Αρθρογραφια |

Η Κλιματική Κρίση Στη Μετα-κορωνοϊό Εποχή

Τι αλλαγές φέρνει η πανδημία στις πολιτικές αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης; Πώς πρέπει να αντιδράσουν οι κυβερνήσεις και πώς αξιολογούνται οι πρώτες πρωτοβουλίες της Ε.Ε. και μεγάλων χωρών; O Καθηγητής του ΕΚΠΑ Kωνσταντίνος Καρτάλης καταγράφει τα σημαντικότερα διακυβεύματα και τις κυριότερες προκλήσεις που διαμορφώνονται σήμερα.

Το άρθρο περιέχεται στο το βιβλίο της διαΝΕΟσις "Οι Ιδέες της Πανδημίας". Κυκλοφορεί στο e-shop μας και σε όλα τα ενημερωμένα βιβλιοπωλεία. 

Σε ένα σημείο της ανακοίνωσης της (27.5.2020) για το μέλλον της Ευρώπης στη μετά κορωνοϊό εποχή, η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον Ντερ Λάιεν ανέφερε ότι το σχέδιο ανάκαμψης της Ε.Ε. μετατρέπει την τεράστια πρόκληση της κρίσης του κορωνοϊού σε ευκαιρία, συμπληρώνοντας ότι καθώς το Σχέδιο στηρίζεται και στην Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, ουσιαστικά επενδύει στις κλιματικά ουδέτερες οικονομίες, δηλαδή σε οικονομίες με σχεδόν μηδενική χρήση ορυκτών καυσίμων σταδιακά προς το 2050.

Σε άλλα σημεία της ανακοίνωσης, που μάλλον διέφυγαν της δημοσιότητας, η Πρόεδρος της Ε.Ε. αναφέρεται στην πρόθεση επέκτασης του μηχανισμού ανταλλαγής δικαιωμάτων εκπομπών άνθρακα, στην επιβολή δασμού διοξειδίου του άνθρακα ώστε να εξισορροπηθεί η εισαγωγή φθηνών προϊόντων από χώρες εκτός Ε.Ε., που κατά την παραγωγή τους συμβάλλουν στην κλιματική αλλαγή και τέλος στην έναρξη της οικονομίας καθαρού υδρογόνου.

Η συλλογική αγωνία και οι παραφωνίες

Τα παραπάνω σημεία εκφράζουν μία συλλογική αγωνία για τις επιπτώσεις που θα προκύψουν στην ευρωπαϊκή οικονομία και κατά συνέπεια και την κοινωνία, από την κλιματική κρίση, ιδιαίτερα σε μία εποχή που οι ουλές από την κρίση του κορωνοϊού είναι ήδη βαθιές και δύσκολα επουλώσιμες.

Σε μία πρόσφατη (2018) άλλωστε μελέτη του Κοινού Κέντρου Ερευνών της Ε.Ε., εκτιμήθηκαν οι οικονομικές επιπτώσεις (στις εισαγωγές, τις εξαγωγές και στην κατανάλωση) από τη μείωση κατά 11% της αγροτικής παραγωγής στην Κίνα λόγω της αύξησης της θερμοκρασίας κατά 2 βαθμούς Κελσίου. Στις διαπιστώσεις της μελέτης αναφέρεται ότι η οικονομική ύφεση που θα προκύψει στην Κίνα λόγω της χαμηλότερης απόδοσης του αγροτικού τομέα, μεταφράζεται σε μείωση των εξαγωγών από άλλες χώρες προς την Κίνα, συμπεριλαμβανόμενων και αυτών από χώρες της Ε.Ε. Αποτέλεσμα των μειωμένων εξαγωγών, θα είναι η ύφεση στην παραγωγή στην Ε.Ε, γεγονός που θα προκαλέσει την αύξηση της ανεργίας και κατά συνέπεια τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος και της κατανάλωσης. Παρά το γεγονός, ότι στην παραπάνω αλυσίδα αρνητικών επιπτώσεων προστίθεται η θετική επίδραση της μείωσης των εισαγωγών από την Κίνα, το τελικό αποτέλεσμα είναι μείωση του ετήσιου ΑΕΠ της Ε.Ε. κατά περίπου 4.5 δισ. ευρώ.

Ως προς τις παραφωνίες, εύκολα μπορεί να υποτεθεί ότι το Σχέδιο Ανάκαμψης της Ε.Ε. αποτελεί και μία απάντηση στην πρόσφατη απόφαση του Ομοσπονδιακού Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου με την οποία αμφισβητήθηκε το Πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και κατ΄ επέκταση δόθηκε χώρος για προβληματισμούς ως προς το σχέδιο για την ανάκαμψη από την κρίση του κορωνοϊού και την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία. Αποτελεί επίσης απάντηση σε δύο κράτη-μέλη, την Πολωνία και την Τσεχία, που είδαν αρνητικά την απόφαση για κλιματικά ουδέτερες οικονομίες, με το επιχείρημα ότι η ανάπτυξη τους θα πρέπει να συνεχίσει να βασίζεται στη χρήση ορυκτών καυσίμων, ειδικά δε του κάρβουνου.

Από τις κλιματικά ουδέτερες οικονομίες στις κλιματικά ουδέτερες πόλεις

Το Σχέδιο Ανάκαμψης της Ε.Ε. συμβάλλει μέσα από τη μετάβαση σε κλιματικά ουδέτερες οικονομίες, στη μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της Ε.Ε. από τρίτες χώρες (πετρέλαιο: Ρωσία, Ιράκ, Σαουδική Αραβία, Καζακστάν, Νιγηρία και φυσικό αέριο: Ρωσία, Νορβηγία, Αλγερία), από 60% σήμερα σε περίπου 35% το 2050, γεγονός που απελευθερώνει περίπου 200 δισ. ευρώ κατ’ έτος και ανατροφοδοτεί πιστώσεις υπέρ του στόχου για κλιματικά ουδέτερες οικονομίες.

Είναι προφανές ότι η Ε.Ε. προετοιμάζεται για τον "πόλεμο" της ενέργειας, ενισχύοντας την ενεργειακή της αυτονομία και κατά συνέπεια και την οικονομική της βιωσιμότητα. Άλλωστε ο κόσμος μεγαλώνει ταχύτερα από την Ε.Ε. και σίγουρα δεν μπορεί να υποτιμηθεί το γεγονός ότι το 2050 η Ευρώπη θα αντιστοιχεί στο μόλις 8% του παγκόσμιου πληθυσμού, από 22% το 1950.

Την ίδια ώρα, στη "μετά" κορωνοιό εποχή διακρίνεται μία σοβαρή τάση επιστροφής των ορυκτών καυσίμων, ή σε μία άλλη ανάγνωση, καθυστέρησης στην εισαγωγή των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας παρά το συγκριτικό πλεονέκτημα που οι τελευταίες ανέδειξαν μέσα στην κρίση του κορωνοϊού (η μόνη πηγή ενέργειας της οποίας η χρήση αυξήθηκε αντί να μειωθεί).

Πολλές χώρες εκτός Ε.Ε., φαίνεται ότι εξετάζουν την αυξημένη χρήση των ορυκτών καυσίμων για την υποστήριξη των σχεδίων ανάκαμψης που έχουν σχεδιάσει και τη βελτίωση είτε εντός του 2020 ή το 2021, των ρυθμών ανάπτυξής τους που υπέστησαν δραματική μείωση. Αν αυτό συμβεί, η δυναμική που έχει δημιουργηθεί για κλιματικά ουδέτερες οικονομίες θα εξασθενήσει και μαζί θα εξασθενήσει και ο στόχος της παγκόσμιας κοινότητας για τη συγκράτηση της αύξησης της θερμοκρασίας κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου.

Ένας λόγος για την αυστηρή, πλην όμως δίκαιη, κριτική που καταγράφεται σε ό,τι αφορά στην αναβολή κατά ένα ολόκληρο έτος (για τον Οκτώβριο του 2021!) της ετήσιας Συνόδου των Ηνωμένων Εθνών για το Κλίμα είναι ότι εξασθενεί (ακόμη περισσότερο μετά τα φτωχά αποτελέσματα της πρόσφατης Συνόδου στη Μαδρίτη) μία δυναμική που είχε αποκτηθεί για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Παράλληλα περιορίζεται λόγω της έλλειψης μεγάλων πολιτικών γεγονότων που είναι επικεντρωμένα στο θέμα της κλιματικής κρίσης, η πίεση στις χώρες εκείνες που στρέφονται και πάλι –με αφορμή την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κρίσης του κορωνοϊού– στα ορυκτά καύσιμα.

Τέλος, οι σοβαρότερες επιπτώσεις της κρίσης του κορωνοϊού καταγράφηκαν στις μεγάλες πόλεις, εκεί δηλαδή που η αστική πυκνότητα είναι μεγαλύτερη, οι μετακινήσεις περισσότερες, οι ανταλλαγές πληθυσμού συχνότερες. Στη μετά κορωνοϊό εποχή, οι πόλεις είναι ξανά στο προσκήνιο, μέσα από την εμβληματική πρωτοβουλία της Ε.Ε. για 100 Κλιματικά Ουδέτερες Πόλεις μέχρι το 2030. Ουσιαστικά η Ε.Ε. επιχειρεί να παρέμβει στο μοντέλο παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας στις πόλεις καθώς και στην μορφή και στις λειτουργίες τους (λ.χ. ενεργειακές αναβαθμίσεις κτιρίων, κλιματικά φιλικός πολεοδομικός σχεδιασμός, λιγότερη χρήση ιδιωτικών αυτοκινήτων, περισσότερη φύση στην πόλη) με μέσα και δράσεις που θα συμβάλλουν στη μείωση των εκπομπών άνθρακα.

 Μια τολμηρή ματιά για τον άνθρακα

Είναι γνωστό ότι δεν είναι η πρώτη φορά που η Ε.Ε. επιχειρεί να συνδυάσει πάνω στον άνθρακα την οικονομική της πολιτική με την αντίστοιχη περιβαλλοντική. Στο παρελθόν είχε συχνά συζητηθεί η υιοθέτηση φόρου άνθρακα (carbon tax), πλην όμως ποτέ δεν προωθήθηκε. Και αυτό γιατί δεν υπήρχε η αναγκαία ομοφωνία μεταξύ των κρατών-μελών ή/και γιατί εκτιμήθηκε ότι θα οδηγούσε σε στρεβλώσεις εντός της Ε.Ε., διευρύνοντας ενδεχομένως την απόσταση μεταξύ ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου και καθυστερώντας την οικονομική ενσωμάτωση των νέων μελών της Ε.Ε., δηλαδή των πρώην ανατολικών χωρών που είχαν βαριά εξάρτηση από τα (στερεά) ορυκτά καύσιμα για την παραγωγή ενέργειας.

Είναι όμως η πρώτη φορά που τόσο εμφατικά ανακοινώνεται η πρόθεση για την υιοθέτηση δασμού άνθρακα για εισαγόμενα φθηνά προϊόντα που παρήχθησαν με τρόπους βλαπτικούς για το κλίμα. Πρόκειται για μήνυμα "πολλών μεγατόνων", με πολλούς παραλήπτες εκτός Ε.Ε., κυρίως δε προς τη μεριά της Κίνας και γενικότερα των χωρών της ΝΑ Ασίας και της Αφρικής όπου συχνά "μεταναστεύουν" μεγάλες πολυεθνικές (μεταξύ των οποίων και ευρωπαϊκές) για να διασφαλίσουν χαμηλότερο κόστος παραγωγής και άρα να αποκτήσουν εμπορικό προβάδισμα στην παγκόσμια αγορά. Είναι επίσης μήνυμα και προς τα Ηνωμένα Έθνη, τα οποία αν και αναγνωρίζουν τη σημασία της εσωτερίκευσης του περιβαλλοντικού και κλιματικού κόστους στις παραγωγικές διαδικασίες, εντούτοις δυσκολεύονται να την προωθήσουν.

Σε κάθε περίπτωση, δεν θα πρέπει να υποτιμηθούν και οι συνέπειες μίας τέτοιας απόφασης καθώς η Ε.Ε. εμπλέκεται πρακτικά στον "πόλεμο" των προστατευτικών δασμών που ήδη εξελίσσεται μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο δασμός που επιλέγει έχει περισσότερο περιβαλλοντικό αντί εμπορικό πρόσημο και κατά συνέπεια εύκολα μπορεί να χαρακτηριστεί ως δίκαιος. Ουσιαστικά η Ε.Ε. εκτίθεται σε έναν "πόλεμο" με πιθανότητες να πληγούν και οι δικές της εξαγωγές, γεγονός που θα σηματοδοτούσε μία νέα κρίση στην παραγωγική της οικονομία και θα δυσχέραινε το σχέδιο μετάβασης σε κλιματικά ουδέτερες οικονομίες.

Ρυθμίζοντας την αγορά δικαιωμάτων εκπομπών άνθρακα

Έχει επίσης ενδιαφέρον να συζητηθεί η επικέντρωση του σχεδίου ανάκαμψης της Ε.Ε. σε ένα θέμα που μοιάζει ιδιαίτερα τεχνικό για να αναφέρεται σε μία πολιτική δήλωση στο επίπεδο μάλιστα της Προέδρου της Ε.Ε. Πρόκειται για την ενίσχυση του μηχανισμού ανταλλαγής δικαιωμάτων εκπομπών άνθρακα, δηλαδή της ευρωπαϊκής αγοράς και πώλησης δικαιωμάτων εκπομπών άνθρακα από φορείς και επιχειρήσεις που είτε επιτυγχάνουν ή όχι τη μείωση των εκπομπών τους και άρα πωλούν τα πλεονάσματα δικαιωμάτων εκπομπών που διαθέτουν ή αγοράζουν δικαιώματα αντίστοιχα.

Η ιδέα είναι ενδιαφέρουσα, έχει εφαρμοστεί ήδη και σε γενικές γραμμές με επιτυχία και έχει σαφές φιλο-κλιματικό πρόσημο: αν οι επενδύσεις δεν είναι σε καθαρότερα καύσιμα ή/και σε τεχνολογίες μείωσης των εκπομπών άνθρακα, η ανταγωνιστικότητα μειώνεται καθώς ο κύκλος εργασιών μίας επιχείρησης επιβαρύνεται από το κόστος για την απόκτηση δικαιωμάτων εκπομπών άνθρακα.

Στην αγορά όμως δεν λείπουν οι εκπλήξεις, με αποτέλεσμα να έχουν καταγραφεί σε κάποιες τουλάχιστον χρονικές περιόδους, ιδιαίτερα χαμηλές τιμές (λ.χ. 5 ευρώ) για έναν τόνο άνθρακα (δηλαδή για περίπου τις εκπομπές άνθρακα που αντιστοιχούν σε κάθε επιβάτη μίας υπερατλαντικής μετακίνησης από την Αθήνα στη Νέα Υόρκη με επιστροφή). Η προγραμματιζόμενη από την Ε.Ε. καθιέρωση ελάχιστης αποδεκτής τιμής για την αγορά δικαιώματος για την εκπομπή ενός τόνου άνθρακα θωρακίζει την αγορά δικαιωμάτων από τις υπερβολικά χαμηλές τιμές που την ακυρώνουν και αποτελεί την αντίδραση στην πρακτική που επενδύει στη φθηνή αγορά δικαιωμάτων εκπομπών άνθρακα αντί στην ακριβότερη, αλλά αποτελεσματικότερη σε βάθος χρόνου, υιοθέτηση καθαρών τεχνολογιών ή/και στη χρήση καθαρής ενέργειας.  

Ένα αναγκαίο flashback

Δώδεκα χρόνια πίσω, το 2008, η Ε.Ε. αποφάσισε να καταργήσει από το 2013 και μετά τη δωρεάν διάθεση δικαιωμάτων εκπομπών άνθρακα στους τομείς παραγωγής ενέργειας και θερμότητας και να περιορίσει σε ετήσια βάση μέχρι το 2020, τα μερίδια (shares) δωρεάν δικαιωμάτων για τη βιομηχανία υψηλών ενεργειακών απαιτήσεων (τσιμέντο, χάλυβα, χημικά, τρόφιμα, κ.ά.) και τις αερομεταφορές, σε μία γενναία, κατά άλλους ριψοκίνδυνη για τη βιωσιμότητα παραγωγικών τομέων, προσπάθεια προκειμένου να μειώσει τις εκπομπές άνθρακα και να συμβάλει στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.

Το μήνυμα δεν έφθασε ποτέ στην Ελλάδα ή αν έφθασε δεν εκτιμήθηκε σωστά. Η κατάργηση των δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπών άνθρακα για τις επιχειρήσεις παραγωγής ενέργειας είχε ως αποτέλεσμα η ΔΕΗ να καταβάλλει το 2018 περίπου 360 εκατ. ευρώ για την αγορά των δικαιωμάτων εκπομπών άνθρακα (προφανώς για να καλύψει τις εκπομπές άνθρακα λόγω της χρήσης λιγνίτη), ή συνολικά 1,36 δισ. ευρώ για το διάστημα 2013-2018, εν μέσω μάλιστα της οικονομικής κρίσης που μάστιζε τη χώρα.

Κλείνοντας το flashback, είναι προφανές ότι το μέτρο της εμπροσθοβαρούς κατάργησης του λιγνίτη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας όπως συμπεριλήφθηκε στο αναθεωρημένο από τη σημερινή Κυβέρνηση Εθνικό Σχέδιο Ενέργειας και Κλίματος, ήταν ουσιαστικά μονόδρομος. Άλλωστε, θα ήταν απολύτως προτιμότερο τα 1,36 δισ. ευρώ που δαπανήθηκαν στο διάστημα 2013-2018 για την αγορά δικαιωμάτων, να είχε επενδυθεί σε δράσεις εξοικονόμησης ενέργειας, σε τεχνολογίες δέσμευσης των εκπομπών άνθρακα από τη βιομηχανία και στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Ένα μήνυμα που προκύπτει από την κλιματική κρίση και μαζί και από αυτή του κορωνοϊού, είναι ότι η έγκαιρη ανάγνωση των μελλοντικών προκλήσεων αποτελεί σύμμαχο όχι μόνο για την προσαρμογή σε αυτές αλλά και για την αξιοποίηση ευκαιριών που διανοίγονται.

Η εποχή του καθαρού υδρογόνου;

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η αναφορά στο σχέδιο ανάκαμψης για την έναρξη μιας οικονομίας που θα βασίζεται στο καθαρό υδρογόνο (clean hydrogen economy), γεγονός που από τη μία εγείρει ανησυχίες ως προς το πότε θα είναι εφικτή αυτή η έναρξη (άλλωστε το υδρογόνο απέχει ακόμη αρκετά από το να θεωρείται καύσιμο μαζικής χρήσης) και από την άλλη προαναγγέλλει τη σταδιακή απομάκρυνση και από το φιλικότερο –σε ό,τι αφορά στις επιπτώσεις στο κλίμα- μέλος της οικογένειας των ορυκτών καυσίμων, το φυσικό αέριο. Το μήνυμα της Ε.Ε. είναι σαφές: το φυσικό αέριο δεν ήρθε για να μείνει αλλά αντίθετα θα πρέπει να εξετάζεται ως μεταβατικό και μόνο καύσιμο στην πορεία για κλιματικά ουδέτερες οικονομίες. Αυτό που δεν είναι σαφές όμως είναι γιατί στην ανακοίνωση δεν δίνεται βάρος στις ενεργειακές διασυνδέσεις και στην αποθήκευση ενέργειας, με την τελευταία να στηρίζει την ακόμα ταχύτερη εισαγωγή των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο ενεργειακό ισοζύγιο των κρατών μελών.

Μαθήματα από το πράσινο rebound του 2009

Η έξοδος από την οικονομική κρίση του 2007-2009 συνοδεύθηκε από μία ενθαρρυντική δυναμική για την είσοδο των ανανεώσιμων πηγών στην αγορά ενέργειας. Στις ΗΠΑ, η ενίσχυση δανείων και επενδύσεων στον τομέα της καθαρής ενέργειας αν και δειλή (90 μόλις δισ. δολάρια από το 1 τρισ. που συνολικά επενδύθηκε), οδήγησε σε ιδιωτικές επενδύσεις καθαρής ενέργειας ύψους 150 δισ. δολαρίων που βεβαίως δεν μετέτρεψαν το ενεργειακό μοντέλο των ΗΠΑ αλλά σίγουρα συνέβαλαν στη δυναμική που αναπτύχθηκε υπέρ των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για τη δεκαετία που ακολούθησε.

Με άλλα λόγια, το τεστ ήταν μεν μικρής κλίμακας, ήταν όμως επιτυχημένο, γεγονός που συνηγορεί στην επανάληψή του στη μετά κορωνοϊό εποχή, στη μορφή όμως μίας παγκόσμιας πολιτικής που θα εφαρμοστεί με μεγαλύτερη ένταση, υπό το πρίσμα της Συμφωνίας των Παρισίων και υπό την αιγίδα πολυμερών οργανισμών όπως τα Ηνωμένα Έθνη και η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Μαζί με τους πολίτες;

Στο διάστημα 17-19 Απριλίου, η εταιρεία IPSOS MORI διεξήγαγε μία έρευνα μεταξύ 28.000 πολιτών από 14 χώρες, με βασικό ερώτημα της έρευνας αν η κλιματική αλλαγή είναι το ίδιο σοβαρή απειλή όσο αυτή του κορωνοϊού. Παρά το γεγονός ότι οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής δεν χαρακτηρίζονται από την αμεσότητα που χαρακτηρίζει τις επιπτώσεις του κορωνοϊού, το 71% των πολιτών κατά μέσο όρο απάντησε θετικά, με το ποσοστό αυτό να διαμορφώνεται μεταξύ του 87% για τους Κινέζους πολίτες και του 59% για τους "δύσπιστους" Αμερικανούς. Παράλληλα, το 66% των πολιτών (ενδεικτικά από το 80% της Ινδίας, στο 65% της Γαλλίας και στο 57% των ΗΠΑ) απάντησε ότι θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην κλιματική αλλαγή, στα σχέδια οικονομικής ανάκαμψης από τις επιπτώσεις του κορωνοϊού.

Αν και τα παραπάνω στοιχεία είναι σίγουρα ενθαρρυντικά (διακρίνεται άλλωστε η ανησυχία των πολιτών για καταστροφές μεγάλης κλίμακας), εντούτοις υπάρχουν και αρνητικά μηνύματα. Σε αρκετές χώρες μειώθηκε από το 2014 στο 2020, το ποσοστό των πολιτών που θεωρούν ότι για την κλιματική αλλαγή ευθύνεται ο άνθρωπος: σε παγκόσμιο μέσο όρο κατά 8%, στην Ε.Ε. κατά 14% στη Γερμανία, 9% στην Ιταλία και 8% στη Γαλλία, ενώ σε διεθνές επίπεδο κατά 17% στη Βραζιλία, 16% στην Ιαπωνία και 12% στη Ρωσία (αλλά μόλις 2% στις ΗΠΑ που όμως ήταν ήδη αρκετά χαμηλότερα από τις άλλες χώρες, στο ποσοστό των πολιτών που αναγνωρίζουν ευθύνη στις ανθρωπογενείς δραστηριότητες).  

Το νεό πράσινο rebound

Οι παραπάνω –λίγες μόνο αναφορές– σηματοδοτούν τις εκλεκτικές συγγένειες που αναπτύσσονται μεταξύ της κλιματικής αλλαγής, του ενεργειακού τομέα, της κρίσης του κορωνοϊού και του μοντέλου διακυβέρνησης της Ε.Ε. αλλά και κάθε κράτους-μέλους χωριστά. Aν η κρίση του κορωνοϊού ήταν πρόσκαιρη, αυτή της κλιματικής κρίσης έχει μπροστά της ένα ορίζοντα τριάντα τουλάχιστον ακόμη ετών, και αυτό αν οι προσπάθειες της διεθνούς κοινότητας αρχίσουν να αποδίδουν, κάτι για το οποίο διατηρούνται ακόμη σοβαρές αμφιβολίες.

Σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα η ανάγνωση των εκλεκτικών αυτών συγγενειών, οδηγεί σε προτεραιότητες που με τη σειρά τους διαμορφώνουν ευκαιρίες για ένα πράσινο rebound.

Η πρώτη ευκαιρία αφορά την αναδιάρθρωση του αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας ώστε να ληφθούν υπόψη τα μαθήματα της κρίσης του κορωνοϊού και τα αντίστοιχα των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης, δηλαδή ότι καμία οικονομία, εθνική ή περιφερειακή, δεν είναι βιώσιμη αν λειτουργεί με όρους "μονοκαλλιέργειας", υπό την έννοια δηλαδή ότι βασίζεται μόνο ή κατά κύριο λόγο σε έναν παραγωγικό τομέα.

Η δεύτερη ευκαιρία είναι ότι η πορεία για μία κλιματικά ουδέτερη οικονομία διασταυρώνεται με ένα γενναίο ενεργειακό μετασχηματισμό που θα θεωρεί το φυσικό αέριο μεταβατικό καύσιμο και θα δίνει όλο και περισσότερο βάρος στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Κάτι τέτοιο όμως προϋποθέτει ένα νέο ειδικό χωροταξικό σχέδιο για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αλλά και την προστασία τους τόσο από ένα καλπάζοντα παραλογισμό που τις συνδέει με δεινά, όπως την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος αλλά και την αλλαγή του μαγνητικού πεδίου της Γης, όσο και από τον ίδιο τους τον εαυτό, δηλαδή επενδύσεις που ξεπερνούν τη φέρουσα ικανότητα των περιοχών υποδοχής.

Η τρίτη ευκαιρία είναι η μετάβαση να είναι δίκαιη, ουσιαστικά η διαμόρφωση σχεδίων για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή των τομέων της γεωργίας, του τουρισμού, της ενέργειας και των μεταφορών (αερομεταφορές και ναυτιλία) αλλά και περιοχών της χώρας που υπόκεινται ήδη τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής ή εκτιμάται ότι θα πληγούν περισσότερο κατά τις επόμενες δεκαετίες. Το σχέδιο ανάκαμψης ευνοεί δράσεις υπέρ της δίκαιης μετάβασης και θα ήταν κατά συνέπεια λογικό –άρα και δίκαιο– μέρος της χρηματοδότησης που αντιστοιχεί στην Ελλάδα, να επενδυθεί ακριβώς για αυτό το σκοπό.

Η τέταρτη ευκαιρία είναι η εκπαίδευση της διοίκησης στην έγκαιρη ανάγνωση των τάσεων που διαμορφώνονται σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο και στην ενσωμάτωση των τάσεων αυτών στον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Αν στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του τρέχοντος αιώνα, η τάση αφορούσε στην κατάργηση της δωρεάν διάθεσης δικαιωμάτων εκπομπών άνθρακα στους τομείς της ενέργειας και της βιομηχανίας, στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας η τάση είναι, όπως άλλωστε αναφέρει το σχέδιο ανάκαμψης της Ε.Ε., να περιορισθεί περαιτέρω η δωρεάν διάθεση δικαιωμάτων στους τομείς που προβλέπονται σήμερα αλλά και να επεκταθεί στους τομείς των μεταφορών (συμπεριλαμβανόμενης και της ναυτιλίας) και κτηρίων, ενδεχομένως και της αγροτικής παραγωγής. Κανείς με άλλα λόγια δεν θα δικαιούται να υποστηρίξει ότι δεν ήξερε.   

Ίσως τελικά η κρίση του κορωνοϊού να είναι ο καταλύτης για μία ανάκαμψη που θα βασίζεται σε ένα ενεργειακό και τεχνολογικό μετασχηματισμό ικανό για την αντιμετώπιση και της κλιματικής κρίσης.

Η Ευρώπη δίνει τον τόνο

Η ανάκαμψη από τις επιπτώσεις της κρίσης του κορωνοϊού έρχεται σε μία εποχή που οι διεθνείς προσπάθειες για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης δεν έχουν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα (βλ. τα δειλά συμπεράσματα της Συνόδου των Ηνωμένων Εθνών για το Κλίμα, Μαδρίτη 12/2019). Ίσως τελικά η κρίση του κορωνοϊού να είναι ο καταλύτης για μία ανάκαμψη που θα βασίζεται σε ένα ενεργειακό και τεχνολογικό μετασχηματισμό ικανό για την αντιμετώπιση και της κλιματικής κρίσης.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση δίνει ξανά τον τόνο σε πείσμα όσων υπέθεταν ότι η κρίση του κορωνοϊού θα εξασθενούσε τη συνοχή της, ή ότι η ανάκαμψη από την κρίση θα άφηνε στο περιθώριο την αναγκαία μέριμνα για μία άλλη κρίση, αυτή του κλίματος.

Αν το μήνυμα του σχεδίου ανάκαμψης της Ε.Ε. αποτελέσει το παγκόσμιο πρότυπο, το παράθυρο ευκαιρίας για την αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης θα παραμείνει ανοικτό. Σύντομα θα φανεί ποιοι θα ακολουθήσουν και ποιοι θα μείνουν για μία ακόμη φορά πίσω από τις εξελίξεις.

 *Ο Κωνσταντίνος Καρτάλης είναι Καθηγητής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.