Ολόκληρη η ομιλία του δημοσιογράφου και συγγραφέα Τζόναθαν Τέπερμαν στην εκδήλωση της διαΝΕΟσις με αφορμή την ελληνική μετάφραση του βιβλίου του.

Πώς Οι Χώρες Καταφέρνουν Να Λύσουν Τα Προβλήματά Τους;

Ολόκληρη η ομιλία του δημοσιογράφου και συγγραφέα Τζόναθαν Τέπερμαν στην εκδήλωση της διαΝΕΟσις με αφορμή την ελληνική μετάφραση του βιβλίου του.

Πριν από λίγο καιρό ο εκδότης του περιοδικού μου απαίτησε από όλους τους αρχισυντάκτες να περάσουν από υποχρεωτική εκπαίδευση για δημόσιες ομιλίες για να μη γινόμαστε ρεζίλι όταν μιλάμε δημόσια, όπως συμβαίνει εδώ σήμερα. Δεν ξέρω πόσοι από εσάς έχετε περάσει από μια τέτοια διαδικασία, αλλά προσωπικά δεν τη βρήκα πολύ χρήσιμη. Στην ουσία το μόνο που θυμάμαι είναι μια συμβουλή που μου έδωσαν και ήταν ποτέ να μην ξεκινάω μια ομιλία ευχαριστώντας το ακροατήριο.

Θα την ξεχάσω αυτή τη συμβουλή σήμερα και θα ξεκινήσω λέγοντάς "σας ευχαριστώ". Σας ευχαριστώ πραγματικά πάρα πολύ για δύο πολύ βασικούς λόγους. Ο πρώτος είναι διότι έχω πολύ μεγάλο σεβασμό για τη διαΝΕΟσις και για όλη τη δουλειά που κάνουν. Είναι ένας οργανισμός που ουσιαστικά ενδιαφέρεται για την επίλυση των προβλημάτων και ουσιαστικά χρησιμοποιεί πραγματικά δεδομένα για να μπορέσει να πετύχει αυτόν τον στόχο. Οπότε είμαι ενθουσιασμένος που συνεργάζομαι μαζί τους.

Και ο δεύτερος λόγος για τον οποίο αγνοώ αυτόν τον κανόνα και λέω ευχαριστώ σε όλους εσάς απόψε είναι διότι έχω το εξής πρόβλημα: Βγάζω τα προς το ζην μου δουλεύοντας ως δημοσιογράφος στη Νέα Υόρκη υπηρετώντας το είδος της δημοσιογραφίας που ασχολείται με γραφικές, κάπως παλιομοδίτικες πια έννοιες όπως είναι η επαλήθευση των γεγονότων. Και αυτό αποτελεί πια πρόβλημα για μένα, καθώς σύμφωνα με τον νέο Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών αυτή τη στιγμή εγώ θεωρούμαι εχθρός του λαού και μέλος της επίσημης αντιπολίτευσης. Αυτό δε που δυσκολεύει ακόμα περισσότερο τα πράγματα είναι ότι εργάζομαι σε ένα περιοδικό το οποίο προσπαθεί να προσφέρει εξειδικευμένη γνώση για την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης, παρά το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή έχουμε μια κυβέρνηση στις Ηνωμένες Πολιτείες η οποία δεν έχει εξωτερική πολιτική. Έτσι λοιπόν είμαι πολύ χαρούμενος που κάποιος ενδιαφέρεται ακόμα γι’ αυτά που έχω να πω. Και για αυτόν τον λόγο σας ευχαριστώ.

Όσο χαρούμενος κι αν είμαι που βρίσκομαι εδώ, πρέπει να παραδεχτώ ότι βρίσκομαι σε μια περίεργη θέση. Και ο λόγος για τον οποίο βρίσκομαι σε αυτήν την περίεργη θέση είναι όλα αυτά τα κακά νέα που βλέπουμε τριγύρω μας κάθε μέρα. Διότι, όπως ανέφερε ήδη ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, πέρασα τα τελευταία τρία περίπου χρόνια να δουλεύω σε ένα βιβλίο, το οποίο ονομάζεται στα αγγλικά "The fix" και στο οποίο προσπαθώ να επιχειρηματολογήσω ότι παρ’ όλα αυτά τα κακά πράγματα που συμβαίνουν γύρω μας, η κατάσταση είναι λίγο καλύτερη από ό,τι φαίνεται. Και πιστεύω ότι είναι το καθήκον μου να προσπαθήσω να σας πείσω με επιχειρήματα παρ’ όλο που θα έλεγα ότι οι πιθανότητες δεν είναι υπέρ μου.

Σκεπτόμενος λοιπόν το πώς θα σας πείσω απόψε και ποια επιχειρήματα αισιοδοξίας σε μια εποχή τεράστιας απαισιοδοξίας να χρησιμοποιήσω θυμήθηκα ένα αστείο που συνήθιζε να κάνει ο Σιμόν Πέρες, πρώην πρόεδρος του Ισραήλ. Κάποτε τον ρώτησα κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης να μου πει πώς πιστεύει ότι πάνε τα πράγματα στο Ισραήλ και η απάντηση του ήταν ότι «εάν μου έλεγες να περιγράψω τα πράγματα με μια λέξη, θα έλεγα "καλά". Αν έπρεπε να περιγράψω την κατάσταση με δυο λέξεις θα έλεγα "όχι καλά". Με αντίστοιχο τρόπο θα μπορούσα κι εγώ να μιλήσω για τον τρόπο με τον οποίο βλέπω τα πράγματα σήμερα. Αντίστοιχα λοιπόν κι εγώ, εάν έπρεπε να περιγράψω την κατάσταση του κόσμου με μια μόνο λέξη θα έλεγα "κακή". Εάν έπρεπε να χρησιμοποιήσω δύο λέξεις θα έλεγα "όχι κακή".

Φοβάμαι ότι σε αυτό το σημείο πολλοί από εσάς, με δεδομένο ότι βρισκόμαστε στην Ελλάδα, θα έχετε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτά που λέω με κάνουν να φαίνομαι ανόητος, αλλά προσπαθήστε να με παρακολουθήσετε για λίγα λεπτά ακόμα, καθώς θα αναφέρω πέντε λόγους για τους οποίους πιστεύω ότι παρ’ όλο τα κακά νέα που μας περιτριγυρίζουν θα πρέπει να διατηρήσουμε την ελπίδα και να έχουμε πίστη για το μέλλον.

Ο πρώτος λόγος: όλοι οι λαϊκιστές έχουν πέραση. Ένας από τους λόγους που τα πράγματα δείχνουν τόσο τρομακτικά σήμερα είναι γιατί οι λαϊκιστές αποκτούν δύναμη σε όλον τον κόσμο. Και βρίσκομαι στη δυσάρεστη θέση να αναφέρομαι σε πολιτικούς που απευθύνονται στους πολίτες βασιζόμενοι στον φόβο και όχι στην ελπίδα, σε πολιτικούς που αποδέχονται τον εθνικισμό και την ξενοφοβία, που προσπαθούν να διαχωρίσουν τον κόσμο ανάμεσα σε εμάς και τους άλλους και που υπόσχονται ότι με κάποιο τρόπο θα καταφέρουν να επιστρέψουμε στη μυθική χρυσή εποχή του παρελθόντος, όταν όλα ήταν πολύ καλύτερα.

Αν όλη αυτή η κατάσταση σας προκαλεί ταραχή, το καταλαβαίνω. Νιώθω ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Αλλά όσο τρομακτική και αν είναι η κατάσταση, θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό να θυμόμαστε ότι στην πραγματικότητα αυτό το έργο το έχουμε ξαναδεί. Ο λαϊκισμός δεν είναι κάτι το καινούργιο ούτε στην Ελλάδα, ούτε στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο. Και η ιστορία μας διδάσκει ότι οι λαϊκιστές ηγέτες έχουν διαχρονικά σύντομη διάρκεια επιβίωσης.

Ο λαϊκισμός δεν είναι κάτι το καινούργιο ούτε στην Ελλάδα, ούτε στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο. Και η ιστορία μας διδάσκει ότι οι λαϊκιστές ηγέτες έχουν διαχρονικά σύντομη διάρκεια επιβίωσης.

Ως απόδειξη για αυτό δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στην Ευρώπη της δεκαετίας του 1930. Αρκεί να κοιτάξουμε τη μόνη περιοχή του πλανήτη που δείχνει να παρουσιάζει ανοσία απέναντι σ’ αυτόν τον ιό και αυτή η περιοχή είναι η Λατινική Αμερική. Το πιο ενδιαφέρον δε κομμάτι είναι ότι δεν υπάρχει κάτι μαγικό σ’ αυτήν την περιοχή, ούτε οι λαοί της έχουν εμβολιαστεί με κάποιο υπερφυσικό εμβόλιο και οι υπόλοιποι λαοί όχι. Η εξήγηση για την αντίστασή τους στον λαϊκισμό είναι πολύ πιο απλή και οφείλεται στο γεγονός ότι τις τελευταίες δεκαετίες πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπως για παράδειγμα η Αργεντινή, η Βενεζουέλα, το Εκουαδόρ, κυβερνούνταν από λαϊκιστές και τα πράγματα δεν πήγαν πολύ καλά. Το αντίθετο. Ήταν απολύτως καταστροφικά: η οικονομία τους αυτοκαταστράφηκε και υπήρξε τεράστια κοινωνική αναταραχή. Οι ψηφοφόροι από τη μεριά τους δεν άργησαν να καταλάβουν ποιος είναι υπεύθυνος για όλα αυτά, και αυτός είναι και ο λόγος που λίγα μόνο χρόνια μετά οι ίδιοι ψηφοφόροι απορρίπτουν την παγκόσμια τάση και εκλέγουν σοβαρούς, υπεύθυνους και μετριοπαθείς ηγέτες.

Επιπλέον, στη δεύτερη μου πατρίδα της ΗΠ αν και  έχουμε έναν λαϊκιστή πρόεδρο εδώ και τρεις μήνες μόνο, και η αντίσταση είναι ήδη σε εξέλιξη. Και αυτό με βοηθάει να προχωρήσω στον δεύτερο λόγο για τον οποίο δεν πρέπει να νιώθουμε απελπισία. Αν παρακολουθήσει κανείς αποσπασματικά τις τελευταίες 100 μέρες στις ΗΠΑ, νομίζω ότι θα συμφωνήσει μαζί μου στη διαπίστωση ότι οι τρεις πρώτοι μήνες της διοίκησης του Τραμπ ήταν τουλάχιστον συναρπαστικοί. Ρητορικές ερωτήσεις που εγώ και άλλοι άνθρωποι σαν εμένα, όπως οι πολιτικοί επιστήμονες, θα ήθελαν να μάθουν, όπως για παράδειγμα πόσο ισχυρό είναι το αμερικανικό Σύνταγμα, ή πόσο μεγάλο ρόλο παίζει ουσιαστικά η προσωπικότητα στη διακυβέρνηση ή τι θα συνέβαινε αν ξαφνικά γινόταν το πιο ισχυρό άτομο στο κόσμο ένα ανώριμο αυταρχικό παιδί χωρίς εμπειρία, χωρίς πνευματική καλλιέργεια και με σοβαρή διαταραχή έλλειψης προσοχής. Όλα αυτά τα ερωτήματα απαντώνται τώρα σε πραγματικό χρόνο. Φυσικά τα διακυβεύματα είναι πολύ μεγάλα και για αυτό είναι τρομακτικό αυτό που συμβαίνει. Αλλά τα καλά νέα είναι ότι ήδη βλέπουμε να εμφανίζεται μια τάση που μου προκαλεί συναισθήματα αισιοδοξίας για το μέλλον.

Η αλήθεια είναι ότι μέχρι στιγμής ο Πρόεδρος Τράμπ έχει αποτύχει να τηρήσει έστω και μία από τις μεγάλες υποσχέσεις της καμπάνιας του. Παρ’ όλα αυτά όμως έχει καταφέρει ήδη με έναν βασικό τρόπο να κάνει την Αμερική σπουδαία ξανά. Η συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, είτε μετριέται από τη συμμετοχή σε διαδηλώσεις είτε από τη συμμετοχή σε συνεδριάσεις τοπικών συμβουλίων ή ακόμα και από δωρεές σε ακτιβιστικές ομάδες, έχει φτάσει στα ύψη. Και παρά ή ίσως εξαιτίας των επιθέσεων στα ΜΜΕ, τα Μέσα έχουν αρχίσει να ευημερούν.

Εν τω μεταξύ διάσημοι συγγραφείς όπως ο Τζορτζ Όργουελ πουλάνε τώρα περισσότερο από τον Χάρι Πότερ και οι σοβαροί άνθρωποι του Λευκού Οίκου έχουν αρχίσει να απομακρύνουν ή τουλάχιστον να περιθωριοποιούν τους τρελούς. Δίνω έμφαση σε αυτά τα ζητήματα διότι δείχνουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, παρά τη δοκιμασία που περνούν, διαθέτουν θεσμούς και μια αμερικανική κοινωνία που μπορεί να ανταποκριθεί στις προκλήσεις. Αντιστέκονται και αποδεικνύουν ότι αντέχουν, ενώ  οι ΗΠΑ δεν είναι το μόνο μέρος που συμβαίνει αυτό.  Και αυτό αποτελεί τον τρίτο λόγο για τον οποίο δεν πρέπει να χάσουμε την ελπίδα.

Πολλοί ειδικοί, όπως εγώ, επιχειρηματολογούν ότι η ίδια η δημοκρατία δείχνει να ξεφτίζει σε όλο τον κόσμο αυτήν την περίοδο, υπογραμμίζοντας τον λαϊκισμό, που έχουμε ήδη αναφέρει, εξετάζοντας όμως ταυτόχρονα την επιθετική συμπεριφορά χωρών όπως η Ρωσία και η Κίνα και ισχυρίζονται ότι οι αξίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας δεν είναι τόσο ισχυρές όσο παλιά. Είναι γεγονός ότι ο εκδημοκρατισμός που γνώρισε ο κόσμος τα τελευταία είκοσι χρόνια έχει αρχίσει να επιβραδύνεται και έχουν υπάρξει λίγες περισσότερες δημοκρατίες στον πλανήτη σε σχέση με αυτές που υπήρχαν στην αρχή του αιώνα. Έχω όμως την αίσθηση ότι πολλοί τείνουν να υπερεκτιμούν το πρόβλημα και ο λόγος είναι ότι παρά την αποτυχία της Αραβικής Άνοιξης, παρά τον Τραμπ, πάρα το Brexit, παρά τον Βίκτορ Ορμπάν, παρά τον Ναρέντα Μόντι, παρά τον Ροντρίγκο Ντουτέρτε ή τη Χρυσή Αυγή, δεν είναι αλήθεια ότι βρισκόμαστε εν μέσω μιας παγκόσμιας αντεπανάστασης ενάντια στις φιλελεύθερες αξίες.

Πρώτον, οι εκλογές στην Ευρώπη, στην Αυστρία, στην Ολλανδία και στη Γαλλία δείχνουν ότι το κέντρο πραγματικά κρατά γερά. Επιπλέον, οι έρευνες δείχνουν ότι η δημοκρατία βελτιώνεται σε πολλές χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου στην Ασία και στην Αφρική: από την Γκάνα στη Γουατεμάλα, από την Ουκρανία στη Σρι Λάνκα, όπου θα λέγαμε ότι η ποιότητα της διακυβέρνησης είναι πολύ καλύτερη από ό,τι ήταν δέκα χρόνια πριν. Και εν τω μεταξύ, έρευνες κοινή γνώμης, σε χώρες εκτός Δύσης δείχνουν ότι η δημοκρατία είναι πιο δημοφιλής από ποτέ. Τέλος είναι επίσης αληθές το γεγονός ότι μεγάλης κλίμακας διαμαρτυρίες αυξάνονται σε πολλά μέρη του κόσμου. Αλλά πολλές από αυτές τις διαμαρτυρίες στρέφονται εναντίον διεφθαρμένων ηγετών και ζητούν να αντικατασταθούν από πιο αποτελεσματικούς δημοκρατικούς ηγέτες. Για παράδειγμα η πρόσφατη έρευνα της διαΝΕΟσις έδειξε ότι το 94% των Ελλήνων κατηγορούν την κρίση για την ανικανότητα και τη διαφθορά της ελληνικής κυβέρνησης. Αλλά όταν ερωτώνται ποια ξένη χώρα αποτελεί πρότυπο διακυβέρνησης δεν απαντούν η Ρωσία ή η Κίνα, αλλά επιλέγουν τη Σουηδία. Αυτό δείχνει ότι η στήριξη στη δημοκρατία παραμένει πολύ ισχυρή και ωστόσο αυτό σπάνια θα το δει κάποιος στις ειδήσεις.

Και αυτό με οδηγεί στον τέταρτο λόγο για τον οποίο δεν πρέπει να σταματήσουμε να ελπίζουμε και είναι αυτό που αποκαλώ εγώ τα καλά νέα πίσω από τα κακά νέα. Ένα από τα πράγματα που με ενοχλεί ως προς το επάγγελμά μου, είναι ότι εμείς οι δημοσιογράφοι έχουμε την τάση να εστιάζουμε στα προβλήματα, στην κριτική, σε ό,τι πάει λάθος στον κόσμο. Συνεπώς, οι απλοί άνθρωποι, οι αναγνώστες μας, σπάνια ενημερώνονται για τις πολύ καλές αλλαγές που έχουν συμβεί στον κόσμο σε λίγες μόλις δεκαετίες. Αλλά έχουν συμβεί. Και οι αλλαγές αυτές είναι πραγματικές. Και αν οι άνθρωποι τις γνώριζαν, θα ένιωθαν πολύ καλύτερα.

Απλώς αναλογιστείτε τρεις κρυφές επαναστάσεις που έχουν βελτιώσει κατά πολύ τον κόσμο μας και για τις οποίες δεν ενημερώνεστε σχεδόν ποτέ. 1. Από το 1990, η ακραία φτώχεια (οι άνθρωποι που ζουν με λιγότερο από 1 ή 2 δολάρια την ημέρα) έχει πέσει κατά 50% παγκοσμίως. Αυτό σημαίνει ότι ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι που μέχρι πριν από 20 χρόνια δεν ήταν σίγουροι αν θα κατάφερναν να επιβιώσουν, αν θα ήταν σε θέση να ταΐσουν τα παιδιά τους και αν θα κατάφερναν να βγάλουν την επόμενη μέρα, δεν χρειάζεται πλέον να ανησυχούν για αυτό. Στην πραγματικότητα αυτοί οι άνθρωποι είδαν τα εισοδήματά τους να αυξάνονται κατά 100%. Η δεύτερη κρυφή επανάσταση αφορά τις συγκρούσεις. Αν ακούσει κανείς τους πολιτικούς μας σήμερα –και αυτό αφορά σίγουρα την πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση της Αμερικής- είναι εύλογο να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ζούμε μια ιδιαίτερα τρομακτική και βίαιη στιγμή της ανθρώπινης ιστορίας. Αλλά η αλήθεια είναι ότι συμβαίνει το αντίθετο. Παρά τα τρομακτικά γεγονότα που συμβαίνουν στη Συρία και στο Ιράκ, ο κόσμος μας είναι πιο ειρηνικός σε σχέση με αυτό που συνέβαινε μέχρι πριν από είκοσι χρόνια. Η Δυτική Ευρώπη, στην οποία ξεσπούσαν κατά μέσο όρο δύο πόλεμοι ετησίως τους τελευταίους έξι αιώνες, παραμένει ειρηνική εδώ και εβδομήντα χρόνια. Και από το 1945 ο αριθμός των ανθρώπων που σκοτώνεται σε ένοπλες συγκρούσεις μειώνεται κάθε χρόνο.

Από το 1990, η ακραία φτώχεια (οι άνθρωποι που ζουν με λιγότερο από 1 ή 2 δολάρια την ημέρα) έχει πέσει κατά 50% παγκοσμίως. Αυτό σημαίνει ότι ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι που μέχρι πριν από 20 χρόνια δεν ήταν σίγουροι αν θα κατάφερναν να επιβιώσουν, αν θα ήταν σε θέση να ταΐσουν τα παιδιά τους και αν θα κατάφερναν να βγάλουν την επόμενη μέρα, δεν χρειάζεται πλέον να ανησυχούν για αυτό.

Τέλος, συντελείται μια επανάσταση στην παγκόσμια μεσαία τάξη. Το 1975, η παγκόσμια μεσαία τάξη, οι άνθρωποι που βρίσκονταν στη μέση της εισοδηματικής καμπύλης ήταν περίπου 1 δισεκατομμύριο. Τώρα, ο αριθμός αυτός έφτασε τα 3 δισεκατομμύρια ή στο μισό του παγκόσμιου πληθυσμού. Και οι οικονομολόγοι τώρα προβλέπουν ότι θα αυξηθεί κατά ακόμα 1 δισεκατομμύριο σε έξι μόλις χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι ο ρυθμός της μεταβολής συντελείται απίστευτα γρήγορα. Σκεφτείτε για λίγο το εξής: Χρειάστηκε να διανύσουμε σχεδόν όλη την ανθρώπινη ιστορία για να φτάσουμε στο πρώτο 1 δισεκατομμύριο ανθρώπων μεσαίου εισοδήματος, μετά χρειάστηκαν 40 χρόνια για να προστεθούν 2 δισεκατομμύρια και θα χρειαστεί να περάσουν μόλις 6 χρόνια για να προστεθεί το επόμενο δισεκατομμύριο. Φυσικά, αυτά είναι απίστευτα καλά νέα για τους ανθρώπους που θα επηρεαστούν άμεσα αλλά είναι επίσης καλά νέα και για όλους εμάς.

Και θα σας εξηγήσω τον λόγο. Οι άνθρωποι που είναι απελπιστικά φτωχοί δεν σκέφτονται ιδιαίτερα το σύστημα διακυβέρνησης, για τον πολύ απλό λόγο ότι δεν μπορούν να το κάνουν. Δεν έχουν την πολυτέλεια να το σκεφτούν, διότι το θέμα της επιβίωσής τους αποσπά όλη τους την ενέργεια. Όταν όμως φτάσουν στο επίπεδο της μεσαίας τάξης τα πάντα αλλάζουν. Τότε έχουν και τον χρόνο και την ενέργεια να ανησυχούν για πράγματα όπως η δημοκρατία, συν το γεγονός ότι πια διαθέτουν περιουσιακά στοιχεία τα οποία και θέλουν να προστατεύσουν. Κατά συνέπεια, αρχίζουν να απαιτούν σταθερότητα και καλή διακυβέρνηση. Εν τω μεταξύ, οι κυβερνήσεις από την πλευρά τους αντιλαμβάνονται από που προέρχεται αυτός ο πλούτος και δεδομένου ότι δεν θέλουν να κάνουν κάτι να το διακινδυνεύσουν δημιουργούν ακόμα καλύτερες κρατικές δομές για τη διατήρηση της σταθερότητας και των κανόνων. Αυτός είναι και ο λόγος που είδαμε για παράδειγμα τον Κινέζο Πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ να παίρνει το λόγο στο Νταβός και να επισημαίνει ότι αν οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν πλέον να δρουν ως πρωταθλητές της παγκοσμιοποίησης, η Κίνα θα μπορούσε να παίξει αυτόν τον ρόλο. Αυτό βέβαια ήταν μια τεράστια εξέλιξη για μια χώρα που εδώ και καιρό κατηγορείται ότι προσπαθεί να κυριαρχήσει στο διεθνές σύστημα. Και αν και όλο αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό ρητορικό, εξακολουθεί να μου δίνει την ελπίδα ότι το διεθνές σύστημα που βασίζεται σε κανόνες θα επιβιώσει, ακόμα κι αν οι ΗΠΑ αποσυρθούν.

Σε καμία περίπτωση δεν θέλω να ισχυριστώ ότι οτιδήποτε από όσα ανέφερα μόλις δείχνει ότι η κατάσταση του κόσμου σήμερα είναι εντάξει. ‘Η ότι οι μάχες που χρειάζεται να δοθούν δεν είναι πραγματικές. Αυτό όμως που προσπαθώ να πω είναι ότι αν βάλουμε αυτά τα προβλήματα σε μια προοπτική, και δώσουμε την απαραίτητη προσοχή και στα θετικά που συμβαίνουν και όχι μόνο στα αρνητικά, τα προβλήματα θα αρχίσουν να φαίνονται λιγότερο τρομακτικά. Τούτου λεχθέντος, οι κοινωνίες μας σήμερα έχουν έρθει αντιμέτωπες με μια τεράστια πρόκληση: αν και μπορώ να αναφέρω πολλά στατιστικά στοιχεία για τα οποία θα έπρεπε να χαιρόμαστε, στην πραγματικότητα κανένας από τους ψηφοφόρους δεν νοιάζεται για αυτά τα στατιστικά. Γιατί δεν έχουν την αίσθηση ότι πράγματα πηγαίνουν καλά. Είναι φοβισμένοι και θυμωμένοι. Φοβισμένοι γιατί τα μεγάλα εθνικά και διεθνή προβλήματα, όπως η ανισότητα, η διαφθορά, η τρομοκρατία κ.τ.λ. δείχνουν δυσεπίλυτα. Και είναι θυμωμένοι γιατί οι κυβερνήσεις μας  δείχνουν ανίκανες να τα διαχειριστούν.

Κατανοώ γιατί παρά πολλοί άνθρωποι έχουν καταλήξει σ΄ αυτά τα συμπεράσματα, αλλά νομίζω ότι εγείρουν δύο μεγάλα προβλήματα. Πρώτον, αυτά τα συμπεράσματα είναι εκείνα που οδηγούν τους ψηφοφόρους στο να γυρίζουν την πλάτη τους στους συμβατικούς πολιτικούς και στις συμβατικές πολιτικές και αντίθετα να στηρίζουν ριζοσπάστες ηγέτες που εμφανίζονται ως αουτσάιντερ και που υπόσχονται να ανατινάξουν το σύστημα. Δεύτερον, το πρόβλημα με το να έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα προβλήματά μας είναι δυσεπίλυτα και ότι οι κυβερνήσεις μας είναι ανίκανες να τα διαχειριστούν είναι επίσης ένα λάθος συμπέρασμα. Μερικά χρόνια πριν, αποφάσισα να διαπιστώσω αν όντως αυτό το θλιβερό συμπέρασμα, το οποίο εγώ προσωπικά σε διαισθητικό επίπεδο δεν αποδεχόμουν, ταξιδεύοντας σε πολλές χώρες του κόσμου και ρωτώντας πολλούς ηγέτες αν και με ποιο τρόπο διαχειρίστηκαν τα μεγάλα οικονομικά και πολιτικά τους προβλήματα. Και αυτά που ανακάλυψα με εξέπληξαν. Αποδείχτηκε ότι και πάλι, αν και σπάνια το ακούτε, οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο όχι μόνο μπορούν, αλλά έχουν ήδη ξεπεράσει πολλές από τις πιο δύσκολες προκλήσεις μας. Με άλλα λόγια, υπάρχουν ήδη λύσεις σε πολλά από τα μεγαλύτερα προβλήματα μας. Και δεν είναι μόνο θεωρητικές.Έχουν δοκιμαστεί και έχουν φέρει αποτελέσματα.

Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο έγραψα αυτό το βιβλίο, που ήταν ουσιαστικά να προσπαθήσω να απωθήσω την ιδέα ότι είμαστε σε μια εποχή μεγάλης παρακμής και να αφηγηθώ ιστορίες χωρών που βρήκαν λύσεις. Καθένα από τα δέκα κεφάλαια του βιβλίου μου περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο μια κυβέρνηση, σε κάποιο μέρος του κόσμου, κατάφερε να βρει τις λύσεις σε κάποιο από αυτά τα μεγάλα, φαινομενικά δυσεπίλυτα προβλήματα. Και οι ιστορίες αυτές περιγράφουν τον τελευταίο από τους λόγους για τους οποίους πιστεύω ότι δεν πρέπει να χάσουμε την ελπίδα. Αφού αυτές οι χώρες τα κατάφεραν, μπορούμε να τα καταφέρουμε κι εμείς.

Θα προσπαθήσω να σας πω τι εννοώ, περιγράφοντάς σε συντομία τρεις από αυτές τις ιστορίες. Αν και τώρα ζω στην πόλη της Νέας Υόρκης, δεν μεγάλωσα εκεί. Μεγάλωσα στον Καναδά. Σήμερα, όταν οι άνθρωποι σκέφτονται την πατρίδα μου –αν την σκέφτονται καθόλου- τα πρώτα πράγματα που τους έρχονται στο μυαλό είναι το κρύο και η ευγένεια. Οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι εμείς οι Καναδοί είμαστε βαρετοί ή ότι ζητάμε συγγνώμη σχεδόν για τα πάντα. Και αυτά σε μεγάλο βαθμό ισχύουν. Αλλά ο Καναδάς είναι επίσης σημαντικός, λόγω του τρόπου με τον οποίο αντιμετώπισε ένα πρόβλημα που αυτή τη στιγμή που μιλάμε μπορεί να προκαλέσει τη διάλυση πολλών άλλων χωρών. Και το πρόβλημα αυτό είναι η μετανάστευση.

Έτσι, ο Καναδάς παραμένει ανάμεσα στα πιο φιλόξενα έθνη του κόσμου, ακόμη και σε σύγκριση με άλλες φιλικές προς τους μετανάστες χώρες. Πέρυσι, ο Καναδάς, ο οποίος έχει πληθυσμό περίπου 30 εκατομμυρίων ανθρώπων, υποδέχτηκε 320.000 μετανάστες, ποσοστό που αντιστοιχεί περίπου στο 1% του πληθυσμού του, και αποτελεί το μεγαλύτερο στην ιστορία του. Ο Καναδάς σήμερα έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά μετανάστευσης ανά κάτοικο στον πλανήτη, τρεις φορές υψηλότερο σε σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το ποσοστό αυτό είναι διπλάσιο από εκείνο της Γερμανίας. Την περσινή χρονιά, ο Καναδάς υποδέχτηκε τέσσερις φορές περισσότερους πρόσφυγες από τη Συρία συγκριτικά με τις ΗΠΑ, παρά το γεγονός ότι οι ΗΠΑ έχουν δέκα φορές μεγαλύτερο πληθυσμό σε σχέση με τον Καναδά.  Και όμως, το πρώτο σημαντικό και ταυτόχρονα περίεργο πράγμα σε σχέση με τον Καναδά  είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι εκεί δεν θα μπορούσαν να είναι πιο χαρούμενοι για όλα αυτά. Πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το 82% των Καναδών, πιστεύουν ότι η μετανάστευση έχει θετικό αντίκτυπο στην καναδική οικονομία. Όταν σε μια άλλη πρόσφατη έρευνα οι Καναδοί ρωτήθηκαν τι τους κάνει να αισθάνονται πιο περήφανοι για τον Καναδά κατέταξαν την πολυπολιτισμικότητα –η οποία είναι μια λέξη με αρνητικό περιεχόμενο στα περισσότερα μέρη- δεύτερη, πάνω από το χόκεϊ. Και καταλαβαίνετε πόσο μεγάλη υπόθεση είναι οι Καναδοί να βάζουν οτιδήποτε πάνω από το χόκεϊ!

Με άλλα λόγια, σε μια εποχή που η ξενοφοβία αυξάνεται σχεδόν οπουδήποτε αλλού, και οι περισσότερες δυτικές χώρες δημιουργούν νέους τοίχους και εμπόδια για να κρατήσουν έξω τους ξένους, οι Καναδοί θέλουν ακόμα περισσότερους μετανάστες. Αλλά αυτό που είναι πραγματικά ενδιαφέρον είναι ότι ο Καναδάς δεν ήταν πάντα έτσι. Το αντίθετο. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 ο Καναδάς ακολουθούσε μια ξεκάθαρα ρατσιστική πολιτική. Την αποκαλούσαν πολιτική του «Λευκού Καναδά». Και αυτό τα λέει περίπου όλα, καθώς φυσικά δεν αναφέρονταν στο χιόνι. Το 1960 το 96% των μεταναστών του Καναδά προέρχονταν από την Ευρώπη και οι περισσότεροι από αυτούς από τη Βόρεια Ευρώπη. Αντίθετα σήμερα οι περισσότεροι μετανάστες του Καναδά προέρχονται από τις Φιλιππίνες και την Κίνα. Το 1960, το 96% των μεταναστών στον Καναδά ήρθε από την Ευρώπη και οι περισσότεροι από τη Βόρεια Ευρώπη. Σήμερα, αντίθετα, οι περισσότεροι μετανάστες στον Καναδά προέρχονται από τις Φιλιππίνες και την Κίνα. Και το σημερινό κυβερνητικό υπουργικό συμβούλιο του Καναδά έχει περισσότερους σεϊχηδες που φορούν τουρμπάνι και έχουν γεννηθεί στην Ινδία, από όσους έχει το σημερινό υπουργικό συμβούλιο της Ινδίας.

Τι συνέβη λοιπόν; Πώς αυτός ο Καναδάς έγινε ο σημερινός Καναδάς; Λοιπόν, αν ρωτήσουμε τη μητέρα μου, θα σας πει ότι οι Καναδοί είναι λίγο καλύτεροι από οποιονδήποτε άλλον λαό. Ευτυχώς δεν είναι εδώ μαζί μας απόψε, κι έτσι μπορώ να σας πω την πραγματική απάντηση, η οποία είναι ότι οι Καναδοί δεν έχουν περισσότερες αρετές από άλλους. Η εξήγηση περιλαμβάνει τον άνθρωπο που έγινε ηγέτης το 1968, τον πατέρα του σημερινού πρωθυπουργού που λεγόταν Πιέρ Τρυντό. Ο πρώτος Τρυντό ήταν πολύ διαφορετικός από όλους τους προηγούμενους ηγέτες του Καναδά. Ήταν γαλλόφωνος σε μια περιοχή στην οποία κυριαρχούσε η αγγλική ελίτ. Ήταν διανοούμενος και επιπλέον -κι αυτό είναι πολύ παράξενο για Καναδό πολιτικό- κοσμοπολίτης και κάπως μοδάτος: έβγαινε με αστέρες του σινεμά, έκανε γιόγκα, είχε μακριές φαβορίτες, έκανε παρέα με τους Beatls και όπως όλοι οι χίπστερ μπορούσε κατά καιρούς να είναι εξοργιστικός. Παρ’ όλα αυτά κατάφερε να πετύχει ένα από τους πιο προοδευτικούς και σε βάθος μετασχηματισμούς από οποιαδήποτε άλλη χώρα.

Το μυστικό του περιελάμβανε δύο πράγματα: Πρώτον, ο Καναδάς κατήργησε τους μεταναστευτικούς νόμους που βασίζονταν στη φυλή, και με μια κίνηςη που ακόμα και ο Ντόναλντ Τράμπ θα ενέκρινε, ο Τρυντό τους αντικατέστησε με νέους νόμους που έδιναν έμφαση στην εκπαίδευση, στην εργασιακή εμπειρία, και στις γλωσσικές δεξιότητες. Αυτό που ουσιαστικά έκανε ήταν να αυξήσει τις πιθανότητες οι νεοεισερχόμενοι να συνεισφέρουν στην οικονομική δραστηριότητα του Καναδά, στην υλική του ευημερία. Στη συνέχεια, και αυτό είναι το δεύτερο μυστικό της επιτυχίας του, ο Τρυντό δημιούργησε για πρώτη φορά στον κόσμο την πολιτική της επίσημης πολυπολιτισμικότητας το 1971, για να βοηθήσει στην ένταξη των μετανασταών και για να πείσει τους Καναδούς ότι η διαφορετικότητα είναι σημαντικό στοιχείο της ταυτότητάς τους. Την ίδια στιγμή, οι απλοί Καναδοί άρχισαν να αντιλαμβάνονται τα οικονομικά οφέλη της πολυπολιτισμικότητας. Άρχισαν να βλέπουν τους μετανάστες ως σημαντικούς για την ταυτότητά τους, αλλά εξίσου σημαντικούς για την ευημερία τους και για το προσωπικό τους συμφέρον. Και συνδυαστικά αυτές οι δύο επιρροές δημιούργησαν τους παθιασμένα ανοιχτόμυαλους Καναδούς του σήμερα.

 

Ας προχωρήσουμε τώρα σε ένα ακόμα δυσκολότερο πρόβλημα, την οικονομική ανισότητα. Ο ήρωας αυτής της ιστορίας είναι η Βραζιλία. Και αυτό που μ’ αρέσει ιδιαίτερα σ’ αυτήν την ιστορία είναι ότι η Βραζιλία σήμερα είναι σε τέτοια χάλια που είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι θα μπορούσε να αποτελεί πρότυπο για οτιδήποτε. Επιπλέον, μέχρι πριν από μερικά χρόνια η χώρα δεν είχε απλά πρόβλημα με την ανισότητα. Ταυτιζόταν μαζί της και θεωρούνταν μία από τις πιο άνισες χώρες του κόσμου. Μάλιστα, γύρω στο 2004, είχαν αρχίσει να την αποκαλούν “Belinda” σε μια προσπάθεια να αποτυπώσουν το γεγονός ότι είχε ένα μικρό κομμάτι πληθυσμού στο μέγεθος του Βελγίου που αποτελούνταν από πολύ πλούσιους ανθρώπους και το οποίο περιβάλλονταν από ένα Ινδικό πληθυσμό που ζούσε σε μιζέρια Ινδικού τύπου.

Το 2000, το ένα τρίτο του πληθυσμού ζούσε κάτω από το παγκόσμιο όριο φτώχειας και το 15% του πληθυσμού της Βραζιλίας τα έβγαζε πέρα με λιγότερο από 1,25 δολάρια τη μέρα. Αλλά τότε συνέβη το αδύνατο. Η Βραζιλία άρχισε να αλλάζει. Μέχρι το 2011, μόλις μια δεκαετία αργότερα, η οικονομία της Βραζιλίας άρχισε να αναπτύσσεται 4% το χρόνο, και για πρώτη φορά ο πλούτος της άρχισε να μοιράζεται. Η οικονομική ανισότητα υποχώρησε κατά 33% στο διάστημα μιας δεκαετίας, ενώ την ίδια περίοδο αυξανόταν σχεδόν οπουδήποτε αλλού. Και μόλις σε μια δεκαετία, 36 εκατομμύρια άνθρωποι, περισσότερο από τρεις φορές ο πληθυσμός της Ελλάδας, ξέφυγαν από τη φτώχεια και προσχώρησαν στη μεσαία τάξη. Αυτή είναι μια τεράστια κοινωνική μεταβολή που ανάλογή δεν έχει γνωρίσει καμία χώρα εκτός από την Ιαπωνία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ταχύτητα της μεταμόρφωσης προκαλεί έκπληξη, αλλά εξίσου εκπληκτική ήταν και η ταυτότητα του ανθρώπου στον οποίο αποδίδεται: στον Λούλα ντα Σίλβα. Πριν από την αποκάλυψη των τελευταίων σκανδάλων, ο Λούλα  είχε γίνει εξαιρετικά δημοφιλής στη Βραζιλία και στον υπόλοιπο κόσμο. Το 2012, όταν αποχώρησε από την προεδρία το ποσοστό της δημοφιλίας του έφτανε στο 87%. Σήμερα, είναι δύσκολο πια κανείς να θυμηθεί πόσο τρομακτικός φαινόταν στους Βραζιλιάνους όταν ανέλαβε την εξουσία. Ο Λούλα δεν προερχόταν από την ελίτ και η οικογένειά του ήταν πάμπτωχη. Ήταν τέτοια η στέρηση της οικογένειάς του που ο μελλοντικός πρόεδρος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο μετά τη Δευτέρα Δημοτικού και να γίνει λούστρος. Τελικά βρήκε δουλειά σε εργοστάσιο, ενεπλάκη στο εργατικό κίνημα της Βραζιλίας και το 1980 ίδρυσε το αριστερό Κόμμα των Εργατών. Μέχρι τη στιγμή της εκλογής του το 2002, ο Λούλα είχε ήδη θέσει υποψηφιότητα για πρόεδρος –και είχε χάσει τρεις φορές. Και αν και ποτέ δεν υπήρξε μαρξιστής, οι πρώτες του καμπάνιες περιελάμβαναν προτάσεις για εθνικοποίηση βιομηχανιών και αθέτηση της εξυπηρέτησης του χρέους της χώρας. Έτσι όταν άρχισε να ανεβαίνει στις δημοσκοπήσεις το 2002, οι ελίτ πανικοβλήθηκαν. Ο χρηματιστηριακός δείκτης έπεσε κατά 30% και το νόμισμα της Βραζιλίας το ρεάλ έπεσε κατά 40%. Όταν εν πάση περιπτώσει κέρδισε τις εκλογές, οι περισσότεροι ανέμεναν ότι η χώρα θα ερχόταν αντιμέτωπη με ταξικό πόλεμο. Πλην όμως, περιέργως ο πόλεμος δεν συνέβη.

Ο Λούλα ανέλαβε καθήκοντα με την επανάσταση στο μυαλό του. Αλλά ήταν μια πολύ διαφορετική επανάσταση από εκείνη για την οποία φοβούνταν οι επικριτές του. Το γεγονός ότι ο Λούλα είχε χάσει τόσες εκλογικές αναμετρήσεις τον είχε πείσει ότι δεν θα κατάφερνε πολλά αν δεν κατάφερνε να νικήσει και τους αντιπάλους του, εξασφαλίζοντας ότι η κοινωνική αλλαγή θα ήταν καλή για όλους. Έτσι άρχισε να φοράει κοστούμια, σταμάτησε να λέει τρομακτικά πράγματα όπως αναδιανομή του πλούτου, ανέθεσε σε σοβαρούς, αρκετά συντηρητικούς οικονομολόγους βασικές οικονομικές θέσεις στην κυβέρνησή του και ακολούθησε πολύ δογματικές και συντηρητικές δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές. Τον πρώτο χρόνο έκανε τεράστιες περικοπές στον σπάταλο εθνικό προϋπολογισμό της Βραζιλίας, μεγαλύτερες από εκείνες που πρότεινε το ΔΝΤ. Και μετά αποφάσισε να ξεκινήσει την επίθεσή του στην ανισότητα, αφαιρώντας δαπάνες  Έπεσε ακόμη και τον φουσκωμένο προϋπολογισμό της Βραζιλίας με ένα τεράστιο ποσό κατά το πρώτο έτος, περισσότερο από ό,τι συνέστησε το ΔΝΤ. Στη συνέχεια, αποφάσισε να ξεκινήσει την επίθεσή στην ανισότητα, ανακοινώνοντας το μεγαλύτερο πρόγραμμα καταπολέμησης της φτώχειας παγκοσμίως. Το πρόγραμμα αυτό ονομάζεται "Bolsa Familia" ή "Οικογενειακό επίδομα", αλλά ήταν πολύ διαφορετικό από τις προηγούμενες προσπάθειες που είχαν γίνει για την καταπολέμηση της ανισότητας στη Βραζιλία και αλλού για αρκετούς βασικούς λόγους.

Πρώτον, αντί να παρέχουν στους φτωχούς αγαθά ή υπηρεσίες ή εκπαίδευση, θα έκαναν κάτι πολύ πιο τολμηρό. Θα τους έδιναν χρήματα. Εκείνη τη στιγμή αυτό φαινόταν τρελό. Το 2003, οι περισσότεροι οικονομολόγοι συμφωνούσαν ότι οι φτωχοί δεν ήξεραν πώς να ξοδεύουν τα χρήματα στους. Ότι αν τους έδινες περισσότερα θα τα ξόδευαν σε ποτά, τσιγάρα και σε άλλα τέτοια. Αλλά ο Λούλα είχε ζήσει ως φτωχός και αντιλαμβανόταν τα πράγματα καλύτερα. Επιπλέον, είχε δει τα αποτελέσματα των προηγούμενων προγραμμάτων για την αντιμετώπιση της φτώχειας. Ήταν πολύ ακριβά, πολύ περίπλοκα και επειδή ήταν και πολύ γραφειοκρατικά κατέληγαν να είναι πολύ διεφθαρμένα. Και συνεπώς δεν είχαν καμιά επίδραση στην καταπολέμηση της φτώχειας. Ωστόσο, παρά τα προβλήματα με τα προηγούμενα προγράμματα, ο Λούλα γνώριζε ότι οι συντηρητικοί θα αντιδρούσαν στην ιδέα του να δίνονται λεφτά στους φτωχούς. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο αποφάσισε να θέσει πολλές προϋποθέσεις για να γίνονται οι πληρωμές. Όλοι οι συμμετέχοντες έπρεπε να διασφαλίζουν ότι τα παιδιά τους πήγαιναν σχολείο, ότι εμβολιάζονταν και ότι έκαναν συστηματικά ιατρικές εξετάσεις. Αυτά τα countrapartidas (ανταλλάγματα), όπως αποκαλούνταν στα πορτογαλικά, διασφάλιζαν δύο σημαντικά πράγματα. Σε πολιτικό επίπεδο εξασφάλιζαν ότι τα παιδιά θα μεγάλωναν με δυνατότητες που δεν είχαν οι γονείς τους και που θα τους επέτρεπαν να ξεφύγουν από τη φτώχεια. Εξίσου σημαντικό ήταν το γεγονός ότι αυτά τα ανταλλάγματα που είχαν τεθεί ως προϋποθέσεις για τη συνέχιση του προγράμματος έπαιζαν σημαντικό πολιτικό ρόλο. Δείχνοντας στους συντηρητικούς ότι το Bolsa Familia δεν ήταν απλά χρηματικό δώρο και ότι οι φτωχοί για να συνεχίσουν να λαμβάνουν το επίδομα θα έπρεπε και οι ίδιοι να κάνουν πράγματα, ήταν κάπως σαν συμβόλαιο. Και οι φυσικά οι άνθρωποι των επιχειρήσεων λατρεύουν τα συμβόλαια. Σωστά;

Δύο επιπλέον καινοτομίες βοήθησαν το Λούλα στην προσπάθειά του να κάνει το πρόγραμμα αποδεκτό από τη βραζιλιάνικη ελίτ. Πρώτον, το γεγονός ότι δεν χρειάζονται μεγάλα ποσά για να κάνουν τη διαφορά στη ζωή φτωχών ανθρώπων: οι περισσότεροι συμμετέχοντες στο Bolsa Fimllia, έπαιρναν μόνο 65 δολάρια τον μήνα, και όλο το πρόγραμμα το οποίο ωφέλησε 65 εκατομμύρια ανθρώπους μέχρι σήμερα, κοστίζει στους Βραζιλιάνους φορολογούμενους λιγότερο από το 0,5% του ΑΕΠ ή το ήμισυ του 1% του ΑΕΠ της Βραζιλίας, πολύ λιγότερο από το 12% του ΑΕΠ που δαπανά η βραζιλιάνικη κυβέρνηση για τις συντάξεις. Οπότε μιλάμε για πολύ μικρό ποσοστό.

Η δεύτερη καινοτομία είναι ότι το Bolsa Famillia ήταν σχεδιασμένο με τέτοιο τρόπο που διασφάλιζε ότι θα ωφελούσε όλους τους Βραζιλιάνους, όχι μόνο τους φτωχούς. Και ο τρόπος που το έκανε αυτό ήταν ότι με το να δώσει χρήματα στους φτωχούς, διασφάλιζε ότι αυτοί οι άνθρωποι, δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι, περίπου το ένα τέταρτο του πληθυσμού της Βραζιλίας που μέχρι τότε ήταν αποκλεισμένο από την οικονομία ξαφνικά έγιναν παίκτες της αγοράς. Τα άτομα που επωφελήθηκαν από το Bolsa Familia, το 80% αγόρασαν τηλεόραση, το 79% αγόρασε ψυγείο και το 50% αγόρασε πλυντήριο. Οι οικονομολόγοι υπολογίζουν ότι κάθε δολάριο που ξοδεύτηκε στο Bolsa Familia κατέληξε να ενισχύει τη συνολική οικονομία (κατασκευαστές, εμπόρους, μεταφορές κλπ. κατά 1,80 δολάρια. Έτσι κάθε δολάριο που δαπανήθηκε στο Bolsa Familia έφερε στη Βραζιλία κέρδη 1,80 δολάρια. Και αυτός είναι ο λόγος που κατά την τελευταία προεκλογική περίοδο και οι τρεις υποψήφιοι ανταγωνίζονταν για το ποιος θα επεκτείνει περισσότερο το Bolsa Familia, ή ακόμα και τον λόγο για τον οποίο ο σημερινός συντηρητικός πρόεδρος της Βραζιλίας Μισέλ Τέμερ, δεν έχει διανοηθεί να το πειράξει.

Μια τελευταία παρατήρηση για τη Βραζιλία. Όλοι εσείς που διαβάζετε εφημερίδες θα έχετε πληροφορηθεί ότι ο Λούλα έχει μπλεχτεί σε περιπέτειες και ότι τελικά ίσως οδηγηθεί σε δίκη με την κατηγορία της διαφθοράς. Όμως παρά τις κατηγορίες, το Bolsa Familia είναι το μοναδικό ή σχεδόν το μοναδικό κυβερνητικό πρόγραμμα που δεν έχει κατηγορηθεί για διαφθορά. Και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούσε το πρόγραμμα ήταν τόσο ριζικά απλός –η κεντρική κυβέρνηση απλά κάνει απευθείας πληρωμές στους φτωχούς, χρησιμοποιώντας μια ηλεκτρονική τραπεζική κάρτα- που ανεξάρτητα με το πόσο σκληρά και αν προσπαθήσει κανείς, κανένας μέχρι σήμερα δεν έχει βρει τον τρόπο να κλέψει χρήματα.

Σ’ αυτό το σημείο ελπίζω ότι η αισιοδοξία μου έχει αρχίσει να φαίνεται λιγότερο περίεργη. Και θα σας αφηγηθώ εν συντομία άλλη μια ακόμα ιστορία: την ιστορία του Μεξικού, η οποία μου προκαλεί μεγαλύτερη εντύπωση –μεγαλύτερη και από εκείνη της Βραζιλίας- γιατί όπως όλοι γνωρίζετε το Μεξικό ακόμα παλεύει να αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα ακόμα και σήμερα. Και όμως, μερικά χρόνια πριν, το Μεξικό κατάφερε να κάνει κάτι που πολλά κράτη, από τις ΗΠΑ μέχρι τη Γαλλία, την Ινδία και την Ελλάδα, μόνο να ονειρευτούν μπορούν: έσπασαν την πολιτική παράλυση που το κρατούσε πίσω για πολλά χρόνια.

 

Για να καταλάβουμε πώς συνέβη αυτό πρέπει να πάμε πίσω στο έτος 2000, όταν το Μεξικό έγινε δημοκρατική χώρα, μετά από 71 χρόνια διακυβέρνησης από το ίδιο κόμμα. Τότε οι Μεξικανοί πολιτικοί αντί να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις, χρησιμοποίησαν αυτές τις ελευθερίες για να πολεμούν ο ένας τον άλλον. To Κογκρέσο ακινητοποιήθηκε και όλα τα μεγάλα προβλήματα της χώρας –η φτώχεια, η βία, η εγκληματικότητα, η διαφθορά- ξέφυγαν από κάθε έλεγχο. Τα πράγματα εξελίχθηκαν τόσο άσχημα που το 2008 το αμερικανικό υπουργείο Άμυνας προέβλεπε ότι το Μεξικό όδευε προς την κατάρρευση. Κι όμως, το 2012, ένας πολιτικός ονόματι Ενρίκε Πίενια Νιέτο εξελέγη πρόεδρος του Μεξικού. Ο συγκεκριμένος πολιτικός δεν θα λέγαμε ότι ενέπνεε και πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη στην αρχή. Πρώτον, προερχόταν από το PRI –το διεφθαρμένο κόμμα της Βραζιλίας που είχε κυβερνήσει τη χώρα για 71 χρόνια- και ήταν διαβόητος γυναικάς. Και πραγματικά ήταν τόσο όμορφος που οι γυναίκες τον αποκαλούσαν Bombom ή γλύκα στις προεκλογικές εκστρατείες. Και όμως αυτός ο υποεκτιμημένος Bombom εξέπληξε τους πάντες: κατάφερε να φέρει σε συμφωνία τα τρία μεγάλα πολιτικά κόμματα που βρίσκονταν σε πολυετή διένεξη. Κατά τους επόμενους δεκαοχτώ μήνες –τους πρώτης μήνες της διακυβέρνησής του- υλοποίησαν ένα απίστευτα ολοκληρωμένο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων: απελευθέρωσαν τα ασφυκτικά μεξικανικά μονοπώλια και τον απαρχαιωμένο τομέα της ενέργειας, αναδιάρθρωσαν το εκπαιδευτικό σύστημα και πολλά ακόμα.

Πριν από λίγο καιρό πήγα στο Μεξικό και ρώτησα τον Πρόεδρο Νιέτo πώς το κατάφερε όλο αυτό. Ο Νιέτο μου χαμογέλασε με το γνωστό του χαμόγελο και μου είπε ότι η απάντηση ήταν η λέξη "συμβιβασμός". Φυσικά, εγώ δεν θεώρησα αυτήν την απάντηση ικανοποιητική και τον πίεσα να μου πει περισσότερες λεπτομέρειες και η πιο εκτεταμένη απάντηση που μου έδωσε ήταν "συμβιβασμός, και πάλι συμβιβασμός και ακόμα μεγαλύτερος συμβιβασμός". Ο Νιέτo είχε καταλάβει ότι αυτό που χρειαζόταν η χώρα ήταν η οικοδόμηση εμπιστοσύνης μετά από τόσα χρόνια αντιπαράθεσης. Έτσι άρχισε τις συνομιλίες με την αντιπολίτευση μόλις μερικές μέρες μετά την εκλογή του. Και για να αποφύγει την πίεση από συμφέροντα κράτησε αυτές τις συναντήσεις μυστικές και διατήρησε ένα μικρό κύκλο συνομιλητών: μόνο εννέα άνθρωποι, τρεις από το κάθε κόμμα. Και οι συνομιλητές αυτοί, από τους οποίους πήρα συνεντεύξεις, μου είπαν ότι αυτοί η οικειότητα που είχε δημιουργηθεί μεταξύ τους σε συνδυασμό με μεγάλες ποσότητες τεκίλας βοήθησε στο να χτιστεί η εμπιστοσύνη. Στην επιτυχή κατάληξη των συνομιλών συνέβαλε επιπλέον και το γεγονός ότι οι αποφάσεις έπρεπε να λαμβάνονται ομόφωνα, όπως επίσης και η απόφαση του Νιέτo να περάσει πρώτα μεταρρυθμίσεις που είχαν θέσει ως προτεραιότητα τα άλλα κόμματα. Όπως μου το περιέγραψε ο Σαντιάγκο Κριλ, ένας γερουσιαστής της αντιπολίτευσης, με τον οποίο μίλησα το 2014, "δεν ισχυρίζομαι ότι είμαι κάτι το ιδιαίτερο ή ότι κανένας από όσους συμμετείχαν σ’ αυτές τις συναντήσεις ήταν κάτι το ιδιαίτερο, αλλά η ίδια ομάδα που είχε δημιουργηθεί ήταν κάτι το ιδιαίτερο". Και η απόδειξη για αυτό ήταν το γεγονός ότι Νιέτo έμεινε πιστός στο Σύμφωνο και το Μεξικό προχώρησε μπροστά για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια.

Σε καμία περίπτωση βέβαια δεν ισχυρίζομαι ότι το Μεξικό έχει αφήσει πίσω του όλα τα προβλήματα ή ότι ο Νιέτo είναι ένας τέλειος ηγέτης. Μάλιστα, αυτή τη στιγμή έχει τα χαμηλότερα ποσοστά αποδοχής από κάθε άλλα πρόεδρο στη μεξικανική ιστορία, αλλά το γεγονός ότι κατάφερε να δώσει τέλος σε πολλά χρόνια κομματικής αντιδικίας και οι μεταρρυθμίσεις που πέρασε έχουν θέσει τα θεμέλια για να σημειώσει η μεξικανική οικονομία σημαντικές επιτυχίες στο μέλλον.

Είδαμε λοιπόν πώς αυτές οι τρεις χώρες ξεπέρασαν τις μεγάλες προκλήσεις που είχαν να αντιμετωπίσουν. Αυτό είναι πολύ καλό για αυτές, αλλά τι καλό μπορούν να κάνουν σ’ εμάς τους υπόλοιπους. Όταν μελετούσα αυτές τις ιστορίες και κάποιες από τις άλλες ιστορίες στο βιβλίο μου, όπως τον τρόπο με τον οποίο η Ινδονησία αντιμετώπισε τον ισλαμικό εξτρεμισμό, ή τον τρόπο με τον οποίο η Ρουάντα ανασυγκροτήθηκε μετά τον εμφύλιο και τη γενοκτονία, ή τον τρόπο με τον οποίο η Νότια Κορέα κατάφερε να διατηρήσει την οικονομική ανάπτυξη για περισσότερο διάστημα από οποιαδήποτε άλλη χώρα, παρατήρησα κάποια σημεία ή απειλές.

Φυσικά, τα προβλήματα που έχει να διαχειριστεί κάθε χώρα είναι μοναδικά και σε καμία περίπτωση δεν προτείνω ότι μπορεί κάποια χώρα απλά να πάρει ως παράδειγμα κάτι που είχε αποτέλεσμα σε ένα μέρος και να κάνει ακριβώς το ίδιο κάπου αλλού με την προσδοκία να φέρει τα ανάλογα αποτελέσματα. Ωστόσο, εάν δούμε την ουσία που βρίσκεται στον πυρήνα αυτών των ιστοριών, θα βρούμε μερικά κοινά εργαλεία για τη διαχείριση των προβλημάτων, και αυτά τα εργαλεία μπορούν να φέρουν αποτελέσματα και σε άλλες χώρες, και σε αίθουσες συνεδριάσεων και σε πολλά άλλα πλαίσια.

Τα προβλήματα που έχει να διαχειριστεί κάθε χώρα είναι μοναδικά και σε καμία περίπτωση δεν προτείνω ότι μπορεί κάποια χώρα απλά να πάρει ως παράδειγμα κάτι που είχε αποτέλεσμα σε ένα μέρος και να κάνει ακριβώς το ίδιο κάπου αλλού με την προσδοκία να φέρει τα ανάλογα αποτελέσματα. Ωστόσο, εάν δούμε την ουσία που βρίσκεται στον πυρήνα αυτών των ιστοριών, θα βρούμε μερικά κοινά εργαλεία για τη διαχείριση των προβλημάτων, και αυτά τα εργαλεία μπορούν να φέρουν αποτελέσματα και σε άλλες χώρες

Σ’ αυτά τα κοινά εργαλεία αναφέρομαι πολύ αναλυτικά στο βιβλίο μου, στο κεφάλαιο με τα συμπεράσματα και θα αναφέρω σε συντομία τρία από αυτά. Πρώτος κανόνας: Αποδοχή την ακραίων λύσεων. Σε όλες τις ιστορίες που ανέφερα η σωτηρία ήρθε σε μια στιγμή υπαρξιακού κινδύνου και αυτό δεν ήταν σύμπτωση. Δείτε για παράδειγμα το Μεξικό. Όπως είπα ήδη, η χώρα το 2012 ήταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Ήταν μια κρίσιμη στιγμή και ο φόβος αποδείχτηκε σημαντικός. Ο φόβος αποδείχτηκε χρήσιμος, γιατί αυτό που έκανε ήταν να πείσει επιτέλους τους μεξικανούς πολιτικούς ότι αν συνέχιζαν με τις ίδιες πρακτικές του παρελθόντος, όχι μόνο θα κατέστρεφαν το πολιτικό τους μέλλον, αλλά θα κατέστρεφαν τη χώρα τους.

Βέβαια, οι χώρες διαχειρίζονται συνεχώς κρίσεις και αυτό είναι κάτι που δεν χρειάζεται να επισημάνω σε εσάς στην Ελλάδα. Δεν είναι κάτι που δεν είναι γνωστό, αλλά ο Νιέτα ήταν αρκετά ευφυής για να καταλάβει ότι η κρίση είχε απομακρύνει όλα εκείνα τα εμπόδια που συνήθως κάνουν δύσκολη την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων. Οι ηγέτες του Μεξικού έπρεπε να συνεργαστούν. Δεν είχαν άλλη επιλογή. Και αυτό έδωσε τη μοναδική ευκαιρία στο Νιέτα να σπάσει τους κανόνες που ίσχυαν μέχρι τότε και να δημιουργήσει καινούριους και ήταν αρκετά έξυπνος να την αρπάξει.

Δεύτερος κανόνας: Η δύναμη του να αλλάζεις γνώμη και να υιοθετείς νέες ιδέες. Μια μεγάλη ομοιότητα ανάμεσα στους ηγέτες που κατάφεραν να λύσουν προβλήματα και που αναφέρω στο βιβλίο μου ήταν ότι όλοι ήταν πραγματιστές. Και αυτό που θέλω να πω μ’ αυτό είναι ότι όταν ξεκινούσαν να σκέφτονται πώς να διαχειριστούν το πρόβλημα δεν στηρίζονταν στην ιδεολογία, αλλά στα γεγονότα. Κοιτούσαν γύρω τους για να βρουν τις καλύτερες λύσεις και δεν τους ενδιέφερε από πού προέρχονταν. Και δεν άφηναν λεπτομέρειες όπως το κόμμα, ή την ιδεολογία να σταθούν εμπόδιο.

Ο Λούλα για παράδειγμα ήταν αριστερός και δεν ήταν ο αρχικός δημιουργός της ιδέας του Bolsa Familia. Το έκλεψε από την αντιπολίτευση. Αλλά ούτε και αυτοί ήταν οι εμπνευστές του προγράμματος. Η αρχική ιδέα ήταν του Μίλτον Φρίντμαν του διάσημου Αμερικανού οικονομολόγου που είναι πολύ γνωστός για τις πολύ συντηρητικές του απόψεις. Και όπως ανέφερε ο Λούλα, από πολλούς θεωρούνταν ένας διαβόητος και εν πολλοίς τρομακτικός αριστερός, αλλά εκείνος δεν έδινε σημασία στην προέλευση του προγράμματός του. Στην πραγματικότητα το γεγονός ότι ήταν ανοιχτόμυαλος, του έδωσε τη δυνατότητα να θέσει σε εφαρμογή ένα από τα πιο επιτυχημένα και φιλόδοξα κοινωνικά προγράμματα στον κόσμο.

Βέβαια, το γεγονός ότι απέρριψε την "ιδεολογική αγνότητα" εκνεύρισε πολλούς στα αριστερά του κόμματος του. Μάλιστα κατά τη διάρκεια της θητείας του ένας παλιός του σύντροφος τον προκάλεσε λέγοντάς του: "Κάποτε ήσουν εργάτης και τώρα δεν ανησυχείς που στη θητεία σου οι τραπεζίτες έχουν τόσα κέρδη;". Και η απάντηση του Λούλα ήταν "Και βέβαια όχι. Αυτό που θα με ανησυχούσε είναι αν δεν είχαν τόσα κέρδη". Σε μια άλλη δε περίσταση, ένας πολιτικός της αντιπολίτευσης του επιτέθηκε κατηγορώντας τον ότι έχει κλέψει την ιδέα για τo Bolsa Familia από την αντιπολίτευση, λέγοντας του "ότι ενεργεί σαν να ανακάλυψε τη Βραζιλία". "Έχεις δίκιο" του απάντησε ο Λούλα, "αλλά αυτό συνέβη μόνο επειδή δεν είχα γεννηθεί εκείνη την εποχή".

Τρίτος κανόνας: Ικανοποίησέ τους όλους, αλλά με μέτρο. Λίγο πιο πριν ανέφερα τους τρόπους με τους οποίους η κρίση μπορεί να δώσει στις ηγεσίες εξαιρετικές ελευθερίες. Αλλά η επίλυση των προβλημάτων απαιτεί κάτι περισσότερο από απλή τόλμη. Η αποτελεσματική ηγεσία απαιτεί και αυτοσυγκράτηση. Όταν ο Τρυντό ανέλαβε την εξουσία θα μπορούσε πολύ εύκολα να βάλει σε προτεραιότητα το να ικανοποιήσει την καταπιεσμένους γαλλόφωνους του Καναδά που αποτελούσαν και τον πυρήνα της εκλογικής τους περιφέρειας. Και όταν ο Νιέτο ανέλαβε τη διακυβέρνηση θα μπορούσε να συνεχίσει τις επιθέσεις στην αντιπολίτευση, όπως γινόταν παραδοσιακά στο Μεξικό. Και όμως και οι δύο αυτοί ηγέτες επέλεξαν να εγκαταλείψουν την πολιτική του μηδενικού αθροίσματος. Ο Νιέτο προσέγγισε τους αντιπάλους του, ενώ την ίδια στιγμή ασκούσε πίεση στο κόμμα του να κάνει συμβιβασμούς. Και ο Τρυντό ανάγκασε τον καναδικό λαό να πάψει να σκέφτεται με φυλετικούς όρους και να αποδεχτεί την πολυπολιτισμικότητα. Κανένας δεν πήρε όλα όσα ήθελε, αλλά όλοι πήραν αρκετά γεγονός που βοήθησε στο να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις.

Έτσι λοιπόν τώρα εσείς μπορεί να σκέφτεστε ότι αν οι λύσεις βρίσκονται ήδη εκεί έξω, όπως ισχυρίζομαι, γιατί οι χώρες δεν τις εφαρμόζουν; Και αυτό είναι ένα ερώτημα με το οποίο πάλεψα πολύ όταν έφτανα στο τέλος του βιβλίου μου. Άλλωστε η εξεύρεση λύσεων δεν απαιτεί να έχει κάποιος υπερφυσικές δυνάμεις. Κάνενας από τους ηγέτες που περιέγραψα δεν ήταν υπερ-ήρωας Δεν κατάφεραν τίποτα μόνοι τους και ο καθένας από αυτούς είχε πολλά ελαττώματα. Ένας από τους πρωταγωνιστές σε ένα άλλο κεφάλαιο του βιβλίου μου που περιγράφει το πώς η Ινδονησία αντιμετώπισε τον ισλαμικό εξτρεμισμό ήταν ο πρόεδρος της ο Αμπντουραχμαν Ουαχίντ, ο οποίος ήταν το αντίθετο αυτού που θα περιγράφαμε ως χαρισματική ηγεσία: αποκοιμιόταν κατά τη διάρκεια των ομιλιών του.

Έτσι το πραγματικό εμπόδιο δεν είναι η έλλειψη ικανότητας ή οι περιστάσεις. Είναι κάτι πολύ πιο απλό και στο οποίο αναφέρθηκε ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος στην εισαγωγική του τοποθέτηση. Οι μεγάλες αλλαγές περιλαμβάνουν την ανάληψη ρίσκων. Και η ανάληψη ρίσκων είναι κάτι τρομακτικό. Και για να ξεπεραστεί αυτός ο φόβος απαιτείται γενναιότητα. Και όπως γνωρίζετε ηγεσίες με κότσια είναι κάτι εξαιρετικά σπάνιο στις μέρες μας. Θεωρώ όμως ότι και στις ΗΠΑ και στην Ελλάδα ισχύουν πολλές από τις προϋποθέσεις τις οποίες ανέφερα. Στις ΗΠΑ έχουμε έναν Πρόεδρο που άλλαξε κόμμα εφτά φορές πριν να εκλεγεί πρόεδρος. Επίσης το κομμάτι που αφορά το γεγονός ότι η χώρα να  βρίσκεται σε μεγάλη κρίση ισχύει και για την Ελλάδα. Μάλιστα υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι οι πολιτικοί σας ηγέτες αργά και ίσως λίγο απρόθυμα έχουν αρχίσει να γίνονται πιο πραγματιστές. Αυτό που δεν ξέρουμε ακόμα ούτε για την Ελλάδα, ούτε για τις ΗΠΑ είναι αν οι πολικοί μας έχουν τα κότσια και την ακεραιότητα να κάνουν αυτά που χρειάζεται. Σ’ αυτό το σημείο όμως είναι που μπαίνει και ο παράγοντας της δικής μας ευθύνης.

Το να ξεπεράσουμε τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι χώρες μας θα είναι δύσκολο και τρομακτικό και ενέχει μεγάλους πολιτικούς κινδύνους. Αλλά η ανάληψη ρίσκων είναι κάτι που θα πρέπει να κάνουν οι πολιτικοί. Είναι αυτό για το οποίο πληρώνονται. Και η δική μας ευθύνη ως πολίτες, ως ψηφοφόροι ως ακτιβιστές είναι να διασφαλίζουμε ότι οι πολιτικοί κάνουν ακριβώς αυτό. Επειδή δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Οι λύσεις υπάρχουν, αλλά αν οι ηγέτες μας συνεχίζουν να τις αγνοούν, θα επαληθευτούν οι μάντεις κακών και τα πράγματα θα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο.