Αρθρογραφια |

Η Απογραφή Tου 2021

Ο Βύρων Κοτζαμάνης γράφει για τα χαρακτηριστικά και τα πρώτα συμπεράσματα μιας δύσκολης απογραφής, που έγινε υπό αντίξοες συνθήκες.

Η απογραφή του 2021 είναι η ογδόη μεταπολεμική απογραφή στη χώρα μας. Διεξήχθη σχεδόν 10,5 χρόνια μετά την προηγουμένη και διαφοροποιείται από αυτήν σε τρία βασικά σημεία: την περίοδο διεξαγωγής της (εν μέσω της επιδημιολογικής κρίσης), την πολύ μεγαλύτερη διάρκειά της (μήνες έναντι ημερών), καθώς και το σύστημα συλλογής των δεδομένων (συμπλήρωση έντυπων ερωτηματολογίων όπως και το 2011 με προσωπική συνέντευξη, "ηλεκτρονική αυτο-απογραφή" μέσω ειδικά σχεδιασμένης διαδικτυακής εφαρμογής, και, επικουρικά, συλλογή πληροφοριών από τρίτους).

Τα στοιχεία αυτά, εκτός του ότι είναι απαραίτητα για την αυτογνωσία μας (πόσοι και ποιοι είμαστε), είναι και εξαιρετικά χρήσιμα για τον σχεδιασμό τομεακών και χωρικών πολιτικών από όλους τους επιφορτισμένους φορείς της κεντρικής και περιφερειακής διοίκησης. Είναι απαραίτητα, επομένως, για την ανάλυση της υφιστάμενης κατάστασης και τη χάραξη μελλοντικών μέτρων πολιτικής (κοινωνικής, οικονομικής, εκπαιδευτικής, μεταναστευτικής, κ.ά.), για την περιφερειακή ανάπτυξη (καθώς αποτελούν τα μόνα αξιόπιστα δεδομένα που διαθέτουμε, ακόμη και για τη μικρότερη γεωγραφική ενότητα) και για τη ρύθμιση ποικίλων διοικητικών θεμάτων (όπως η κατανομή των επιχορηγήσεων στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και η αντιπροσώπευσή μας στα εκλεγόμενα όργανα). Είναι ιδιαίτερα χρήσιμα ακόμη και για την ακαδημαϊκή και ερευνητική κοινότητα καθώς θα μπορούσαν να αποτελέσουν και το υπόβαθρο για τη διενέργεια στο μέλλον εξειδικευμένων αντιπροσωπευτικών στατιστικών ερευνών με στόχο τη διερεύνηση σε βάθος ιδιαίτερων πλευρών της ελληνικής πραγματικότητας.

Η περίοδος ανάμεσα στις δύο τελευταίες απογραφές σημαδεύτηκε από τρεις μεγάλες κρίσεις (οικονομική, "προσφυγική" και επιδημιολογική) οι οποίες, εκτός των άλλων, είχαν σημαντικές άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις και στον πληθυσμό μας. Τα συλλεχθέντα από την απογραφή στοιχεία (δημογραφικά, οικονομικά, εκπαιδευτικά, κοινωνικά, οικιστικά), αν αυτή πληροί τα βασικά προαπαιτούμενα (την καθολική και ταυτόχρονη καταγραφή όλων όσων βρίσκονταν στη χώρα μας την 22α Οκτωβρίου 2021 -ημέρα αναφοράς- καθώς και τη συλλογή αξιόπιστων δεδομένων) παρουσιάζουν επομένως ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Θα μας επιτρέψουν να έχουμε μια σαφή εικόνα του πληθυσμού και των χαρακτηριστικών του τόσο σε εθνικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο, ενώ η σύγκρισή τους με αυτά των προηγούμενων απογραφών θα επιτρέψει τόσο την ανάδειξη των βασικών μακρόχρονων τάσεων όσο και τις ενδεχόμενες ρήξεις και ανατροπές.

Ο μόνιμος πληθυσμός της Ελλάδας, εκτιμήσεις και απογραφές

Οι απογραφέντες μόνιμοι κάτοικοι της χώρας μας το 2011 ήταν 10,817 εκατ. και το στατιστικό σφάλμα (διαφυγή) βάσει της έρευνας κάλυψης της ΕΛΣΤΑΤ εκτιμήθηκε σε εθνικό επίπεδο στο 2,83%, σαφώς υψηλότερο του μέσου εθνικού όρου στους αλλοδαπούς (6,6%) και κατά πολύ χαμηλότερο στους ημεδαπούς (2,5%). Λαμβάνοντας υπόψη το σφάλμα αυτό η ΕΛΣΤΑΤ επανεκτίμησε τον μόνιμο πληθυσμό της χώρας μας στα μέσα του 2011 (δηλαδή 1,5 μήνα μετά την απογραφή) σε 11,105 εκατ. Με δεδομένο δε ότι, πρώτον, το αρνητικό Φυσικό Ισοζύγιο (γεννήσεις-θάνατοι) την περίοδο από 30/6/2011 μέχρι τέλη Οκτωβρίου του 2021 (πρόσφατη απογραφή) είναι 310 χιλ. και, δεύτερον, το εκτιμώμενο από την ΕΛΣΤΑΤ αρνητικό επίσης μεταναστευτικό ισοζύγιο (είσοδοι-έξοδοι) για την ίδια περίοδο είναι 175 χιλ., ο μόνιμος πληθυσμός της χώρας μας στα τέλη Οκτωβρίου του 2021 εκτιμιόταν σε 10,620 εκατ. [11,105 εκατ. -310 χιλ. (γεννήσεις-θάνατοι.) -175 χιλ. (είσοδοι-έξοδοι)]. Η εκτίμησή μας αυτή ελάχιστα αφίσταται αυτής της ΕΛΣΤΑΤ, που υιοθέτησε και η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία σε πρόσφατο δημοσίευμά της δίδοντας για την Ελλάδα 10,604 εκατ. μόνιμους κατοίκους την 1/1/2022. Με βάση δε τα δεδομένα αυτά, η μείωση του πληθυσμού μας ανάμεσα στις 30/6/ 2011 και τις 30/11/2021 εκτιμιόταν σε 480 χιλιάδες.

Η απογραφή του 2021 αναμενόταν να δώσει -όπως έδωσε και η προηγουμένη- έναν μικρότερο μόνιμο πληθυσμό από τον εκτιμώμενο των 10,620 εκατ., καθώς και σε αυτήν αναμενόταν να υπάρχει ένα "σφάλμα" (μια μη απογραφή τμήματος του πληθυσμού, ιδιαίτερα των αλλοδαπών). Όπως και έγινε, καθώς με βάση τα προσωρινά στοιχεία οι απογραφέντες μόνιμοι κάτοικοι της χώρας μας ανέρχονται σε 10,432 εκατ. έναντι των 10,620 εκατ. της εκτίμησης. Αναμενόταν επίσης το "σφάλμα" να είναι υψηλότερο από το αντίστοιχο (2,83%, δηλαδή περίπου 300 χιλ. μη απογραφέντα άτομα) της απογραφής του 2011 εξαιτίας της προβληματικής επιλογής του χρόνου οργάνωσης της απογραφής του 2021 (εν μέσω πανδημίας), της δυσπιστίας τμήματος του πληθυσμού, των δυσκολιών που αντιμετωπίστηκαν κατά τη διεξαγωγή της (αρνήσεις, μη δοκιμαστική εφαρμογή της διαδικτυακής εφαρμογής για τη διόρθωση των όποιων προβλημάτων, πρόταξη στο ατομικό απογραφικό δελτίο και υποχρέωση αρχικά δήλωσης του ΑΦΜ και του ΑΜΚΑ που προκάλεσε αντιδράσεις), αλλά και της ανεπαρκούς ενημέρωσης των πολιτών καθώς και της περιορισμένης συνεργασίας με την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Τα προσωρινά στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν δίνουν μια μείωση ανάμεσα στις δύο απογραφές (384 χιλιάδες) μικρότερη της αναμενόμενης και, με δεδομένο το κατά 310 χιλιάδες μη αμφισβητούμενο αρνητικό φυσικό ισοζύγιο, ένα εκτιμώμενο αρνητικό μεταναστευτικό ισοζύγιο μόλις 74 χιλιάδων (έναντι των 175 χιλιάδων με βάση τις τελευταίες εκτιμήσεις της ΕΛΣΤΑΤ για την ίδια περίοδο).

Η μικρότερη της αναμενόμενης αυτή μείωση μπορεί να οφείλεται είτε:
1) στην υπερεκτίμηση κατά 105 χιλ. από την ΕΛΣΤΑΤ του αρνητικού μεταναστευτικού ισοζυγίου (είσοδοι-έξοδοι) τη μέσο-απογραφική περίοδο,
2) σε ένα σφάλμα στην απογραφή του 2021 μικρότερο από αυτό του 2011,
3) σε συνδυασμό των προαναφερθέντων παραγόντων.

Η μείωση ειδικότερα του σφάλματος δεν δύναται να αποκλειστεί, καθώς τον Ιανουάριο του 2022, η ΕΛΣΤΑΤ για να αντιμετωπίσει το κύμα των αρνητών που θα οδηγούσε σε μια σημαντική "διαφυγή" (και επομένως σε ένα σφάλμα μεγαλύτερο από αυτό της απογραφής του 2011) κάλεσε τους απογραφείς να "απογράψουν" τα άτομα που αρνούντο έμμεσα ή άμεσα να συμμετάσχουν, συλλέγοντας πληροφορίες από τους γείτονες. Ο αριθμός όσων "απογράφηκαν" με τον τρόπο αυτό δεν ανακοινώθηκε προς το παρόν, όπως δεν ανακοινώθηκε ο αριθμός των "ηλεκτρονικά" αυτοαπογραφέντων καθώς και αυτών που απεγράφησαν με την "κλασική" μέθοδο (προσωπική συνέντευξη). Θα ανακοινωθεί αργότερα όταν η ΕΛΣΤΑΤ δημοσιοποιήσει τα τελικά στοιχεία, δίνοντας, εκτός από την εκτίμηση του σφάλματος και το πλήθος των απογραφέντων αναλόγως του τρόπου απογραφής τους.

Απογραφέντες το 2021 και το 2011 σε περιφερειακό επίπεδο

Σε χαμηλότερα του εθνικού διοικητικά επίπεδα, το "σφάλμα κάλυψης" στις Περιφέρειες, Περιφερειακές Ενότητες και Δήμους (κυρίως δε σε αυτούς) διαφοροποιείται πιθανότατα ανάμεσα στο 2011 και το 2021. Οι όποιες καταγραφείσες αυξομειώσεις του πληθυσμού στις ενότητες αυτές επηρεάζονται επομένως αναπόφευκτα από τη διαφοροποίηση αυτή, όπως επηρεάζονται και από το διαφοροποιημένο ανά Δήμο ποσοστό στις δύο απογραφές των ατόμων που δήλωσαν ως Δήμο μόνιμης κατοικίας άλλον από αυτόν της μόνιμης διαμονής τους.1 Έτσι, αν οι κύριες τάσεις που προκύπτουν από τη σύγκριση των αποτελεσμάτων του 2021 με αυτά του 2011 σε επίπεδο Περιφερειών και -εν μέρει- Περιφερειακών Ενοτήτων δεν είναι δυνατόν να αμφισβητηθούν, δεν ισχύει κατ’ ανάγκη το ίδιο σε όλους τους Δήμους2 –ιδιαίτερα δε στην Αττική.

Πηγή: Βύρωνας Κοτζαμάνης (Παν. Θεσσαλίας) και Βασίλης Παππάς (Παν. Πατρών) που παρατίθενται στο 10ο ψηφιακό τεύχος της σειράς "FlashNews" με θέμα "Η απογραφή πληθυσμού του 2021, μια πρώτη ανάλυση των προσωρινών αποτελεσμάτων της", στο πλαίσιο του χρηματοδοτούμενου από το ΕΛΙΔΕΚ (και υλοποιούμενο από τον ΕΛΚΕ του Παν. Θεσσαλίας) Ερευνητικού Προγράμματος "Δημογραφικά Προτάγματα στην Έρευνα και Πρακτική στην Ελλάδα".

Από την πρώτη ανάλυση των δεδομένων καταγράφονται σημαντικές διαφοροποιήσεις από τον μέσο εθνικό όρο (μείωση του πληθυσμού κατά 3,5%) σε επίπεδα υποκείμενα του εθνικού, ιδιαίτερα στις Περιφερειακές Ενότητες (Π.Ε.) και στους Δήμους. Ειδικότερα, με βάση πάντοτε τα προσωρινά δεδομένα, μόνον 13 Π.Ε. αύξησαν τον πληθυσμό τους (μέγιστο +10%: Κως) ενώ οι 61 είχαν μείωση (μέγιστο -16%: Π.Ε. Γρεβενών). Οφείλουμε όμως ταυτόχρονα να σημειώσουμε ότι τα πολύ μικρά ποσοστά μεταβολής -θετικά ή αρνητικά- στο 1/5 των Π.Ε. (από -1,5 έως +1,5%), αφήνουν να διαφανεί μια σχετική σταθερότητα του πληθυσμού τους ανάμεσα στο 2011 και το 2021. Αλλάζοντας κλίμακα (Δήμοι) θα διαπιστώσουμε αφενός μεν ότι μόνο σε 1 στους 4 καταγράφεται μια θετική μεταβολή (αν και στο 25% του συνόλου οι αυξομειώσεις είναι μικρές: -2,5 έως +2,5%), αφετέρου δε ότι οι περισσότεροι από όσους κέρδισαν πληθυσμό εντοπίζονται στα Δωδεκάνησα και στους περιμετρικά της Αθήνας Δήμους (δευτερευόντως δε στις Κυκλάδες και την Κρήτη), ενώ η πλειοψηφία όσων είχαν ποσοστά μείωσης πολύ υψηλοτέρα του εθνικού μέσου όρου συγκεντρώνονται σχεδόν όλοι στο ηπειρωτικό τμήμα της χώρας (κυρίως δε στη Βόρεια Ελλάδα και τη Θεσσαλία).

Οι πρότερες μεγάλες διαφορές των μεταβολών σε υποκείμενα των Περιφερειών διοικητικά επίπεδα οφείλονται κυρίως στη διαφοροποιημένη

  • γήρανση του πληθυσμού, καθώς όσο πιο γερασμένη είναι μια ενότητα τόσο αρνητικότερο ήταν στη μέσο-απογραφική περίοδο και το φυσικό της ισοζύγιο (γεννήσεις-θάνατοι),
  • ανθεκτικότητα της οικονομίας τους στη μετά το 2010 κρίση, καθώς όπου το ισοζύγιο της εξωτερικής μετανάστευσης (έξοδοι-είσοδοι) ήταν εντονότερο τόσο αρνητικότερη ήταν και η επίδρασή του στις μεταβολές του πληθυσμού. Η διαφοροποιημένη αυτή ανθεκτικότητα επηρέασε όμως ταυτόχρονα και την κινητικότητα στο εσωτερικό και, κατ’ επέκταση, και το ισοζύγιο της εσωτερικής μετανάστευσης.3

και, δευτερευόντως, στην κατανομή στον χώρο των αλλοδαπών που εγκαταστάθηκαν στη χώρα μας την τελευταία δεκαετία (βλ. προσφυγική κρίση).

Ο συνδυασμός με θετικό πρόσημο σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό των δύο πρώτων παραμέτρων (σχετική "νεανικότητα" του πληθυσμού και μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στην κρίση) χαρακτηρίζει αφενός μεν το Νότιο Αιγαίο -Δωδεκάνησα και σε μικρότερο βαθμό Κυκλάδες- δευτερευόντως δε τον βόρειο άξονα της Κρήτης. Η τρίτη παράμετρος (κατανομή στον χώρο των αλλοδαπών που εγκαταστάθηκαν στη χώρα μας κυρίως μετά το 2014) αιτιολογεί τη μικρή μείωση του πληθυσμού του Βορείου Αιγαίου, ενώ ο συνδυασμός με αρνητικό πρόσημο και των τριών προαναφερθεισών παραμέτρων χαρακτηρίζει κυρίως Περιφερειακές Ενότητες της Δυτικής - Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης (και σε μικρότερο βαθμό της Στερεάς, της Θεσσαλίας, της Πελοποννήσου, της Δυτική Ελλάδας και της Ηπείρου). Τέλος, η με βάση τα προσωρινά δεδομένα μικρή μείωση του πληθυσμού της Περιφέρειας Αττικής οφείλεται πιθανότατα στην υπό-απογραφή ή και υπό-εκτίμηση του μόνιμου πληθυσμού Δήμων του Κεντρικού και του Δυτικού Τομέα Αθηνών.

*Ο Βύρων Κοτζαμάνης είναι Καθηγητής Δημογραφίας & Επιστ. υπεύθυνος του Ερευνητικού Προγράμματος (ΕΛΙΔΕΚ) "Δημογραφικά Προτάγματα στην Έρευνα και Πρακτική στην Ελλάδα", Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.


Παραπομπές

1. Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι ο μόνιμος πληθυσμός κάποιων μεγάλων Δήμων (συνήθως αυτών με υψηλό ποσοστό ετεροδημοτών) αναμένεται να είναι μικρότερος απ’ ό,τι στην πραγματικότητα, καθώς ένα τμήμα των κατοίκων τους δήλωσε ως Δήμο μόνιμης κατοικίας άλλον από αυτόν στον οποίο διέμενε κατά το μεγαλύτερο μέρος του 2021. 

2. Εξ ου και οι επιφυλάξεις μας όσον αφορά δημοσιεύματα τόσο στον Τύπο όσο και στα κοινωνικά δίκτυα που, μετά τη δημοσιοποίηση των προσωρινών αποτελεσμάτων, επικεντρώνονται στις διαφοροποιημένες μεταβολές ανάμεσα σε κάποιους Δήμους. 

3. Οφείλουμε ταυτόχρονα να σημειώσουμε ότι η οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας, η οποία έθιξε κυρίως τα μεγάλα αστικά κέντρα, ιδιαίτερα δε την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, προκάλεσε, εκτός των άλλων, και μια έξοδο τμήματος των κατοίκων τους (κυρίως εσωτερικών μεταναστών των πρώτων τεσσάρων μεταπολεμικών δεκαετιών προερχόμενων από αγροτικές και ημιαστικές περιοχές) είτε προς την Περιφέρειά τους είτε εκτός αυτής. Τα άτομα αυτά στην πλειοψηφία τους, προσπαθώντας να αμβλύνουν τις αρνητικές επιπτώσεις της κρίσης, εγκαταστάθηκαν στις Περιφέρειες καταγωγής τους με τις οποίες ουδέποτε διέκοψαν τους δεσμούς τους. Τα δύο δε τελευταία χρόνια η επιδημιολογική κρίση προκάλεσε επίσης μια μετεγκατάσταση (προσωρινή;) τμήματος του πληθυσμού των δύο μεγαλύτερων κυρίως αστικών κέντρων είτε προς την Περιφέρειά τους είτε ακόμη εκτός αυτής. Από τις δύο προαναφερθείσες μετακινήσεις επωφελήθηκαν κυρίως μικροί Δήμοι, με αποτέλεσμα είτε τον περιορισμό των απωλειών τους είτε ακόμη και την αύξηση του πληθυσμού τους.