Αρθρογραφια |

Ντέιβιντ Ιβς: Οι Προκλήσεις Του Ψηφιακού Μετασχηματισμού Ανά Τον Κόσμο

Ο λέκτορας Δημόσιας Πολιτικής στην Kennedy School του Πανεπιστημίου Harvard μιλάει για τις χώρες που τα καταφέρνουν, αλλά και για εκείνες που μένουν πίσω στον ψηφιακό μετασχηματισμό.

Ποια χαρακτηριστικά πρέπει να διαθέτει μια χώρα για να καταφέρει να προωθήσει την ηλεκτρονική διακυβέρνηση; Ποια είναι η κουλτούρα της Ευρώπης έναντι της τεχνολογίας; Πρέπει τα κράτη να υιοθετούν αμέσως όλες τις νέες τεχνολογίες; Ποιες είναι οι συγκρούσεις στο εσωτερικό της δημόσιας διοίκησης που καθορίζουν την πρόοδο μιας μεταρρύθμισης; Και, τελικά, πού τοποθετείται η Ελλάδα; Ο λέκτορας Δημόσιας Πολιτικής στο Kennedy School του Πανεπιστημίου Harvard και ειδικός σε θέματα ηλεκτρονικής διακυβέρνησης Ντέιβιντ Ιβς, στο περιθώριο της παρουσίας του στην Αθήνα για ένα διήμερο σεμινάριο ως προσκεκλημένος της διαΝΕΟσις, απάντησε τις παραπάνω ερωτήσεις στην συζήτηση που ακολουθεί.


Ταξιδεύετε ανά τον κόσμο και παρουσιάζετε καλές πρακτικές ηλεκτρονικής διακυβέρνησης. Όμως ταυτόχρονα ακούτε και παρατηρείτε τις αντιδράσεις του εκάστοτε κοινού. Μπορείτε να αναφέρετε κάποιες από αυτές τις αντιδράσεις, κάποιες τάσεις που έχετε παρατηρήσει σε διαφορετικές περιοχές;

Πιστεύω ότι ολοένα και περισσότερες κυβερνήσεις υιοθετούν τον στόχο του ψηφιακού μετασχηματισμού των υπηρεσιών τους. Σε αυτό το πεδίο αναδεικνύονται δύο "στρατόπεδα". Στο πρώτο βρίσκονται οι πιο πλούσιες χώρες, όπου υπάρχουν περισσότερες υποδομές εν λειτουργία και εκεί το ερώτημα είναι: Πώς μπορούν να αλλάξουν οι επιχειρησιακές διαδικασίες ώστε να προσαρμοστούν στον νέο αυτό κόσμο; Αντίθετα, οι αναδυόμενες αγορές αναγνωρίζουν ότι εφόσον έχουν λιγότερες υποδομές, λιγότερα πληροφοριακά συστήματα, λιγότερες προσφερόμενες υπηρεσίες, έχουν μια μεγάλη ευκαιρία να κάνουν άλματα και να δημιουργήσουν υπηρεσίες νέας γενιάς από το μηδέν. Οι ανεπτυγμένες χώρες παλεύουν με το πώς θα γίνει ο μετασχηματισμός και οι αναπτυσσόμενες χώρες βλέπουν μια πραγματική ευκαιρία για να ξεπεράσουν πχ. τις χώρες του ΟΟΣΑ.

Ειδικότερα στην Ευρώπη, ποια είναι η κατάσταση;

Η Ευρώπη είναι περίπλοκη επειδή στην ήπειρο συνυπάρχουν χώρες όπως είναι η Εσθονία και το Ηνωμένο Βασίλειο, που πρωταγωνιστούν στις εξελίξεις. Για παράδειγμα, η Εσθονία από το μηδέν έχει χτίσει ένα σύστημα που πιστεύω ότι αντιμετωπίζει πολλές προκλήσεις αλλά έχει επίσης επιστρέψει τεράστια αξία και έχει δείξει τις δυνατότητες που υπάρχουν. Στο Ηνωμένο Βασίλειο είδαμε μια ομάδα μηχανικών λογισμικού αιχμής και ψηφιακών "αυτοχθόνων" που προσπάθησαν να κάνουν την κυβέρνηση να σκεφτεί διαφορετικά.

Σε τι διαφέρει επομένως η Ευρώπη από τον υπόλοιπο κόσμο, όσον αφορά τη στάση της έναντι της τεχνολογίας;

Η Ευρώπη διαφέρει από την Ινδία, όπου η τεχνολογία θεωρείται ακόμη ευκαιρία ανάπτυξης, ή από την Αμερική, όπου ο ιδιωτικός τομέας διαδραματίζει περισσότερο σημαντικό ρόλο. Εδώ υπάρχει το φαινόμενο της σύγκρουσης εταιρειών τεχνολογίας και κυβερνήσεων, έχουμε μεγάλο μέρος του πληθυσμού να ανησυχεί πολύ για την τεχνολογία. Είναι πολύ ενδιαφέρον να δούμε πώς όλα αυτά θα συνδυαστούν. Είναι ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε τον διάλογο, όταν οι ίδιοι που επιθυμούν το κράτος να προβεί σε ψηφιακό μετασχηματισμό, ταυτόχρονα είναι αρκετά ανήσυχοι για τον ιδιωτικό τομέα και προβληματίζονται για την ιδιωτικότητα ή την ασφάλεια και τελικά επιθυμούν πραγματικά να γίνουν όλα όπως πρέπει. Αυτό μπορεί μεν να τους κάνει πιο βραδυκίνητους, όμως ίσως είναι μια σωστή επιλογή.

Αναφέρατε πιο πριν ότι οι πιο φτωχές χώρες, όπως η Εσθονία, συχνά έχουν καλύτερα σχεδιασμένα ψηφιακά συστήματα σε αντίθεση με πιο πλούσιες χώρες. Δεν είναι λίγο παράδοξο αυτό;

Συμβαίνουν δυο πράγματα. Πρώτον, υπάρχουν χώρες χωρίς έτοιμους επίσημους θεσμούς διακυβέρνησης επειδή είναι αναπτυσσόμενες χώρες και δεν διαθέτουν τους πόρους. Έχουμε ονομάσει το φαινόμενο "greenfield". Αυτές οι χώρες πρέπει να χτίσουν από το μηδέν, κάτι που αποτελεί ένα μεγάλο πλεονέκτημα έναντι των χωρών που έχουν ήδη έτοιμες υποδομές. Τα συστήματα που χρησιμοποιούν καθιερωμένο λογισμικό είναι πολύ δύσκολο να αλλάξουν. Συμπίπτει οι μεν να είναι πλούσιες χώρες και οι δε να είναι λιγότερο πλούσιες. Επιπλέον, έχω παρατηρήσει ότι οι οργανισμοί που διαθέτουν λιγότερους πόρους πρέπει να γίνουν περισσότερο καινοτόμοι. Όταν έχεις πολλά χρήματα έχεις τη δυνατότητα να συνεχίσεις να εφαρμόζεις κάτι που είναι ακριβό ή δεν βγάζει νόημα, επειδή βασικά διαθέτεις τους πόρους για να το κάνεις. Οπότε κοιτάζοντας μια χώρα όπως η Εσθονία τις δεκαετίες του '80 και του '90 θα σκεφτόταν κάποιος ότι απλώς θα ξαναχτιζόταν με βάση το κλασικό ευρωπαϊκό μοντέλο κράτους. Όμως δεν είχαν τους πόρους να το κάνουν αυτό, οπότε αυτό τους ανάγκασε να ξανασκεφτούν τα πράγματα. Και έτσι φτάσαμε στο εσθονικό μοντέλο. Δεν γνωρίζω αν θα είχαν κάνει τις ίδιες επιλογές αν ήταν πιο πλούσιοι. Έτσι συχνά υπάρχει ένα πλεονέκτημα στο να διαθέτεις λιγότερους πόρους. Τότε είσαι πιο ανοιχτός στην καινοτομία και στο να δοκιμάζεις πράγματα που κινούνται στα όρια του εφικτού.

Υπάρχει πάντοτε και το αντι-παράδειγμα της Λιθουανίας που ήταν σε αντίστοιχη θέση με την Εσθονία τη δεκαετία του ΄90, αλλά δεν ακολούθησε μια τόσο θεαματική πορεία.

Έχει ενδιαφέρον να δούμε τους λόγους για τους οποίους η Λιθουανία δεν είχε αντίστοιχη εξέλιξη, παρότι επίσης δεν διέθετε πόρους. Ίσως πίστεψαν ότι υπάρχει μόνο ένα μοντέλο. Και έτσι διοχέτευσαν τους πόρους τους στο μοντέλο που πίστευαν ότι υπάρχει και απλώς συμβιβάστηκαν με το ότι το κράτος θα έχει περιορισμένες υπηρεσίες και δυνατότητες.

Παρουσιάσατε στο κοινό του σεμιναρίου δυο παραδείγματα ψηφιακών μεταρρυθμίσεων, ένα από την Καλιφόρνια και ένα από το Ηνωμένο Βασίλειο. Και στις δυο περιπτώσεις χρειάστηκε να ασχοληθούν κάποιοι εκτός δημόσιας διοίκησης για να σωθεί η παρτίδα και να αλλάξει ένα ήδη καθιερωμένο σύστημα. Δεν θα έπρεπε στις ανεπτυγμένες χώρες να υπάρχει μια πιο συστημική προσέγγιση;

Δεν είναι σωστό από αυτές τις περιπτώσεις να κρατήσουμε ότι ήρθαν "οι απέξω" και έσωσαν την παρτίδα. Αφενός, με βάση τα παραδείγματα, υπάρχουν πάντα πολλοί παράγοντες στο εσωτερικό των κυβερνήσεων που συνεργάζονται και διευκολύνουν όσους έρχονται απ’ έξω να πραγματοποιήσουν τις αλλαγές. Υπήρχαν πολλοί σύμμαχοι που ίσως να ήταν ανίσχυροι προηγουμένως, ίσως να μην είχαν τους πόρους να κάνουν οι ίδιοι τις αλλαγές, αλλά ήταν εκεί και περίμεναν. Αφετέρου, "οι απέξω" συνήθως έρχονται να ανανεώσουν ένα σύστημα που αναπτύχθηκε 10-15 χρόνια νωρίτερα από μια προηγούμενη ομάδα καινοτόμων που προσπαθούσαν να εστιάσουν στον χρήστη και να κάνουν το καθήκον τους. Οπότε το ερώτημα είναι πώς ενθαρρύνουμε αυτές τις νέες ομάδες να ασχοληθούν και να παρέμβουν. Αυτή είναι η πραγματική πρόκληση. Τέλος, κάποιες φορές εμφανίζονται και κάποιοι "απέξω" που οι ιδέες τους δεν είναι καλές. Γι' αυτούς θέλουμε να υπάρχει ένα σύστημα που να λειτουργεί ώστε να τους αποβάλει.

Πώς είδατε την Ελλάδα σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες;

Υπάρχουν μερικά πράγματα σχετικά με την Ελλάδα που πραγματικά μου έκαναν εντύπωση. Είναι μια χώρα που αντιμετώπισε οικονομικές προκλήσεις την τελευταία δεκαετία και πολλοί θεωρούν κάτι τέτοιο ως πηγή αδυναμίας. Εγώ πιστεύω ότι αυτό μπορεί να γίνει πηγή ισχύος, κάτι που συνήθως παραγνωρίζεται. Μπορεί να δώσει την ευκαιρία να γίνουν νέες επενδύσεις και να γίνουν πράγματα που είναι καθιερωμένα σε άλλους τομείς αλλά δεν θεωρούνται συνηθισμένες πρακτικές για τη διακυβέρνηση.

Ποια ήταν η αίσθησή σας τις ημέρες που ήσασταν εδώ και μιλήσατε στα στελέχη της δημόσιας διοίκησης;

Εντυπωσιάστηκα πολύ από το κοινό. Ξέρετε, στις ομιλίες μου ζητάω από το κοινό να μιλήσει για τις αποτυχίες του, αλλά κανένας δεν θέλει να μιλήσει για τις αποτυχίες έργων στα οποία έχει εμπλακεί προσωπικά, για πράγματα που δεν πήγαν καλά, για τα μαθήματα που πήρε. Και εδώ μίλησα σε μια ομάδα όπου τα μέλη της μιλούσαν ανοιχτά και έλεγαν "α, ήμουν σε αυτό το έργο, που δεν πήγε όπως θα ήθελα" και μίλησαν για το τι έμαθαν. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Το να μιλάς ανοιχτά και ειλικρινά για την αποτυχία είναι το πιο δύσκολο στη νοοτροπία που χρειάζεται να χτιστεί και που υπήρχε στο κοινό αυτού του σεμιναρίου. Αυτό με κάνει να έχω πολλές ελπίδες.

Μιλάτε συχνά για την ευέλικτη (agile) μεθοδολογία ανάπτυξης εφαρμογών, με τις συνεχείς δοκιμές και τις μικρές ομάδες. Όμως μέσα σε αυτόν τον κύκλο των τεχνολόγων, των κυβερνήσεων, των στελεχών της δημόσιας διοίκησης και όλων των άλλων παραγόντων, ποιος είναι ο ρόλος της έρευνας και ερευνητικών οργανισμών όπως είναι η διαΝΕΟσις;

Έγραψα πριν λίγο καιρό ένα άρθρο για το πώς δεν θα ήθελα οι κυβερνήσεις να κινούνται στην αιχμή της καινοτομίας. Δεν θέλω οι κυβερνήσεις να εφαρμόζουν την τελευταία λέξη της τεχνολογίας επειδή αυτό συχνά περιλαμβάνει τεράστιο ρίσκο και ο ιδιωτικός τομέας είναι πολύ καλύτερος στο να απορροφά αυτό το ρίσκο. Πολλές επιχειρήσεις κλείνουν επειδή δοκίμασαν νέα πράγματα και δεν τους βγήκαν. Θα ήθελα από τις κυβερνήσεις να είναι "fast followers". Να αναγνωρίζουν τις τεχνολογίες, τις διαδικασίες, τις μεθοδολογίες, τις πρακτικές που έχουν αναδειχθεί από άλλους οργανισμούς και έχουν δοκιμαστεί για 5 ή 10 χρόνια, άρα υπάρχει μια ξεκάθαρη ένδειξη ότι δεν ήταν απλά μια μόδα. Και μετά να τα υιοθετούν όλα αυτά πολύ γρήγορα. Προσπαθώ πλέον να πείσω τις κυβερνήσεις ότι δυστυχώς συχνά χρειάζονται δεκαετίες για να αρχίσουμε να ενστερνιζόμαστε μια καλή πρακτική που εμφανίζεται κάπου αλλού και να την εφαρμόζουμε στον δικό μας οργανισμό. Οπότε ίσως μία από τις αποστολές των think tank είναι να βοηθήσουν τις κυβερνήσεις να αναγνωρίσουν αυτές τις καλές πρακτικές σε άλλους τομείς και να τις φέρουν στις κυβερνήσεις πιο γρήγορα. Θέλω οι κυβερνήσεις να μπορούν να υιοθετήσουν νέες πρακτικές και να είναι πιο ευέλικτες, με την προϋπόθεση ότι οι πρακτικές αυτές αποδεδειγμένα δεν περιλαμβάνουν μεγάλο ρίσκο.