Αρθρογραφια |

Η Ευρωπαϊκή Ένωση Στον Κόσμο – Η Ελληνική Οπτική

Μια συμβολή στον διάλογο για το μέλλον της Ευρώπης με αφορμή όσα συζητήθηκαν στο 2ο Brussels Forum, που διοργανώθηκε από τη διαΝΕΟσις και το ΕΛΙΑΜΕΠ στις 7 Νοεμβρίου 2022 στις Βρυξέλλες.

To 2o Brussels Forum αποτελεί μια εκδήλωση που διοργανώθηκε από τη διαΝΕΟσις και το ΕΛΙΑΜΕΠ στις 7 Νοεμβρίου 2022 στις Βρυξέλλες με σκοπό την ανταλλαγή απόψεων με Έλληνες αξιωματούχους που εργάζονται στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και γενικότερα στο σύστημα παραγωγής ευρωπαϊκής δημόσιας πολιτικής. Η κεντρική ιδέα ήταν να υπάρξει μια αρθρωμένη και μεστή διάδραση μεταξύ των παρευρισκόμενων στην εκδήλωση, με κύριο στόχο την ευρύτερη ζύμωση σκέψεων και ιδεών για ζητήματα που αφορούν τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) στο διεθνές σύστημα, υπό το πρίσμα του ελληνικού ενδιαφέροντος και των εθνικών κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών προτεραιοτήτων.

Η εκδήλωση έλαβε χώρα σε μια στιγμή μεγάλων και πολυδιάστατων προκλήσεων για την ΕΕ, από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τις επιπτώσεις σε θέματα ενεργειακής και επισιτιστικής ασφάλειας έως τον γεωπολιτικό αναθεωρητισμό που δρομολογείται ή επιχειρείται να δρομολογηθεί στην ευρύτερη λεκάνη της Μεσογείου. Ο εγχώριος δημόσιος διάλογος πολλές φορές εστιάζει σε ζητήματα άμεσου εθνικού ενδιαφέροντος και τρέχουσας επικαιρότητας χωρίς να υπάρχει επαρκής μακροσκοπική και στρατηγική θεώρηση των διεθνών εξελίξεων και των επιπτώσεών τους. Η θεματολογία, επομένως, του Forum συνδεόταν με τα ζητήματα αυτά και τον εν εξελίξει διάλογο για το μέλλον της Ευρώπης, πάντοτε υπό το πρίσμα της σύνθεσης του ευρωπαϊκού με το εθνικό συμφέρον. Η συζήτηση οργανώθηκε σε επίπεδο ολομέλειας με τη συμμετοχή όλων των παρευρισκόμενων, ανεξαρτήτως θεσμικής προέλευσης, εξειδίκευσης και χαρτοφυλακίου. Η λογική αυτής της επιλογής διεξαγωγής της συζήτησης ήταν ο χαρακτήρας συγκοινωνούντων δοχείων μεταξύ των επιλεγμένων θεματικών εστίασης και η προσπάθεια ολιστικής θεώρησής τους.

Σημείο εκκίνησης του προβληματισμού των συμμετεχόντων και το πρώτο βασικό συμπέρασμα ήταν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε ένα περιβάλλον "τέλειας καταιγίδας" με σειρά προκλήσεων σε μείζονα ζητήματα ασφάλειας. Η ρωσική εισβολή επανέφερε στο προσκήνιο την παραδοσιακή μορφή πολεμικών συρράξεων, με εκτεταμένα πολεμικά μέτωπα, ισοπέδωση αστικών και μη αστικών περιοχών και τεράστιες έμψυχες απώλειες, συμπεριλαμβανομένων αμάχων, μεταξύ των εμπόλεμων μερών. Η επιστροφή των μεγάλης κλίμακας στρατιωτικών επιχειρήσεων συμπληρώνει τις πιο σύγχρονες, υβριδικές μορφές απειλών ασφαλείας, οι οποίες εκτείνονται από τον κυβερνοχώρο και την τρωτότητα κρίσιμων υποδομών μέχρι την ενεργειακή και επισιτιστική ασφάλεια, που δοκιμάζονται ποικιλοτρόπως.

Πέραν του πολέμου στην Ουκρανία, το συγκρουσιακό στοιχείο κυριαρχεί στο ευρύτερο διεθνές περιβάλλον. Ακόμα και μετά την αποχώρηση Τραμπ από την εξουσία και την επιστροφή στη σχετική κανονικότητα των διατλαντικών σχέσεων επί προεδρίας Μπάιντεν, η προτεραιοποίηση των αμερικανικών συμφερόντων εις βάρος της εμπέδωσης μιας ουσιαστικής, συνεργατικής και αμοιβαία επωφελούς εταιρικής σχέσης με την Ευρώπη χαρακτηρίζει την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Η στροφή των ΗΠΑ προς την Ασία και η προοπτική παρατεταμένης αντιπαράθεσης με την Κίνα έχει δημιουργήσει νέα γεωπολιτικά δεδομένα, τα οποία η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δεν αναμένεται να αλλάξει συνταρακτικά. Βραχυπρόθεσμα, οι ΗΠΑ όντως επαναδραστηριοποιούνται στην Ευρώπη, αντιδρώντας στον ρωσικό αναθεωρητισμό, ωστόσο είναι σαφές ότι το πεδίο αμερικανικής οικονομικής και πολιτικής εστίασης και αντιπαράθεσης μετατοπίζεται στον Ειρηνικό Ωκεανό. Η απόλυτη προτεραιότητα της Κίνας ως εθνικής απειλής αποτελεί ένα από τα ελάχιστα θέματα σύγκλισης απόψεων μεταξύ των δύο κυρίαρχων κομμάτων στην αμερικανική πολιτική σκηνή. Σε κάθε περίπτωση, μολονότι οι ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου 2022 δεν επιβεβαίωσαν τις δυσοίωνες προβλέψεις για τους Δημοκρατικούς, οι επόμενες προεδρικές εκλογές δεν αποκλείεται να αναδείξουν μια νέα πολιτική ηγεσία που θα θέσει τις ευρωατλαντικές σχέσεις σε δεύτερη μοίρα.

Μέσα στο διεθνές αυτό πλαίσιο δεν υπάρχει περιθώριο εφησυχασμού για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η θετική αποτίμηση της άμεσης αντίδρασης στη ρωσική εισβολή, με την πλήρη υποστήριξη της ουκρανικής αντίστασης με στρατιωτικά και μη στρατιωτικά μέσα και την επιβολή εκτεταμένων κυρώσεων στο καθεστώς Πούτιν, δεν σημαίνει ότι απουσιάζουν οι εσωτερικές αντιθέσεις και η σημαντική ετερογένεια προτιμήσεων μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Επίσης, δεν πρέπει να αποθαρρυνθεί μια γόνιμη αυτοκριτική της ΕΕ όσον αφορά τη διαχείριση της Ρωσίας μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και ιδιαίτερα κατά την τελευταία δεκαετία ρωσικής επαναδιεκδίκησης του "ζωτικού της χώρου". Η αύξηση της ενεργειακής εξάρτησης της ΕΕ από τη Ρωσία μετά τον πρώτο γύρο συγκρούσεων, το 2014, και τη μονομερή προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία, καταδεικνύουν την ελλιπή αντίδραση της ΕΕ σε αυτό που εκ των υστέρων θεωρούμε πρελούδιο της μεγάλης σύρραξης.

Ο αναστοχασμός αυτός αποβλέπει επίσης σε ένα νέο μείγμα ευρωπαϊκής Ostpolitik, δέσμευσης (engagement) και ταυτόχρονης ανάσχεσης (containment) της Ρωσίας, που θα τροφοδοτήσει τον στρατηγικό σχεδιασμό της ΕΕ για μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας στην Ευρώπη. Η δέσμευση αφορά στην αναγκαιότητα αποφυγής μιας διαχρονικής και ολικής ρήξης με τη Ρωσία. Χωρίς να παραβλέπεται η καταφανής παραβίαση κάθε έννοιας διεθνούς δικαίου από τον πρόεδρο Πούτιν και με προφανή ανάγκη περαιτέρω στήριξης της ουκρανικής αντίστασης, η ΕΕ οφείλει να αναγνωρίσει ότι η επόμενη μέρα της κρίσης θα βρει τη Ρωσία να γειτονεύει με σειρά κρατών-μελών της και ως εκ τούτου πρέπει να διαμορφωθεί μια νέα σχέση συμβίωσης, που θα ενισχύει τις όποιες εναπομείνασες φιλελεύθερες δυνάμεις στο εσωτερικό της Ρωσίας και θα επιτρέψει μια σχετική ομαλότητα σε βάθος χρόνου. Ταυτόχρονα, η ΕΕ οφείλει να εργαστεί πάνω στο θέμα της ανάσχεσης της Ρωσίας και του περιορισμού του βίαιου αναθεωρητισμού της στην Ανατολική Ευρώπη, την Κεντρική Ασία και τον Καύκασο. Με άλλα λόγια, η επεκτατικότητα της Ρωσίας οφείλει να αποτελέσει κεντρική μέριμνα του στρατηγικού αναπροσανατολισμού της ΕΕ με απώτερο στόχο τον περιορισμό της και την εσωτερική εντέλει κατάρρευση του καθεστώτος Πούτιν.

Η ευρωπαϊκή αντίδραση στα νέα δεδομένα που προκύπτουν από τις παγκόσμιες γεωπολιτικές εξελίξεις μπορεί να συμπυκνωθεί σε τέσσερις άξονες:

1. Πρώτον, παρατηρείται μια αυξημένη κινητικότητα σε θέματα στρατιωτικής συνεργασίας και εξοπλισμών, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η ρωσική εισβολή λειτούργησε ως καταλύτης για την ανάδειξη σημαντικών στρατιωτικών ελλείψεων σε πολλά κράτη-μέλη και την εκκίνηση ή επιτάχυνση εκτεταμένων εθνικών εξοπλιστικών διαδικασιών, με αποκορύφωμα την απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης για μια πρωτοφανή επένδυση στον τομέα αυτό. Η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν τον Αύγουστο του 2021 ήταν ένα πρώτο σοκ ασφάλειας, κυρίως λόγω της μονομερούς δράσης των Αμερικανών εταίρων και των τεράστιων δυνητικών επιπτώσεων μιας αντίστοιχης αποχώρησής τους από το ευρωπαϊκό περιβάλλον και σύστημα ασφάλειας. Η εισβολή στην Ουκρανία κατέστησε ένα τέτοιο σενάριο εφιαλτικό και ώθησε βίαια τα κράτη-μέλη της ΕΕ σε άμεση δράση. Η δράση αυτή περιλάμβανε, σε πρώτη φάση, τη συστηματική και εκτεταμένη παροχή οπλικών συστημάτων στην Ουκρανία καθώς και την εκπαίδευση στρατιωτών προς ενίσχυση της ουκρανικής αντίστασης. Η πρώτη φάση στηρίχτηκε και αξιοποίησε σε πολύ μεγάλο βαθμό τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό για την Ειρήνη (European Peace Facility).

Σε δεύτερη φάση, τα κράτη-μέλη συμφώνησαν στις Βερσαλλίες τον Μάρτιο του 2022 να αυξήσουν ουσιαστικά τις αμυντικές τους δαπάνες με συλλογικό και συντονισμένο τρόπο, επενδύοντας στην απόκτηση των απαραίτητων στρατιωτικών μέσων και τονώνοντας τις συνεργατικές επενδύσεις σε κοινές εξοπλιστικές δράσεις και κοινές προμήθειες αμυντικών δυνατοτήτων. Οι κινήσεις αυτές θα προωθήσουν και ευελπιστούν να καταστήσουν πραγματικότητα τη στρατηγική αυτονομία της ΕΕ, η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο της "Στρατηγικής Πυξίδας", του νέου αυτού δόγματος ασφάλειας της ΕΕ που ανακοινώθηκε την επαύριο της ρωσικής εισβολής. Βασικά εργαλεία προς την κατεύθυνση αυτή είναι η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Δύναμης Ταχείας Αντίδρασης (European Rapid Deployment Capacity) και η ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας. Η Δύναμη αυτή, η οποία θα έχει ένα μέγεθος μέχρι 5.000 στρατιώτες, θα έχει ως στόχο την άμεση αντίδραση της ΕΕ σε κρίσεις ασφάλειας ανά τον κόσμο, στη βάση συγκεκριμένων επιχειρησιακών σεναρίων. Προφανώς και δεν τίθεται θέμα "Ευρωστρατού", καθώς ούτε το μέγεθος αλλά ούτε και η υπάρχουσα δυναμική λειτουργίας της Δύναμης αυτής προοιωνίζουν μια τέτοια εξέλιξη. Με άλλα λόγια, η Δύναμη Ταχείας Αντίδρασης δεν πρόκειται να ενισχύσει την εδαφική άμυνα ενός κράτους-μέλους σε περίπτωση βίαιης αμφισβήτησης της κρατικής του κυριαρχίας, όπως λανθασμένα -και απηχώντας ευσεβείς πόθους, ίσως- έχουν χαιρετιστεί σχετικά εγχειρήματα από την ελληνική κοινή γνώμη και τον δημόσιο διάλογο. Ωστόσο, δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει κανείς μια κινητικότητα σε θέματα Κοινής Πολιτικής Άμυνας και Ασφάλειας (ΚΠΑΑ), που κρίνεται εύλογη δεδομένων των προκλήσεων ασφάλειας που ανέδειξε η ρωσική εισβολή.

Μια λιγότερο θετική ανάγνωση των παραπάνω πρωτοβουλιών, ωστόσο, θα τόνιζε ότι η αύξηση των αμυντικών δαπανών και η διακηρυγμένη πρόθεση συνεργασίας σε θέματα αμυντικής βιομηχανίας αποτελούν αναγκαίες αλλά όχι επαρκείς συνθήκες για την "Ευρώπη της Άμυνας" (l'Europe de la Défense), η οποία παραμένει ως έννοια αρκετά νεφελώδης. Τα δρομολογημένα σχέδια εντός του πλαισίου της Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας (PESCO projects) και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας (European Defence Fund – EDF) έχουν σε μεγάλο βαθμό ξεπεραστεί από τις εξελίξεις καθώς δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε προκλήσεις ασφάλειας βεληνεκούς αντίστοιχου της ρωσικής εισβολής. Αυτό που χρειάζεται η ΕΕ είναι ένα σοκ συνειδητοποίησης και αφύπνισης. Αυτή είναι, ουσιαστικά, η κύρια συμβολή της εν εξελίξει κρίσης: Κατέρριψε το θέμα ταμπού του γεωπολιτικού ρόλου και χαρακτήρα της ΕΕ, υποβάλλοντας και επιβάλλοντας την "κανονικοποίηση" της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής με τη δέουσα σημασία που πρέπει να αποδίδεται στη "σκληρή ισχύ". Έτσι, έχει ανοίξει ένα παράθυρο ευκαιρίας σε ζητήματα ουσιαστικής ευρωπαϊκής στρατιωτικής συνεργασίας και αμυντικής ολοκλήρωσης.

Ωστόσο, αυτό το παράθυρο ευκαιρίας δεν θα παραμείνει εσαεί ανοικτό. Ελλοχεύει ο κίνδυνος η εκτόνωση ή το "πάγωμα" της κρίσης (που δεν διαφαίνονται ως προοπτικές επί της παρούσης αλλά δεν μπορούν και να αποκλειστούν) να αποδυναμώσουν την αίσθηση του επείγοντος με αποτέλεσμα να μην δρομολογηθούν ουσιαστικές εξελίξεις. Ο παράγοντας χρόνος, επομένως, λειτουργεί αρνητικά για όποια προοπτική ευρωπαϊκής αμυντικής συνεργασίας, καλώντας για ταχύτητα στη λήψη αποφάσεων. Ένας δεύτερος κίνδυνος είναι η καλλιέργεια υπερβολικά υψηλών προσδοκιών σχετικά με το άμεσο και απτό αποτέλεσμα τέτοιων πρωτοβουλιών. Η Διακήρυξη των Βερσαλλιών χαιρετίστηκε ορθά ως ένα δυνητικά μείζον ορόσημο στη διαδικασία αμυντικής ολοκλήρωσης, ωστόσο η υλοποίηση των συμφωνηθέντων έχει έναν μακροχρόνιο ορίζοντα, ειδικά από τη στιγμή που εμπλέκεται ένας ολόκληρος βιομηχανικός κλάδος υψηλής τεχνολογίας και μεγάλης ερευνητικής έντασης και απαιτήσεων. Μια διαδικασία ειρήνευσης και επίλυσης της ρωσο-ουκρανικής σύγκρουσης, που πρέπει και οφείλει να επιδιωχθεί, πιθανώς εντούτοις να στερήσει την απαραίτητη δυναμική από το εν εξελίξει εγχείρημα αμυντικής ολοκλήρωσης. Οι θιασώτες του εν λόγω εγχειρήματος και όσοι βλέπουν τη μακροπρόθεσμη αναγκαιότητά του εκτιμούν ότι η ενδο-ευρωπαϊκή διαδικασία αμυντικής εμβάθυνσης δεν έχει ακόμα "κλειδώσει" (lock in effect) και ως εκ τούτου η πιθανότητα εκτροχιασμού της δεν μπορεί να αποκλειστεί. Στην περίπτωση αυτή, οι υψηλές προσδοκίες που έχουν καλλιεργηθεί θα διαψευστούν ακόμα μια φορά, επιβεβαιώνοντας τη δυσκολία ενός άλματος σε έναν θεματικό τομέα που εμπίπτει στον σκληρό πυρήνα της κρατικής κυριαρχίας.

2. Ο δεύτερος -πολύ σχετικός- άξονας δράσεων επικεντρώνεται στις σχέσεις ΕΕ-ΝΑΤΟ και στην ενίσχυση της μεταξύ τους συμπληρωματικότητας και όχι ανταγωνιστικότητας. Καθώς ρεαλιστικά αποτιμώντας τις τρέχουσες ευρωπαϊκές δυνατότητες, η ΕΕ έχει να διανύσει μεγάλη απόσταση για την υλοποίηση της στρατηγικής της αυτονομίας, η εμπέδωση της συνεργασίας με το ΝΑΤΟ είναι αναγκαία προϋπόθεση για ένα σταθερό σύστημα ασφάλειας στην Ευρώπη. Η συνεργασία αυτή έχει προχωρήσει αρκετά παρά τους κλυδωνισμούς της περιόδου Τραμπ. Ωστόσο, η συνεργασία αυτή δεν έχει λάβει το απαραίτητο πολιτικό βάθος και εξαντλείται στις απευθείας διαδράσεις μεταξύ αξιωματούχων των δύο μερών (staff to staff) χωρίς την εμπλοκή των πολιτικών οργάνων των δύο οργανισμών. Ως εκ τούτου, η συνεργασία έχει συγκεκριμένα όρια. Τα όρια αυτά καθώς επίσης και ο υφιστάμενος τουρκικός σκόπελος θέτουν σημαντικούς περιορισμούς στην περαιτέρω εμβάθυνση των σχέσεων ΕΕ-ΝΑΤΟ, ακόμα και μετά την άρση των επιμέρους γαλλικών επιφυλάξεων.

Σε κάθε περίπτωση, η ενίσχυση της συνεργασίας είναι αμοιβαία επωφελής καθώς η ΕΕ είναι ίσως καταλληλότερη από το ΝΑΤΟ να διαχειριστεί ορισμένες πτυχές ασφάλειας, λόγω εμπεδωμένης τεχνογνωσίας σε θέματα, για παράδειγμα, αντιτρομοκρατικής πολιτικής ή υβριδικών απειλών. Επίσης, η γεωγραφική διαφοροποίηση καθιστά επιτακτική την ανάγκη μιας ισχυρότερης στρατιωτικά Ευρώπης, με το υφιστάμενο ενδιαφέρον που επιδεικνύει στην περιοχή του Σαχέλ και την ευρύτερη Υποσαχάρια Αφρική, περιοχές που δεν αποτελούν αντικείμενο ενδιαφέροντος του ΝΑΤΟ. Έτσι, λοιπόν, η διάσταση αυτή της αμοιβαιότητας μέσω εξειδίκευσης και συμπληρωματικότητας των ενεργειών κάθε οργανισμού οφείλουν να αποτελέσουν την αιχμή του ευρωπαϊκού δόρατος σε κάθε επιχείρημα αμερικανικού απομονωτισμού που μπορεί να επανέλθει στη διατλαντική ατζέντα τα επόμενα χρόνια. Προς την κατεύθυνση αυτή, οι ευρωπαϊκές προσπάθειες εξοπλισμού και αμυντικής συνεργασίας σε εθνικό επίπεδο αλλά κυρίως σε επίπεδο ΕΕ θα πρέπει να εξελιχθούν έχοντας ως γνώμονα την αποφυγή εντάσεων, παρεξηγήσεων και αμφιβολιών για την πραγματική πρόθεσή τους. Κάτι τέτοιο είναι εφικτό με τη ρητή και διαρκή επιβεβαίωση του πρωταρχικού ρόλου του ΝΑΤΟ στο ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλειας, κάτι που γίνεται συστηματικά ήδη σε όλα τα επίσημα έγγραφα και κείμενα πολιτικής της ΕΕ.

3. Ο τρίτος άξονας δραστηριοποίησης της ΕΕ είναι η ανανεωμένη δυναμική αλλά και ένας διογκούμενος προβληματισμός επί της διαδικασίας διεύρυνσης. Είναι προς το συμφέρον της ΕΕ ένας νέος γύρος διεύρυνσης και ποιες χώρες θα κληθούν να συμμετάσχουν σε αυτόν; Η αίτηση της ουκρανικής κυβέρνησης για ένταξη στην ΕΕ υπενθύμισε τη μεγάλη αξία της πολιτικής διεύρυνσης ως μοχλού εσωτερικού μετασχηματισμού στις υποψήφιες χώρες και παράγοντα περιφερειακής σταθεροποίησης. Οι δύο ανεκτίμητες αυτές συνεισφορές, του δομικού μετασχηματισμού των υποψήφιων χωρών και της σταθεροποίησης, που αξιοποιήθηκαν στον μέγιστο βαθμό στη μεγάλη διεύρυνση του 2004 (και 2007) με τα νέα μέλη από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, τοποθετήθηκαν στο ράφι του πολιτικού οπλοστασίου της ΕΕ στην περίπτωση των Δυτικών Βαλκανίων. Η διαρκής αναπροσαρμογή των απαιτήσεων της ΕΕ και ο κάθε άλλο παρά μεγάλος μεταρρυθμιστικός ζήλος που έχουν επιδείξει τα κράτη των Δυτικών Βαλκανίων έχουν μετατρέψει την προοπτική της διεύρυνσης σε μια μακρόσυρτη και άνευ ορατής ολοκλήρωσης διαδικασία, επιφέροντας τη σταδιακή απογοήτευση τόσο των κυβερνήσεων όσο και των πολιτών στις υποψήφιες προς ένταξη χώρες. Η έλλειψη ουσιαστικής πολιτικής βούλησης από τη μεριά των κρατών-μελών της ΕΕ, λαμβάνοντας υπόψη τις επιπλοκές του τελευταίου γύρου διεύρυνσης και τις αρρυθμίες που δημιουργούν ορισμένα νεοεισελθόντα μέλη, καθώς επίσης και η ψευδαίσθηση σταθερότητας στα Δυτικά Βαλκάνια απομάκρυναν την προσοχή των Ευρωπαίων εταίρων από την περιοχή. Η ρωσική εισβολή, σε συνδυασμό με νέους γύρους εντάσεων μεταξύ Σερβίας και Κοσσόβου και με το αμφίβολο μέλλον της ενιαίας κρατικής υπόστασης της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, επαναφέρει την περιοχή στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος.

Στο πλαίσιο αυτό, η προοπτική διεύρυνσης παρουσιάζεται εκ νέου ως πανάκεια στα υφιστάμενα προβλήματα, συνοδευόμενη, όμως, από έναν ισχυρό αντίλογο και έναν ευρύτατο προβληματισμό για τα λειτουργικά όρια και την ικανότητα ομαλής απορρόφησης νέων μελών από την ΕΕ. Σε αντίθεση με το παρελθόν, όταν οι επικριτικές φωνές ήταν ελάχιστες ή οι υπάρχουσες επιφυλάξεις για τις διαλυτικές συνέπειες της διεύρυνσης στη συνοχή της ΕΕ δεν τολμούσαν να διατυπωθούν για λόγους ηθικού χρέους απέναντι στις τότε υποψήφιες χώρες, στη σημερινή συζήτηση το δίλημμα τίθεται ξεκάθαρα: Εμπέδωση μέσω διεύρυνσης της ασφάλειας στην Ανατολική Ευρώπη και τα Δυτικά Βαλκάνια θα επιφέρει αναπόφευκτα την περαιτέρω υποβάθμιση της συνοχής και ομοιογένειας της ΕΕ, με τον επιπλέον κίνδυνο υπονόμευσης βασικών δημοκρατικών αρχών και αξιών λειτουργίας της ΕΕ, λόγω της ένταξης χωρών που δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα ο μετασχηματισμός τους σε ώριμες φιλελεύθερες δημοκρατίες. Επομένως, η ΕΕ οφείλει να προτεραιοποιήσει τις ανάγκες και στοχεύσεις της. Η εμπέδωση της ασφάλειας και σταθερότητας θα έχει ως τίμημα μια λιγότερο συνεκτική και ομοιογενή ΕΕ.

Η εξέλιξη της ουκρανικής κρίσης θα επηρεάσει τη δυναμική της διεύρυνσης και την τελική επιλογή στο παραπάνω δίλημμα "εμπέδωση ασφάλειας - συνοχή", όπως θα επηρεάσει και την αντίστοιχη κινητικότητα στον τομέα της άμυνας και ασφάλειας, που συζητήσαμε παραπάνω. Μια διευθέτηση της κρίσης θα αλλοιώσει την επείγουσα φύση της ευρωπαϊκής αποδοχής της ενταξιακής προοπτικής των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων. Το γεγονός αυτό έχει γίνει αντιληπτό από τα κράτη των Δυτικών Βαλκανίων που κινητοποιούνται έντονα για να επωφεληθούν της τρέχουσας επικαιρότητας, υιοθετώντας και προωθώντας μια πιο ρεαλιστική αλλά υποβέλτιστη προοπτική "τμηματικής ένταξης" (staged accession).

Η συζήτηση περί διεύρυνσης αναπόφευκτα φέρνει στο προσκήνιο και την ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας, η οποία στην παρούσα φάση είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη. Ανεξαρτήτως των όποιων ευθυνών μπορεί να έχει η ΕΕ για την ανεπαρκή στήριξη των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων στην Τουρκία, η ουσία είναι ότι έχει υιοθετηθεί πλήρως από την πλευρά της ΕΕ μια διαχειριστική προσέγγιση επί του ζητήματος και δεν αναμένονται ουσιαστικές πρωτοβουλίες, όχι τουλάχιστον υπό τις παρούσες πολιτικές συνθήκες. Στα δύο τελευταία σχετικά κείμενα της Επιτροπής, τις εκθέσεις προόδου του 2021 και 2022, αναδεικνύεται ξεκάθαρα το υφιστάμενο αδιέξοδο. Η ρητή αναφορά σε ένα θετικό και ένα αρνητικό σενάριο εξέλιξης των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας καθιστά σαφές ότι η επιλογή είναι στα χέρια της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας. Πάντως, είναι σαφές ότι η πλήρης διάρρηξη των σχέσεων δεν είναι συμφέρουσα ούτε για την Ευρώπη αλλά ούτε και για την Ελλάδα, καθώς η απώλεια της αιρεσιμότητας επιφέρει και απώλεια δυνητικής επιδραστικότητας και μειούμενη δυνατότητα άσκησης πίεσης. Ακόμα και αναγνωρίζοντας ότι το ισχύον καθεστώς των σχέσεων δεν είναι λειτουργικό και στην πραγματικότητα οι σχέσεις αυτές έχουν παγώσει, είναι σκόπιμο η προοπτική στενότερης συνεργασίας να μην απαξιωθεί εντελώς, όχι τουλάχιστον πριν διαμορφωθεί ένα νέο πλαίσιο οργάνωσης και ρύθμισής τους. Με άλλα λόγια, πρώτα πρέπει η ΕΕ να μελετήσει και να διαμορφώσει μια εναλλακτική πρόταση για το πλαίσιο συνεργασίας με την Τουρκία και εν συνεχεία να γίνει η παραδοχή του μη ρεαλιστικού χαρακτήρα της ενταξιακής προοπτικής της. Μια τέτοια εναλλακτική πρόταση θα μπορούσε να πάρει τη μορφή μιας αναθεωρημένης Τελωνειακής Ένωσης και να αποτελέσει τη βάση της επόμενης μέρας των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας.

4. Ο τέταρτος άξονας αφορά τη δραστηριοποίηση της ΕΕ στον υπόλοιπο κόσμο και ιδιαίτερα στην περιφέρεια του Ινδο-Ειρηνικού. Ακόμα και ο συγκεκριμένος γεωγραφικός νεολογισμός δεν χρησιμοποιούταν ευρέως από την ΕΕ μέχρι και πριν από τρία χρόνια, γεγονός που δείχνει την αδυναμία πρότερης εννοιολογικής σύλληψης του ενιαίου χαρακτήρα του. Αντιδρώντας, ωστόσο, στον αυξανόμενο ανταγωνισμό και αντιπαλότητα των ΗΠΑ με την Κίνα στην ευρύτερη περιοχή, η ΕΕ έχει διαμορφώσει -με μεγάλη ταχύτητα για τα δεδομένα της- μια αρκετά συνεκτική πολιτική. Βασικά χαρακτηριστικά είναι η ισοτιμία και η εταιρικότητα στις σχέσεις που οικοδομεί με τις χώρες της περιοχής σε αντιδιαστολή με προηγούμενες προσεγγίσεις που εστίαζαν στην ασυμμετρία οικονομικής και πολιτικής ισχύος υπέρ της ΕΕ και επιχειρούσαν να καλλιεργήσουν σχέσεις εξάρτησης. Η ασυμμετρία αυτή έχει εξισορροπηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη ραγδαία ανάπτυξη πολλών κρατών του Ινδο-Ειρηνικού και έτσι οποιαδήποτε ανάλογη προσπάθεια θα έπεφτε πιθανότατα στο κενό σήμερα. Ωστόσο, είναι ενθαρρυντικό να διαπιστώνεται η στροφή στην προσέγγιση των χωρών της περιοχής από την ΕΕ και η πρόθεση καλλιέργειας μιας ισότιμης εταιρικής σχέσης με αυτές.

Το ενθαρρυντικό στοιχείο για την προοπτική της ευρωπαϊκής δραστηριοποίησης είναι ότι η Ευρώπη έχει ακόμα ερείσματα στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή. Η απήχησή της στηρίζεται στη λειτουργία της ως καθοδηγητικό πρότυπο σε σειρά θεμάτων. Ιδιαίτερης σημασίας είναι τα θέματα διακυβέρνησης των ωκεανών στη βάση του διεθνούς δικαίου με τη σημασία που αποδίδει η ΕΕ στην εφαρμογή των ισχυουσών διεθνών συνθηκών (UNCLOS). Επίσης, η ΕΕ αναγνωρίζεται ως πρωτοπόρος σε λιγότερο προφανή θεματικά πεδία, όπως στο θέμα της ασφάλειας προσωπικών δεδομένων. Με άλλα λόγια, η ΕΕ διαθέτει σημαντική "ήπια ισχύ" στην περιοχή την οποία μπορεί και πρέπει να αξιοποιήσει.

Οι τέσσερις αυτοί άξονες συμπυκνώνουν την ευρωπαϊκή αντίδραση στη γεωπολιτική αναδιάταξη που βρίσκεται σε εξέλιξη. Πρόκειται για μια εξαιρετικά δυναμική διαδικασία, η οποία σηματοδοτεί πιθανώς το "τέλος της αθωότητας" για την ΕΕ όσον αφορά την άρνηση ή αδυναμία επένδυσής της στην ισχύ. Η ΕΕ δεν έχει πλέον το περιθώριο να αγνοεί τις γεωπολιτικές και γεωοικονομικές εξελίξεις και την αυξανόμενη ασυμμετρία ισχύος που έχει προκύψει στις σχέσεις της με τους νέους πόλους του διεθνούς συστήματος. Το πρόβλημα είναι ότι η συνειδητοποίηση της κατάστασης και η όποια δυναμική πολιτικής αντίδρασης μπορεί να τροφοδοτήσει, προσκρούουν στην εσωτερική ανομοιογένειά της και την αδυναμία συμπεριληπτικής σύνθεσης των διαφορετικών εθνικών προσλήψεων των νέων προκλήσεων. Με άλλα λόγια, τα κράτη-μέλη εξακολουθούν να υιοθετούν μια εθνοκεντρική προσέγγιση απέναντι στις προκλήσεις αυτές, γεγονός που δημιουργεί μείζονα προβληματισμό για το αν μπορεί εντέλει η ΕΕ να προχωρήσει σε έναν ουσιαστικό πολιτικό μετασχηματισμό προκειμένου να ενισχύσει ή ακόμα και να διατηρήσει τη θέση της στη νέα παγκόσμια αρχιτεκτονική ασφαλείας.

Η επιδίωξη ενότητας, πολλές φορές στη βάση ενός ελάχιστου κοινού παρονομαστή, υπονομεύει τον βαθμό φιλοδοξίας της ΕΕ, πέραν των όποιων δυστοκιών και καθυστερήσεων μπορεί να επιφέρει η αναζήτηση της συναίνεσης. Το κενό "ενότητας-φιλοδοξίας" (unity-ambition gap) διέπει όλες τις συζητήσεις για τη μεταρρύθμιση του ευρωπαϊκού modus operandi που θα επιτρέπει έναν ενεργό ρόλο στην ΕΕ εντός του νέο γεωπολιτικού περιβάλλοντος. Η συζήτηση για μια μεταρρύθμιση της Συνθήκης της Λισαβόνας στερείται πολιτικής πρακτικότητας και εφικτότητας. Όπως έχει επανειλημμένα επιβεβαιωθεί, κάθε προσπάθεια μεταρρύθμισης Συνθηκών είναι μια εξαιρετικά μακροχρόνια, διχαστική και πολωτική διαδικασία με απρόβλεπτα αποτελέσματα. Ως εκ τούτου, δεν προκρίνεται ως μια ρεαλιστική εναλλακτική. Άλλωστε, το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο λειτουργίας της ΕΕ εμπεριέχει επιλογές de facto και de jure ουσιαστικής μεταρρύθμισης, όπως, για παράδειγμα, τη "ρήτρα παρέκτασης" (passerelle clause).

Τα δύο καίρια ζητήματα που μπορούν να συμβάλουν στην αντιμετώπιση του κενού "ενότητας-φιλοδοξίας" είναι το θέμα της ευελιξίας στη λήψη αποφάσεων και η προοπτική της διαφοροποιημένης ολοκλήρωσης. Το πρώτο αφορά τον περιορισμό του κανόνα της ομοφωνίας στη λήψη αποφάσεων σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, ο οποίος θεωρείται από τους θιασώτες πλειοψηφικών τρόπων λήψης αποφάσεων ότι οδηγεί στη θυσία των φιλόδοξων αποφάσεων στον βωμό της ενότητας. Πρόκειται για ένα θέμα εξαιρετικά συγκρουσιακό που χρειάζεται μια σχετική αποδραματοποίηση και σφαιρική αξιολόγηση ενδιάμεσων προτάσεων σταδιακής μετάβασης σε πλειοψηφικές διαδικασίες. Τέτοιες προτάσεις περιλαμβάνουν μια σαφή οριοθέτηση και αποσαφήνιση των όρων επίκλησης "ζωτικών συμφερόντων" προς χρήση του δικαιώματος αρνησικυρίας, καθώς επίσης και επιλογές τύπου "ομοφωνία πλην ενός" ή "ενισχυμένη ειδική πλειοψηφία" που θα προσδώσουν μια μεγαλύτερη ευελιξία στο σύστημα.

Το δεύτερο καίριο ζήτημα είναι αυτό της διαφοροποιημένης ολοκλήρωσης, η οποία προσφέρει διέξοδο ενισχυμένης συνεργασίας σε ομάδες κρατών-μελών που επιθυμούν να εμβαθύνουν τη συνεργασία τους σε διάφορα θεματικά πεδία –άλλωστε κάτι τέτοιο συμβαίνει ήδη με την Ευρωζώνη, τη Ζώνη Σένγκεν και τα PESCO projects. Στον βαθμό που τέτοια σχήματα είναι ανοικτά σε συμμετοχή σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ και τα κριτήρια ένταξης είναι ευδιάκριτα και διαφανή, επιτρέπουν την προώθηση του ενωσιακού οράματος έστω και σε μια κατακερματισμένη, πολιτικά και θεσμικά, εκδοχή. Προφανώς και δεν αποτελεί η μέθοδος αυτή ολοκλήρωσης πανάκεια για τις αποκλίνουσες απόψεις μεταξύ των μελών της ΕΕ, αλλά τουλάχιστον προσφέρει μια πολιτική εναλλακτική για τις ομάδες "προθύμων και ικανών" να προχωρήσουν βαθύτερα και ταχύτερα. Η επιτυχία τέτοιων σχημάτων θα ενισχύσει την απήχηση και την ελκτική τους δύναμη. Και εντέλει δύναται τέτοια σχήματα να αποτελέσουν τον σκληρό πυρήνα μιας ουσιαστικής ομοσπονδοποίησης της ΕΕ.