Αρθρογραφια |

Μια Σύγχρονη Κοινωνία Σε Έναν Απειλητικό Καινούργιο Κόσμο

Μια κοινωνιολογική προσέγγιση στα αποτελέσματα του "Τι Πιστεύουν Οι Έλληνες - 2022" από τον καθηγητή του ΕΚΠΑ Παναγή Παναγιωτόπουλο.

Η έρευνα της διαΝΕΟσις "Τι πιστεύουν οι Έλληνες" είναι μια πρωτότυπη απόπειρα να χαρτογραφηθεί η νοοτροπιακή σύσταση της ελληνικής κοινωνίας, να μετρηθούν στάσεις και αξιακά ζητήματα και να ελεγχθεί η επίδραση της συγκυρίας στη διαμόρφωση της ελληνικής πολιτικής -κατά βάση- κουλτούρας. Είναι επίσης μια ενδιαφέρουσα απόπειρα παρακολούθησης της μεσοπρόθεσμης ιστορικής εξέλιξης των πεποιθήσεων και στάσεων. Τα ευρήματά της είναι σημαντικά και ενδιαφέροντα καθ’ αυτά και προκύπτουν από τον καλό σχεδιασμό και την άρτια εκτέλεσή της, μα αποκτούν ιδιαίτερη αξία επειδή ο κύριος κορμός της επαναλαμβάνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα από το 2016 μέχρι σήμερα.

Έχοντας φτάσει αισίως στο έκτο της κύμα, η έρευνα προσφέρει πλέον τη δυνατότητα της σύγκρισης σε βάθος χρόνου και επιτρέπει να εντοπιστούν ποιες αξιακές επιλογές της ελληνικής κοινωνίας είναι παγιωμένες και ποιες είναι πιο ευαίσθητες στις διαδικασίες αλλαγής. Η περίοδος που ελέγχεται από την έρευνα έχει ιδιαίτερη σημασία και της δίνει επιπρόσθετη αξία για έναν ακόμη, πολύ ειδικό, λόγο. Αποτυπώνει μια ιστορική περίοδο ιδιαίτερα πυκνή σε πολιτικά γεγονότα, παγκόσμια και ελληνικά. Συγκεκριμένα η έρευνα αυτή, στη διαχρονικότητά της, διαπερνά πλέον την οικονομική κρίση της ελληνικής χρεοκοπίας, εκβάλλει στις προκλήσεις της εποχής των μνημονίων, καταγράφει τη συνθήκη διακυβέρνησης επί ΣΥΡΙΖΑ, τη μετάβαση στην ηγεμονική φάση της διακυβέρνησης από τη ΝΔ, τη φθορά της τελευταίας και τις ενδιάμεσες τεχνολογικές, κλιματικές, πολιτικές και γεωπολιτικές κρίσεις που έχουν μεσολαβήσει. Και ενώ δεν είναι δυνατόν ιδεολογικές, αξιακές και νοοτροπιακές θέσεις, όταν αυτές καταγράφονται σε μια ποσοτική έρευνα, να αποδοθούν ευθέως στη συγκυρία ή να σχετιστούν με κάποιον άμεσο αιτιακό παράγοντα, είναι σαφές ότι η περιοδικότητα της έρευνας και η δειγματοληψία στις συγκεκριμένες στιγμές (Απρίλιος 2015, Νοέμβριος 2015, Δεκέμβριος 2016, Φεβρουάριος 2018, Δεκέμβριος 2019, Φεβρουάριος-Μάρτιος 2022) την καθιστά ένα εξαιρετικό παρατηρητήριο των "κοινών αντιλήψεων" σε δύσκολες εποχές.

Όπως θα φανεί και παρακάτω, η ταχεία αντικατάσταση της ενδημικής στον ύστερο καπιταλισμό κοινωνικής ανασφάλειας από την ανεξέλεγκτη αβεβαιότητα και την αίσθηση διαρκούς απειλής των ημερών μας θα αποτυπωθεί με ενάργεια στα επάλληλα κύματα των ερευνών της διαΝΕΟσις.

Αυτά τα δεδομένα, που θέτουν σε συνομιλία τη δυναμική εξέλιξη και τις παγιωμένες αντιλήψεις μιας κοινωνίας, καθιστούν την έρευνα αυτή έναν καλό οδηγό στον αξιακό και νοοτροπιακό χάρτη της χώρας και ένα χρήσιμο εργαλείο ελέγχου υποθέσεων εργασίας και αποτελεσμάτων που προκύπτουν από άλλες έρευνες, είτε αυτές είναι ποσοτικές είτε χρησιμοποιούν ποιοτικές μεθόδους.

Οφείλουμε πάντως να σημειώσουμε ότι τα εξηγητικά όρια των ποσοτικών ερευνών που ασχολούνται με αξίες, στάσεις, νοοτροπίες, αντιλήψεις, ιδεολογικές τοποθετήσεις κ.ά. είναι συγκεκριμένα.

Χωρίς να χρειάζεται να γίνει εδώ κάποια εκτεταμένη επιστημολογική και μεθοδολογική κριτική, είναι χρήσιμο να τονιστεί ότι το υποκείμενο όταν απαντάει σε ερωτήσεις που συνοψίζουν το "τι πιστεύει" ή το "πώς αισθάνεται", δεν αποκαλύπτει κάποια βαθιά και ατόφια αλήθειά του. Η διατύπωση της γνώμης του, η παρουσίαση των πεποιθήσεών του και η έκφραση των συναισθημάτων του είναι στοιχεία που διαμεσολαβούνται από ένα πλήθος "φίλτρων" όπως η γλώσσα, ο βαθμός κατανόησης της ερώτησης, η προσδοκία που πιστεύει ο ερωτώμενος ότι υπάρχει απ’ αυτόν κ.ά. Ένα απτό παράδειγμα που μπορεί να οδηγήσει σε σύγχυση και τον ερωτώμενο αλλά και τον αναγνώστη της έρευνας είναι η ερώτηση: "Τι από τα παρακάτω πιστεύετε πως πρέπει να γίνει με τους μετανάστες που μπαίνουν παράνομα στη χώρα μας..." και η δυνατότητα απάντησης "Να ενσωματωθούν πλήρως στην ελληνική κοινωνία".

Ενώ λοιπόν βλέπουμε στις απαντήσεις μια αρκετά ισόρροπη και μετρημένη γενική εικόνα για τα συναισθήματα που προκαλεί ο μετανάστης και ο πρόσφυγας, στη συγκεκριμένη περίπτωση οι απαντήσεις είναι συντριπτικά αρνητικές για την ενσωμάτωση και ριζικά στραμμένες στην άμεση απέλαση ή την κράτηση. Το γλωσσικό φίλτρο λειτουργεί, κατά πάσα πιθανότητα, παρερμηνευτικά στο μέτρο που σχεδόν όλοι οι μετανάστες στην πρόσφατη ελληνική ιστορία εισήλθαν λίγο-πολύ παράνομα στη χώρα, μα κυρίως γιατί η έννοια της ενσωμάτωσης μπορεί να διαβαστεί ταυτόχρονα και από την πλευρά των δικαιωμάτων και από εκείνη των υποχρεώσεων. Μπορεί δηλαδή να θεωρηθεί απόλαυση των θεσμικών και οικονομικών βοηθημάτων που παρέχει το ελληνικό κράτος, ή να διαβαστεί ως αναγκαστική υπαγωγή σε ένα μοντέλο ζωής και συγκεκριμένες παραδόσεις.

Είναι πιθανό λοιπόν οι ερωτώμενοι να θεώρησαν την ενσωμάτωση ως απόκτηση δικαιωμάτων -χωρίς υποχρεώσεις- ενώ θα μπορούσε αντιθέτως να σημαίνει ένα αίτημα αποδοχής των κανόνων συμβίωσης που επικρατούν στην Ελλάδα. Από την άλλη, η μεγάλη πλειοψηφία πιστεύει ότι η αντιμετώπιση των μεταναστευτικών ροών θα πρέπει να αυστηροποιηθεί δείχνοντας, σε συνδυασμό με την καθαρή πλειοψηφία που θέλει να αποδίδεται αυτομάτως η ελληνική ιθαγένεια στα παιδιά των μεταναστών που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα, ότι η επιτυχής ενσωμάτωση στην ελληνική κοινωνία είναι ένα είδος ζητούμενου που μπορεί και συνυπάρχει με το αίτημα να σταματήσει η είσοδος νέων μεταναστών στη χώρα.

Σε κάθε περίπτωση ο συνδυασμός ερωτήσεων που αφορούν πεποιθήσεις με ερωτήσεις που εστιάζουν στα συναισθήματα –για την ακρίβεια στο συναίσθημα που προκαλεί το άκουσμα κάποιων συγκεκριμένων καταστάσεων, συνθηκών, θεσμών, ιδεών ή προσώπων δίνει τη δυνατότητα στον αναλυτή, αλλά και στον απλό αναγνώστη, να αντιπαρέλθει ερμηνευτικές δυσχέρειες σαν αυτές που αναφέραμε παραπάνω. Η επέκταση του πεδίου των ερευνών στις καθημερινές πρακτικές του ίδιου κοινωνικού σώματος θα ήταν ένα πολύτιμο εργαλείο στάθμισης της βαρύτητας των απαντήσεων που συλλέγονται στο παρόν ως μια "δήλωση πίστης".

1. Το περιβάλλον της φετινής έρευνας

Όπως σημειώσαμε και στις αρχικές μας παρατηρήσεις, η φετινή έρευνα της διαΝΕΟσις δεν "πιάνει" απλά τον σφυγμό της ελληνικής κοινωνίας στο τέλους του φετινού χειμώνα -όπως συμπληρώθηκε σε καίρια ερωτήματα μετά την έναρξη του πολέμου της πουτινικής Ρωσίας κατά της Ουκρανίας- μα επιπλέον προσφέρει τη σύγκριση με προηγούμενες σημαντικές πολιτικές συγκυρίες και εμπειρικά περιβάλλοντα. Αξίζει να αναφερθεί όμως κάτι πολύ σημαντικό το οποίο διακρίνει τη συγκεκριμένη έρευνα από αρκετές άλλες: το γεγονός ότι με τα επάλληλα κύματά της, διεξάγεται σε μια ιστορική περίοδο στην οποία εκδηλώνονται συνεχώς κρίσεις μεγάλης εμβέλειας με επιπτώσεις τόσο στην υφή των συναισθημάτων των πολιτών όσο και στην καθημερινότητά τους. Η έρευνα "Τι πιστεύουν οι Έλληνες" προσφέρει έτσι ένα πολύτιμο υλικό που δεν αποτυπώνει μόνο τις διαθέσεις και τις αντιλήψεις που κυριαρχούν σε κάθε στιγμή, το συναίσθημα κάθε κρίσης, αλλά και τη σωρευτική σημασία των πολλαπλών κρίσεων που αντιμετώπισε η ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια.

Με 6 ερευνητικά κύματα μέσα στα 7 τελευταία χρόνια, είναι σαφές ότι το εγχείρημα απλώνει ένα πυκνό γνωστικό δίχτυ σε μια εποχή ραγδαίων αλλαγών. Έτσι στη συγκυρία του πολέμου και της γεωπολιτικής μα και οικονομικής αναίρεσης της δυναμικής της παγκοσμιοποίησης που προκαλεί ο πόλεμος και με τα ίχνη των προηγούμενων –ελληνικών και παγκόσμιων– κρίσεων να έχουν χαραχθεί βαθιά στο κοινωνικό σώμα, μπορούμε να εξάγουμε χάρη στην έρευνα αυτή ορισμένες ισχυρές υποθέσεις εργασίας για την εννοιολογική και συναισθηματική σύσταση της ελληνικής κοινωνίας σήμερα.

Το περιβάλλον του τελευταίου και επικαιροποιημένου κύματος της έρευνας δεν εξαντλείται λοιπόν στην πολεμική συνθήκη της Ουκρανίας, ούτε στις μεγάλες καταστροφές και τεχνολογικές κρίσεις του περασμένου διαστήματος (πυρκαγιές, αστικές κρίσεις λόγω χιονιού) αλλά εμπεριέχει και ενσωματώνει σε αυτές κάτι που θα ονομάζαμε, "διδασκαλία των mega-κρίσεων του 21ου αιώνα". Έτσι, η έρευνα μάς δίνει τη δυνατότητα να δούμε πώς διαμορφώνεται το συναισθηματικό και αξιακό προφίλ των Ελλήνων μετά από μεγάλα γεγονότα που ανέτρεψαν την ίδια τη σύσταση του ανέμελου παγκοσμιοποιημένου κοινωνικού ναρκισσισμού όπως αυτός είχε επικρατήσει στις αρχές του 21ου αιώνα, αλλά και το ελληνικό κοινωνικό συμβόλαιο μεσοαστικής ευμάρειας που οργάνωνε τη μεταπολιτευτική δημοκρατία μετά το 1974.

Η φιλελεύθερη εμπειρία της υπερσυνοριακής "φλανερί", κεντρικό και επαναλαμβανόμενο μοτίβο του ύστερου καπιταλισμού, ο πολιτισμός της απόλυτης υγείας, η κουλτούρα του χλιδάτου ευδαιμονισμού και εν γένει ο οξύς ατομικισμός της ψυχικής παντοδυναμίας έχει πλέον αμφισβητηθεί. Στην ελληνική περίπτωση θα αμφισβητηθούν, όπως θα δούμε παρακάτω, και άλλες πλευρές του κοινωνικού συμβολαίου όπως το κράτος-εργοδότης, η έννοια της εθνικής ιδιοπροσωπίας, η καθολικότητα της θρησκευτικής πίστης και συμμετοχής κ.ά.

2. Μια σύγχρονη κοινωνία στον απειλητικό καινούργιο κόσμο

Η ανάλυση της έρευνας από κοινωνιολογική σκοπιά δείχνει ότι αναδεικνύεται σταδιακά μια σύγχρονη φιλελεύθερη και φιλοευρωπαϊκή κοινωνία (το πρώτο στοιχείο είναι εν πολλοίς καινούργιο, το δεύτερο είναι περισσότερο μια ανάκτηση παλαιότερων τοποθετήσεων που είχαν αποδυναμωθεί στη συνθήκη της ελληνικής χρεοκοπίας, της κρίσης του ευρώ και της προβληματικής διαχείρισης του ελληνικού ζητήματος από την Ευρωζώνη) που συνειδητοποιεί τους κινδύνους της σύγχρονης εποχής και εστιάζει σε αυτούς.

Μια κοινωνία που αναζητά τον εκσυγχρονισμό των δημόσιων πολιτικών και στρέφεται σε βέλτιστα μοντέλα δημόσιας πολιτικής, που διεκδικεί από το κράτος την προστατευτική του λειτουργία αλλά δεν το βλέπει πλέον ως μείζονα εργοδότη ή επιδοματικό πατέρα και που με ισόρροπο τρόπο διεκδικεί υψηλούς βαθμούς ατομικής ελευθερίας από τη μία και έναν πυκνότερο κοινωνικό-εθνικό δεσμό από την άλλη.

Αυτές οι συναισθηματικές και αξιακές τοποθετήσεις και ανατοποθετήσεις εντοπίζονται με ποικίλους τρόπους στις ερωταπαντήσεις που θα σχολιάσουμε ακολούθως.

Α. Ο απειλητικός κόσμος

Η ανασφάλεια (28,8%) και η απογοήτευση (28,5%), μαζί με τον θυμό (12,1%), ο οποίος όμως δεν γίνεται ποτέ το κυρίαρχο συναίσθημα, μοιάζουν να οριοθετούν το συναισθηματικό προφίλ των πολιτών αυτή την εποχή. Οι άνθρωποι που τοποθετούνται αριστερότερα του Κέντρου τείνουν να εκδηλώνουν περισσότερο αυτά τα συναισθήματα, όπως και εκείνοι που τοποθετούνται χαμηλότερα στην εισοδηματική-επαγγελματική κλίμακα. Εντονότερα είναι αυτά τα συναισθήματα στις γυναίκες και στους νέους. Εξίσου σημαντικό εύρημα είναι η σχεδόν μηδενική αίσθηση αυτοπεποίθησης (2,5%) και σιγουριάς (2%) και τα πενιχρά αποτελέσματα της υπερηφάνειας (8,1%).  

Η αίσθηση ανασφάλειας μοιάζει ισχυρή και άμεση για τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών που μετείχαν στην έρευνα (ερώτηση Α10) και γίνεται οξύτερη στη συμπληρωματική έρευνα που διεξήχθη μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Η αίσθηση αυτή έχει γίνει πιο συγκεκριμένη μέσα από τον φόβο του πολέμου που από τον Μάρτιο και μετά συναγωνίζεται πλέον την αίσθηση οικονομικής ανασφάλειας που είχε εντοπιστεί να κυριαρχεί πριν από τα πρόσφατα γεγονότα.

Η κλιματική κρίση και η δημογραφική υποχώρηση (ερώτηση Α9 και Α10) που συγκεντρώνουν σημαντικά ποσοστά (16,6% και 44,4 % αντίστοιχα) αποτυπώνουν υπαρξιακού τύπου ανασφάλειες. Στην ερώτηση Α11, που διερευνά το αν η κλιματική αλλαγή επηρεάζει (ή αν θα επηρεάσει) την ποιότητα ζωής του ερωτώμενου, οι απαντήσεις είναι ξεκάθαρα θετικές και απολύτως δηλωτικές της αίσθησης της οξύτατης απειλής ("Ναι, την επηρεάζει αρνητικά σήμερα"  43,8%, "Όχι, αλλά θα την επηρεάσει αρνητικά στο μέλλον" 45,2%). Οι επάλληλες κλιματικές κρίσεις των τελευταίων ετών, οι φονικές πυρκαγιές, οι πλημμύρες των προηγούμενων ετών και η πρόσφατη κρατική παράλυση εξαιτίας των ακραίων χιονοπτώσεων στην Αττική έχουν προφανώς μετατρέψει μια αφηρημένη γνώση και ένα θεωρητικό ενδεχόμενο σε απτό κίνδυνο για την ίδια τη ζωή και τη λειτουργία των πολιτών.

Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι με σαφή τρόπο τα συναισθήματα των Ελλήνων μοιάζουν να έχουν επικαιροποιηθεί σε σχέση με το παρελθόν της ανέμελης αισιοδοξίας ή του αδιάφορου κυνισμού και της αίσθησης παντοδυναμίας μέσα από τις πραγματικές συνθήκες που επικρατούν στο διεθνές και το εθνικό περιβάλλον. Η αμεριμνησία έχει δώσει τη θέση της σε μια σαφή αντίληψη της επικινδυνότητας του σύγχρονου κόσμου και η ευφορία του μιλένιουμ μοιάζει να έχει θαφτεί κάτω από το βάρος του απειλητικού 21ου αιώνα.

Β. Ορθολογικά εργαλεία προστασίας και αναζήτηση κρατικής μέριμνας

Απέναντι στον απειλητικό κόσμο οι ερωτώμενοι στην πλειοψηφία τους δείχνουν να αναζητούν ορθολογικά εργαλεία και έλλογους μηχανισμούς προστασίας. Προς επίρρωση αυτής της ρεαλιστικής στροφής μπορούμε να πούμε ότι στην έρευνα δεν ανιχνεύονται στοιχεία της (όχι και τόσο παλιάς) καταφυγής σε υπερβατολογικού τύπου απαντήσεις που μπορούσε κανείς να εντοπίσει στο φάσμα του αντιμνημονιακού λόγου και αγώνα (επιστροφή στη δραχμή, γερμανικές αποζημιώσεις, αθέτηση υποχρεώσεων, μαζική επιστροφή στην ύπαιθρο, ανταλλακτική οικονομία, κρατικοποίηση της οικονομίας, αξιοποίηση υδρογονανθράκων, σύνδεση με τη Ρωσία κ.ά.).

Εντυπωσιακή για παράδειγμα είναι η αποδοχή του εμβολίου ως μέσου καταπολέμησης της πανδημίας (84,6% υπέρ του εμβολίου και υπέρ με επιφυλάξεις). Αν συνδυάσουμε δε τις ερωταπαντήσεις περί εμβολιασμού με τις ιδιαίτερα ενημερωμένες προβλέψεις για το τέλος της πανδημικής κρίσης (μέσα στο 2023 και αργότερα απαντά το 51,6%), τότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι το εμβόλιο και η τεχνολογία του είναι αποδεκτά εντός του ακριβούς ορίου των δυνατοτήτων τους και όχι ως πανάκεια ή μέσα από κάποια υπερβατολογική πίστη στην επιστήμη. Στην ίδια ορθολογική συστάδα θα πρέπει να εντάξουμε και τις απαντήσεις που δόθηκαν σχετικά με τις περιπτώσεις σύγκρουσης μεταξύ επιστήμης και θρησκείας, στις οποίες η επιστήμη κυριαρχεί έναντι της θρησκείας.

Η δεύτερη συστάδα ερωταπαντήσεων που δείχνουν μια αναζήτηση ορθολογικών απαντήσεων μπροστά σε έναν κόσμο που αλλάζει επικίνδυνα και απειλητικά έχει να κάνει με την Ευρώπη. Σε όλους τους τομείς πολιτικής οι ερωτώμενοι απαντούν πως επιθυμούν μεγαλύτερη εμπλοκή της Ευρώπης. Υγεία (80,2%), παιδεία (71,5%), εξωτερική πολιτική (72%) και άμυνα (77,3%) είναι πεδία στα οποία οι ερωτώμενοι απαντούν με πολύ μεγάλα ποσοστά ότι θα ήθελαν μερική αρμοδιότητα της Ευρώπης δηλώνοντας έτσι με έναν τρόπο την απαρέσκειά τους για το ΕΣΥ, την ελληνική εκπαίδευση αλλά και μια διάθεση εκχώρησης εθνικής κυριαρχίας στο όνομα μιας ευρωπαϊκής κυριαρχίας προστατευτικής για την Ελλάδα. Η ανάδειξη της Γαλλίας ως κύριου συμμάχου (64,9%) και του Μακρόν ως πιο αποδεκτής φυσιογνωμίας ανάμεσα σε ξένους ηγέτες δείχνει μια ικανότητα άμεσου και ρεαλιστικού εντοπισμού των κινδύνων και κατανόησης των πραγματολογικών δεδομένων.

Η αίσθηση ενός ορθολογικού και ρεαλιστικού πεδίου αναζήτησης προστασίας -και όχι η επένδυση σε κάποια έξωθεν ή έσωθεν ανώτερη δύναμη- γίνεται ακόμα σαφέστερη αν παρατηρήσουμε τις απαντήσεις που αφορούν τη συμμετοχή της χώρας στο ευρώ. Από τη μία η μέτρια θετική αποτίμηση της συμμετοχής της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ –παρότι είναι τώρα αυξημένη σε σχέση με το παρελθόν– παραμένει χοντρικώς στο 60% μας δείχνει την ύπαρξη ενός ισχυρού αντίθετου ρεύματος που, εκτός από ευρωσκεπτικιστές, περιλαμβάνει και έναν σκληρό πυρήνα αντιευρωπαϊστών. Από την άλλη, στην ερώτηση για την αποτίμηση της συμμετοχής της Ελλάδας στην Ένωση, το ποσοστό παρουσιάζεται κατά τι αυξημένο, ενώ στην ερώτηση για την παραμονή ή όχι, σήμερα, στην Ευρωζώνη οι θετικές γνώμες ανεβαίνουν στο υψηλό ποσοστό του 74,6%. Αυτό υπογραμμίζει μια πραγματιστική προσέγγιση που απο-ευθυγραμμίζει την ιδεολογική τοποθέτηση από τις πρακτικές συνέπειές της σε περιβάλλοντα αυξημένων κινδύνων.

Το τελευταίο πεδίο στο οποίο μπορούμε να εντοπίσουμε στοιχεία που αφορούν το αίτημα προστασίας από τους κινδύνους του σύγχρονου κόσμου είναι οι ερωτήσεις που αφορούν στο κράτος.  

Το ελληνικό κράτος ως προστατευτικός μηχανισμός αποτυπώνεται κάπως θολά στη συγκεκριμένη έρευνα, είναι η αλήθεια. Η συγκεκριμένη ερώτηση ("Τι θα θέλατε να κάνει το κράτος για εσάς;") απευθύνθηκε στην ηλικιακή ομάδα 17-34 και οι (ανοιχτές) απαντήσεις που δόθηκαν σχηματίζουν μια μεγάλη γκάμα. Γενικόλογες απαντήσεις περί ευημερίας συνυπάρχουν με το αίτημα της μείωσης της φορολογίας, και άλλα. Ωστόσο το υψηλότερο ποσοστό καταλαμβάνουν (23,4%) η ομάδα απαντήσεων που διεκδικεί από το κράτος "δουλειά/αύξηση θέσεων εργασίας/ευκαιρίες/κίνητρα" ενώ χαμηλό ποσοστό δείχνει να επιζητά απευθείας κρατικά επιδόματα (6,3%). Θα έλεγε κανείς ότι ακόμα και αν μέσα σε αυτό το 23,4% υπάρχει ένα ισχυρό αίτημα για το κράτος-εργοδότη, η γενική εικόνα βγάζει μια ενδιαφέρουσα αυτονόμηση του υποκειμένου από το κράτος.

Σε μια κοινωνία με βαρύ ιστορικό εξάρτησης από το πελατειακό σύστημα και όπου η οικογενειακή στρατηγική ήταν σταθερά προσανατολισμένη στη δημόσια υπαλληλία, θα πρέπει να θεωρήσουμε αυτά τα δεδομένα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα. Η, εντέλει, μικρή σε ποσοστά αναζήτηση της κρατικής εργοδοσίας και το ισχνό αίτημα για επιδοματική πολιτική δείχνει μια σαφή φιλελευθεροποίηση της σχέσης κράτους-πολίτη καθώς και ένα είδος έμμεσης αποδοχής των βασικών κανόνων της ελεύθερης οικονομίας. Από την άλλη, το πλήθος των απαντήσεων που συγκέντρωσαν πάνω από 2%, δείχνει ότι έστω εξατομικευμένα εμφανίζεται μια ουσιώδης –και ίσως και αγωνιώδης– αναζήτηση κρατικής αρωγής, φροντίδας και πολιτικής παρέμβασης στο οικονομικό πεδίο.

Γ. Εκκοσμίκευση και ατομικισμός, εντός εθνικού πλαισίου

Η έρευνα, όπως ήδη αναφέραμε, αποδίδει ένα είδος ισόρροπου κοινωνικού εκσυγχρονισμού και μια σαφή διαδικασία φιλελευθεροποίησης της ζωής ως βασικά στοιχεία του εθνικού προφίλ που διαμορφώνεται στις μέρες μας. Η τοποθέτηση των Αμερικανών στο ψηλότερο σημείο (49,3%) της κλίμακας συμπάθειας (και με σχετικά ομαλή κατανομή ως προς την ιδεολογική και πολιτική αυτοτοποθέτηση των ερωτώμενων) δείχνει ότι ο στερεοτυπικός αντιαμερικανισμός της μεταπολίτευσης έχει υποχωρήσει. Η ισχυρή ρωσοφιλία (48,7%) που λίγο μόνο κάμπτεται από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία (σε αντίθεση με την εικόνα του Πούτιν, που καταβαραθρώνεται σε σχέση με την προηγούμενη μέτρηση) μετριάζει αλλά δεν αναιρεί το προηγούμενο εύρημα. Εξάλλου η πλουραλιστική και συναινετική δημοκρατία του σουηδικού μοντέλου θεωρείται η βέλτιστη, με μεγάλη διαφορά από όλα τα άλλα καθεστώτα ή μοντέλα δημοκρατίας (49,9% για τη Σουηδία και 3,5% για τη Ρωσία π.χ.) δεν αφήνει αμφιβολία για τον πολιτειακό προσανατολισμό της μεγάλης πλειοψηφίας.

Σημαντικό εύρημα αποτελεί η έντονα θετική γνώμη για τους Εβραίους (46,3%) –που δεν ακυρώνεται αλλά φυσικά μετριάζεται από την ύπαρξη και αξιοσέβαστου ποσοστού αρνητικών γνωμών (31,9%)– η οποία πιθανώς προκύπτει από την πολιτική-στρατηγική συνεργασία των δύο χωρών τα τελευταία χρόνια αλλά και τη σημαντική συμμετοχή Ισραηλινών στην ελληνική οικονομία των ακινήτων. Έτσι, παλιά και νέα εβραιοφοβία, που είναι και κλασικός τροφοδότης των συνωμοσιολογικών προσεγγίσεων της πολιτικής, δεν φαίνεται σήμερα να επιδρούν καθοριστικά. Η πραγματικότητα της εβραϊκής παρουσίας, τόσο στο μακροσκοπικό-στρατηγικό επίπεδο όσο και στο πεδίο της οικονομικής καθημερινότητας, πιθανόν να λειτουργεί αντιστρόφως ανάλογα των προκαταλήψεων που γνωρίζουμε έως σήμερα στις περιπτώσεις "αντισημιτισμού χωρίς Εβραίους".

Σε κάθε περίπτωση η απαγκίστρωση από κοινοτιστικά σχήματα, ιδεολογικές προδιαθέσεις και, όπως θα φανεί και παρακάτω, δογματικές μορφές οργάνωσης της ζωής, θα αποτυπωθούν και σε άλλα ερωτήματα όπου η αυτονομία του ατόμου αναδεικνύεται σε πρωταρχική μέριμνα. Πρόκειται για τη συστάδα ερωτήσεων που αφορούν στη σεξουαλική παρενόχληση. Σε αυτές θα δούμε όχι μόνο μια εντυπωσιακή αύξηση του ποσοστού εκείνων που αναγνωρίζουν τη σημασία και το μέγεθος του φαινομένου, αλλά και μια αισθητή διάθεση "μαρτυρίας" από την πλευρά εκείνων που έχουν παρενοχληθεί. Διαιρεμένο εμφανίζεται το δείγμα ως προς την αιτία της πυκνότητας του φαινομένου της παρενόχλησης στις μέρες μας, με τους μισούς περίπου να την ερμηνεύουν ως αύξηση των περιστατικών και τους άλλους μισούς ως αύξηση των καταγγελιών επί σταθερού αριθμού. Η διπλή αυτή παραδοχή (της έμφυλης βίας ως στοιχείο της ελληνικής πραγματικότητας από τη μία και εμπειρίας της παρενόχλησης που έχει υποστεί κάποια γυναίκα -ή κάποιος άνδρας) αποτελεί ισχυρό σήμα τόσο της συμμετοχής σε ένα παγκόσμιο κύμα νέας γυναικείας χειραφέτησης όσο και μια σαφής τοποθέτηση της ατομικής αυτονομίας πάνω από κάθε προκατάληψη εθνικού καθωσπρεπισμού και κοινωνικής συμβατικότητας. Όλα μοιάζουν να μπορούν πλέον να ειπωθούν και να βγουν από την αφάνεια της "κοινωνικής ντροπής". Για πρώτη φορά, η ακεραιότητα της υποκειμενικής βούλησης από κάθε εξουσιαστική ετερονομία (ανδρική, εκπαιδευτική, οικογενειακή, εκπαιδευτική) μοιάζει να γίνεται αξία μη-αναιρέσιμη.

Την εντύπωση μιας αισθητής φιλελευθεροποίησης του κοινωνικού σώματος και μιας ισχυρής τάσης εκκοσμίκευσης δείχνει και σειρά από απαντήσεις σχετικά με τη σχέση των ερωτώμενων με τη θρησκεία. Πέρα από τις σαφέστατες απαντήσεις που δείχνουν την υπερίσχυση της επιστημονικής γνώσης έναντι της θρησκευτικής ερμηνείας του κόσμου όταν οι δύο συγκρούονται μεταξύ τους –και στις οποίες αναφερθήκαμε παραπάνω– αξίζει να σταθούμε σε κάποιες συγκεκριμένες μεταβολές που καταγράφονται στο πεδίο των καθημερινών πρακτικών. Το 17,2% δηλώνει πλέον ότι δεν πιστεύει στον Θεό (γνωρίζουμε από ποσοτικές έρευνες του τέλους της δεκαετίας του ’80 και των αρχών του ’90 ότι τα ποσοστά εκείνων που δήλωναν άθεοι δεν υπερέβαιναν σε καμία περίπτωση το 5-10%), ενώ οι ερωτώμενοι που δηλώνουν κοντά και πολύ κοντά στη θρησκεία μόλις ξεπερνούν το 53%, με έντονη υποχώρηση σε σχέση με το 2019 που ήταν 57% και το 2018 που ήταν 58,2%. Μια τόσο γρήγορη μεταβολή δύσκολα αντικατοπτρίζει μια βαθιά συνειδησιακή "επανάσταση" και για να εξηγηθεί θα πρέπει να σκεφτούμε δύο τουλάχιστον –πιθανώς αλληλοσυμπληρούμενες– υποθέσεις. Η πρώτη έχει να κάνει με τη συμμετοχή στο δείγμα μιας νέας γενιάς στην οποία ριζικά μειώνεται το θρησκευτικό συναίσθημα. Η δεύτερη υπόθεση είναι ότι, και εδώ, έχει χειραφετηθεί ο λόγος και ότι έχει υποχωρήσει ο κοινωνικός κομφορμισμός σε τέτοια ζητήματα. Με άλλα λόγια ότι μια μερίδα άθεων ή αγνωστικιστών εκδηλώνεται πλέον με μεγαλύτερη άνεση σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν.

Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μια σαφή ένδειξη φιλελευθεροποίησης του κοινωνικού πεδίου και ανάπτυξης ενός νέου βιότοπου που ευνοεί την αυτονομία του προσώπου έναντι των παραδοσιακών θεσμών.

Η ίδια δυναμική αποτυπώνεται και στις απαντήσεις που αφορούν τη συχνότητα εκκλησιασμού και που δείχνουν π.χ. διπλασιασμό εκείνων που δηλώνουν ότι δεν προσέρχονται ποτέ στην εκκλησία (πλην γαμήλιων τελετών, βαφτίσεων και κηδειών) σε σχέση με το 2018. Το πολύ μεγάλο ποσοστό εκείνων που απαντούν ότι οι ιερείς δεν θα πρέπει να πληρώνονται από το κράτος αλλά από ιδίους πόρους της εκκλησίας (68%) δεν θα πρέπει να ερμηνευτεί ως αίτημα διαχωρισμού κράτους-εκκλησίας στις θεσμικές και λειτουργικές του διαστάσεις διότι απηχεί έναν κάπως συνηθισμένο αντι-υλιστικό αντικληρικαλισμό δίχως μεγάλες συνέπειες. Εντάσσεται όμως σε ένα γενικότερο κλίμα επιφύλαξης μπρος στην επίσημη εκκλησία που πιθανόν να έχει τροφοδοτηθεί και από την επαμφοτερίζουσα στάση της τελευταίας την περίοδο της μεγάλης υγειονομικής κρίσης.

Τα κοινωνικά συναισθήματα και ο τρόπος συγκρότησης του υποκειμένου γέρνουν πλέον εμφανώς προς τη μεριά ενός φιλελεύθερου ατομικισμού. Εντούτοις όμως, για κάθε "άνοιγμα" προς την πλουραλιστική κοινωνία και την ατομικιστική συνθήκη, φαίνεται να υπάρχει και ένας περιορισμός που παραπέμπει σε κάποια εκδοχή συλλογικότητας και σε μια μορφή κοινών υποχρεώσεων. Για κάθε όξυνση της προσωπικής αυτονομίας φαίνεται να αντιστοιχεί και μια αντιρρόπηση προς την πλευρά μιας νεωτερικής συλλογικότητας, μια ενίσχυση των όρων συμμόρφωσης με κοινούς κανόνες.

Σε αυτή την τάση, που την έχουμε ήδη ανιχνεύσει στην πρώτη ενότητα της ανάλυσής μας, φαίνεται ότι συναντιούνται το άτομο ως φορέας δικαιωμάτων και ως οντότητα που χρήζει προστασίας με την κρατική εξουσία. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, για παράδειγμα, να παρατηρήσουμε ότι αρκετά μεγάλα ποσοστά συμπάθειας καταγράφει η μορφή του πρόσφυγα (που ενισχύθηκαν ακόμα περισσότερο με την προσφυγική κρίση του πολέμου στην Ουκρανία -55,4% εκφράζουν θετικό συναίσθημα) ενώ τα συναισθήματα που εκφράζονται προς τους μετανάστες εν γένει είναι στην πλειονότητά τους αρνητικά (42,8% εκφράζουν αρνητικό συναίσθημα).

Ένα παρόμοιο ζεύγμα (φιλελευθεροποίηση της κοινωνίας εντός εθνικής κυριαρχίας) μπορούμε να συγκροτήσουμε αν φέρουμε αντικριστά το σαφές αίτημα αυστηροποίησης της κρατικής πολιτικής για τις μεταναστευτικές ροές από τη μία (64,1%) με την εντυπωσιακή αποδοχή του δίκαιου του εδάφους (που σημαίνει την αυτόματη κτήση της ελληνικής ιθαγένειας για τα παιδιά μεταναστών που γεννιούνται στην Ελλάδα) που υπερβαίνει το 59%.

Το ίδιο μοτίβο συναντάμε σε ένα διαφορετικό πεδίο στο οποίο συναντώνται τα ατομικά δικαιώματα και προσδοκίες και κάποιες κοινές παραδοχές ή αλλιώς εκφάνσεις ενός κοινωνικού συμβολαίου. Ειδικότερα, σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η εντυπωσιακή για τα ελληνικά δεδομένα υψηλή απήχηση που φαίνεται να έχει το αίτημα υπέρ του γάμου ομόφυλων ζευγαριών (51,7% "συμφωνούν" και "μάλλον συμφωνούν") ενώ ακόμα πιο εντυπωσιακή είναι η αποδοχή της νομικής αναγνώρισης φύλου που υπερβαίνει το 60%. Η έννοια του ατομικού αυτοπροσδιορισμού φαίνεται να είναι πλέον απολύτως εδραιωμένη και η συμμόρφωση σε παραδοσιακές μορφές αλληλεγγύης μοιάζουν να βρίσκονται σε αποδρομή. Εντούτοις ο βασικός κοινωνικός θεσμός που είναι η οικογένεια, καθώς και τα θέματα που αναδεικνύουν πιθανή σύγκρουση μεταξύ διάφορων επιπέδων αυτοπροσδιορισμού, θέτουν όρια σε αυτή τη φιλελευθεροποίηση που εντοπίζουμε. Το 57% του δείγματος "διαφωνεί" και "μάλλον διαφωνεί" με την τεκνοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια. Έτσι στο πεδίο της στενής ατομικής επιλογής το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό γίνεται ευρέως αποδεκτό ενώ, όταν εμπλέκονται και τρίτα πρόσωπα (παιδιά), δηλαδή όταν η ατομική ταυτότητα μετατρέπεται σε κοινωνική ταυτότητα και οι ιδιωτικές προσδοκίες γίνονται τμήμα ενός κοινού κανόνα, εμφανίζεται ένας έντονος δισταγμός.  

Μαζί με τη φιλελευθεροποίηση της ύπαρξης και την έμφαση στον ατομικό αυτοπροσδιορισμό εμφανίζεται ισχυρή και η επιθυμία αυστηροποίησης της ποινικής καταστολής (90,7%) γεγονός που δείχνει πως υπάρχει ένα σαφές αίτημα σύσφιξης του κοινωνικού δεσμού μπροστά στην ανασφάλεια που προκαλεί η κοινωνική πρόσληψη και/ή οι πραγματικότητες του σύγχρονου εγκλήματος.

Το προφίλ ενός λελογισμένου κοινωνικού εκσυγχρονισμού ενισχύουν και οι απαντήσεις στις ερωτήσεις ιδεολογικής και πολιτικής αυτοτοποθέτησης.

Εδώ θα δούμε δύο διακριτά αλλά συνυφασμένα μεταξύ τους φαινόμενα. Από τη μία το μεγαλύτερο μέρος του δείγματος να αυτοτοποθετείται γύρω από το κέντρο του άξονα Αριστερά-Δεξιά (49%). Στα άκρα, ως κομμουνιστής ή εθνικιστής, αυτοτοποθετείται μόνο το 9% του δείγματος ενώ οι υπόλοιποι δηλώνουν πιο κοντά σε συμβατικές ιδεολογίες (φιλελευθερισμός, σοσιαλισμός, νεοφιλελευθερισμός, συντηρητισμός, οικολογία). Από την άλλη, πάνω στον άξονα Αριστερά-Δεξιά αρνείται να τοποθετηθεί το 20,8%, ενώ το 17% αρνείται να καταταχθεί στο φάσμα των ιδεολογιών που του προτάθηκε. Ο συνδυασμός των δύο τάσεων δείχνει μια σταθερή υποχώρηση της ιδεολογίας ως παράγοντα διαμόρφωσης της προσωπικής ταυτότητας.

3. Κύρια συμπεράσματα

Η έρευνα της διαΝΕΟσις "Τι πιστεύουν οι Έλληνες", με το έκτο κύμα της προσφέρει σημαντικά ευρήματα για την κατανόηση των σύγχρονων κοινωνικών και πολιτικών συναισθημάτων στην Ελλάδα και τον τρόπο που οι πολίτες συλλαμβάνουν την εθνική ταυτότητα και οργανώνουν την ατομική τους ταυτότητα.

Είναι σαφές ότι η συσσώρευση κρίσεων και απειλητικών ή καταστροφικών γεγονότων έχει εκπαιδεύσει το κοινωνικό σώμα να αναγνωρίζει τις απειλές. Η παρατεταμένη χρεοκοπία, οι πολιτικοί κίνδυνοι του δημοψηφίσματος, οι δολοφονικές κλιματικές καταστροφές, η συνοριακή (μεταναστευτική και στρατιωτική) κρίση με την Τουρκία, η πανδημία και το ενδεχόμενο επικράτησης μιας πολεμικής οικονομίας σε ένα διεθνές περιβάλλον αποσταθεροποίησης και συγκρούσεων έχουν αποκαθηλώσει κάθε ψευδαίσθηση παντοδυναμίας, μα και την ίδια τη λογική του αδιατάρακτου βίου. Έχουν ακόμα οδηγήσει σε μια ρεαλιστική προσέγγιση σχετικά με τα στρατηγικά συμφέροντα της χώρας, καθώς και σε μια σχετικά σαφή αποϊδεολογικοποίηση του ζητήματος. Σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή ταυτότητα της χώρας και τη συμμετοχή στους θεσμούς της Ευρώπης, φαίνεται ότι έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο "έντονης κατάφασης χωρίς ψευδαισθήσεις".

Εν γένει πάντως θα μπορούσε κανείς να πει ότι όλες αυτές οι κρίσεις, ενώ κάθε μία ξεχωριστά στην αρχή της γέννησε διχασμούς και έντονες συγκρούσεις, ιδωμένες στο σύνολό τους μετριάζουν την ένταση των ταυτοτικών-πολιτικών αντιπαραθέσεων και οδηγούν σε μια αρκετά ρεαλιστική πρόσληψη του σύγχρονου κόσμου. Είναι κάτι που φαίνεται από την παραπάνω ανάλυση που κάναμε στην έρευνα της διαΝΕΟσις.

Αυτές οι κρίσεις είχαν, όπως είπαμε, κάποιες αναμενόμενες αλλά και ορισμένες αναπάντεχες συνέπειες. Στις αναμενόμενες και φανερές θα εντάσσαμε, για παράδειγμα, όπως είπαμε, την ιδεολογική πόλωση και τη μετέπειτα κοινωνιολογική κρίση των ανισοτήτων. Είναι κάτι που μπορούμε να το περιγράψουμε και ως διπλή αποδυνάμωση της μεσαίας τάξης -μια φθορά του κεντρικού της κορμού μέσα από την ανοδική κίνηση των πιο ισχυρών τμημάτων της και την αντίστοιχη καθοδική των πιο εύθραυστων στοιχείων της.

Οι επάλληλες κρίσεις αυτές έχουν εντούτοις και άλλες επιπτώσεις. Θα λέγαμε ότι συνιστούν ένα διαρκές πληροφοριακό σοκ το οποίο, όμως, σε αντίθεση με αυτά που κατά καιρούς είχαν προαναγγελθεί, δεν φαίνεται να συντηρητικοποιεί, να περιστέλλει την κοινωνία, αλλά αντιθέτως να επιμερίζει και να οργανώνει τα συναισθήματα με αρκετά σύγχρονους ευρωπαϊκούς και φιλελεύθερους όρους. Η γνωριμία με τον κίνδυνο δεν γεννά κάποιο τέρας ανελευθερίας, μα ούτε και οδηγεί σε κάποια εθνική μοναξιά. Η έρευνα αποτυπώνει μαζί με αυτή την ορθολογική τροπή και τις αντιστάσεις σε αυτήν, τις ιδιαίτερες πολιτισμικές έξεις που υπάρχουν σε κάθε κοινωνικό πλαίσιο και τις αδράνειες στις οποίες την υποβάλει το εθνικό παραγωγικό μοντέλο και οι εγκατεστημένες κοινωνικές δομές που αυτό προϋποθέτει.

Σε κάθε περίπτωση η εξέλιξη των μεγεθών που αποτυπώνονται στα επάλληλα κύματα αυτής της έρευνας δείχνει μια άτυπη διεργασία απαγκίστρωσης από αυτό που θα ήταν, ή ήταν, ο ελληνικός εξαιρετισμός. Παλιότερες αναγνώσεις που επικέντρωναν στον λαϊκισμό του πολιτικού συστήματος, στη συντηρητική κοινωνική δομή, στα συναισθήματα μνησικακίας φαίνεται εδώ να μην επαληθεύονται.

Οι επάλληλες κρίσεις μοιάζει να έχουν οδηγήσει ισόρροπες και αρκετά ρεαλιστικές προσλήψεις της εθνικής πραγματικότητας και του διεθνούς περιβάλλοντος, ενώ φαίνεται να καθιερώνεται μια μορφή πλουραλισμού που αμφισβητεί ογκώδεις και συμπαγείς ταυτότητες. Η διαίρεση που επιμένει -και ενδεχομένως διευρύνεται- αφορά τους κοινωνικά και οικονομικά πιο αδύναμους από τους ισχυρούς με τις αντισυστημικές και ενίοτε λιγότερο ρεαλιστικές τάσεις να εκδηλώνονται στους πρώτους. Διαιρεμένο μοιάζει επίσης το κοινωνικό σώμα ανάμεσα σε μικρούς και μεγάλους. Ειδικότερα η κατηγορία 17-24, η λεγόμενη και Generation Z, αυτή που στην Ελλάδα δεν έζησε ενήλικη ζωή πριν από την κρίση και βρίσκεται σε μια ολική ψηφιακή εμπειρία, σε αρκετά ερωτήματα μοιάζει να αυτονομείται και να διαμορφώνει ένα δικό της προφίλ στο οποίο δεν φαίνεται να επικρατούν συγκεκριμένες ιδεολογίες όσο μια νεανική ετερότητα, μια σαφής ταυτότητα διαχωρισμού ακόμα και από την αμέσως επόμενη ηλικιακή κατηγορία (25-39).  

Οι νέες απειλές είδαμε ότι δεν οδηγούν σε συντηρητική αναδίπλωση και ότι δεν είναι ικανές –αυτή τη στιγμή τουλάχιστον– να μπλοκάρουν τις διαδικασίες φιλελευθεροποίησης της κοινωνίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ανιχνεύεται η αναζήτηση της ασφάλειας στις απαντήσεις των ερωτώμενων. Πέρα π.χ. από την ορθολογική καταφυγή στη σύγχρονη επιστήμη που εντοπίσαμε με τον εμβολιασμό, θα δούμε μια άτυπη αλλά καθαρή διεκδίκηση ενός προστατευτικού κράτους. Το ενδιαφέρον σημείο είναι πως, και εδώ, η σχέση μοιάζει ισόρροπη στο μέτρο που το κράτος και εν γένει ο κοινωνικός δεσμός που γίνεται αντικείμενο διεκδίκησης δεν γίνονται αποδεκτοί ως ρυθμιστές της ατομικής ταυτότητας. Το κράτος οφείλει να μας προστατεύει χωρίς να θίγει την ατομική μας αυτονομία και οι κοινοί κανόνες συμβίωσης δεν μπορούν να εισχωρήσουν στις μύχιες επιλογές μας. Στην ίδια κατεύθυνση πρέπει να εντάξουμε τη συστάδα ερωταπαντήσεων που φανερώνουν μια ισχυρή τάση κοινωνικής εκκοσμίκευσης και αποϊεροποίησης του εαυτού, εν γένει μιας λιγότερο ισχυρής σχέσης του συλλογικού και του ατομικού με τη θρησκεία.

Μπορείτε να δείτε τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας "Τι Πιστεύουν Οι Έλληνες - 2022", εδώ: 

*Ο Παναγής Παναγιωτόπουλος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ, Διευθυντής του Τομέα Κοινωνικής Θεωρίας και Κοινωνιολογίας, και senior research fellow στο ΕΛΙΑΜΕΠ.