Μιχάλης Πικραμένος: "Ο Δικαστής, Το Δικαστικό Σύστημα Και Τρεις Συνταγματικές Αρχές"

Ολόκληρη η ομιλία του Αντιπροέδρου του ΣτΕ Μιχάλη Πικραμένου κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης της διαΝΕΟσις με τίτλο «Η Δικαιοσύνη Στην Ελλάδα».

Η διαΝΕΟσις επικοινώνησε μαζί μου την άνοιξη του 2017 με αφορμή την έκδοση του βιβλίου μου Χωροταξική οργάνωση και διαχείριση των δικών στα διοικητικά δικαστήρια (εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2017), προκειμένου να συνταχθεί μια μελέτη με αντικείμενο τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις του δικαστικού συστήματος στην Ελλάδα. Η πρόταση της διαΝΕΟσις συζητήθηκε με τους συναδέλφους Κατερίνα Σακελλαροπούλου, τότε αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ιωάννη Συμεωνίδη, αντεπίτροπο στη Γενική Επιτροπεία των τ.δ.δ. και Καθηγητή της Νομικής Σχολής Α.Π.Θ., Βασίλη Ανδρουλάκη, πάρεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, Θεοκτή Νικολαϊδου, εφέτη, Λάμπρο Τσόγκα, αντεισαγγελέα εφετών, και Πέτρο Αλικάκο, πρόεδρο πρωτοδικών και Δ.Ν., και αποφασίσαμε να συνεργαστούμε για τη συγγραφή μιας μελέτης, στην οποία θα αναδεικνύονται τα κατά τη γνώμη μας σημαντικότερα προβλήματα της ελληνικής δικαιοσύνης, όπως αυτά έχουν καταγραφεί αφενός από τα αρμόδια όργανα της πολιτείας και αφετέρου από ευρωπαϊκούς οργανισμούς που παρακολουθούν την πορεία των δικαστικών συστημάτων στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου της Ευρώπης. Τούτο σημαίνει ότι η μελέτη αυτή δεν ασχολείται με το σύνολο των προβλημάτων της ελληνικής δικαιοσύνης αλλά με ορισμένα εξ αυτών τα οποία θεωρούνται τα κρισιμότερα.

Η μελέτη περιλαμβάνει την εισαγωγή και έξι ενότητες και κάθε κείμενο έχει τον συγγραφέα του που αναλαμβάνει και την ευθύνη του δικού του κειμένου. Στην εισαγωγή που συνέγραψε η πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Κ. Σακελλαροπούλου προσεγγίζονται ζητήματα δικαστικής ανεξαρτησίας και δικαστικής δεοντολογίας και προβάλλεται η ανάγκη σύνταξης ενός κώδικα δεοντολογίας και στη χώρα μας κατά τα διεθνή και ευρωπαϊκά πρότυπα. Στην πρώτη και τη δεύτερη ενότητα που ήμουν ο συγγραφέας παρουσιάζονται το Διεθνές και Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αρχών και Προτάσεων για την Οργάνωση και Λειτουργία της Δικαιοσύνης και αντίστοιχα το μεγάλο πρόβλημα της δικαστικής χωροταξίας, που αφορά πόσα δικαστήρια και πόσους δικαστές χρειαζόμαστε πραγματικά για να έχουμε μια ορθολογικά οργανωμένη δικαιοσύνη που να αποδίδει πραγματικά έργο και όχι για να ικανοποιεί μικροσυμφέροντα. Στην τρίτη ενότητα την οποία συνέγραψε ο Λ. Τσόγκας παρουσιάζεται το θεμελιώδες ζήτημα της εισαγωγής των νέων τεχνολογιών στη δικαιοσύνη, με τις οποίες απελευθερώνονται δυνάμεις και ανοίγονται προοπτικές που μπορούν αφάνταστα να βελτιώσουν τους ρυθμούς απονομής της. Η τέταρτη ενότητα την ευθύνη της οποίας έχει ο Π. Αλικάκος αφιερώνεται στο επίσης σημαντικό θέμα της δικαστικής εκπαίδευσης που αφορά στην ουσία το προφίλ του δικαστή που διαμορφώνεται μέσα από τη διαδικασία των εισαγωγικών εξετάσεων (ο μικρότερος χρόνος φοίτησης από όλες τις σχολές δικαστών στην Ευρώπη), την αρχική εκπαίδευση πριν από τον διορισμό και την επιμόρφωση κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του, ενόψει των διεθνών και ευρωπαϊκών εξελίξεων. Η πέμπτη ενότητα, συγγραφείς της οποίας είναι ο Β. Ανδρουλάκης και η Θ. Νικολαϊδου, αφορά στους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των διαφορών σε όλες τις κατηγορίες διαφορών, πρόκειται δηλαδή για τη σύγχρονη πρόσληψη απονομής της δικαιοσύνης κατά την οποία οι ενδιαφερόμενοι λύνουν τις διαφορές τους με διαμεσολάβηση χωρίς να χρειάζεται να τίθεται σε κίνηση ο κλασικός δικαιοδοτικός μηχανισμός με το κόστος που αυτό συνεπάγεται σε χρόνο και χρήμα. Στην έκτη ενότητα, που συνέγραψε ο Ι. Συμεωνίδης, αναδεικνύεται ένα ζήτημα που δεν έχει προβληθεί όσο θα έπρεπε ως πρόβλημα εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης αλλά έχει πολύ μεγάλη σημασία και είναι η στελέχωση των δικαστηρίων με εξειδικευμένο υπαλληλικό προσωπικό που μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά στους ρυθμούς ενός σύγχρονου δικαστικού συστήματος. Στο επίμετρο της μελέτης, που επιμελήθηκε ο Β. Ανδρουλάκης, υπάρχουν στατιστικά στοιχεία για την ελληνική δικαιοσύνη που δείχνουν τα προβλήματα, ενώ στην αρχή του έργου υπάρχει ένα κείμενο εν είδει προλόγου που περιγράφει σε αδρές γραμμές τη συνταγματική οργάνωση της δικαιοσύνης και συνοψίζει τα βασικά της μελέτης.     

Οι προσανατολισμοί της μελέτης "Η Δικαιοσύνη στην Ελλάδα" θέτουν στο επίκεντρο του δικαστικού συστήματος τον πολίτη και όχι τον δικαστή, όπως επιβάλλεται σε μια σύγχρονη φιλελεύθερη δημοκρατία.

Αν επιχειρήσει κανείς να εντοπίσει την καρδιά της μελέτης και την ουσία των αναφυομένων ζητημάτων θα καταλήξει στο ότι η δικαιοσύνη έχει δύο θεμέλια και διέπεται από τρεις αρχές με συνταγματική βάση. Το ένα θεμέλιο είναι ο δικαστής ως άνθρωπος, ως προσωπικότητα, ως λειτουργός. Το άλλο θεμέλιο είναι το σύστημα, το οργανωμένο περιβάλλον εντός του οποίου ασκείται το δικαιοδοτικό έργο. Τα δύο αυτό θεμέλια συνδέονται ασφαλώς μεταξύ τους διότι ο δικαστής λειτουργεί στο πλαίσιο ενός συστήματος και το σύστημα δεν νοείται χωρίς τον ανθρώπινο παράγοντα. Παρά τη σύνδεσή τους καθένα από τα θεμέλια αυτά έχει και την αυτοτέλειά του και συντελεί στην απονομή της δικαιοσύνης. Από την άλλη, οι τρεις συνταγματικές αρχές που διέπουν τη δικαιοσύνη, είναι η ανεξαρτησία, η αποτελεσματικότητα και η λογοδοσία. Ο τίτλος της εισαγωγικής ενότητας που συνέγραψε η πρόεδρος Κ. Σακελλαροπούλου συμπυκνώνει όλη την ουσία της μελέτης: «Το Σύνταγμα, η Δικαιοσύνη και ο Δικαστής». 

Το πρώτο θεμέλιο της δικαιοσύνης είναι ο δικαστής ο οποίος έχει κατά το Σύνταγμα την αρμοδιότητα να επιλύει διαφορές στο πλαίσιο της διάκρισης των λειτουργιών. Είναι άμεσο όργανο του κράτους και ταυτόχρονα εγγυητής των ελευθεριών και δικαιωμάτων του ανθρώπου. Προς επίτευξη της πολιτειακής αποστολής του αφενός απολαμβάνει εγγυήσεων ανεξαρτησίας και αφετέρου υποχρεούται να ασκεί το έργο του αποτελεσματικά, δηλαδή να εκδίδει αποφάσεις αιτιολογημένες σε επίκαιρο χρόνο, και να λογοδοτεί για την ποιότητα και την ποσότητα του έργου που παράγει μέσα από θεσμοθετημένες διαδικασίες ελέγχου, αξιολόγησης και επιθεώρησης.

Από τα παραπάνω προκύπτει ο σύνθετος χαρακτήρας του δικαστικού λειτουργήματος και οι ιδιαίτερες απαιτήσεις που έχει η κοινωνία και η πολιτεία από τον δικαστή, αλλά συνάμα οι απειλές και οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού έργου. Κίνδυνοι και απειλές πρώτα πρώτα για τη δικαστική ανεξαρτησία που έχουν διάφορες πηγές τόσο εντός όσο και εκτός της δικαιοσύνης.

Oι τρεις συνταγματικές αρχές που διέπουν τη δικαιοσύνη, είναι η ανεξαρτησία, η αποτελεσματικότητα και η λογοδοσία.

Εξωτερικές απειλές και κίνδυνοι μπορεί να προέρχονται από το πολιτικό σύστημα, από επαγγελματικές και κοινωνικές ομάδες, από επιχειρηματικά συμφέροντα, από τα ΜΜΕ, αλλά και από την ίδια την κοινωνία στο σύνολό της. Εδώ να σημειωθεί ότι ο δικαστής δεν αφουγκράζεται την κοινωνία κατά την επίλυση των διαφορών ούτε υπακούει στο λεγόμενο κοινό περί δικαίου αίσθημα που είναι ηθικονομικοί κανόνες πέρα και πάνω από το θετικό δίκαιο που βασίζεται στην κατ’ αίσθημα ερμηνεία του δικαίου. Είναι μια έννοια ακαθόριστη σημασιολογικά η οποία οδηγεί τον ερμηνευτή του δικαίου σε υποκειμενικές εκτιμήσεις κατά τη διαμόρφωση του δικανικού συλλογισμού, με βάση τις προσωπικές ηθικές αντιλήψεις και κοινωνικές παραστάσεις που διαθέτει. Και τούτο διότι το κοινό περί δικαίου αίσθημα θα μπορούσε να υπάρχει σε προαστικού τύπου μορφές κοινωνιών, ήτοι κοινωνιών κλειστών με ελάχιστη κοινωνική κινητικότητα και άκαμπτη ιεραρχία, όχι όμως σε νεωτερικές, ανοιχτές και ανεκτικές πολυάνθρωπες κοινωνίες που διακρίνονται από τεράστια κινητικότητα και αποτελούν μέρη μιας παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας με διαρκείς αλληλεπιδράσεις. Έτσι, αυτό που εκλαμβάνεται ως κοινό περί δικαίου αίσθημα δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά ένα ετερόκλητο αμάλγαμα από φέρουσες πεποιθήσεις κοινωνικής ηθικής, αυθόρμητες παραστάσεις και προκαταλήψεις του κοινού νου. Ορισμένες από αυτές έχουν ρίζες σε πρωτόγονες ροπές του ανθρώπου όπως η άμεση αντεκδίκηση για τη διάπραξη ενός εγκλήματος, επιδεινώνονται δε σε περιόδους κρίσης όπου μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης πιστεύει στην ανάγκη εφαρμογής μέτρων όπως η επαναφορά της θανατικής ποινής, η γενικευμένη οπλοφορία, η θέσπιση δρακόντειων νόμων κλπ. Στις περιόδους αυτές, και όχι μόνο, μπορεί και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης να διαδραματίσουν ρόλο στην κατασκευή ενός κοινού περί δικαίου αισθήματος που δήθεν εκφράζει την κοινωνία ώστε να ασκηθεί τεχνηέντως πίεση της κοινής γνώμης στον δικαστή. Μεγάλος κίνδυνος με την επίκληση του κοινού περί δικαίου αισθήματος ανακύπτει στις περιπτώσεις των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών που αφορούν μειονότητες, ευάριθμες κοινωνικές ομάδες οι οποίες δεν τυγχάνουν αποδοχής εκ μέρους της πλειοψηφίας. Οι θέσεις της πλειοψηφίας, ακόμα και όταν αυτή είναι συντριπτική, δεν είναι δυνατό να υπαγορεύσουν την άσκηση ελευθεριών και δικαιωμάτων ομάδων ή μεμονωμένων προσώπων.

 

Η δικανική πεποίθηση δημιουργείται μόνο επί τη βάσει του δικαίου και της συνείδησης του δικαστή όπως επιτάσσει το άρθρο 87 παρ. 2 του Συντάγματος κατά το οποίο ο δικαστής αποδεσμεύεται από την υποχρέωση συμμόρφωσης προς διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος. Η συνείδηση του δικαστή διαπλάθεται εντός του κοινωνικού περιβάλλοντος που ζει και εργάζεται, διαμορφώνεται από τις παραστάσεις και τα διαβάσματά του, εξελίσσεται από την επαφή που έχει με την κοινωνία και την επιστήμη, από τη γνώση του για τις ιδέες και τα προβλήματα του κόσμου σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, εμπλουτίζεται από τη μελέτη της νομολογίας των εθνικών, ευρωπαϊκών και αλλοδαπών δικαστηρίων καθώς και από την πληροφόρηση που έχει για τους σύγχρονους προσανατολισμούς της νομικής επιστήμης και των συγγενών κοινωνικών επιστημών. Έτσι, ο εσωτερικός κόσμος του δικαστή τελεί υπό διαρκή εξελικτική διαδικασία που τον καθιστά ικανό να δώσει πλήρεις απαντήσεις με σύγχρονο πνεύμα στα προβλήματα που καλείται να λύσει. Κίνδυνο για την κοινωνία και την πολιτεία αποτελεί ένας δικαστής που επιδιώκει, ιδίως σε φλέγοντα ζητήματα (μνημόνια, μεταναστευτικό, διαφθορά, εγκληματικότητα) να μετατρέψει τις προσωπικές και ιδεολογικές του αντιλήψεις σε συνταγματικό κανόνα. Ο επίτιμος Σύμβουλος Επικρατείας και πρώην υπουργός Γ. Κουβελάκης σημειώνει: «Η ιδέα ότι σε περιόδους κρίσης κάποιοι δικαστές illuminati θα αναλάβουν να καθοδηγήσουν την κοινωνία είναι αδύνατη και θα ήταν τρομακτικό αν ήταν δυνατή»(«Ο δικαστής σε ώρα κρίσης», στην εφημερίδα Η Καθημερινή, 30.3.2014 και ήδη στον τόμο, Ο ασάλευτος χρόνος της ελληνικής δικαιοσύνης, επιμ. Π. Τσούκας, εκδ. Καλλιγράφος 2017, σ. 515).  

Όπως προαναφέρθηκε, απειλές και κίνδυνοι για την ανεξαρτησία του δικαστή μπορεί να προέρχονται και από το εσωτερικό του δικαστικού σώματος και ειδικά από τους βαθμολογικά ανώτερους δικαστές στο πλαίσιο της ιεραρχίας, με μοχλό πίεσης τις προαγωγικές κρίσεις και τη δαμόκλειο σπάθη της πειθαρχικής δίωξης. Ορθά οι Αγγλοσάξωνες έχουν επικρίνει τη βαθμολογική διάρθρωση του ηπειρωτικού δικαστικού συστήματος με τους πολλούς βαθμούς και τις διαρκείς κρίσεις που αυτοί συνεπάγονται και ίσως πρέπει να συζητηθεί κάποτε σοβαρά στη χώρα μας η αποϋπαλληλοποίηση της βαθμολογικής διάρθρωσης με τη δραστική μείωση των βαθμών.

Απειλές και κίνδυνοι υφίστανται και για την αρχή της αποτελεσματικότητας, που σημαίνει ότι το δικαιοδοτικό έργο πρέπει να έχει ρυθμό και ποιότητα για να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνίας, και μπορεί να προέρχονται από την οργάνωση του δικαστικού συστήματος, που είναι προεχόντως ευθύνη της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, αλλά και από τον δικαστή σε ατομικό επίπεδο. Ο δικαστής ευθύνεται για το έργο που παράγει τόσο σε σχέση με τον χρόνο εντός του οποίου εκδίδει απόφαση όσο και σε σχέση με την ποιότητα που αυτή έχει και η οποία  συνάπτεται με την αιτιολογία της. Έτσι, η καθυστέρηση στην έκδοση των αποφάσεων και η πλημμελής θεμελίωσή τους παραβιάζουν την αρχή της αποτελεσματικότητας και λειτουργούν ως τροχοπέδη στην οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική ευημερία. Δικαστική ανεξαρτησία σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει αυθαιρεσία ως προς τον αριθμό και τον χρόνο έκδοσης αποφάσεων. Να σημειωθεί πάντως ότι η επιταγή για έκδοση αποφάσεων δεν μπορεί να μετατρέψει το δικαστή σε ένα απλό διεκπεραιωτή υποθέσεων λαμβανομένου υπόψη ότι το δικαιοδοτικό έργο έχει έντονο διανοητικό χαρακτήρα ιδίως σε περίπλοκες υποθέσεις που απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή και τον αναγκαίο χρόνο για περίσκεψη που δεν μπορεί πάντως να υπερβαίνει ένα εύλογο όριο.     

Αρχή με ξεχωριστή σημασία σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα έχει αυτή της λογοδοσίας που αφορά όλα τα όργανα της πολιτείας και εν προκειμένω τους δικαστές. Ας μην ξεχνάμε ότι κατά το Σύνταγμα οι δικαστικές αποφάσεις εκδίδονται στο όνομα του ελληνικού λαού μετά από άσκηση του ατομικού δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Λογοδοσία σημαίνει ότι τα δικαστήρια με περιοδικές εκθέσεις θέτουν υπόψη της κοινωνίας και της πολιτείας τον απολογισμό του έργου τους σε ποιότητα και ποσότητα εντός ορισμένου χρόνου, ενώ και ο θεσμός της αξιολόγησης και επιθεώρησης των δικαστών συνάπτεται με τη λογοδοσία καθώς τόσο οι ατομικές εκθέσεις αξιολόγησης όσο και οι εκθέσεις για το έργο των δικαστηρίων που συντάσσουν οι επιθεωρητές-δικαστές θεωρούνται εκδηλώσεις της αρχής. Απειλές και κίνδυνοι για την πραγμάτωση της αρχής αυτής συνιστούν αφενός η αναχρονιστική οργάνωση των σχετικών διαδικασιών, με ευθύνη της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας, και αφετέρου η αποδυνάμωση των προβλεπόμενων διαδικασιών από τους ίδιους τους δικαστές με τυπικές περιοδικές εκθέσεις και περιγραφή του θεσμού της επιθεώρησης. 

H καθυστέρηση στην έκδοση των αποφάσεων και η πλημμελής θεμελίωσή τους παραβιάζουν την αρχή της αποτελεσματικότητας και λειτουργούν ως τροχοπέδη στην οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική ευημερία.

Συνοψίζοντας ως προς το θεμέλιο της δικαιοσύνης που είναι ο δικαστής παρατηρείται ότι ο τελευταίος καλείται να επιτελέσει την αποστολή του έχοντας ιδιαίτερη θέση στο πολίτευμα και με το θεσμικό οπλισμό της ανεξαρτησίας για να αντιμετωπίσει τις ποικιλόμορφες απειλές και τους κινδύνους αλλά ταυτόχρονα έχει σοβαρές ευθύνες και υποχρεώσεις τις οποίες αν δεν τηρεί μετατρέπεται ο ίδιος σε κίνδυνο και απειλή για την κοινωνία και τη λειτουργία της δημοκρατίας.

Το δεύτερο θεμέλιο της δικαιοσύνης είναι το οργανωτικό περιβάλλον επί τη βάσει του οποίου παρέχεται το δικαιοδοτικό έργο. Είναι η όψη του συστήματος και περιλαμβάνει ρυθμίσεις, δομές και υποδομές, με κύριο υπεύθυνο για την οικοδόμησή του τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία, χωρίς όμως να είναι εντελώς αμέτοχοι και οι δικαστές οι οποίοι έχουν μερίδιο ευθύνης και για το κομμάτι αυτό.

Πριν αναφερθώ στα ειδικότερα ζητήματα του δικαστικού συστήματος είναι χρήσιμο να θυμίσω εν συνόψει ορισμένες βασικές παραδοχές για την οικοδόμηση του κρατικού μηχανισμού στην Ελλάδα, όπως αυτές καταγράφονται σε κλασικά έργα των κοινωνικών επιστημών. Παρά το ότι η χώρα μας ακολούθησε, μετά την ανεξαρτησία, τα πρότυπα των φιλελεύθερων αστικών δημοκρατιών στους πολιτειακούς και οργανωτικούς θεσμούς, η οργάνωση και συγκρότηση της διοίκησης έγινε κατά παραγνώριση βασικών αρχών του ορθολογικού μοντέλου του Μαξ Βέμπερ με συνέπεια τα κριτήρια διάρθρωσης και στελέχωσης των υπηρεσιών να συνδέονται κατά κανόνα με προσωπικές, συντεχνιακές, κομματικές και άλλες μη ορθολογικές επιλογές. Στο πλαίσιο αυτό δημιουργήθηκε παράδοση στη θεσμοθέτηση κατακερματισμένων διοικητικών ενοτήτων η οποία συνδέθηκε με τη λογική της αποκέντρωσης και ταυτόχρονα οι υψηλότερες ιεραρχικές βαθμίδες είναι εξαιρετικά διογκωμένες σε σχέση με τις κατώτερες. Έτσι, ιδρύονται αδύναμες δημόσιες υπηρεσίες σε όλη την επικράτεια στις οποίες η αναλογία ανώτερων και κατώτερων υπαλλήλων φανερώνει τη διογκωμένη παρουσία των πρώτων. Παράλληλα ήδη από τον 19ο αιώνα οι κρατικοί υπάλληλοι αντιστέκονται σθεναρά στη διείσδυση του ορθολογικού μοντέλου, αντίσταση που εντείνεται στο μέτρο που αποκτούν κοινωνικό βάρος σαν αυτοτελής κατηγορία με ιδιαίτερα συμφέροντα. Εξάλλου, παρατηρείται και υπερανάπτυξη του σώματος των νομικών στη χώρα που συνδέεται με την υπερλειτουργία του κράτους και του ιδιότυπου ρόλου που διαδραματίζουν οι δικηγόροι στην «ειδικευμένη» διαμεσολάβηση ανάμεσα στο άτομο και το κράτος (βλ., Κ. Τσουκαλά, Κοινωνική ανάπτυξη και κράτος. Η συγκρότηση του δημόσιου χώρου στην Ελλάδα, εκδ. Θεμέλιο γ’ έκδοση 1986).

Αυτή η σύντομη ιστορική αναδρομή βοηθά στο να εξηγηθούν ορισμένες παραδοξότητες της εποχής μας στο δικαστικό σύστημα. Δηλαδή ίδρυση πολλών μικρών δικαστηρίων στην περιφέρεια, υδροκέφαλων δικαστηρίων στην Αθήνα, πλήρωση των θέσεων δικαστικών λειτουργών, μεγάλες ελλείψεις στο υπαλληλικό προσωπικό, με συνέπεια η αναλογία δικαστών και υπαλλήλων να δείχνει ότι ελάχιστοι υπάλληλοι και μάλιστα ανειδίκευτοι να πρέπει να στηρίξουν το έργο πολύ περισσότερων δικαστών, σε πολλές περιπτώσεις κακές ή ανεπαρκείς συνθήκες στέγασης και ανύπαρκτες ή χαμηλής λειτουργικότητας τεχνολογικές υποδομές. Με άλλα λόγια το κράτος σπεύδει να ιδρύει δικαστήρια, να πολλαπλασιάζει τις θέσεις των δικαστών τις οποίες καλύπτει άμεσα, και την ίδια στιγμή δεν δείχνει το ίδιο ενδιαφέρον για να συστήνει και να καλύπτει θέσεις υπαλλήλων και μάλιστα εξειδικευμένων ούτε για να διασφαλίζει αξιοπρεπή στέγαση και σύγχρονες τεχνολογικές υποδομές.

Η Πολιτεία πρέπει να οργανώνει τη δικαιοσύνη με στόχο την εξυπηρέτηση του πολίτη και όχι την ικανοποίηση συντεχνιακών συμφερόντων δικαστών και δικηγόρων ή πελατειακών αιτημάτων τοπικών κοινωνιών.

Η Πολιτεία πρέπει να οργανώνει τη δικαιοσύνη με στόχο την εξυπηρέτηση του πολίτη και όχι την ικανοποίηση συντεχνιακών συμφερόντων δικαστών και δικηγόρων ή πελατειακών αιτημάτων τοπικών κοινωνιών. Η σύγχρονη δημόσια πολιτική για τη δικαιοσύνη εστιάζει στα εξής σημεία: αριθμό-θέση δικαστηρίων (δικαστικός χάρτης), αριθμό δικαστών, στέγαση-τεχνολογικές υποδομές, αξιόπιστο σύστημα αξιολόγησης-επιθεώρησης-προαγωγών, κώδικα δεοντολογίας για την άσκηση του λειτουργήματος που ενισχύει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας στη δικαστική λειτουργία. Είναι αξιοσημείωτο ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης το 86% του προϋπολογισμού για τη δικαιοσύνη διατίθεται για μισθοδοσία δικαστών και υπαλλήλων, έναντι 70% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, το 1,3% για τη μηχανοργάνωση, έναντι 3,1% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, το 7,8%  για κτίρια έναντι 9% του ευρωπαϊκού μέσου όρου και το 1,6% για επενδύσεις σε νέα κτίρια έναντι 4,8% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Επίσης εμφανίζουμε μια αύξηση κατά 25% μεταξύ 2014-2016 στον αριθμό των δικαστών και είμαστε ψηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε αριθμό δικαστών ανά 100.000 χιλιάδες κατοίκους, ενώ την ίδια στιγμή εμφανίζεται μείωση του αριθμού των δικαστικών υπαλλήλων μεταξύ 2014-2016 κατά 38% και έχουμε μία από τις χειρότερες αναλογίες στην Ευρώπη στη σχέση δικαστών-υπαλλήλων που είναι 1 προς 1,5.

Η αναποτελεσματικότητα του συστήματος  οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην ευκαιριακή πολιτική ίδρυσης δικαστηρίων και σύστασης θέσεων. Ενώ διαθέτουμε περισσότερα δικαστήρια και περισσότερους δικαστές ανά 100.000 κατοίκους, σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, η αποδοτικότητα είναι χαμηλή,  διότι δεν τηρείται ο βασικός κανόνας της δικαστικής οργάνωσης που αυξάνει την παραγωγικότητα, σύμφωνα με προτάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης οι οποίες έχουν εφαρμοστεί σε κράτη-μέλη του, της ίδρυσης μεσαίου μεγέθους δικαστηρίων με είκοσι (τουλάχιστον) έως ογδόντα δικαστές, επαρκή αριθμό καταρτισμένων υπαλλήλων, κατάλληλες τεχνολογικές και κτιριακές υποδομές. Στην Ελλάδα λειτουργούν αφενός τα υπερμεγέθη δικαστήρια της Αθήνας με τα γνωστά προβλήματα και αφετέρου περιφερειακά δικαστήρια με λίγους δικαστές, λιγότερους υπαλλήλους, ακατάλληλη στέγαση, ανεπαρκείς υποδομές, μειωμένη εισροή υποθέσεων και πολλές εκκρεμότητες. Στις πόλεις των περιφερειακών δικαστηρίων οι δικαστές δεν κατοικούν, εμφανίζονται μόνο τις ημέρες συνεδριάσεων, επιδιώκουν να μετατεθούν το ταχύτερο δυνατό, με συνέπεια η καθημερινή λειτουργία των δικαστηρίων να επαφίεται στους ελάχιστους υπαλλήλους.

Η αύξηση της αποδοτικότητας επιβάλλει την κατάργηση των μικρών και τη δημιουργία μεσαίου μεγέθους δικαστηρίων στις μεγαλύτερες πόλεις με κατάλληλες υποδομές και αξιοπρεπή στέγαση. Έτσι, στις μικρότερες πόλεις θα προσφέρονται δικαστικές υπηρεσίες από τοπικά δημόσια καταστήματα με τη χρήση τεχνολογιών (ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων, ηλεκτρονικές κοινοποιήσεις, ηλεκτρονικοί φάκελοι, τηλεσυνεδριάσεις), οι οποίες φέρνουν τη δικαιοσύνη πλησιέστερα στους πολίτες ακόμα και απομακρυσμένων περιοχών, νησιωτικών και ορεινών, καταργώντας τις μετακινήσεις και το χαρτί. Οι ισχυρισμοί των αρνητών της μεταρρύθμισης, ότι στοχεύει στην περικοπή δημοσίων δαπανών σε βάρος των τοπικών κοινωνιών που θα μείνουν χωρίς δικαστήρια, καταρρίπτονται, διότι οι δαπάνες αξιοποιούνται για ισχυρές υποδομές και δεν σπαταλώνται στη διατήρηση  δικαστηρίων-φαντασμάτων, ενώ εξασφαλίζονται σε όλη την επικράτεια οι παροχές του δικαστικού συστήματος. Είναι αυτονόητο ότι επιβάλλεται η κατάτμηση των μεγάλων δικαστηρίων της Αθήνας που δεν συντελούν στην εύρυθμη απονομή δικαιοσύνης.

 

Όσο το πολιτικό σύστημα, ο δικηγορικός κόσμος, το δικαστικό σώμα επιμένουν στη διατήρηση απαρχαιωμένων οργανωτικών σχημάτων και στη συνέχιση ως μονόδρομου του διαρκούς διορισμού δικαστών χωρίς ουσιαστική και συστηματική προώθηση και των άλλων δημόσιων πολιτικών, τόσο η απονομή της δικαιοσύνης θα εμφανίζει σοβαρές παθογένειες.

Με την ίδρυση μεσαίου μεγέθους δικαστηρίων τίθεται σε ορθολογική βάση ο αριθμός των  δικαστών και παύει η αδιάκοπη σύσταση νέων θέσεων, οι δικαστές κατοικούν ευκολότερα σε δικαστήρια μεγάλων πόλεων με συνέπεια συχνότερη παρουσία στα δικαστικά καταστήματα, μειώνονται οι ανισότητες μεταξύ αυτών στο παραγόμενο έργο, προωθείται η εξειδίκευσή τους σε κατηγορίες υποθέσεων, διευκολύνεται το έργο της αξιολόγησης προς όφελος της αξιοκρατίας, ενώ η χορήγηση γονικών και άλλων αδειών δεν παρακωλύει τη λειτουργία των δικαστηρίων, όπως συμβαίνει σήμερα. Η κοινωνία διαμαρτύρεται για τη χαμηλή απόδοση της δικαιοσύνης αλλά πρέπει να αντιληφθεί ότι η εμμονή σε τοπικά μικροσυμφέροντα επιβαρύνει εντέλει τους πολίτες και οδηγεί στη διαιώνιση του προβλήματος. Όσο το πολιτικό σύστημα, ο δικηγορικός κόσμος, το δικαστικό σώμα επιμένουν στη διατήρηση απαρχαιωμένων οργανωτικών σχημάτων και στη συνέχιση ως μονόδρομου του διαρκούς διορισμού δικαστών χωρίς ουσιαστική και συστηματική προώθηση και των άλλων δημόσιων πολιτικών, τόσο η απονομή της δικαιοσύνης θα εμφανίζει σοβαρές παθογένειες και τελικά θα πλήττεται ο πολίτης διότι θα λαμβάνονται άλλα μέτρα, προκειμένου να θεραπευτεί η αρχή της αποτελεσματικότητας, που δεν είναι δημοφιλή, όπως αύξηση του κόστους για πρόσβαση στη δικαιοσύνη, μείωση των βαθμών δικαιοδοσίας, αύξηση των φίλτρων στα ένδικα μέσα, αύξηση των μονομελών συνθέσεων.    

Καταλήγω με ορισμένες σκέψεις του Καθηγητή Δημήτρη Τσάτσου (Συνταγματικό Δίκαιο. Οργάνωση και Λειτουργία της Πολιτείας, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1992, σ. 572-573) που συμπυκνώνουν τα λεχθέντα: το Σύνταγμα διασφαλίζει την ανεξαρτησία των δικαστών όχι όμως και της δικαιοσύνης ως πολιτειακής λειτουργίας. Η οργάνωση της δικαιοσύνης είναι και οφείλει να είναι υπόθεση της πολιτείας διότι μια απόλυτη αυτοδιοίκηση και αυτονομία της δικαιοσύνης θα οδηγούσε στη στεγανοποίηση του δικαστικού σώματος και στη δημιουργία μιας αντίληψης περί κράτους δικαστών μέσα στην πολιτεία. Η ευθύνη για την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης είναι ευθύνη πολιτειακή για την οποία έχει πολιτική ευθύνη η κυβέρνηση και καθήκον ελέγχου η Βουλή. Τέλος το δίκαιο θεσπίζει τις προϋποθέσεις της δικαστικής ανεξαρτησίας, η μετουσίωσή της όμως σε  πραγματικότητα εξαρτάται και από τη βούληση των ίδιων των δικαστών αλλά και από τον έμπρακτο σεβασμό προς την αρχή της ανεξαρτησίας των φορέων των άλλων πολιτειακών λειτουργιών και των κοινωνικών και πολιτικών θεσμών.

Κοντολογίς οι προσανατολισμοί της μελέτης Η Δικαιοσύνη στην Ελλάδα θέτουν στο επίκεντρο του δικαστικού συστήματος τον πολίτη και όχι τον δικαστή, όπως επιβάλλεται σε μια σύγχρονη φιλελεύθερη δημοκρατία. Και αυτό πολλές φορές μας διαφεύγει.