Αρθρογραφια |

Τι Μας Έμαθε η Κρίση

Στο κείμενό του στο βιβλίο της διαΝΕΟσις "Η Επόμενη Ευρώπη", ο επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Πιερ Μοσκοβισί περιγράφει ένα εναλλακτικό μοντέλο για την οικονομική διακυβέρνηση της Ε.Ε. και διατυπώνει μια έντονη κριτική για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισαν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί την ελληνική κρίση.

Το νέο βιβλίο της διαΝΕΟσις "Η Επόμενη Ευρώπη" είναι μια συλλογή 20 σημαντικών κειμένων για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη θέση της Ελλάδας σε αυτήν. Είναι διαθέσιμο στα καλά  βιβλιοπωλεία και στο e-shop μας. Εδώ μπορείτε να διαβάσετε την εισαγωγή του επιμελητή της έκδοσης Θοδωρή Γεωργακόπουλου.


Η Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) έφερε μία διπλή υπόσχεση: υπόσχεση ενότητας και υπόσχεση ευημερίας. Ενότητας, επειδή ανέκαθεν φιλοδοξούσε να είναι απείρως περισσότερα πράγματα από μια ζώνη σταθερού συναλλάγματος. Ευημερίας, επειδή το ενιαίο νόμισμα όφειλε να τραβήξει τα μέλη της προς τα πάνω και να φέρει προοδευτικά τις χώρες με τις χαμηλότερες επιδόσεις στο επίπεδο των χωρών-ατμομηχανών της οικονομικής ανάπτυξης.

Αυτή η διπλή υπόσχεση δέχτηκε ισχυρό πλήγμα κατά τη διάρκεια της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-2013. Και η Ελλάδα βίωσε την κρίση με τον πιο επώδυνο τρόπο. Όμως, η αρχική υπόσχεση παραμένει σε ισχύ. Το στοίχημα σήμερα είναι να την επανενεργοποιήσουμε, μετασχηματίζοντας σε βάθος την Οικονομική και Νομισματική μας Ένωση.

H Ελλάδα θα πρέπει να διατηρήσει αυτούσια τη θέση της μέσα σε αυτή τη νέα Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Οποιοσδήποτε σχηματισμός στον οποίο η Ελλάδα θα ήταν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, μέλος δεύτερης κατηγορίας στην Ευρωζώνη θα αποτελούσε αποτυχία, τόσο για την ίδια όσο και για τους εταίρους της. Και μια τέτοια προοπτική εγώ την απορρίπτω με το μεγαλύτερο σθένος. Να ξαναγίνει η Ελλάδα «κανονικό» μέλος της Ευρωζώνης: αυτός πρέπει να είναι ο στόχος μας. Και πρόκειται για έναν στόχο τον οποίο η χώρα μπορεί να πετύχει.

H Ελλάδα θα πρέπει να διατηρήσει αυτούσια τη θέση της μέσα σε αυτή τη νέα Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Οποιοσδήποτε σχηματισμός στον οποίο η Ελλάδα θα ήταν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, μέλος δεύτερης κατηγορίας στην Ευρωζώνη θα αποτελούσε αποτυχία, τόσο για την ίδια όσο και για τους εταίρους της.

Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έχει διανύσει μια πραγματικά τεράστια απόσταση, συχνά με ρυθμό εξαντλητικό. Οι οικονομικές, διοικητικές και κοινωνικές δομές της έχουν υποστεί εις βάθος μεταβολές, κάτω από την επίδραση των τριών προγραμμάτων οικονομικής ενίσχυσης τα οποία ακολούθησε. Η θεραπεία του προβλήματος ήταν, από πολλές απόψεις, σκληρή – επειδή, βεβαίως, έπρεπε να αντιμετωπίσει βαθιά ριζωμένες παθογένειες. Τώρα όμως που η Ελλάδα προετοιμάζει την έξοδό της από το τρίτο πρόγραμμα, θα πρέπει να δει μια καινούρια φάση να ξεκινάει γι’ αυτή: μία φάση στην οποία οι πολίτες θα αντιληφθούν, με τρόπο συγκεκριμένο, ποιοι είναι οι καρποί όλων αυτών των ανατροπών, μία φάση στην οποία η χώρα θα ξαναγίνει αυτοχρηματοδοτούμενη και θα συνδεθεί και πάλι με τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Τις ικανότητες για να το πετύχει τις έχει. Το να επανενεργοποιήσουμε την αρχική υπόσχεση της Ευρωζώνης και να φροντίσουμε η υπόσχεση αυτή να περιλαμβάνει και την Ελλάδα θα έχει, φυσικά, τις δυσκολίες του, δεδομένης της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-2013. Το ζήτημα εδώ δεν είναι να διαπομπεύσουμε τους τότε κυβερνώντες. Η κρίση αυτή, η πιο βίαιη που γνώρισε ο κόσμος μετά τη δεκαετία του 1930, απαιτούσε μια άμεση και αποφασιστική απάντηση. Οι τότε κυβερνώντες χρειάστηκε, πριν από οτιδήποτε άλλο, να σβήσουν τις εστίες της φωτιάς, και μάλιστα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Κατά τη διάρκεια εκείνης της ταραγμένης περιόδου, πραγματοποιήθηκαν τεράστια βήματα για την Ευρωζώνη. Το πιο σημαντικό από αυτά είναι η Τραπεζική Ένωση.

Τώρα η κρίση απομακρύνεται σταδιακά, αφήνοντάς μας να πάρουμε, επιτέλους, την απαραίτητη ανάσα ώστε να μπορέσουμε να αφομοιώσουμε τα διδάγματα αυτού του συμβάντος, που ρίχνει ακόμα βαριά τη σκιά του επάνω στις οικονομίες της Ευρώπης. Και να αξιολογήσουμε το κατά πόσον έβαλε σε κίνδυνο τη διπλή υπόσχεση της ενότητας και της ευημερίας, η οποία αποτέλεσε θεμέλιο λίθο της Ευρωζώνης.

Η κρίση μάς δίδαξε πολλά.

Κατ’ αρχάς, μας δίδαξε σε ποιο βαθμό μπορούσαν οι αγορές να αποσταθεροποιήσουν το ευρώ. Η αρχική φιλοσοφία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, που συνίστατο στην ενθάρρυνση της δημοσιονομικής πειθαρχίας για τις χρηματοπιστωτικές αγορές, ήταν και η σωστή. Όμως η λογική αυτή διαστρεβλώθηκε από την τύφλωση των ίδιων των αγορών, οι οποίες, υπερβολικά εφησυχασμένες τον πρώτο καιρό, κατακλύστηκαν από πανικό μόλις ήρθαν αντιμέτωπες με τη ρήτρα περί μη διάσωσης. Έτσι, η Ελλάδα βρέθηκε στο χείλος του γκρεμού – και το ξεπέρασε.

Η κρίση μάς δίδαξε επίσης τα όρια του δημοσιονομικού ελέγχου. Ως απάντηση στην τυφλότητα των αγορών, τα κράτη-μέλη αποφάσισαν, ουσιαστικά, να θέσουν υπό στενή εποπτεία τη δημόσια οικονομία των μελών της ΟΝΕ. Η εποπτεία αυτή έγινε πιο σκληρή και άκαμπτη κάτω από την επίδραση μιας σειράς από ευρωπαϊκές προδιαγραφές (εξαπλό πακέτο, διπλό πακέτο, δημοσιονομικό σύμφωνο), οι οποίες εγκλώβισαν τα κράτη-μέλη μέσα σε ένα πλαίσιο ακόμα πιο πολύπλοκο και απαιτητικό.

Όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, αυτή η φυγή προς τα μπρος, προς τη ρύθμιση, δεν ήταν η σωστή απάντηση στο πρόβλημα. Κατά πρώτον, επειδή ενίσχυσε τη διάσταση της «ευθύνης» στην Ευρωζώνη, χωρίς ωστόσο να ενισχύει αντίστοιχα και τη διάσταση της «αλληλεγγύης», καταστρέφοντας έτσι την ισορροπία του συνόλου. Κατά δεύτερον, επειδή ώθησε το σύνολο των μελών της Ευρωζώνης να εξυγιάνουν τις οικονομίες τους ταυτόχρονα, εις βάρος της ανάπτυξης. Και τέλος, επειδή η προσέγγιση αυτή έχει φτάσει πια στα όριά της: η εμπειρία έδειξε ότι η ρύθμιση των αγορών δεν μπορεί γίνει με τρόπο απλό, έξυπνο και αυτόματο ταυτόχρονα – πράγμα που σημαίνει ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα από αυτά τα «τριλήμματα» που τόσο αγαπούν οι οικονομολόγοι.

Τρίτο δίδαγμα της κρίσης: η αλληλεγγύη παραμένει σήμερα ο φτωχός συγγενής της Ευρωζώνης. Η προσέγγιση που έχει γενικά επικρατήσει μέχρι αυτή τη στιγμή είναι «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Για να ενδυναμώσουμε την Ευρωζώνη, θα ήταν αρκετό κάθε ένα από τα μέλη της να επιδείξει στους κόλπους του αυστηρότητα και σύνεση: να κάνει μεταρρυθμίσεις στις οικονομικές του δομές, να μειώσει τα ελλείμματα κλπ. Η προσέγγιση αυτή, ωστόσο, αγνοεί σε μεγάλο βαθμό τη συσσωρευτική επίδραση των εθνικών οικονομικών πολιτικών σε επίπεδο Ευρωζώνης. Επίσης, αφήνει στο περιθώριο το στοιχείο της αλληλεγγύης.

Τέταρτο δίδαγμα, όχι ασήμαντο επίσης: η κρίση αποκάλυψε και ενέτεινε το δημοκρατικό έλλειμμα στην Ευρωζώνη. Στο πλαίσιο αυτό, η εμπειρία της Ελλάδας αποδείχτηκε ιδιαιτέρως οδυνηρή. Ένας ήταν ο θεσμός που επιβλήθηκε ως κέντρο λήψης αποφάσεων: το Eurogroup (το Συμβούλιο των Υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης). Ο συγκεκριμένος θεσμός, όμως, παρουσιάζει αρκετές ατέλειες σε επίπεδο δημοκρατικότητας. Είναι ανεπίσημος, εξού και λειτουργεί εκτός προκαθορισμένων κανόνων. Συνέρχεται κεκλεισμένων των θυρών, λαμβάνοντας αποφάσεις οι οποίες καθορίζουν το πεπρωμένο της χώρας για μια πεντηκονταετία, μέσα σε απόλυτη απουσία διαφάνειας. Είναι, πρώτα απ’ όλα, ένα πεδίο σύγκρουσης εθνικών συμφερόντων, των οποίων το πηλίκο δεν αντιπροσωπεύει το κοινό συμφέρον, χωρίς η Επιτροπή να διαθέτει τις απαραίτητες εξουσίες για να μπορέσει να επιβάλει το συμφέρον αυτό. Και, φυσικά, το Eurogroup δεν λογοδοτεί για τις επιλογές του ενώπιον των Ευρωπαίων αντιπροσώπων.

Στο Eurogroup πάρθηκαν για την Ελλάδα αποφάσεις σπάνιας βαρύτητας, μέσα σε ένα δημοκρατικό πλαίσιο που επιδέχεται αρκετή κριτική. Το επίπεδο των περικοπών στα συνταξιοδοτικά ταμεία, η έκταση των ιδιωτικοποιήσεων, οι μεταρρυθμίσεις στα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας κ.ά. – όλα αυτά συζητήθηκαν και αποφασίστηκαν από έναν θεσμό που δεν διέπεται ούτε από κάποια διαφάνεια ούτε από κάποια υποχρέωση λογοδότησης για τις επιλογές του ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Τελευταίο δίδαγμα της κρίσης – ή, μάλλον, η τελευταία κληρονομιά της: η ενότητα και η ευημερία της Ευρωζώνης πλήττονται σήμερα από βαθιές οικονομικές αποκλίσεις μεταξύ των μελών της αλλά και στους κόλπους αυτών. Οι ενδείξεις είναι πολλές. Το δημόσιο χρέος της Ιταλίας είναι διπλάσιο από εκείνο της Γερμανίας. Το τρέχον πλεόνασμα της Γερμανίας είναι διπλάσιο από εκείνο της Ευρωζώνης. Τα ποσοστά ανεργίας στη Γερμανία είναι δύο φορές χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ΟΝΕ. Τα ποσοστά ανεργίας της Ελλάδας, πάλι, είναι διπλάσια από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Οι αποκλίσεις αυτές δημιουργούν πρόβλημα σε πολλά επίπεδα. Κατ’ αρχάς, κάνουν πολύ πιο δύσκολη την οικονομική διακυβέρνηση. Ας αναλογιστούμε τη δημοσιονομική πολιτική και τη δυσκολία που έχουμε στο να προσδώσουμε στη δημοσιονομική πολιτική της Ευρωζώνης έναν διεθνή προσανατολισμό, ο οποίος θα έχει νόημα και για τα ίδια τα κράτη-μέλη. Αυτό σημαίνει, επίσης, ότι η επάνοδος στην ανάπτυξη δεν θα ωφελήσει εξίσου όλα τα μέλη της Ευρωζώνης. Ο μέσος όρος θα αυξηθεί, θα αυξηθεί όμως και η απόσταση ανάμεσα στα κράτη που βρίσκονται στην κορυφή της κούρσας και σ’ εκείνα που έρχονται τελευταία, με όρους οικονομικής επίδοσης. Υπάρχει, επίσης, και μία πολιτική συνιστώσα που θα πρέπει να λάβουμε υπόψιν εδώ. Στην πράξη, οι οικονομικές και κοινωνικές αποκλίσεις κάνουν πιο δύσκολο και το να οριστεί ποιο είναι τελικά το κοινό συμφέρον της Ευρωζώνης και το να καταλήξουμε σε ένα όραμα ίδιο για όλους.

Κατάρρευση των αγορών, φυγή προς τα μπρος, προς τους κανόνες της δημοσιονομικής εποπτείας, χαμηλός βαθμός αλληλεγγύης, δημοκρατικό έλλειμμα, οικονομικές αποκλίσεις: αυτή είναι η εικόνα που αναδύεται μετά την κρίση που βαραίνει σήμερα στους ώμους της Ευρωζώνης. Υπό αυτή την έννοια, όχι, η δουλειά μας δεν έχει τελειώσει σε ό,τι αφορά αυτό που θέλουμε να είναι το ενιαίο νόμισμα. Το αντίθετο μάλιστα. Αυτοί που σε ορισμένες πρωτεύουσες επιδοκιμάζουν το status quo παριστάνουν ότι αγνοούν τις απειλές του. Εγώ από την πλευρά μου είμαι πεπεισμένος ότι οφείλουμε να τις αντιμετωπίσουμε, προκειμένου να καθαρίσουμε τον ορίζοντα της ΟΝΕ.

Στην καρδιά της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης του αύριο θα πρέπει να δημιουργηθούν νέα όργανα, που θα ενθαρρύνουν ενεργά την οικονομική επανασύγκλιση και την αλληλεγγύη. Η σκέψη πάνω σ’ αυτό το ζήτημα προχωρά εδώ και πολλά χρόνια, τόσο στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες όσο και στις Βρυξέλλες. Αναδύεται μάλιστα μια πολιτική συναίνεση προς κάποιο είδος προϋπολογισμού για την Ευρωζώνη, ο οποίος θα ενσωματώνεται μέσα στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Μια χρηματοπιστωτική δύναμη κρούσης, η οποία θα μπορεί να ενεργοποιηθεί προς όφελος ενός ή περισσοτέρων μελών, σε περίπτωση δυσχερειών στον οικονομικό ή τον κοινωνικό τομέα ή για την ενθάρρυνση των επενδύσεων.

Στην καρδιά της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης του αύριο θα πρέπει να δημιουργηθούν νέα όργανα, που θα ενθαρρύνουν ενεργά την οικονομική επανασύγκλιση και την αλληλεγγύη. Η σκέψη πάνω σ’ αυτό το ζήτημα προχωρά εδώ και πολλά χρόνια, τόσο στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες όσο και στις Βρυξέλλες

Ένα πράγμα είναι σίγουρο: αυτή η δύναμη μπορεί να εξελιχθεί στον χρόνο και να γίνει πιο φιλόδοξη, τόσο στο μέγεθος όσο και στους στόχους της. Το σημαντικό είναι να καθιερωθεί ένα πρώτο εργαλείο, ένα βοήθημα που θα ενθαρρύνει ενεργά την οικονομική επανασύγκλιση τόσο μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης όσο και στους κόλπους αυτών, καθώς και ένας μεγαλύτερος βαθμός αλληλεγγύης. Το θέμα δεν είναι να μετατραπεί από αύριο η ΟΝΕ σε μια «Ένωση Μεταβιβάσεων», μια Ένωση δηλαδή που θα χαρακτηρίζεται από μόνιμες, άμεσες και οριζόντιες μεταβιβάσεις. Κάτι τέτοιο θα εκμηδένιζε κάθε αρχή ευθύνης μέσα στην Ευρωζώνη, και δεν είναι ούτε επιθυμητό ούτε αποδεκτό. Θα ήταν επίσης εντελώς ακατανόητο για την Ελλάδα, η οποία επανασυνδέθηκε με τη δημοσιονομική ευθύνη και πραγματοποίησε έναν άθλο: να περάσει μέσα σε λίγα μόνο χρόνια από ένα έλλειμμα ίσο με το 15% του ΑΕΠ σε ένα δημοσιονομικό πλεόνασμα μεγαλύτερο από το 4% του ΑΕΠ, το προηγούμενο έτος. Θα χρειαστεί, φυσικά, να εκδημοκρατιστεί σε βάθος η ΟΝΕ. Αυτό αποτελεί ταυτόχρονα και ένα από τα πιο σημαντικά μαθήματα της κρίσης και προϋπόθεση για να δημιουργηθούν τα εργαλεία της επανασύγκλισης και της ενισχυμένης αλληλεγγύης. Δεν μπορεί να υπάρξει εμβάθυνση των αρμοδιοτήτων χωρίς δημοκρατική εμβάθυνση. Αυτή η βασική αρχή θα πρέπει οπωσδήποτε να εφαρμοστεί στην Ευρωζώνη.

H δημοκρατική εμβάθυνση θα πρέπει να περάσει από τη δημιουργία, εν ευθέτω χρόνω, ενός υπουργού Ευρωζώνης, ο οποίος θα πρέπει να είναι θεσμικά ισχυρός και να συνδυάζει τις ιδιότητες του Ευρωπαίου επιτρόπου για την Οικονομία αλλά και του προέδρου του Eurogroup.

Αυτή η δημοκρατική εμβάθυνση θα πρέπει να περάσει από τη δημιουργία, εν ευθέτω χρόνω, ενός υπουργού Ευρωζώνης, ο οποίος θα πρέπει να είναι θεσμικά ισχυρός και να συνδυάζει τις ιδιότητες του Ευρωπαίου επιτρόπου για την Οικονομία αλλά και του προέδρου του Eurogroup. Θα πρέπει επίσης ο υπουργός της Ευρωζώνης να έχει περάσει από μια απολύτως επαρκή διαδικασία δημοκρατικής νομιμοποίησης, γεγονός που τον καθιστά αυτομάτως υπεύθυνο ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, και να υποστηρίζεται τεχνικά από τις κατάλληλες υπηρεσίες.

Τρίτο «μέτωπο» αυτής της ανασχηματισμένης ΟΝΕ που οραματίζομαι: θα πρέπει να θεσπίσει εγκαίρως ένα πραγματικό ευρωπαϊκό ασφαλές ενεργητικό. Ένα νέο εργαλείο έκδοσης κοινού χρέους, το οποίο θα έδινε στην Αρχή που θα είχε επιφορτιστεί με την έκδοσή του έναν καινούριο, έμμεσο μοχλό πίεσης προς τα κράτη-μέλη, καθώς η πρόσβαση σε αυτού του είδους την προνομιακή χρηματοδότηση δεν θα ήταν, φυσικά, απεριόριστη. Σ’ έναν τέτοιο σχηματισμό, η αποτροπή της δημοσιονομικής απειθαρχίας δεν θα γινόταν μέσω κυρώσεων, αλλά μέσω κλιμακούμενων περικοπών στη χρηματοδότηση του χρέους. Από τη στιγμή, δηλαδή, που ένα κράτος-μέλος θα αποφάσιζε να ακολουθήσει μια δημοσιονομική πολιτική αντίθετη προς τους κοινούς κανόνες, το κόστος του επιπλέον χρέους του θα συσσωρευόταν σταδιακά.

Με τον τρόπο αυτό, μέσα από αυτή την προοδευτική και διαδοχική καθιέρωση νέων εργαλείων συνοχής και διακυβέρνησης, θα ερχόταν επιτέλους η στιγμή που θα ανασχηματίζαμε τους κανόνες της δημοσιονομικής εποπτείας, έτσι ώστε να τους κάνουμε και πιο απλούς και πιο αποτελεσματικούς και πιο δημοκρατικούς ταυτόχρονα. Θα πρέπει, στην πράξη, να βρούμε μια μέση οδό ανάμεσα σε ένα σύμπαν διοικούμενο από τους κανόνες και σε ένα σύμπαν διοικούμενο από τους θεσμούς.

Και επαναλαμβάνω: η Ελλάδα πρέπει οπωσδήποτε να ξαναγίνει «κανονικό» μέλος αυτής της μετασχηματισμένης Ευρωζώνης. Αυτή τη στιγμή η χώρα βρίσκεται σε σημείο καθοριστικό. Έχει στα χέρια της όλα τα χαρτιά που χρειάζεται για να αφήσει οριστικά πίσω της τα δύσκολα χρόνια των προγραμμάτων, με τη συνεργασία των Ευρωπαίων εταίρων της. Η προοπτική αυτή είναι σήμερα, εκτός από κοντινή, και ρεαλιστική για την Ελλάδα.

Για να μπορέσει να κατακτήσει αυτό το καλύτερο μέλλον, θα πρέπει οι Ευρωπαίοι εταίροι της να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους, καταστρώνοντας ένα ουσιαστικό πλάνο, το οποίο θα εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Θα πρέπει, φυσικά, και οι ελληνικές Αρχές να συνεχίσουν να σχεδιάζουν μια αξιόπιστη στρατηγική ανάπτυξης, ακόμα και πέρα από τον ορίζοντα του προγράμματος, με τη στήριξη των θεσμών και των ευρωπαϊκών πρωτευουσών. Στη στρατηγική αυτή περιλαμβάνεται η μακροπρόθεσμη υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων αλλά και η ολοκλήρωση των προσπαθειών της χώρας, με ακόμα μεγαλύτερη προσοχή στα θέματα συνοχής και κοινωνικής δικαιοσύνης.

Όλοι οι Ευρωπαίοι εταίροι της Ελλάδας έχουν συμφέρον να τη δουν να πετυχαίνει, όπως ακριβώς έχουν συμφέρον και να δώσουν πειστικές απαντήσεις σε ό,τι αφορά τις αδυναμίες της Ευρωζώνης, που ήρθαν στο φως κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών. Το ευρώ παραμένει μια από τις πιο θεαματικές επιτυχίες της Ευρώπης ως πολιτικού πειράματος – ως έργο, όμως, παραμένει ανολοκλήρωτο. Καλούμαστε να το ολοκληρώσουμε τώρα εμείς, έτσι ώστε να μπορέσει να επανασυνδεθεί με τις αρχικές του υποσχέσεις.