Αρθρογραφια |

Η Ελληνική Διασπορά στη Γερμανία

Μια νέα έρευνα, η οποία χαρτογραφεί το προφίλ των Ελλήνων της διασποράς στη Γερμανία. Ποιοι είναι; Πώς ζουν μετά τη μετανάστευση; Πού δραστηριοποιούνται; Πώς βλέπουν την Ελλάδα;

Μετά το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης στο τέλος της δεκαετίας του 2000, η συζήτηση για το λεγόμενο «brain drain» επανέρχεται τακτικά στον δημόσιο διάλογο. Η μαζική φυγή, κυρίως νέων επιστημόνων, όσο η χώρα κατρακυλούσε σε μια ευρύτερη κρίση εμπιστοσύνης, έχει ταυτόχρονα συναισθηματικό και οικονομικό αποτύπωμα. Όπως κάθε κύμα μετανάστευσης παντού στον κόσμο έτσι και αυτό συνοδεύτηκε από συναισθήματα ματαίωσης, απογοήτευσης και αποχωρισμού. Την ίδια στιγμή, η ελληνική οικονομία, που ήδη είχε ένα επιδεινούμενο δημογραφικό πρόβλημα, στερήθηκε πολλούς καλά εκπαιδευμένους εργαζόμενους.

Κατά καιρούς, κόμματα και κυβερνήσεις εξαγγέλλουν ή εφαρμόζουν σποραδικά κίνητρα για επαναπατρισμό όσων έφυγαν, όμως δεν έχει παρατηρηθεί κανένα αξιόλογο κύμα επιστροφής. Είναι επίσης ενδιαφέρον, ότι παρά τον πολύ λόγο που γίνεται για το πρόβλημα, δεν γνωρίζουμε παρά λίγα πράγματα για τους ίδιους τους ανθρώπους που έφυγαν. Σπανίζει η συστηματική και οργανωμένη γνώση για τα κίνητρα, τις σκέψεις και τις ανάγκες τους.

Το 2021 η διαΝΕΟσις συμμετείχε σε μια ερευνητική πρωτοβουλία, με το SEESOX-Greek Diaspora Project του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, με στόχο να χαρτογραφήσει τις αντιλήψεις, τις πεποιθήσεις και τις στάσεις της ελληνικής Διασποράς στην Ευρώπη, εστιάζοντας κυρίως στο μεταναστευτικό κύμα μετά το 2009, που αφορά ιδιαίτερα το φαινόμενο «brain drain». Μετά την πρώτη μελέτη για την ελληνική Διασπορά στο Ηνωμένο Βασίλειο, που δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο του 2021, η μελέτη που δημοσιεύεται τώρα αφορά την ελληνική Διασπορά στη Γερμανία. Μαζί οι δύο χώρες υποδέχθηκαν περισσότερο από το 50% της νέας ελληνικής μετανάστευσης.

Ωστόσο, η ελληνική Διασπορά στη Γερμανία, ειδικά σε σύγκριση με του Ηνωμένου Βασιλείου, έχει πιο μακρά διαδρομή, καθώς και τέσσερα διακριτά κύματα από τη δεκαετία του 1960 και έπειτα. Γι’ αυτόν τον λόγο τα κοινωνικά και οικογενειακά δίκτυα που ήδη υπάρχουν εκεί επί δεκαετίες είναι πολύ πιο σημαντικά.

H έρευνα που τώρα δημοσιεύεται περιλαμβάνει την πρώτη ποσοτική έρευνα πεδίου για τους Έλληνες στη Γερμανία τα τελευταία χρόνια, καθώς και μια αναλυτική έκθεση με τα αποτελέσματά της. Σχεδιάστηκε και υπογράφεται από τον Μανώλη Πρατσινάκη, από το Χαροκόπειο και το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, τη Γιούλη Α. Παναγιωτοπούλου από το Πανεπιστήμιο της Κολωνίας, τη Μαριλένα Αναστασοπούλου από το Πανεπιστημιακό Κολλέγιο του Δουβλίνου και την Οξφόρδη, και τον Όθωνα Αναστασάκη, επίσης από την Οξφόρδη. Οι συγγραφείς εξετάζουν το προφίλ και τα βασικά χαρακτηριστικά των Ελλήνων από διαφορετικά μεταναστευτικά κύματα και γενιές που ζουν στη Γερμανία, τις στάσεις τους απέναντι στη Γερμανία και την Ελλάδα, τα συναισθήματα και τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν, καθώς και τα κίνητρα και τα μελλοντικά τους σχέδια.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ - ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΑΣ (.PDF)

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ - Η ΕΚΘΕΣΗ ΤΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ (.PDF)

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ (.PDF)

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΚΑΙ ΑΝΟΙΚΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ (.ZIP)

Έλληνες στη Γερμανία

Παρότι υπάρχουν αναφορές για Έλληνες σε γερμανικές πόλεις ήδη από τον 18ο αιώνα, η μεγάλη μετανάστευση άρχισε τη δεκαετία του 1960. Στη μεταπολεμική Ελλάδα κυριαρχούσαν η ανεργία και η φτώχεια, ενώ την ίδια στιγμή οι βιομηχανίες, κυρίως μετάλλου και αυτοκινήτων, της τότε Δυτικής Γερμανίας αναζητούσαν εργαζόμενους. Το 1960 το ελληνικό και το γερμανικό κράτος υπέγραψαν διμερή συμφωνία που προέβλεπε οργανωμένη μαζική μετανάστευση εργατών και εργατριών.

Από το 1960 έως το 1973, περισσότεροι από 600.000 Ελληνίδες και Έλληνες, οι μισοί και πλέον Έλληνες μετανάστες της περιόδου, μετακινήθηκαν στη Γερμανία, ως «φιλοξενούμενοι εργάτες» («Gastarbeiter», λέξη που έφτασε να χρησιμοποιείται υποτιμητικά και να συνδέεται με διακρίσεις). Οι περισσότεροι από αυτούς προέρχονταν από αγροτικές και ορεινές περιοχές, σε μεγάλο βαθμό από τη Βόρεια Ελλάδα, και ήταν νέοι χαμηλής εκπαίδευσης. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, οι Έλληνες αποτελούσαν την τέταρτη μεγαλύτερη σε αριθμό ξένη κοινότητα στη Δυτική Γερμανία, μετά τους Τούρκους, τους Γιουγκοσλάβους και τους Ιταλούς.

Οι συγγραφείς της έρευνας χωρίζουν τη μετανάστευση προς τη Γερμανία σε τέσσερις βασικές περιόδους: «φιλοξενούμενοι εργάτες» από το 1960 ως το 1973, περίοδος οικογενειακής επανένωσης όσων έμειναν στη Γερμανία από το 1974 έως το 1987, περίοδος ελεύθερης μετακίνησης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 1988 έως το 2009 και, τέλος, η νέα ελληνική μετανάστευση μετά το 2009.

Το ελληνικό κράτος συμφώνησε και στήριξε τη μετανάστευση στη Γερμανία, με την ελπίδα ότι οι μετανάστες θα αποκτούσαν τεχνικές δεξιότητες και, καθώς θα βρίσκονταν τουλάχιστον στην ίδια ήπειρο, θα επέστρεφαν αργότερα για να συμβάλουν στην ανάπτυξη της χώρας. Αλλά και το γερμανικό κράτος θεωρούσε ότι οι ξένοι εργάτες θα επέστρεφαν σύντομα στις πατρίδες τους και, επομένως, δεν σχεδίασε πολιτικές για τη μόνιμη εγκατάστασή τους ή την εκπαίδευση των παιδιών τους.

Ωστόσο, τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά: Πολλοί παρέμειναν για χρόνια, δημιουργώντας επίσης οικογένειες, και μετά το τέλος του μεταναστευτικού κύματος, το 1973. Τότε μεν η Δυτική Γερμανία επέβαλε «παύση νέων προσλήψεων» (Anwerbestopp) και το μεταναστευτικό ισοζύγιο έγινε αρνητικό: Περισσότεροι έφευγαν παρά έμεναν. Ωστόσο στην πράξη, πολλοί Έλληνες που σκόπευαν να επιστρέψουν αποφάσισαν να παραμείνουν, φοβούμενοι ότι δεν θα μπορούσαν να γυρίσουν ξανά στη Γερμανία. Έτσι, η προσωρινή μετανάστευσή τους μετατράπηκε σε μόνιμη εγκατάσταση. Ακόμα και τότε προστέθηκε πληθυσμός: Πολλές οικογένειες έφτασαν στη Γερμανία για να ενωθούν ξανά με το μέλος τους που είχε μεταναστεύσει ή και έκαναν παιδιά (δεύτερης γενιάς μετανάστες) που επίσης παρέμειναν στη Γερμανία.

Στις δεκαετίες 1970 και 1980, δημιουργήθηκαν οι πρώτες ελληνικές κοινότητες και οι σχετικοί σύλλογοι, που βοήθησαν τους μετανάστες να οργανωθούν κοινωνικά και πολιτικά. Τότε ιδρύθηκαν και τα πρώτα ελληνικά σχολεία στη Γερμανία, ώστε τα παιδιά να μπορούν εκεί να μάθουν ελληνικά αλλά και να αποφύγουν τις διακρίσεις στα γερμανικά σχολεία.

Μετά το 1988, η ελεύθερη κυκλοφορία μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΟΚ μέχρι το 1993) έφερε ένα νέο κύμα μετακίνησης, όχι τόσο σημαντικό όσο της δεκαετίας του 1960, αλλά διακριτό. Αυτή τη φορά, περιλάμβανε πιο ποικιλόμορφες ομάδες: μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης, παλιννοστούντες από την πρώην Σοβιετική Ένωση, αλλά και πολλούς νέους πτυχιούχους που αναζητούσαν εξειδικευμένες δουλειές. Η Γερμανία παρέμεινε βασικός προορισμός, κυρίως λόγω της ισχυρής οικονομίας της, η οποία συνέχιζε να χρειάζεται νέους εργαζόμενους.

Η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας μετά το 2009 και η βαθιά, δεκαετής κρίση που ακολούθησε προκάλεσαν το επόμενο μεγάλο μεταναστευτικό κύμα. Πολλοί νέοι εγκατέλειψαν τότε ξανά τη χώρα για το εξωτερικό. Η (ενωμένη πια, από το 1990) Γερμανία ήταν και πάλι ένας από τους βασικούς προορισμούς. Το 2012, οι εκροές Ελλήνων προς τη Γερμανία ήταν υπερτριπλάσιες σε σχέση με το 2009, κοντά στα 35.000 άτομα.

Παρότι οι ροές μειώθηκαν μετά το 2015, το ισοζύγιο παρέμεινε αρνητικό: Περισσότεροι έφευγαν παρά επέστρεφαν. Αυτό το νέο κύμα μετανάστευσης διέφερε από τα προηγούμενα. Δεν αφορούσε πια μόνο εργάτες χαμηλής ειδίκευσης, αλλά και επιστήμονες, επαγγελματίες και ευρύτερα νέους ανθρώπους με καλές σπουδές. Συνολικά, υπολογίζεται ότι τη δεκαετία μετά το 2009 περισσότεροι από 114.000 Ελληνίδες και Έλληνες είχαν μεταναστεύσει μόνο στη Γερμανία. Όπως και οι πρώτοι μετανάστες, αντιμετώπισαν και εκείνοι προκλήσεις στην ένταξή τους καθώς και γραφειοκρατικά εμπόδια.

Συνοπτικά, οι συγγραφείς της έρευνας της διαΝΕΟσις χωρίζουν τη μετανάστευση προς τη Γερμανία σε τέσσερις βασικές περιόδους: α) 1960 έως 1973: οι «φιλοξενούμενοι εργάτες», β) 1974 έως 1987: περίοδος οικογενειακής επανένωσης όσων έμειναν στη Γερμανία, γ) 1988 έως 2009: περίοδος ελεύθερης μετακίνησης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, τέλος, δ) από το 2010 έως σήμερα που αφορά τη νέα ελληνική μετανάστευση, μέρος της οποίας είναι και το "brain drain". Διατηρούν τις παραπάνω κατηγορίες στην ανάλυση της ποσοτικής έρευνας.

Η Διασπορά σήμερα

Πίσω στο παρόν, η «μικροαπογραφή» («Mikrozensus»), μια ετήσια έρευνα των Στατιστικών Υπηρεσιών της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των κρατιδίων της Γερμανίας στο 1% του πληθυσμού στη χώρα, δίνει κάποια ενδιαφέροντα βασικά μεγέθη για την ελληνική Διασπορά στη Γερμανία. Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2019, οι Ελληνίδες και οι Έλληνες που ζουν στη Γερμανία ανέρχονται σε περίπου μισό εκατομμύριο άτομα (498.426). Από αυτούς, περίπου οι 6 στους 10 μετανάστευσαν οι ίδιοι και οι υπόλοιποι είναι δεύτερης ή τρίτης γενιάς Έλληνες, δηλαδή γεννήθηκαν στη Γερμανία από γονείς ελληνικής καταγωγής.

Ο πληθυσμός αυτός περιλαμβάνει λίγο περισσότερους άνδρες (54%) παρά γυναίκες, μια αναλογία που διατηρείται σε όλες τις γενιές μεταναστών. Ο πληθυσμός δεύτερης ή τρίτης γενιάς Ελλήνων μεταναστών είναι, ίσως αναμενόμενα, πιο νεανικός: Περισσότεροι από τους μισούς είναι κάτω των 30 ετών.

Η ελληνική Διασπορά είναι κυρίως συγκεντρωμένη στα τρία μεγαλύτερα κρατίδια της χώρας: στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία (το 31%), στη Βάδη-Βυρτεμβέργη (23%) και στη Βαυαρία (20%). Οι περιοχές αυτές ήταν και οι κύριοι προορισμοί των πρώτων «Gastarbeiter» της δεκαετίας του 1960, και φαίνεται ότι οι κοινότητες που ιδρύθηκαν τότε παραμένουν ενεργές. Οι νέοι μετανάστες και μετανάστριες (μετά το 2009) συγκεντρώνονται επίσης στο Βερολίνο και στην Έσση, όπου ζουν πολλοί νέοι επαγγελματίες και φοιτητές.

Τι πιστεύει όμως αυτός ο πληθυσμός; Πώς είναι η εμπειρία της μετανάστευσής τους; Πότε και γιατί έφυγαν από την Ελλάδα; Ποια εμπόδια αντιμετωπίζουν στη Γερμανία; Τι συναισθήματα και παραστάσεις έχουν για τη Γερμανία και για την Ελλάδα, καθώς και για τους θεσμούς στις δύο χώρες; Βίωσαν διακρίσεις; Διατηρούν δεσμούς με την Ελλάδα και πώς τη βλέπουν από μακριά; Θα επέστρεφαν – και με ποιες προϋποθέσεις;

Οι συγγραφείς της έρευνας σχεδίασαν ένα εκτενές ερωτηματολόγιο δεκάδων ερωτήσεων με βάση τα παραπάνω θέματα. Αξιοποίησαν δίκτυα (με τη μέθοδο Respondent-Driven Sampling, όπου οι συμμετέχοντες προτείνουν άλλους συμμετέχοντες που γνωρίζουν) και έβαλαν διαφημίσεις στα social media (με το λεγόμενο Online Convenience Sampling), ώστε να συμπληρωθεί ένα δείγμα 855 ατόμων. Στη συνέχεια στάθμισαν τα δεδομένα κατάλληλα (post-stratification) ώστε αυτά να αντανακλούν τα δημογραφικά χαρακτηριστικά της ελληνικής Διασποράς στη Γερμανία, όπως αυτά αποτυπώνονται στο Mikrozensus. Με αυτό τον τρόπο, η τελική ανάλυση θεωρείται αξιόπιστη και μπορεί να γενικευθεί στον πληθυσμό της ελληνικής Διασποράς στη Γερμανία, τουλάχιστον για τα άτομα έως 70 ετών. Μπορείτε να διαβάσετε αναλυτικά τη μεθοδολογία που ακολούθησε η ερευνητική ομάδα στο Κεφάλαιο 2 της μελέτης.

Γιατί έφυγαν από την Ελλάδα

Είναι ενδιαφέρον ότι σχεδόν 1 στους 4 πρώτης γενιάς μετανάστες (εξαιρώντας και όσους μετανάστευσαν ως παιδιά) δηλώνουν ότι πριν εγκατασταθούν στη Γερμανία είχαν προηγούμενη εμπειρία μετανάστευσης – είτε στη Γερμανία, περίπου για το ένα τρίτο από αυτούς, είτε σε άλλες, συχνότερα ευρωπαϊκές, χώρες. Επομένως, πολλοί από τους σημερινούς μετανάστες είχαν ήδη διεθνείς παραστάσεις και δεσμούς. Η εμπειρία αυτή είναι μάλιστα πιο συχνή ανάμεσα στα νεότερα και πιο μορφωμένα άτομα που έφυγαν μετά το 2009, πολλοί από τους οποίους είχαν ζήσει στο εξωτερικό αρχικά για σπουδές.

Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι οι περισσότεροι (αλλά λιγότεροι από την αντίστοιχη έρευνα για το ΗΒ) δηλώνουν ότι είχαν δουλειά πριν μεταναστεύσουν. Μόνο οι 4 στους 10 δηλώνουν ότι ήταν άνεργοι την περίοδο που άφησαν πίσω την Ελλάδα. Στην ομάδα των μεταναστών της κρίσης μάλιστα είναι πολύ πιο πιθανό όσοι εργάζονταν στην Ελλάδα πριν φύγουν να δηλώνουν ότι είχαν τότε επισφαλή απασχόληση.

Η έρευνα δείχνει επίσης ότι η μετανάστευση προς τη Γερμανία είναι κυρίως αποτέλεσμα ανάγκης και όχι προσωπικής επιθυμίας. Περίπου 7 στους 10 συμμετέχοντες δήλωσαν ότι έφυγαν από ανάγκη ή από συνδυασμό ανάγκης και επιλογής. Μόνο το 19% (περίπου οι μισοί από όσους δήλωσαν το ίδιο στην προηγούμενη έρευνα για το ΗΒ) χαρακτήρισε τη μετανάστευση καθαρά ως προσωπική επιλογή. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το ποσοστό (13%) των ερωτώμενων που δήλωσαν ότι η μετανάστευσή τους δεν ήταν ούτε ανάγκη ούτε επιλογή· συνήθως πρόκειται για άτομα που ακολούθησαν συντρόφους ή γονείς.

Γιατί όμως πήραν την απόφαση να μεταναστεύσουν; Ποιοι παράγοντες έπαιξαν ρόλο στην απόφασή τους; Στις απαντήσεις για τα κίνητρα της μετανάστευσης, κυριαρχούν οι οικονομικοί λόγοι: Περίπου 4 στους 10 ανάφεραν τις «καλύτερες οικονομικές απολαβές», λίγο λιγότεροι την «οικονομική κρίση στην Ελλάδα» που τους επηρέασε προσωπικά αλλά και τη δυνατότητα να είναι οικονομικά αυτόνομοι (32 και 27% αντίστοιχα). Αν κάποιος εστιάσει στους νέους μετανάστες μετά το 2009, η σειρά είναι λίγο διαφορετική: Περίπου οι μισοί (47%) αναφέρουν ως κίνητρο το ότι η οικονομική κρίση επηρέασε την προσωπική ζωή τους.

Άλλα κίνητρα, που αναφέρθηκαν από περισσότερους από 2 στους 10 ερωτώμενους περιλαμβάνουν τις καλύτερες εργασιακές συνθήκες, την οικονομική βοήθεια προς την οικογένεια, την αναζήτηση της αξιοκρατίας και την κάλυψη των αναγκών βιοπορισμού. Όλες οι παραπάνω απαντήσεις επιλέγονταν σταθερά πιο συχνά από τους νέους μετανάστες.

Γιατί όμως πήγαν στη Γερμανία και όχι σε κάποια άλλη χώρα; Οι απαντήσεις ασφαλώς φαίνονται στο παραπάνω γράφημα, ωστόσο διαφορετικές ομάδες των πρώτης γενιάς μεταναστών απαντούν αρκετά διαφορετικά. Για παράδειγμα, συγκριτικά περισσότερες γυναίκες λένε ότι επέλεξαν τη Γερμανία, γιατί εκεί θεώρησαν ότι θα βρουν δουλειά (30%, έναντι 19% των ανδρών), ενώ περισσότεροι άνδρες την επιλέγουν ως προορισμό σπουδών (18%, έναντι 8% των γυναικών). Τα άτομα με υψηλότερο εισόδημα και ανώτερο εκπαιδευτικό επίπεδο είναι πιο πιθανό να επέλεξαν τη Γερμανία επειδή γνώριζαν τη γλώσσα. Τέλος, οι προσδοκίες για εύρεση εργασίας, η γνώση της γλώσσας, όπως και οι προϋπάρχοντες δεσμοί με τη χώρα είναι πιο σημαντικά για όσες και όσους μετανάστευσαν μετά το 2009.

Η σημασία των δικτύων και των συγγενών

Οι απαντήσεις στην παραπάνω ερώτηση επιβεβαιώνουν ένα ευρύτερο συμπέρασμα της έρευνας: τη σημασία των κοινωνικών δικτύων τόσο στην απόφαση της μετακίνησης στη Γερμανία, όσο και στη ζωή στη χώρα. Περίπου 1 στους 3 απαντούν ότι διάλεξαν τη Γερμανία επειδή είχαν φίλους ή συγγενείς. Αν αθροίσουμε σε αυτούς περίπου 11% που λένε ότι ο/η σύντροφός τους ζούσε ήδη στη χώρα και ένα 5% που δηλώνουν ότι έχουν γερμανική καταγωγή, καταλήγουμε με ένα ποσοστό άνω του 45% που υπογραμμίζει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τη σημασία των κοινωνικών ή οικογενειακών δικτύων.

Η σημασία και η ανθεκτικότητα των δικτύων αυτών φαίνεται καθαρά σε αρκετά ακόμη σημεία της έρευνας. Για παράδειγμα, ο πιο συνηθισμένος τρόπος εύρεσης δουλειάς είναι μέσω φίλων ή συγγενών ελληνικής καταγωγής (34% – υπερδιπλάσιο ποσοστό σε σχέση με το αντίστοιχο στο ΗΒ). Αντιστοίχως, σχεδόν 7 στις 10 Ελληνίδες και Έλληνες στη Γερμανία λένε ότι έλαβαν βοήθεια και, ευρύτερα, καθοδήγηση από συγγενείς ή φίλους όταν έφτασαν στη χώρα, είτε για δουλειά είτε για στέγη. Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι οι νεότερες γενιές –δεύτερη και τρίτη– δηλώνουν ότι συμμετέχουν πιο συχνά σε ελληνικούς συλλόγους: 12% δηλώνουν ότι έχουν πάει πολλές φορές σε σχετικές συναντήσεις, έναντι 6% του συνόλου του δείγματος.

Η σύγκριση με την Ελλάδα

Πώς ζουν, πώς δουλεύουν και πώς συμμετέχουν στη γερμανική κοινωνία οι Ελληνίδες και οι Έλληνες που μετανάστευσαν στη Γερμανία; Ποιες είναι οι ευκαιρίες και τα εμπόδια που συναντούν; Τέλος, πώς αντιλαμβάνονται τη ζωή σε σχέση με την Ελλάδα;

Οι περισσότεροι Έλληνες της Διασποράς δηλώνουν γενικώς ικανοποιημένοι από τις περισσότερες πτυχές της ζωής τους στη Γερμανία, όταν καλούνται να τη συγκρίνουν με την Ελλάδα. Ο μεγαλύτερος βαθμός ικανοποίησης αφορά την οικονομική κατάσταση (μέσος όρος 8,1 στα 10) και την εργασία (7,6). Δηλώνουν ικανοποιημένοι, αλλά σαφώς σε μικρότερο βαθμό, και από την ποιότητα ζωής και την καθημερινότητα στη χώρα (6,1). Ωστόσο, είναι σαφώς χειρότερη η εμπειρία τους στην κοινωνική ζωή (5,2 – ενώ περίπου 1 στους 3 δηλώνουν σε άλλη ερώτηση ότι αισθάνονται μοναξιά) και στην ενασχόληση με τα κοινά (3,9). Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι δεν υπάρχουν πολύ σημαντικές διαφορές στους παραπάνω δείκτες ούτε από την προηγούμενη έρευνα για το Ηνωμένο Βασίλειο, ούτε μεταξύ του συνόλου και των νέων μεταναστών (μετά το 2009).

Οι Ελληνίδες και οι Έλληνες της Γερμανίας φαίνεται να αποτελούν μια καλά ενταγμένη ομάδα στην αγορά εργασίας. Οι περισσότεροι δηλώνουν ότι εργάζονται (62%), ενώ σε μικρότερα ποσοστά είναι άνεργοι (2%), συνταξιούχοι (11%) ή φοιτητές (11%). Μετά τους φίλους και συγγενείς από την ελληνική κοινότητα, το Διαδίκτυο έρχεται δεύτερο (14%) στη σειρά των τρόπων με τον οποίο βρίσκουν δουλειά. Ένα αξιοσημείωτο ποσοστό (11%) λένε ότι βρήκαν δουλειά απευθείας, δίνοντας το βιογραφικό τους «πόρτα πόρτα».

Είναι ίσως αναμενόμενο ότι οι καλύτερα εκπαιδευμένοι μεταξύ της Διασποράς βρήκαν δουλειά πιο εύκολα. Περίπου οι μισοί απόφοιτοι ανώτατης εκπαίδευσης λένε ότι βρήκαν εξαρχής εργασία στο αντικείμενό τους, ενώ σχεδόν 4 στους 10 βρήκαν σχετική δουλειά αργότερα. Όμως, η ελληνική Διασπορά στη Γερμανία, ειδικά σε σύγκριση με εκείνη στο Ηνωμένο Βασίλειο, περιλαμβάνει επίσης πολλά άτομα χωρίς πανεπιστημιακή μόρφωση. Για όσους δεν είχαν πανεπιστημιακή μόρφωση, η μετανάστευση συχνά σήμαινε εργασία σε κατώτερες θέσεις, αλλά με καλύτερες αποδοχές από εκείνες που θα είχαν στην Ελλάδα.

Τα εισοδήματα είναι γενικώς αισθητά υψηλότερα από τα ελληνικά, και ξεπερνούν τις διαφορές μεταξύ των δύο χωρών στην αγοραστική δύναμη. Μόνο 16% λένε ότι έχουν ατομικό εισόδημα κάτω από €1.000. Περίπου 6 στους 10 δηλώνουν ότι έχουν εισόδημα μεταξύ €1.500 και €3.000, καθαρά τον μήνα. Παράλληλα, η εργασιακή ασφάλεια είναι πολύ υψηλή: 83% έχουν μόνιμη ή πολυετή σύμβαση, ποσοστό επίσης πολύ μεγαλύτερο από εκείνο της ελληνικής Διασποράς στο Ηνωμένο Βασίλειο (στο 66%).

Το εμπόδιο της γλώσσας

Από την άλλη πλευρά, ένα από τα πιο σημαντικά εμπόδια για τη ζωή στη Γερμανία, σε αντίθεση με το ΗΒ, αναδεικνύεται η γνώση της γλώσσας. Η γνώση της γλώσσας φαίνεται να συνδέεται με πολλές όψεις της ζωής στη χώρα. Για παράδειγμα, όσοι δηλώνουν ότι δεν μιλούν καλά γερμανικά απαντούν πιο συχνά ότι αισθάνονται μοναξιά και βαθμολογούν χειρότερα την κοινωνική ζωή τους. Επιπλέον, δηλώνουν πιο συχνά ότι έχουν υποστεί διακρίσεις ή έχουν ακούσει υποτιμητικά σχόλια. Αντίστροφα, μια πλειοψηφία (45%) αναφέρει την ελληνική γλώσσα μεταξύ των πιο σημαντικών πτυχών της ελληνικής ταυτότητας.

Συνολικά, οι Ελληνίδες και οι Έλληνες της Γερμανίας βαθμολογούν σχετικά καλά τη γνώση των γερμανικών τους, με κατά μέσο όρο με 7,9 στα 10 για την ομιλία, και με 7,4 για τη γραφή. Όμως, η γλωσσική επάρκεια αυτή διαφέρει σημαντικά από γενιά σε γενιά. Η δεύτερη και τρίτη γενιά Ελληνίδων και Ελλήνων δηλώνει σχεδόν άριστη γνώση γερμανικών (άνω του 9,6 σε ομιλία και γραφή), ενώ όσοι μετανάστευσαν μετά το 2009 αυτοαξιολογούν το επίπεδό τους κοντά στο 6.

Η γνώση των ελληνικών παραμένει πολύ καλή ακόμη και στις νεότερες γενιές (μ.ό. 9,1 στην ομιλία και 8,4 στη γραφή για το σύνολο – 7,8 και 6,7 για τη δεύτερη και τρίτη γενιά), κάτι που πιθανόν οφείλεται στην αρκετά συστηματική προσπάθεια διατήρησης των δεσμών: 30 ελληνικά σχολεία λειτουργούν στη χώρα, ενώ σε διάφορες περιοχές λειτουργούν επίσης τάξεις εκμάθησης της μητρικής γλώσσας.

Η εμπειρία των διακρίσεων

Παρά τα θετικά στοιχεία, η έρευνα καταγράφει επίσης σημαντικές εμπειρίες διακρίσεων και ρατσισμού απέναντι στους Έλληνες. Περίπου 7 στους 10 δηλώνουν ότι έχουν δεχθεί υποτιμητικά σχόλια ή άδικη μεταχείριση λόγω της ελληνικής τους καταγωγής τουλάχιστον μία φορά, ενώ περίπου 1 στους 6 λένε ότι αυτό συνέβη «πολλές φορές». Το ποσοστό αυτό είναι διπλάσιο σε σχέση με το αντίστοιχο της Διασποράς στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Η εργασιακή ανισότητα φαίνεται ότι είναι επίσης πιο έντονη: περίπου 7 στους 10 της πρώτης γενιάς λένε ότι έχουν βιώσει αδικία στη δουλειά εξαιτίας της καταγωγής τους, το 39% μερικές ή πολλές φορές. Αντίθετα, οι νεότερες γενιές, που έχουν γεννηθεί στη Γερμανία και μιλούν πολύ καλύτερα γερμανικά, φαίνεται να αντιμετωπίζουν λιγότερα προβλήματα στον χώρο εργασίας (45% έχουν βιώσει αδικία στη δουλειά, 23% πολλές ή μερικές φορές).

Είναι όμως ενδιαφέρον ότι οι εμπειρίες αυτές δεν ανατρέπουν τη μεγάλη εικόνα. Η πιο συχνά αναφερόμενη απάντηση στην ερώτηση «Τι αισθάνεστε όταν σκέφτεστε τη Γερμανία;» είναι η «ευγνωμοσύνη» (την ανάφερε το 44%). 3 στους 10 αναφέρουν επίσης το «ενδιαφέρον» και 1 στους 4 την «ελπίδα».

Δεσμοί με την Ελλάδα

Η ελληνική Διασπορά στη Γερμανία φαίνεται ότι με τις δεκαετίες έχει εξελιχθεί σε μια ζωντανή κοινότητα ανθρώπων που μοιράζονται κοινές αξίες, γλώσσα και μνήμες. Οι περισσότεροι αισθάνονται Έλληνες και Ευρωπαίοι ταυτόχρονα, αναγνωρίζοντας ότι οι δύο ταυτότητες μπορούν να συνυπάρξουν. Η σχέση τους με την Ελλάδα, από την άλλη, μοιάζει αντιφατική: Αισθάνονται κοντά, αλλά και βλέπουν κριτικά πολλές όψεις της ζωής στη χώρα. Υπάρχει αγάπη, αλλά και απογοήτευση.

Παρότι φαίνεται να επικρατεί η ελληνική ταυτότητα, η διαφορά δεν είναι μεγάλη – οι Έλληνες της Γερμανίας αισθάνονται αρκετά εξοικειωμένοι και με τις δύο κουλτούρες. Πιο συγκεκριμένα, οι περισσότεροι δηλώνουν ότι αισθάνονται πιο κοντά στην ελληνική νοοτροπία (βαθμολογούν την εγγύτητα αυτή με 7 στα 10 κατά μέσο όρο) παρά στη γερμανική (6,3). Σε αντίστοιχο βαθμό μάλιστα δηλώνουν ότι νιώθουν «Ευρωπαίοι πολίτες» (6,4) και «πολίτες του κόσμου» (6,1), ενώ λιγότερο χαρακτηρίζουν τον εαυτό τους ως «μέλος της ελληνικής ομογένειας» (5) ή ως «μετανάστη» (4,6).

Δεν είναι όμως απλώς ότι αισθάνονται αρκετά κοντά με την ελληνική κουλτούρα και τον τρόπο ζωής. Η σχέση τους με την Ελλάδα παραμένει πολύ ζωντανή. Περίπου 7 στους 10 λένε ότι επικοινωνούν τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα με συγγενείς ή φίλους στην Ελλάδα.

Ακόμη περισσότεροι, 84%, δηλώνουν ότι επισκέφθηκαν την Ελλάδα τουλάχιστον μία φορά μέσα στον τελευταίο χρόνο, ενώ 1 στους 5 ταξίδεψαν τρεις έως πέντε φορές.

Οι δεσμοί με την Ελλάδα όμως δεν σταματούν στην κουλτούρα ή την επικοινωνία με συγγενείς, και τα ταξίδια. Περίπου 6 στους 10 δηλώνουν ότι διαβάζουν ή παρακολουθούν καθημερινά ειδήσεις από την Ελλάδα.

 

Τα συναισθήματά τους προς την Ελλάδα φαίνεται να είναι έντονα και συχνά αντιφατικά. Όταν η έρευνα τούς ζητάει να τα αναφέρουν, πιο συχνά μιλούν για νοσταλγία, περηφάνια, αλλά και απογοήτευση. Οι περισσότεροι Έλληνες της Γερμανίας έχουν ισχυρό συναισθηματικό δεσμό με την Ελλάδα (τον βαθμολογούν κατά μ.ό. με 7,9 στα 10) και νιώθουν υποχρέωση να βοηθήσουν τους δικούς τους ανθρώπους (7,3). Ωστόσο, η σύνδεση αυτή φαίνεται να είναι πιο προσωπική και οικογενειακή παρά πολιτική ή συλλογική. Ο βαθμός στον οποίο αισθάνονται ηθική υποχρέωση να βοηθήσουν τη χώρα συνολικά είναι αρκετά μικρότερος (5,9).

Φεύγοντας από τη γενική εντύπωση για τη χώρα, όταν οι συμμετέχοντες στην έρευνα ρωτήθηκαν για επαγγελματική συνεργασία με φορείς ή επιχειρήσεις στην Ελλάδα, λίγο περισσότεροι από τους μισούς (53%) απαντούν αρνητικά και είναι κατηγορηματικοί: «δεν θα το ήθελα». Μόλις 8% απάντησαν ότι έχουν ήδη συνεργαστεί, ενώ περίπου 4 στους 10 δήλωσαν πως θα ήθελαν να το κάνουν. Για την πλειοψηφία που δήλωσαν ότι δεν θα ήθελαν συνεργασία με ελληνικούς φορείς, τα πιο συχνά αναφερόμενα εμπόδια –σε παρόμοια μάλιστα επίπεδα– είναι η οικονομική αβεβαιότητα, η γραφειοκρατία αλλά και η χαμηλή εμπιστοσύνη στους ελληνικούς θεσμούς.

Χαμηλή εμπιστοσύνη

Όπως και στον ελληνικό πληθυσμό, αλλά και στη Διασπορά στο ΗΒ, έτσι και στη Διασπορά της Γερμανίας, η εμπιστοσύνη σε πολλούς ελληνικούς θεσμούς είναι αρκετά χαμηλή και πιθανόν ενισχύει την απογοήτευση. Μόνο οι ένοπλες δυνάμεις συγκεντρώνουν την εμπιστοσύνη πάνω από των μισών ερωτώμενων (55%). 1 στους 3 εμπιστεύονται την αστυνομία, 1 στους 4 την Εκκλησία, 1 στους 5 τη δικαιοσύνη και πολύ λιγότεροι λένε ότι εμπιστεύονται θεσμούς όπως η δημόσια διοίκηση, τα μέσα ενημέρωσης, τα συνδικάτα ή το ελληνικό κοινοβούλιο.

Στην ερώτηση ποιους τομείς πρέπει να βελτιώσει άμεσα η Ελλάδα, οι απαντήσεις επίσης δεν είχαν πολύ μεγάλες διαφορές από εκείνες των πολιτών στη χώρα: 57% ανάφεραν την υγεία, 51% την παιδεία, και από 40% τη δημόσια διοίκηση και τη γραφειοκρατία και τη φορολογία. Οι νεότεροι φαίνεται ότι ενδιαφέρονται περισσότερο για την εκπαίδευση και την εργασία, ενώ οι μεγαλύτεροι δίνουν προτεραιότητα στην υγεία.

Πόσο συμμετέχουν όμως στα ελληνικά κοινά και, επομένως, έχουν την ευκαιρία με την ψήφο τους να επηρεάσουν τα πράγματα στη χώρα καταγωγής τους; Παρότι το δικαίωμα ψήφου των αποδήμων μετά από δεκαετίες συζήτησης κατοχυρώθηκε το 2019, οι αυστηρές προϋποθέσεις και η γραφειοκρατία στην πράξη περιόρισαν ασφυκτικά τη συμμετοχή. Μόνο 3.300 Έλληνες της Γερμανίας γράφτηκαν στους εκλογικούς καταλόγους για τις βουλευτικές εκλογές του 2023, και περίπου 9.500 ψήφισαν στις Ευρωεκλογές του 2024.

Στην έρευνα, μόνο 22% των ερωτηθέντων (που δήλωσαν ότι πληρούν τις σχετικές προϋποθέσεις) είπαν ότι ψήφισαν στις τελευταίες εκλογές, ένα ποσοστό που, ωστόσο, στην αναγωγή του πληθυσμού μοιάζει και πάλι πολύ μεγαλύτερο από τους πραγματικούς αριθμούς. Ταυτόχρονα, οι μισοί ερωτώμενοι ανάφεραν πρακτικά εμπόδια, όπως η μεγάλη απόσταση από το εκλογικό κέντρο ή η δυσκολία εγγραφής. Εν τούτοις, περίπου 50% δηλώνουν πρόθεση να ψηφίσουν στις επόμενες εκλογές, γεγονός που δείχνει μια σημαντική διάθεση συμμετοχής, εφόσον απλουστευτούν οι διαδικασίες.

Πόσο τους αφορούν όμως οι ελληνικές εκλογές; Η γενικότερη απογοήτευση πιθανόν εξηγεί επίσης τη μικρή συμμετοχή: Ένα μεγάλο ποσοστό (66%) θεωρεί ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν ενδιαφέρονται πραγματικά για τους Έλληνες του εξωτερικού. Τι θα μπορούσαν να κάνουν οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα για αυτούς; Κυρίως, λένε οι ίδιοι, να διευκολύνουν τη συνεργασία των Ελλήνων του εξωτερικού με την Ελλάδα (43%), να εφαρμόσουν δομικές αλλαγές στην Ελλάδα οι οποίες θα δώσουν τη δυνατότητα στους Έλληνες του εξωτερικού να επιστρέψουν (39%), και να διευκολύνουν περαιτέρω τους Έλληνες του εξωτερικού να ψηφίζουν από τον τόπο κατοικίας τους (31%). Υπάρχει, ωστόσο, κι ένα όχι αμελητέο 15% που δηλώνουν πολύ καθαρά ότι προτιμούν «οι ελληνικές κυβερνήσεις να μην ασχολούνται με τους Έλληνες της Διασποράς».

Θα επέστρεφαν;

Η επιστροφή των Ελλήνων μεταναστών από τη Γερμανία ή από οπουδήποτε αλλού (η ετήσια παλιννόστηση κυμαίνεται μεταξύ 3% και 4%) ακόμη και μετά το τέλος της κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας παραμένει περιορισμένη. Αν και, όπως φάνηκε παραπάνω, η νοσταλγία και η αγάπη για την πατρίδα είναι ισχυρές, η πραγματικότητα –οι σταθερές δουλειές, οι κοινωνικές παροχές και η ασφάλεια στη Γερμανία– καθιστούν την παραμονή πιο ελκυστική. Η Ελλάδα παραμένει τελικά σημείο αναφοράς και προσδοκίας: Οι περισσότεροι δεν την εγκαταλείπουν συναισθηματικά, αλλά λίγοι ενδιαφέρονται να επιστρέψουν με φυσική παρουσία.

Η πλειονότητα των Ελλήνων της Γερμανίας δηλώνει ότι ούτε σκοπεύει ούτε επιθυμεί να επιστρέψει μέσα στα επόμενα τρία χρόνια. Μόνο 9% σχεδιάζουν να γυρίσουν, ενώ 49% προτιμούν να παραμείνουν στη Γερμανία. Παρ’ όλα αυτά, η μεγάλη πλειοψηφία, περίπου 7 στους 10 εκείνων που δηλώνουν ότι δεν θα επιστρέψουν στην Ελλάδα σε τρία χρόνια, λένε ότι θα ήθελαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα κάποια στιγμή στο πιο μακρινό και αόριστο μέλλον. Συνολικά, περίπου 8 στους 10 συμμετέχοντες στην έρευνα δήλωσαν ότι θα ήθελαν να επιστρέψουν κάποια στιγμή, άμεσα ή αργότερα.

Ωστόσο, φαίνεται ότι δεν κάνουν μεγάλα σχέδια για να δραστηριοποιηθούν στη χώρα. Οι περισσότεροι (53%) από όσους δηλώνουν έστω αμυδρή πρόθεση επιστροφής σκέφτονται την Ελλάδα ως τόπο που θα περάσουν τα χρόνια της σύνταξης και περίπου 1 στους 3 από αυτούς θα επέστρεφαν «για λόγους νοσταλγίας». Από την άλλη πλευρά, 42% και 26% αντιστοίχως, απαντούν ότι θα επέστρεφαν αν έβρισκαν εργασία που θα τους ικανοποιούσε οικονομικά ή θα ήταν αντίστοιχη με τα προσόντα τους.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ - ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΑΣ (.PDF)

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ - Η ΕΚΘΕΣΗ ΤΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ (.PDF)

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ (.PDF)

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΚΑΙ ΑΝΟΙΚΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ (.ZIP)