερίου

Αν και μιλάμε συχνά για μια "ενεργειακή" κρίση, στην πραγματικότητα είναι μια κρίση φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Η τιμή του πετρελαίου, για παράδειγμα, ανέβηκε μέσα στο 2021, αλλά υποχώρησε γρήγορα από τα ύψη στα οποία έφτασε τον Οκτώβριο, και ποτέ δεν άγγιξε τα επίπεδα στα οποία βρισκόταν την περίοδο 2011 με 2014 (τότε ήταν πάνω από $100 το βαρέλι). Η τιμή του φυσικού αερίου στην Αμερική ανέβηκε και αυτή, αλλά επίσης προσωρινά, και πάλι σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα από τα ύψη της περασμένης δεκαπενταετίας.

Η τιμή του φυσικού αερίου στην Ευρώπη, αντίθετα, εκτινάχθηκε σε νούμερα πρωτόγνωρα. Έως το 2020, η υψηλότερη τιμή που είχε καταγραφεί στην αγορά TTF της Ολλανδίας, που είναι τιμή αναφοράς για την Ευρώπη, ήταν €35 η μεγαβατώρα (τον Οκτώβριο του 2008). Στο τέλος του Ιούλιου του 2021, όμως η τιμή είχε φτάσει ήδη τα €40, στο τέλος Αύγουστου τα €50, ενώ τον Σεπτέμβριο άγγιξε τα €90. Έκτοτε η τιμή έχει σταθεροποιηθεί, αν και έφτασε τα €181 στις 21 Δεκεμβρίου —19 φορές υψηλότερη από τη μέση τιμή του 2020. Από τον Ιούνιο του 2021, δηλαδή, η τιμή του φυσικού αερίου στην Ευρώπη σπάει καθημερινά ρεκόρ, κάτι που δεν συμβαίνει σε άλλες αγορές.

Η αύξηση των τιμών, δε, είναι ανήκουστη. Κατά την πρώτη πετρελαϊκή κρίση, το 1973, η τιμή του πετρελαίου σχεδόν πενταπλασιάστηκε σε λίγους μήνες (έκτοτε υποχώρησε και στο δωδεκάμηνο η αύξηση ήταν περίπου τετραπλάσια). Στη δεύτερη πετρελαϊκή κρίση, που ξεκίνησε με την επανάσταση στο Ιράν το 1978 και επιδεινώθηκε με τον πόλεμο Ιράν-Ιράκ, οι τιμές πετρελαίου σχεδόν τριπλασιαστήκαν σε λίγους μήνες. Αν πάρουμε και τις δύο κρίσεις μαζί, η τιμή του πετρελαίου δεκατετραπλασιάστηκε σε έξι χρόνια περίπου. Άρα το φυσικό αέριο στην Ευρώπη αυξήθηκε μέσα σε λίγους μήνες, έστω και προσωρινά, περισσότερο απ’ όσο είχε ανέβει το πετρέλαιο μετά από δυο γιγάντιες κρίσεις.

Οι διακυμάνσεις της τιμής του φυσικού αερίου έχουν επηρεάσει και τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας, που καταγράφουν επίσης ρεκόρ. Στην αύξηση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας έχει συμβάλει και η αύξηση των τιμών για την εκπομπή ρύπων του διοξειδίου του άνθρακα, αλλά η επίδρασή τους στις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας είναι περιορισμένη σε σχέση με την επίδραση της ανατίμησης του φυσικού αερίου.

Η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη ορίζεται από το πιο ακριβό καύσιμο που παρέχει την τελευταία, οριακή μεγαβατώρα, αποτέλεσμα μιας καθημερινής δημοπρασίας που εξισορροπεί την προσφορά και τη ζήτηση. Αν σε μια αγορά, για παράδειγμα, το 90 τοις εκατό της ηλεκτροπαραγωγής προέρχεται από τον άνθρακα, ενώ το 10 τοις εκατό παράγεται από το αέριο, η τιμή θα ανέβει στο επίπεδο του αερίου γιατί αυτό χρειάζεται για να καλύψει τη ζήτηση. Έτσι, οι τιμές αερίου έχουν ανεβάσει τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας ακόμα και σε αγορές όπως η Γαλλία, που βασίζεται κυρίως στην πυρηνική ενέργεια, με ένα πολύ μικρό μερίδιο για το αέριο.

Γιατί δεν έχει η Ευρώπη αρκετό αέριο;

Το πιο σημαντικό νούμερο στη σημερινή αγορά αερίου, το νούμερο που κινεί αγορές, και το κλειδί που εξηγεί την τρομακτική αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου στην Ευρώπη, είναι το ποσοστό των αποθεμάτων που έχει η Ευρώπη στις αποθήκες της. Ο λόγος είναι απλός: καταναλώνουμε περισσότερο φυσικό αέριο τον χειμώνα για να καλύψουμε τις ανάγκες θέρμανσης, και αντλούμε αυτό το αέριο από δεξαμενές που γεμίζουμε την άνοιξη και το καλοκαίρι. Αν η Ευρώπη δεν έχει αποθηκεύσει αρκετό αέριο στην αρχή τις σεζόν, τον Οκτώβριο υπάρχει φόβος ότι δεν θα επαρκέσει το αέριο μέχρι τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο, όταν ζεσταίνει ο καιρός και η ζήτηση πέφτει.

Η αύξηση των τιμών φυσικού αερίου, δηλαδή, δεν αντικατοπτρίζει μια ανεπάρκεια να καλυφθούν οι ανάγκες της αγοράς σήμερα. Αυτό που καταγράφουν οι τιμές είναι ο φόβος ότι ένας κρύος χειμώνας θα απορροφήσει τα υπάρχοντα αποθέματα και κάποια στιγμή μέσα στον χειμώνα (τον Φεβρουάριο, τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο) θα μείνει η Ευρώπη χωρίς αέριο. Τα τελευταία δέκα χρόνια, την 1η Οκτωβρίου, όταν ξεκινάει η σεζόν, οι αποθήκες της Ευρώπης ήταν συνήθως γεμάτες κατά 81% με 97%. Το 2021, ήταν μόλις 75%. Άρα το κύριο ερώτημα είναι: γιατί οι αποθήκες της Ευρώπης δεν γέμισαν το καλοκαίρι ως είθισται;

Υπόγειες αποθήκες έχουν οι περισσότερες χώρες της Ευρώπης, αλλά το 76% του αποθηκευτικού χώρου βρίσκεται σε έξι χώρες: τη Γερμανία, την Ιταλία, την Ολλανδία, τη Γαλλία, την Αυστρία και την Τσεχία. Οι αποθήκες ανήκουν είτε σε εταιρείες που εμπορεύονται αέριο, είτε σε εταιρείες υποδομών, που νοικιάζουν τον χώρο αποθήκευσης στους εμπόρους. Αυτό που συνέβη το 2021 είναι ότι η ρωσική εταιρεία Gazprom, που έχει αποκτήσει ένα χαρτοφυλάκιο αποθηκών στην Κεντρική Ευρώπη, δεν γέμισε τις αποθήκες που της ανήκουν.

Το γιατί δεν γέμισαν οι αποθήκες της Gazprom είναι δύσκολο να το απαντήσουμε. Η ρωσική παραγωγή, πάντως, το 2021 ανέβηκε σε σχέση με το 2020, άρα το πρόβλημα δεν ήταν η έλλειψη αερίου. Η πιο λογική εκτίμηση είναι ότι επικεντρώθηκε στο να γεμίσει τις αποθήκες στη Ρωσία, ώστε να καλύψει τις ανάγκες της ρωσικής αγοράς, ειδικά μετά τον βαρύ χειμώνα του 2020 κατά τον οποίο η εταιρεία άντλησε ποσότητες-ρεκόρ για να καλύψει τη ζήτηση στη χώρα. Η εταιρεία ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις της για τα μακροχρόνια συμβόλαια προμήθειας, απλά δεν γέμισε τις αποθήκες που έχει μέσα στην Ευρώπη (Οι αποθήκες διευκολύνουν την παράδοση αερίου τον χειμώνα αλλά η εταιρεία δεν έχει καμία υποχρέωση να τις γεμίσει. Η μόνη υποχρέωση που έχει είναι να παραδώσει αέριο. Αυτό μπορεί να το εξάγει κατευθείαν από τη Ρωσία, είτε να το παραδώσει από μια αποθήκη).

Αν αυτή η στρατηγική ήταν σκόπιμη ή όχι δεν μπορούμε να το ξέρουμε. Πάντως η Gazprom και το ρωσικό κράτος δεν είχαν μια κοινή γραμμή για το τι ακριβώς συμβαίνει. Τη μία μέρα οι Ρώσοι έλεγαν ότι φταίει η Ευρώπη επειδή απελευθέρωσε την αγορά αερίου και αποθαρρύνει τα μακροπρόθεσμα συμβόλαια (που αρέσουν στους Ρώσους γιατί προσφέρουν μια σιγουριά ζήτησης σε βάθος χρόνου). Άλλες μέρες οι Ρώσοι έλεγαν ότι οι εξαγωγές θα αυξηθούν όταν γεμίσουν οι αποθήκες στη Ρωσία (δεν αυξήθηκαν), ενώ κατά καιρούς υπογράμμιζαν ότι θα προσφέρουν περισσότερο αέριο αν η Ευρώπη εγκρίνει την έναρξη του αγωγού Nord Stream 2 που συνδέει τη Ρωσία κατευθείαν με τη Γερμανία.

Αυτό που διαφαίνεται είναι ότι η κρίση ξεκίνησε πάνω-κάτω ακούσια, απόρροια μιας λογικής κίνησης των Ρώσων να γεμίσουν πρώτα τις δικές τους αποθήκες πριν έρθει ο χειμώνας. Αλλά με τον καιρό, οι αγορές άρχισαν να φοβούνται και να ανεβάζουν τις τιμές σε αδικαιολόγητα επίπεδα. Και μέσα στον πανικό, οι Ρώσοι αντί να προσφέρουν περισσότερο αέριο για να ηρεμήσουν την αγορά, άρχισαν να παίζουν παιχνίδια ως απώτερο σκοπό, ίσως, να θυμίσουν στην Ευρώπη τον βαθμό της εξάρτησής της από το ρωσικό αέριο.

Υπάρχει βέβαια και ένα τελευταίο ερώτημα: γιατί δεν εισήγαγε αέριο η Ευρώπη από άλλες πηγές για να αντισταθμίσει την ανεπάρκεια του ρωσικού αερίου; Από τον Ιανουάριο έως τον Σεπτέμβριο του 2021, η Ρωσία παρείχε το 43% των εισαγωγών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Νορβηγία το 23% και η Αλγερία το 11%, με μικρότερα ποσοστά να έρχονται από τη Λιβύη και το Αζερμπαϊτζάν. Το υπόλοιπο 20% ήταν αέριο σε υγροποιημένη μορφή (LNG) που μεταφέρεται με πλοία σε αποστάσεις στις οποίες οι αγωγοί δεν είναι ανταγωνιστικοί. Οι βασικοί προμηθευτές της Ευρώπης με LNG είναι η Ηνωμένες Πολιτείες, το Κατάρ, η Ρωσία, η Αλγερία, και η Νιγηρία.

Από τους προμηθευτές μέσω αγωγών, η Νορβηγία εξήγαγε ποσότητα ρεκόρ το 2021, και δεν μπορούσε να δώσει παραπάνω. Οι άλλοι προμηθευτές ήταν επίσης στα όριά τους. Η μόνη εναλλακτική επιλογή για την Ευρώπη ήταν το LNG. Αλλά για το LNG, η Ευρώπη ανταγωνίζεται με την Ασία, τη Μέση Ανατολή και τη Νότια Αμερική. Το 2021 η ζήτηση στην Κίνα αυξήθηκε αρκετά, κάτι που σχετίζεται και με τις πιέσεις στην αγορά άνθρακα. Η υδροηλεκτρική παραγωγή στη Βραζιλία επηρεάστηκε από την ξηρασία, απόρροια ίσως της κλιματικής αλλαγής, που οδήγησε σε μια μεγάλη αύξηση στις εισαγωγές LNG στη χώρα. Η παραγωγή έπεσε απρόσμενα σε μερικές χώρες, μειώνοντας τις συνολικές ποσότητες που ήταν διαθέσιμες για την αγορά. Μέσα σε αυτές τις συγκυρίες, η Ευρώπη δεν μπόρεσε να αντικαταστήσει το ρωσικό αέριο με LNG, και όδευσε προς τον χειμώνα χωρίς επαρκή αποθέματα.

Δεν είναι κρίση ενεργειακής μετάβασης

Το ότι η κρίση χαρακτηρίστηκε ως μια κρίση της ενεργειακής μετάβασης οφείλεται εν μέρει σε πολιτικές σκοπιμότητες, και εν μέρει σε κάποια δεδομένα που, χωρίς το σωστό πλαίσιο, είναι εύκολο να παρερμηνευθούν. Η αύξηση στην τιμή των ρύπων του διοξειδίου του άνθρακα, για παράδειγμα, ανέβασε τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά δεν μπορεί να εξηγήσει την εξωπραγματική άνοδο που είδαμε, μιας και οι ρύποι αποτελούν ένα μικρό ποσοστό της τιμής αυτής.

Η αλλαγή του μείγματος ηλεκτροπαραγωγής επίσης δεν εξηγεί αυτές τις τιμές. Η μείωση της ηλεκτροπαραγωγής με άνθρακα αύξησε τις πιέσεις για επιπλέον αέριο, αλλά αυτή είναι μια μακροχρόνια τάση. Ο κορωνοϊός, βέβαια, μείωσε την παραγωγή από άνθρακα το 2020, και σε μερικές χώρες, αυτή αυξήθηκε πάλι το 2021 -ένδειξη της ανάγκης που υπήρχε για επιπλέον ενέργεια. Και εκεί, όμως, τα μεγέθη ήταν περιορισμένα, ειδικά σε σχέση με τα πρωτοσέλιδα που έκαναν λόγο για "επιστροφή" του άνθρακα. Σε μερικές χώρες καταγράφηκε και μια μείωση στην παραγωγή από ανεμογεννήτριες, αλλά αυτό δεν οδήγησε απαραίτητα σε περισσότερη ζήτηση για αέριο (αυτό έγινε στη Μεγάλη Βρετανία αλλά όχι στη Γερμανία). Σε γενικές γραμμές, οι διάφορες πιέσεις στην αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας δεν δικαιολογούν τις τιμές που είδαμε το 2021.

Μια δεύτερη πτυχή που συνδέει τη σημερινή κρίση με την ενεργειακή μετάβαση είναι η ροή των επενδύσεων. Το επιχείρημα (σε αυτό το άρθρο του Economist, για παράδειγμα) είναι ότι η ενεργειακή μετάβαση και ο ακτιβισμός έχουν περιορίσει τις επενδύσεις στα ορυκτά καύσιμα, και άρα οι ελλείψεις που παρατηρούμε σήμερα είναι απόρροια ανεπαρκών επενδύσεων. Είναι ένα επιχείρημα σοβαρό που απαιτεί μια λεπτομερέστερη ανάλυση.

Οι επενδύσεις στα ορυκτά καύσιμα έχουν όντως πέσει κατά 40% σε σχέση με το 2014. Αυτό που βλέπουμε είναι ότι ο κόσμος επενδύει στα ορυκτά καύσιμα λες και η ενεργειακή μετάβαση είναι ήδη γεγονός, χωρίς όμως να έχει διοχετεύσει τα ανάλογα κονδύλια σε επενδύσεις στις "πράσινες" πηγές ενέργειας. Αυτή η δυσαναλογία είναι ένα πρόβλημα: στην ουσία δεν επενδύουμε αρκετά ούτε για τον κόσμο που έχουμε, ούτε για τον κόσμο που θέλουμε.

Αλλά για να έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα, πρέπει να προσθέσουμε τρεις σημαντικές παραμέτρους. Πρώτον, οι επενδύσεις είναι οιωνός μελλοντικής παραγωγής και σε καμία σημερινή αγορά δεν βλέπουμε ελλείψεις που να εξηγούν την αστρονομική αύξηση των τιμών. Η Ρωσία, όπως αναφέραμε ήδη, παρήγαγε περισσότερο αέριο το 2021 απ' όσο το 2020, ενώ στην αγορά LNG παρατηρήθηκε μια συγκυριακή μείωση και όχι μια συστημική έλλειψη αερίου.

Δεύτερον, οι επενδύσεις ακολουθούν κατά κόρον τις τιμές του πετρελαίου και του αερίου, και περιορίζονται όταν έχουν πέσει οι τιμές. Άρα αυτό που βλέπουμε δεν είναι μια αντίδραση στην ενεργειακή μετάβαση αλλά ο κύκλος που υπάρχει σε κάθε αγορά. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο στον χώρο του LNG (με τη μείωση των επενδύσεων έχει επέλθει και η μείωση του κόστους παραγωγής και άρα, σε καθαρή βάση, η μείωση των επενδύσεων είναι πιο περιορισμένη γιατί τα ίδια δολάρια "αγοράζουν" έναν μεγαλύτερο κύκλο δραστηριοτήτων).

Τρίτον, η μείωση των επενδύσεων στα ορυκτά καύσιμα δεν σχετίζεται με την ενεργειακή μετάβαση αλλά με την αίσθηση των επενδυτών ότι οι επενδύσεις στους υδρογονάνθρακες, κυρίως στη Βόρεια Αμερική, δεν απέδωσαν την αναμενόμενη κερδοφορία. Άρα το πρόβλημα είναι ότι η πορεία των τιμών πετρελαίου και φυσικού αερίου δεν δικαιολογεί τα μεγέθη των επενδύσεων του παρελθόντος και άρα αυτό που βλέπουμε είναι μια διόρθωση. Το αν η μειωμένη επενδυτική δραστηριότητα προετοιμάζει το έδαφος για μια μελλοντική κρίση, βέβαια, είναι άλλο θέμα. Σίγουρα, όμως, δεν προκάλεσε τη σημερινή.

Τι σημαίνει η κρίση για το μέλλον;

Η κρίση του φυσικού αερίου θίγει αρκετά θέματα για το μέλλον. Μερικά από αυτά άπτονται στον σχεδιασμό των αγορών και στη διαχείριση του υπάρχοντος συστήματος. Η οριακή τιμολόγηση στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, για παράδειγμα, έχει οδηγήσει σε μια ραγδαία αύξηση των τιμών ακόμα και σε χώρες που χρησιμοποιούν σχετικά λίγο αέριο. Το αν αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος να τιμολογούμε την ηλεκτρική ενέργεια είναι ένα θέμα ανοιχτό.

Το δικαίωμα της Gazprom να δεσμεύει χώρο αποθήκευσης χωρίς να τον χρησιμοποιεί, ενώ θα μπορούσαν να αποθηκεύσουν άλλες εταιρείες αέριο εκεί, είναι άλλο εύλογο ερώτημα. Όπως επίσης και η χρησιμότητα του να εκτοξεύονται οι τιμές στα ύψη, μιας και σε πολύ υψηλές τιμές τα κίνητρα για προμήθεια πέφτουν, αφού οι εταιρείες διστάζουν να αγοράσουν αέριο στο ζενίθ της αγοράς. Όλα αυτά είναι σημαντικά ερωτήματα.

Το συστημικό θέμα για την Ευρώπη πάντως είναι η εποχιακή εξισορρόπηση της ενέργειας. Το αέριο έχει μεγαλύτερη εποχικότητα από ό,τι η ηλεκτρική ενέργεια ή το πετρέλαιο. Αυτή η εποχικότητα ίσως περιοριστεί λόγω νέων τεχνολογιών, αλλά δεν θα εξαφανιστεί και, αν περιοριστεί, σίγουρα δεν θα περιοριστεί σύντομα. Στο παρελθόν, η εγχώρια παραγωγή της Ευρώπης είχε την ικανότητα να εξισορροπήσει μεταξύ καλοκαιριού και χειμώνα, αλλά η μείωση της παραγωγής λόγω εξάντλησης των αποθεμάτων, μετατοπίζει αυτό το βάρος στις εισαγωγές και τις αποθήκες. Αυτό που είδαμε το 2021 είναι ότι οι υφιστάμενοι μηχανισμοί εποχικής εξισορρόπησης είναι ανεπαρκείς, ειδικά σε ένα σύστημα όπου η εγχώρια παραγωγή της Ευρώπης συνεχίζει να πέφτει. Χρειάζονται, λοιπόν, νέες προσεγγίσεις.

Το πρόβλημα της εποχιακής εξισορρόπησης είναι ένας από τους λόγους που τέτοιες κρίσεις θα παραμείνουν ακόμα και σε μια ενεργειακή αγορά χαμηλών ρύπων. Η αιολική και η ηλιακή ενέργεια έχουν και οι δύο μια εποχικότητα που θα πρέπει να χειριστούμε, αν και σε συνδυασμό αντισταθμίζουν η μία την άλλη. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα χρειαστούμε αποθήκες ενέργειας  —είτε μπαταρίες, είτε υδρογόνο, είτε υδροηλεκτρικά, είτε πυρηνικά, είτε κάτι άλλο. Και για να έχει νόημα η επένδυση στην αποθήκη, όμως, η εποχική διαφορά στην τιμή θα πρέπει να είναι υψηλή και να δείχνει μια σχετική αστάθεια. Η όλη λογική άπτεται στην αποθήκευση όταν έχεις περίσσια ενέργεια και στην άντληση όταν έχεις έλλειμα. Τα έξοδα για την αποθήκη θα πρέπει να καλύπτονται από τη διαφορά των δύο τιμών -αλλιώς ποιος θα επενδύσει στην αποθήκη;

Αυτό είναι, τέλος, το μεγάλο μάθημα της κρίσης του 2021: η ενέργεια είναι ένα σύστημα πολύπλοκο και συνεχώς μεταλλασσόμενο. Η ενεργειακή ασφάλεια είναι μια συνεχής διαδρομή και όχι ένας τελικός προορισμός. Τα τελευταία 50 χρόνια, η Δύση επένδυσε συστηματικά σε θεσμούς που ενισχύουν την ενεργειακή ασφάλεια. Παρόλα αυτά, η αστάθεια των ορυκτών καυσίμων παραμένει, αν και η φύση της έχει αλλάξει. Οι νέες πηγές ενέργειας δεν λύνουν το θέμα της ενεργειακής ασφάλειας αλλά το μετατοπίζουν. Είτε με ορυκτά καύσιμα, είτε με πηγές χαμηλών ρύπων, η ασφάλεια και η σταθερότητα θα είναι προϊόν επενδύσεων και σχεδιασμών που θα χρειαστούν συνεχή συντονισμό μεταξύ κρατών και βιομηχανίας. Μέσα από αυτό το πρίσμα, καταλαβαίνουμε ότι η ενεργειακή κρίση του 2021 είναι μια κρίση τόσο του παρελθόντος, όσο και του μέλλοντος.

Ο Νίκος Τσάφος είναι κάτοχος της έδρας James R. Schlesinger για την Ενέργεια και τη Γεωπολιτική στο Center for Strategic and International Studies στην Ουάσινγκτον.