Αρθρογραφια |

Αξιακές Μετατοπίσεις Και Κρισιακοί Μετασχηματισμοί: Από Την Ανασφάλεια Στη Δικαιοσύνη

Ποιες μετατοπίσεις παρατηρούνται στην προτεραιοποίηση των βασικών αξιών της ελληνικής κοινωνίας εν μέσω αλλεπάλληλων κρίσεων, που επιμένουν σε διάρκεια.

Στη συγχρονία μας βιώνουμε μια πρωτοφανή πολλαπλότητα της κρισιακής συνθήκης, αλλεπάλληλες κρίσεις που επιμένουν σε διάρκεια (κοινωνικο-οικονομική, πολιτισμική, περιβαλλοντική, προσφυγική/μεταναστευτική, πανδημική, ενεργειακή και βέβαια ο πόλεμος στην Ουκρανία) και μάλιστα εν μέσω της 4ης βιομηχανικής επανάστασης που φέρνει την ψηφιακή υπερ-πραγματικότητα στο επίκεντρο της ζωής μας. Σε αυτό το πλαίσιο, όπου η κρισιακή συνθήκη πλέον έχει λάβει οντολογικές διαστάσεις τόσο για τη γενιά μας όσο βέβαια και ευρύτερα για την κοινωνία, η ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα έρευνα της διαΝΕΟσις αναδεικνύει σε διαφορετικά επίπεδα και διαστάσεις τη γενικευμένη αβεβαιότητα, ανασφάλεια και έλλειψη εμπιστοσύνης που διακατέχει την ελληνική κοινωνία, χωρίς όμως, ευτυχώς, να απουσιάζουν και κάποια στοιχεία διαφαινόμενης κοινωνικής θετικότητας και ελπίδας.

Καθώς έχουμε τη δυνατότητα σύγκρισης με τις αντίστοιχες έρευνες των προηγούμενων ετών (από το 2015 μέχρι και σήμερα) θα εστιάσουμε σε μετατοπίσεις στην προτεραιοποίηση των βασικών αξιών, επιχειρώντας να αναδείξουμε πώς αυτές προκλήθηκαν, αλλά και εν μέρει προκάλεσαν, ισχυρές κοινωνικο-πολιτικές και οικονομικές αλλαγές. Στη συνέχεια, θα υποστηρίξουμε, βάσει των ευρημάτων, πώς από τη γενικευμένη αίσθηση ανασφάλειας που έχει καταστεί συλλογικό βίωμα, η ελληνική κοινωνία αναζητάει εδώ και πολλά χρόνια την πραγμάτωση δικαιοσύνης, κυρίως στην κοινωνική της έκφανση, και θα διερευνήσουμε α) υπό ποιους όρους ζητείται και β) υπό ποιες προϋποθέσεις θα μπορούσε να καλυφθεί αυτή η ανάγκη.

Στον δημόσιο διάλογο επιμένει μια συζήτηση ανάμεσα στο αν η ελληνική κοινωνία οδεύει προς ένα προοδευτικό άνοιγμα ή μια συντηρητική αναδίπλωση. Στην πραγματικότητα όμως, η κοινωνία του ελλαδικού χώρου χαρακτηρίζεται από έντονες εγγενείς αντιφάσεις που εντέλει δηλώνουν μια σύγχυση τόσο σε πολιτισμικό όσο και σε κοινωνικο-πολιτικό επίπεδο. Τούτο δεν είναι δύσκολο να υποστηριχθεί αν παρατηρήσουμε κάπως πιο προσεκτικά συγκεκριμένα αποτελέσματα της έρευνας που θα δούμε παρακάτω. Βεβαίως, στρατηγικό ερώτημα για τις μεγάλες προκλήσεις της συγχρονίας όσο και για το μέλλον αποτελεί το αν αυτές τις αντιφάσεις α) μπορούμε να τις μετουσιώσουμε σε συγκριτικά πλεονεκτήματα ως ιδιαιτερότητες που μπορούν να παράγουν καινοτομίες σε επίπεδο κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας, αλλά και β) πώς μπορούν να λυθούν αναδεικνύοντάς τες και καταφέρνοντας να απελευθερωθούμε από αυτές, επιλέγοντας τη μια ή την άλλη ή/και τη σύζευξή τους.

Ευρήματα και Διαπιστώσεις

Εάν εξετάσουμε τις τοποθετήσεις σε κυρίαρχα ζητήματα της συγκυρίας, αντιλαμβανόμαστε πως η σύγχρονη αντιπαράθεση οικοδομείται πάνω σε συγκεκριμένα δίπολα ιδεών και αντίστοιχων δημόσιων πολιτικών που απορρέουν από αυτές. Ένα από τα κεντρικά διλήμματα που αντιμετωπίζει η χώρα τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά πλέον ακόμα πιο έντονα, είναι αυτό μεταξύ της μείωσης της φορολογίας και της παράλληλης μείωσης των παροχών του κοινωνικού κράτους, από τη μία πλευρά, και της υψηλής φορολογίας και της παράλληλης διατήρησης των παροχών του κοινωνικού κράτους, από την άλλη πλευρά. Παρατηρούμε πράγματι από τα ευρήματα της έρευνας πως το δίπολο μεταξύ χαμηλής φορολόγησης και μείωσης κράτους και υψηλής φορολόγησης και διατήρησης του κοινωνικού κράτους παραμένει πιο ισχυρό από άλλα δίπολα που αφορούν σε μεταϋλιστικά ζητήματα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2019 το 58,2% της ελληνικής κοινωνίας συμφωνούσε πως "το κράτος επεμβαίνει υπερβολικά και δεν επιτρέπει στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας να δημιουργήσει πλούτο και θέσεις εργασίας", ενώ το 37,4% είχε την άποψη πως "το κράτος δεν επεμβαίνει αρκετά και επιτρέπει στον ιδιωτικό τομέα να δρα ανεξέλεγκτα". Πλέον όμως στο 2022 μετά από την ανάδειξη της σημαντικότητας της ύπαρξης του κοινωνικού κράτους για την ελάττωση των επιπτώσεων της πανδημικής κρίσης και τη στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας, βρίσκουμε τις απόψεις αυτές ακριβώς μοιρασμένες στο 45,4% η καθεμία. Ωστόσο, παρατηρούμε, σε εμφανή αντίφαση με τα παραπάνω, ότι σε σχέση με τον οικονομικό και κοινωνικό ρόλο του κράτους, το 31,5% υποστηρίζει ότι πρέπει να υπάρχει υψηλή φορολογία και ισχυρό κράτος πρόνοιας για όλους, ενώ το 54,4% πιστεύει ότι πρέπει η φορολογία να είναι χαμηλή έστω και αν υπάρχει λιγότερη κρατική μέριμνα.

Η αντίφαση εντείνεται ακόμα περισσότερο όταν διαπιστώνουμε ότι το 36,4% των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι αν μπορούσαν να διαλέξουν δουλειά, θα προτιμούσαν "μισθωτή εργασία στο Δημόσιο" —αποτελώντας το υψηλότερο ποσοστό προτιμήσεων για εργασία στο Δημόσιο που έχει καταγραφεί από το 2016 και μάλιστα αναδεικνύοντας ότι μια δουλειά στο Δημόσιο είναι η πρώτη επιλογή για όλες τις ηλικίες. Αυτή η διαπίστωση έρχεται να συμπληρωθεί από το εύρημα ότι και το 2022 η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας (58,3%) εξακολουθεί να προτιμάει "μια δουλειά με μέτριο μισθό, μικρές προοπτικές εξέλιξης, αλλά σταθερότητα" από "μια δουλειά με μεγάλες αποδοχές, μεγάλες προοπτικές εξέλιξης, αλλά χωρίς εργασιακή ασφάλεια" (38%). Αυτό φανερώνεται και από το γεγονός ότι το 39,1% των εργαζομένων δήλωσαν ότι οι συνθήκες εργασίας τους το τελευταίο διάστημα "έχουν χειροτερέψει" και συνεπώς διαπιστώνουμε ότι υπάρχει όλο και εντονότερη δυσαρέσκεια και απογοήτευση στο εργασιακό περιβάλλον.

Ας στραφούμε όμως και προς τα αποτελέσματα σχετικά με τις αξίες, εστιάζοντας στις μετατοπίσεις σχετικά με αυτές, βάσει της ερώτησης "Ποιες από τις παρακάτω θεωρείτε τις σημαντικότερες αξίες;". Αρχικά, σημαντική προσθήκη της έρευνας είναι ότι επέτρεπε διαδοχικά την επιλογή είτε μίας μόνο αξίας είτε δύο. Και στις δύο περιπτώσεις ως σημαντικότερη αξία προκύπτει η δικαιοσύνη (34%) και ακολουθεί η ελευθερία (26,4%) —γεγονός που αντιστρέφεται μόνο στις περιπτώσεις των νεότερων ηλικιών έως και 24 ετών. Στη συνέχεια εντοπίζουμε έναν διαχωρισμό που παρουσιάζει ενδιαφέρον. Όταν οι ερωτηθέντες είχαν δικαίωμα να επιλέξουν μία μόνο αξία τότε ως τρίτη σημαντικότερη αξία προκύπτει η αλληλεγγύη (11,5%) και ακολουθεί η αξιοκρατία (10,9%), ενώ όταν είχαν δικαίωμα επιλογής δύο αξιών ως τρίτη σημαντικότερη αξία προκύπτει η αξιοκρατία και μετά η αλληλεγγύη. Τέλος, ακολουθούν η ισότητα (7,2%), η ασφάλεια (6,1%) και η εργατικότητα (3,3%). Παράλληλα, πάνω από τα τρία τέταρτα της ελληνικής κοινωνίας πιστεύουν πως η ανταγωνιστικότητα αντιπροσωπεύει κάτι καλό (76,2%), ενώ περίπου το ένα τέταρτο πως αντιπροσωπεύει κάτι κακό, κάτι που επίσης ισχύει στον ίδιο βαθμό περίπου και για τις μεταρρυθμίσεις (70,1%). Πώς μπορούν λοιπόν να συνδυαστούν όλα τα παραπάνω και να μετουσιωθούν οι επιθυμίες της ελληνικής κοινωνίας σε εφαρμόσιμες δημόσιες πολιτικές; Όπως θα δούμε παρακάτω, τα αποτελέσματα της έρευνας μπορούν να μας βοηθήσουν.

Επίσης, είναι εντυπωσιακό, αλλά όχι μη αναμενόμενο, το μέγεθος της πτώσης στα επίπεδα διυποκειμενικής και συλλογικής εμπιστοσύνης σε ανθρώπους και θεσμούς —η μεταβολή για το 2022 είναι πιο έντονη από προηγούμενα έτη. Δεν θα ήταν υπερβολή λοιπόν να υποστηρίξουμε πως η κοινωνική δυσπιστία έχει πάρει πλέον διαστάσεις σταθερού κοινωνικού φαινομένου. Σημαντικό αν και δυσάρεστο εύρημα αποτελεί πως το 88,4% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι "πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί στις συναλλαγές μας με τους ανθρώπους" και μόνο το 10,1% πως "οι περισσότεροι άνθρωποι είναι άξιοι εμπιστοσύνης".

Αντιφάσεις βρίσκονται και σε επίπεδο ισότητας των φύλων καθώς περίπου ο μισός πληθυσμός (48,7%) θεωρεί ότι "γυναίκες και άνδρες έχουν τις ίδιες ευκαιρίες απασχόλησης", αν και προφανώς οι απαντήσεις ανδρών (60,7%) και γυναικών (37,2%) διαφέρουν σημαντικά. Όπως καθαρά διαφέρουν και στην ερώτηση σχετικά με το αν "οι γυναίκες πρέπει να δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην οικογένεια παρά στην καριέρα" όπου το 54,9% των ανδρών απαντούν θετικά έναντι του 42,7% των γυναικών. Τούτων δοθέντων, υπάρχει πολύς δρόμος ακόμα, όχι μόνο για την πραγμάτωση πολιτικών πρακτικών που θα εξασφαλίζουν την ισότητα των φύλων αλλά και για την πρωταρχική διαπίστωση της ανισότητας φύλων στην ευρύτερη κοινωνία. Το μόνο πιο αισιόδοξο εύρημα είναι ότι το 93,4% του πληθυσμού συμφωνεί ότι "η μητέρα και ο πατέρας πρέπει να έχουν ακριβώς τις ίδιες ευθύνες στη φροντίδα των παιδιών".

Τέλος, στην αντίστοιχη ερώτηση που αφορούσε σε διάφορα θέματα αξιών και ποιότητας ζωής στην Ελλάδα, η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας απάντησε ότι ούτε προστατεύονται τα δικαιώματα των μειονοτήτων (47,8%), ούτε οι πολίτες απολαμβάνουν τις ελευθερίες που χαρακτηρίζουν μια δημοκρατία (56,3%), ούτε ζούμε σε ένα ασφαλές περιβάλλον (67,6%), ούτε το δικαστικό μας σύστημα μας αντιμετωπίζει όλους ως ίσους (72,6%), ούτε αναγνωρίζονται και επιβραβεύονται οι άξιοι (80%). Αρκεί να υπογραμμίσουμε πως σε συγκριτικό επίπεδο με τα προηγούμενα έτη, από το 2015 μέχρι και σήμερα, σε όλες τις απαντήσεις στο 2022 είναι υψηλότερα τα επίπεδα δυσαρέσκειας και αμφισβήτησης σχετικά με τα παραπάνω.

Εν γένει, με βάση τα ευρήματα της έρευνας, προκύπτει ως γενική επιθυμία για την πλειοψηφία η επιδίωξη υψηλού επιπέδου οικονομικής ανάπτυξης, αλλά και αύξησης των μισθών και της ασφάλειας της εργασίας, ήτοι ένας υλιστικός στόχος. Ακολουθεί όμως κι ένας μεταϋλιστικός στόχος που αναδεικνύει την ανάγκη και επιθυμία των πολιτών να έχουν μεγαλύτερο έλεγχο πάνω στα δικαιωματικά ζητήματα που αφορούν στον χώρο εργασίας και ευρύτερα στο πλαίσιο των κοινοτήτων τους. Ωστόσο, μοιάζει να μην είναι ξεκάθαρο αν η πλειοψηφία τάσσεται περισσότερο υπέρ της οικονομικής αποτελεσματικότητας ή της κοινωνικής προστασίας. Εδώ βεβαία η σύγχυση μπορεί να έχει βαθύτερες αιτίες. Αξιακά φαίνεται αυτές να παραμένουν μέρη δύο αντιθετικών πόλων. Οικονομική ανάπτυξη όμως μπορεί να υπάρξει και υπό οικολογικούς και κοινωνικούς όρους εξασφαλίζοντας παράλληλα απαραίτητους βαθμούς κοινωνικής και οικολογικής προστασίας. Το στρατηγικό ζήτημα λοιπόν που αναδεικνύεται εδώ είναι η ανάγκη αποκρυστάλλωσης των κύριων στοχεύσεων ενός αναπτυξιακού μοντέλου εστιάζοντας στις κύριες ιεραρχήσεις και προτεραιοποιήσεις (όπως λ.χ. η περιβαλλοντική δικαιοσύνη, δηλαδή ένας συνδυασμός αντιμετώπισης της περιβαλλοντικής κρίσης με την επίτευξη κοινωνικής δικαιοσύνης). Μια διάσταση που δεν μπορούμε να καλύψουμε αν δεν εστιάσουμε πρωτογενώς στα υποκείμενα, δηλαδή αν δεν αναρωτηθούμε τι είδους ανάπτυξη επιχειρούμε, με ποιες στοχοθεσίες και οριοθετήσεις, και κυρίως από ποιους, με ποιους και για ποιους;

Αν μια ισχυρή πλειοψηφία προτιμάει την ασφάλειά της αλλά, από την άλλη, επιθυμεί και μειωμένη φορολόγηση, προφανώς υπάρχει ένα σημαντικό ζήτημα εμπιστοσύνης στο κράτος αλλά και μετάθεσης ευθυνών —προτιμάται η ασφάλεια του δημόσιου τομέα αλλά δεν υπάρχει επιθυμία για καταβολή φόρων, ενώ παράλληλα το εργασιακό περιβάλλον του ιδιωτικού τομέα μοιάζει αποθαρρυντικό. Βεβαίως, η δυσαρέσκεια σχετικά με τη φορολόγηση, ειδικά στην Ελλάδα, προκύπτει από την εύλογη διαπίστωση των πολιτών ότι τα έσοδα από αυτήν τυγχάνουν διαχρονικά κατασπατάλησης, διαφθοράς και κοινωνικής αδικίας. Ας αναλογιστούμε όμως τις πηγές αυτών των αντιφάσεων σε επίπεδο ιδεών και ας μελετήσουμε πιο συγκεκριμένα τις συσχετίσεις ανάμεσα στο τρίπτυχο ελευθερία-ισότητα-ασφάλεια. Διατηρώντας κατά νου την κλασική ρήση που συναντάμε στον Θουκυδίδη και που υπενθύμιζε συχνά και ο Καστοριάδης: "Ή ελευθερία ή ησυχία, πρέπει να διαλέξετε. Ή θα είσαστε ελεύθεροι ή θα είσαστε ήσυχοι. Και τα δύο μαζί δεν γίνονται", στο δίλημμα "ελευθερία ή ισότητα" η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας στέκεται υπέρ της ελευθερίας και στο δίλημμα "ελευθερία ή ασφάλεια", η ελληνική κοινωνία φαινομενικά επιλέγει πάλι την ελευθερία αλλά εντέλει τείνει προς την ασφάλεια.  

Η ελευθερία βρίσκεται αισθητά ψηλότερα σε ποσοστά από την ασφάλεια, αλλά επί της ουσίας αυτό που επιθυμεί η πλειοψηφία βάσει των άλλων απαντήσεων που αναφέραμε είναι πολύ περισσότερη ασφάλεια σε επίπεδο καθημερινότητας. Πώς όμως μπορεί να συνδυαστεί η ελευθερία με την ισότητα και την ασφάλεια, χωρίς απλώς να λειτουργούν ως αμοιβαίως αποκλειόμενες και να καθίσταται ένα τέτοιο αίτημα κοινωνικο-πολιτικά ανώριμο ή πλεονεκτικό; Η απάντηση βρίσκεται στην πραγμάτωση της δικαιοσύνης, και δη στην κοινωνική της έκφανση. Γι’ αυτό ίσως και η δικαιοσύνη δηλώνεται ως η σημαντικότερη αξία, επειδή ο ελληνικός πληθυσμός μπορεί να αναγνωρίζει ότι είναι αυτή η αξία που μπορεί να ενέχει και τις υπόλοιπες σε μια ιδεατή ισορροπία για την κοινωνία. Πώς όμως μπορούμε να οδηγηθούμε από το γενικευμένο κλίμα ανασφάλειας στην επίτευξη μιας μορφής δικαιοσύνης που θα μπορούσε να άρει αυτή τη συνθήκη;

Προκλήσεις και Προοπτικές

Εν γένει, η ελληνική κοινωνία φαίνεται πως διατηρεί και αναπαράγει ως ένα βαθμό εγγενείς αντιφάσεις της. Το κύριο όμως ζήτημα που επιδιώκουμε να αναδείξουμε εδώ, είναι ότι η ελληνική κοινωνία φαίνεται να αδυνατεί να πάρει θέση. Να επιλέξει συνειδητά και συλλογικά τι θέτει ως προτεραιότητα και τι όχι. Τι και σε τι βαθμό μπορεί να θυσιάσει και στον βωμό ποιου. Η ρήση που συναντάμε στον Θουκυδίδη θα παραμένει επίκαιρη, όχι μόνο ως προς το δίπολο που θέτει, αλλά κυρίως ως προς τη διαπίστωση πως σε επίπεδο κοινωνίας οι πολίτες οφείλουν να επιλέγουν ώριμα ανάμεσα σε διαζευκτικά ζητήματα και να υποστηρίζουν την επιθυμία τους εμπράκτως. Ωστόσο, θα ήταν δόκιμο να μην προσεγγίζουμε όλα τα ζητήματα μανιχαϊστικά και διπολικά, πολλώ μάλλον σε επίπεδο αξιών και ιδεών —εν προκειμένω, προφανώς η ελευθερία και η ισότητα δεν είναι αξίες αμοιβαίως αποκλειόμενες, όπως πολλοί έχουν υποστηρίξει και συνεχίζουν να πιστεύουν, αλλά ακριβώς το αντίθετο: η μία δεν μπορεί να πραγματωθεί χωρίς την παράλληλη πραγμάτωση της άλλης.

Αλλά βέβαια ποια ακριβώς δικαιοσύνη, ποια ακριβώς ελευθερία και ποια ακριβώς ισότητα εννοούμε όταν ρωτάμε ή απαντάμε σχετικά με αυτές; Για παράδειγμα, άλλο η αρνητική ελευθερία (ελευθερία μη παρέμβασης, άρα ελευθερία από κάποιον ή κάτι) και άλλο η θετική ελευθερία (ελευθερία δυνατότητας, άρα ελευθερία για να μπορώ να σκεφτώ ή να πράξω κάτι). Επίσης, δεν υπάρχει κοινός ορισμός για την ισότητα καθώς δεν είναι όλες οι μορφές ισότητας ίδιες. Είναι άλλο να αναφερόμαστε μόνο σε τυπική ισότητα, δηλαδή νομική και πολιτική ισότητα και άλλο να αναφερόμαστε σε κοινωνική ισότητα —το ίδιο αναλογικά ισχύει και με τη δικαιοσύνη. Η κοινωνική ισότητα συλλαμβάνεται ως η ικανοποίηση των αναγκών που αποτελούν τη βάση της ανθρώπινης ολοκλήρωσης και αυτοπραγμάτωσης. Παρά τις μετατοπίσεις προς μια υπερίσχυση της πιο περιοριστικής ισότητας των ευκαιριών, η κοινωνική ισότητα, είτε με τη σχετική είτε με την απόλυτή της έννοια, θεωρείται θεμελιώδης για τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής, την εγκαθίδρυση της κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά και τη διεύρυνση της θετικής ελευθερίας.

Όχι μόνο μπορούμε λοιπόν, αλλά και αποτελεί στρατηγικό στόχο για το μέλλον, να θεωρήσουμε, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, την ελευθερία και την ισότητα συμβατές αρχές. Έτσι αναδεικνύεται το μεγάλο ερώτημα του υποκειμένου, τόσο του δρώντα όσο και του παραλήπτη. Ελευθερία για ποιους και ισότητα για ποιους; Η ελευθερία για τους πολλούς προϋποθέτει ισότητα για τους πολλούς. Οικοδομώντας ένα νέο μοντέλο με στόχο την άρση των κοινωνικών ανισοτήτων εξασφαλίζουμε και τη δυνατότητα υλιστικής ελευθερίας (με την έννοια της ελευθερίας κάλυψης των κύριων αναγκών), αλλά και τις απαραίτητες βάσεις για μεταϋλιστική ελευθερία (ελευθερία της σκέψης, δημιουργικότητα, αυθεντικότητα κ.ά.) για την πλειοψηφία της κοινωνίας.

Δεν μπορεί να υπάρξει οικονομική αποτελεσματικότητα χωρίς κοινωνική δικαιοσύνη γιατί δεν μπορεί να υπάρξει σταθερότητα και ασφάλεια χωρίς αυτήν. Η κοινωνική ανισότητα οδηγεί στη σύγκρουση και την αστάθεια, και έτσι οι ανισότητες κάθε είδους αποτελούν το κυρίαρχο εμπόδιο και για την ανάπτυξη. Η δίκαιη ανάπτυξη, και κατ’ επέκταση η "μεγέθυνση της πίτας", μπορεί να πραγματωθεί μόνο εάν η δικαιοσύνη και η ισότητα στις σχέσεις παραγωγής αποτελέσουν δομικό συστατικό της. Μόνο εφόσον επιτευχθεί η παροχή καλύτερης εκπαίδευσης, περίθαλψης, κοινωνικής προστασίας και ασφάλειας δικαιωμάτων, προσωπικών ελευθεριών αλλά και υποχρεώσεων, και δίκαιου πεδίου εργασίας τόσο στην υλική όσο και στην ψηφιακή πραγματικότητα, μπορεί να λάβει χώρα, με μοχλό την οικονομία της δημιουργικότητας, μια σταθερή, διαρκής πλέον ολιστική ανάπτυξη χωρίς τις αρνητικές εκπλήξεις του παρελθόντος.

Τούτων λεχθέντων, το τελευταίο διάστημα —ίσως περισσότερο από κάθε άλλη περίοδο τις δύο τελευταίες δεκαετίες— παρατηρούμε μια ευρεία σύγχυση γύρω από τις έννοιες του προοδευτισμού και των μεταρρυθμίσεων. Δεν μένει λοιπόν παρά να αναρωτηθούμε εκ νέου, ποια θα θεωρούσε η πλειοψηφία ως τα κύρια κριτήρια της προοδευτικής πολιτικής στη συγχρονία μας και ποια η φύση και ο ρόλος των μεταρρυθμίσεων σε αυτή;

Πιθανώς η λύση να βρίσκεται στην ουσιαστική μετατόπιση του ερωτήματος από το "Ναι ή όχι στις μεταρρυθμίσεις" στo "Ποιες μεταρρυθμίσεις;" και "Με τι πρόσημο και τι στόχευση;". Αρκεί να συνειδητοποιήσουμε σε μεγαλύτερο βάθος πως η έξοδος από τη σημερινή κρίση δεν σημαίνει επιστροφή σε μια ψευδεπίγραφη κανονικότητα για να ξεκινήσει ένας νέος φαύλος κύκλος. Τι είδος μεταρρυθμίσεων θέλουμε λοιπόν; Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι στρατηγικά προέχουν μεταρρυθμίσεις που αφενός θα ισχυροποιήσουν τις προσωπικές ελευθερίες και θα αμβλύνουν τις ανισότητες κάθε είδους και αφετέρου θα επιφέρουν οικονομική μεγέθυνση, δηλαδή μεταρρυθμίσεις που θα οδηγήσουν σε μία δίκαιη, βιώσιμη ανάπτυξη. Στόχος πρέπει να είναι οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις, μεταξύ των οποίων και η συνολική μεταρρύθμιση του κράτους.

Γιατί όμως ακόμα και οι κοινωνικά υγιείς μεταρρυθμίσεις δεν αρκούν για να βγει μια οικονομία από την κρίση; Πρώτον, γιατί τα αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων στην οικονομία και την απασχόληση αργούν πολύ να φανούν και δεύτερον γιατί οι παραγωγικοί συντελεστές μιας οικονομίας σε ύφεση αδυνατούν επί της ουσίας να εκμεταλλευτούν τις αλλαγές και τα αποτελέσματα που προκύπτουν από τις μεταρρυθμίσεις. Πώς λοιπόν υπερβαίνουμε αυτές τις δύο δομικές αδυναμίες;

Ο ορισμός για τον προοδευτισμό δεν είναι άλλος από ένας συνδυασμός ελευθερίας και ισότητας, όπως εκφράζεται στο πλαίσιο της κοινωνικής δικαιοσύνης, άρα στην ουσία η επίτευξη μιας βαθιάς, και όχι ρηχής, δημοκρατίας. Οι συντηρητικοί ρωτούν: "Τι μπορώ να κάνω για να εξυπηρετήσω τον εαυτό μου και την οικογένειά μου;". Οι προοδευτικοί ρωτούν: "Τι είναι δίκαιο και τι άδικο για την κοινωνία συνολικά και για τον κάθε έναν ξεχωριστά;". Αυτή είναι η κυρίαρχη ηθικο-πολιτική διαφορά που λειτουργεί ως συνειδητή και ασυνείδητη μήτρα για τη φαντασιακή και πραγματιστική πολιτική θεώρηση και πρακτική ανάμεσα σε αυτά τα δύο μεγάλα διαχρονικά αντίπαλα πεδία —αυτό της προόδου και αυτό της συντήρησης.

Αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα στον ατομικισμό και στην αλληλεγγύη, ανάμεσα στον εγωτισμό και στη μέριμνα προς την ετερότητα. Από εκεί πηγάζουν, εντέλει, και όλες οι εντάσεις ανάμεσα στα διαφορετικά μείγματα της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, που όμως αγγίζουν και τις κομβικές προκλήσεις, λ.χ. οικολογικές και τεχνολογικές στο πλαίσιο της 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Γι’ αυτό όχι μόνο τα κινήματα της βαθιάς οικολογίας αλλά και τα κινήματα της ρηχής οικολογίας δεν μπορούν να θεμελιωθούν σε συντηρητική βάση, παρά μόνο σε προοδευτική. Γιατί χωρίς την απομάκρυνση από κάθε ατομικιστική, ηδονιστικά ωφελιμιστική και εργαλειακά ιδιοτελή προσέγγιση δεν μπορεί να υπάρξει ο πραγματικός σεβασμός και μέριμνα ούτε για το κοινωνικό σύνολο ούτε για το φυσικό περιβάλλον.

Μια προοδευτική πολιτική, που θα απαντούσε στην αβεβαιότητα, στην ανασφάλεια και στην έλλειψη εμπιστοσύνης που εκφράζονται από τα ευρήματα της έρευνας, θα εστίαζε στην ανθεκτικότητας της οικονομίας, υποστηρίζοντας την οικονομία της δημιουργικότητας με κύριο στόχο την υπεράσπιση των προσωπικών ελευθεριών και την άμβλυνση των ανισοτήτων κάθε είδους. Θα έκανε δομικές παρεμβάσεις ενίσχυσης των εργασιακών δικαιωμάτων, ειδικά στο πλαίσιο της τηλεργασίας και της ψηφιακότητας. Θα ενίσχυε τον πρωτογενή και τον δευτερογενή τομέα, με κυρίαρχη στόχευση στην έρευνα και την καινοτομία, ώστε η χώρα να μην χάσει το τρένο της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, όπως έχασε των προηγούμενων βιομηχανικών και τεχνολογικών επαναστάσεων. Ο στόχος ενός κοινωνικού προοδευτισμού είναι να παραχθεί πλούτος, ενώ παράλληλα όμως υπάρχει η μέριμνα και ο σχεδιασμός ώστε αυτός ο πλούτος να παραχθεί και να διαμοιρασθεί με όρους κοινωνικά και περιβαλλοντικά δίκαιους, άρα με την ισότιμη συμμετοχή όλων στην παραγωγή του αλλά και στα οφέλη των καρπών του. Ακριβώς λόγω της πίστης στις ουσιώδεις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, ένας κοινωνικός προοδευτισμός αντιμάχεται την παροχολογία, καθώς εναντιώνεται σε μια λογική βραχυπρόθεσμων παροχών, αφού στόχο αποτελούν οι δομικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα παραμείνουν ενεργές και θα προκαλέσουν τομές στην κοινωνική πραγματικότητα.

Πρόοδος σημαίνει δημιουργία καινοτόμου ριζικής αλλαγής μέσα στο μέλλον, συντήρηση σημαίνει επιστροφή στο παρελθόν ή/και διατήρηση της παρούσας κατάστασης μέσα στο μέλλον. Αυτά ήταν ανέκαθεν τα δύο αντίθετα ρεύματα τόσο στο πεδίο της κίνησης των ιδεών όσο και στο επίπεδο της πολιτικής πρακτικής, και αυτά παραμένουν ακόμα. Ποτέ πριν οι δυνατότητες για την πραγμάτωση ενός καλού και δίκαιου κόσμου για το ανθρώπινο είδος δεν ήταν ισχυρότερες. Την ίδια στιγμή, το χάσμα ανάμεσα στις δυνητικές ικανότητες της ανθρωπότητας και τις υφιστάμενες συνθήκες της στο σύνολό της δεν ήταν ποτέ μεγαλύτερο. Η δική μας εποχή είναι και αυτή μια εποχή άκρων. Αυτό που βρίσκεται ανάμεσα στο δυνητικό και το πραγματικό είναι τα οικονομικά της οικολογικής καταστροφής και του κοινωνικού αποκλεισμού, οι επιπτώσεις των ανισοτήτων, και οι εξουσιαστικές πολιτικές της διαίρεσης και των φανερών ή αφανών ειδών πολέμου. Εντούτοις, αναδύεται μια μορφή ανανεωμένης συνείδησης του είδους μας, που αφορά τόσο στις περιβαλλοντικές προκλήσεις όσο και στα ανθρώπινα δικαιώματα και την ανθρώπινη δυνητικότητα. Η συνειδητοποίηση των κοινών του συνόλου της ανθρωπότητας παρέχει την ευρύτερη δυνατή βάση για κριτική έμπρακτη αντιπαράθεση στις επικρατούσες ανισότητες και τους αποκλεισμούς. Αν αυτές οι αντιφάσεις προσεγγιστούν ως δημιουργικά ανοικτές αντιπαραθέσεις ενδεχομένως να διαμορφωθούν ως ισχυρές κοινωνικές δυνάμεις μετασχηματισμού. Αυτός θα μπορούσε να είναι ο πρωταρχικός στόχος των δυνάμεων της προόδου: με όσο το δυνατόν ευρύτερη κοινωνική συναίνεση να ανανεωθεί η προσδοκία για πραγματική κοινωνική ανάπτυξη.

*Ο Nίκος Ερηνάκης είναι Επιστημονικός Διευθυντής στο Ινστιτούτο "ΕΝΑ" και Δρ. Φιλοσοφίας Παν/μίων Λονδίνου & Οξφόρδης.