Αρθρογραφια |

Οι Συνέπειες Της Κλιματικής Αλλαγής Στην Ελλάδα - Μια Έρευνα

Μια ερευνητική ομάδα υπό τον συντονισμό του καθηγητή του ΕΚΠΑ Κώστα Καρτάλη μελετά τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στον τουρισμό, την πρωτογενή παραγωγή και τη ζωή στις πόλεις στις αμέσως επόμενες δεκαετίες.

Το ότι η κλιματική αλλαγή έχει ήδη σημαντικές και δραματικές συνέπειες στις ζωές δισεκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο δεν είναι κάτι που να χρειάζεται μεγάλη έρευνα για να τεκμηριωθεί. Το "φαινόμενο του θερμοκηπίου" είναι γνωστό και καλά κατανοημένο από τη δεκαετία του 1960, ενώ η παγκόσμια επιστημονική επιτροπή που συστάθηκε υπό την αιγίδα του ΟΗΕ για να παρακολουθεί το φαινόμενο (η "Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος" ή IPCC) λειτουργεί από το 1988. Παρόλα αυτά, δεν έχει γίνει ακόμα ευρέως και πλήρως κατανοητό το τι θα σημαίνει η γρήγορη υπερθέρμανση του πλανήτη τις επόμενες δεκαετίες. Τα τελευταία χρόνια η διαΝΕΟσις έχει αναπτύξει μια έντονη δραστηριότητα για το θέμα, δημοσιεύοντας μία μεγάλη έρευνα και μια σειρά από άλλα κείμενα και, επιπλέον, διοργανώνοντας ή συμμετέχοντας σε πολυάριθμες εκδηλώσεις με στόχο να γίνουν καλύτερα κατανοητές και εύληπτες όλες οι πτυχές του φαινομένου και, κυρίως, οι συνέπειες που θα έχει στο κοντινό μας μέλλον. Στην έρευνα του 2017, μια ομάδα ερευνητών με συντονιστή τον καθηγητή του ΕΚΠΑ Κώστα Καρτάλη ανέλυσε με λεπτομέρεια τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής σε 53 περιοχές της Ελλάδας, χωρίζοντας όλη την επικράτεια σε "τετράγωνα" πλευράς 50 χιλιομέτρων. Οι ερευνητές στη συνέχεια προχώρησαν στην ανάλυση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής σε κάθε μία από αυτές τις περιοχές για τα μέσα του αιώνα και στη συνέχεια περίγραψαν το τι θα σημαίνουν αυτές οι συνέπειες για διάφορους κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Τα ευρήματα είχαν μεγάλο ενδιαφέρον.

Στη νέα τους έρευνα, η ομάδα του κ. Καρτάλη πηγαίνει την ανάλυση σε επόμενο επίπεδο: αυτή τη φορά χώρισαν την επικράτεια σε τετράγωνα πλευράς 12,5x12,5 χιλιομέτρων, δηλαδή σε περίπου 850 διαφορετικές περιοχές. Στη συνέχεια πήραν τρία από τα σενάρια που έχει διαμορφώσει ο IPCC για το πώς θα εξελιχθούν οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου στο μέλλον, και εξέτασαν τι θα σημαίνουν αυτές οι αλλαγές για 21 διαφορετικούς κλιματικούς δείκτες σε κάθε μία από εκείνες τις 850 περιοχές της χώρας για κάθε ένα από αυτά τα σενάρια και, μάλιστα, για δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους: την 20ετία 2026-2045 και την εικοσαετία 2046-2065. Με αυτή την ανάλυση κατέγραψαν για πρώτη φορά για αυτό το σετ των κλιματικών παραμέτρων και δεικτών και τον συνδυασμό των κλιματικών μοντέλων, τις πιο ακριβείς εκτιμήσεις που είναι διαθέσιμες για τις κλιματικές συνθήκες στην Ελλάδα τις επόμενες δεκαετίες, ανάλογα με το αν η ανθρωπότητα θα καταφέρει να περιορίσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου ή όχι. Στη συνέχεια, οι ερευνητές αξιολογούν ακριβώς το τι σημαίνει η επικράτηση τέτοιων συνθηκών για τρεις κλάδους της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας: τον πρωτογενή τομέα, τον τουρισμό και τη ζωή στις πόλεις, προτείνοντας λύσεις πολιτικής για κάθε περίπτωση. Επιπλέον, καταγράφουν την κατάσταση στους τομείς της ενέργειας και των μεταφορών, τις γενικότερες οριζόντιες λύσεις που χρειάζεται το θεσμικό πλαίσιο της χώρας για να ανταπεξέλθει στις νέες συνθήκες, ενώ περιγράφουν και μια εικόνα για τις εκπομπές ανά κάτοικο, δίνοντάς μας μια ένδειξη για το πόσο συνεισφέρει η καθεμία και ο καθένας από εμάς στο πρόβλημα.

Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη την έρευνα εδώ:

Ενσωματώνοντας την κλιματική αλλαγή
στον μετασχηματισμό του αναπτυξιακού μοντέλου της Ελλάδας (PDF)

Παρακάτω έχουμε συγκεντρώσει μερικά από τα βασικά στοιχεία και τα κεντρικά συμπεράσματα της έρευνας. Αλλά πρώτα, αξίζει να αναφέρουμε μερικά βασικά πράγματα για το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής.

1. Γιατί Αλλάζει Το Κλίμα

"Kλιματική αλλαγή" αποκαλούμε κάθε μεταβολή του παγκόσμιου κλίματος που εκτείνεται σε μεγάλες χρονικές περιόδους (30 έτη και άνω). Σήμερα, ωστόσο, ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψουμε τη σταδιακή θέρμανση της ατμόσφαιρας του πλανήτη μας που καταγράφεται τα τελευταία 150 χρόνια. Ο λόγος που συμβαίνει αυτή η θέρμανση είναι, βεβαίως, το "φαινόμενο του θερμοκηπίου": όσο κάποια αέρια όπως το διοξείδιο του άνθρακα ή το μεθάνιο συσσωρεύονται περισσότερο στην ατμόσφαιρα, τόσο περισσότερη ακτινοβολία που εκπέμπεται από τη Γη εγκλωβίζεται στην κατώτερη ατμόσφαιρα, με αποτέλεσμα την αύξηση της θερμοκρασίας. Βεβαίως, η περιεκτικότητα της ατμόσφαιρας σε τέτοια αέρια αυξομειώνεται και μέσα από φυσικές διεργασίες σε κλίμακα γεωλογικών περιόδων. Στο παρελθόν έχουν υπάρξει περίοδοι με ακόμα περισσότερα "αέρια του θερμοκηπίου" στην ατμόσφαιρα από ό,τι σήμερα και ο πλανήτης ήταν πολύ πιο θερμός τότε. Η διαφορά είναι ότι, βεβαίως, η θέρμανση αυτή τη φορά γίνεται πολύ πιο γρήγορα και ότι στην επιφάνεια του πλανήτη ζουν άνθρωποι. Μέχρι τώρα στην ιστορία της ανθρωπότητας η συγκέντρωση, για παράδειγμα, CO2 στην ατμόσφαιρα ποτέ δεν είχε ξεπεράσει τα 300 μέρη ανά εκατομμύριο (ppm). Το 1860 ήταν στα 286ppm. Η ανθρώπινη δραστηριότητα, όμως, έστελνε ολοένα και περισσότερο CO2 στην ατμόσφαιρα, μέσα από διάφορες νέες και ολοένα πιο έντονες διεργασίες (καύση ορυκτών καυσίμων για την παραγωγή ενέργειας, εντατική γεωργία και κτηνοτροφία κ.ά.), καθώς και άλλα αέρια του θερμοκηπίου, όπως μεθάνιο και υποξείδιο του αζώτου. Μέχρι το 1970 η συγκέντρωση του CO2 στην ατμόσφαιρα είχε φτάσει τα 326ppm. Το 2000 ξεπέρασε τα 370ppm. Σήμερα έχει πια φτάσει τα 414ppm. Η Γη δεν ξαναείχε ποτέ τόσο υψηλές συγκεντρώσεις αερίων θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα τα τελευταία 3,5 εκατομμύρια χρόνια. Ως εκ τούτου, ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία η ανθρωπότητα δεν είχε ζήσει σε έναν τόσο θερμό πλανήτη όσο εμείς σήμερα.

Όπως αναφέραμε και παραπάνω, η διεθνής κοινότητα υπό την αιγίδα του ΟΗΕ δημιούργησε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 μια διεθνή επιστημονική επιτροπή για να παρακολουθεί το φαινόμενο, να κάνει προβλέψεις και να εισηγείται παρεμβάσεις. Έκτοτε ο IPCC έχει δημοσιεύσει έξι μεγάλες εκθέσεις και έχει βελτιστοποιήσει τα μοντέλα πρόβλεψης των κλιματικών αλλαγών σε μεγάλο βαθμό (οι προβλέψεις τους από τη δεκαετία του ’90 και το 2000 για το κλίμα σήμερα έπεσαν μέσα -και μάλιστα σήμερα επαληθεύουμε τα χειρότερα σενάριά τους). Χρησιμοποιώντας αυτά τα μοντέλα, ο IPCC αναπτύσσει μια σειρά από διαφορετικά εναλλακτικά σενάρια για τη συγκέντρωση αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα στο μέλλον, λαμβάνοντας υπ’ όψιν παράγοντες όπως η αύξηση του πληθυσμού, η οικονομική ανάπτυξη, η κατανάλωση ενέργειας, η παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, οι τεχνολογικές αλλαγές, η αποψίλωση των δασών και οι χρήσεις γης. Σε αυτή τη μελέτη χρησιμοποιήθηκαν τρία από αυτά τα σενάρια:

  • Το RCP 2.6 είναι το αισιόδοξο σενάριο. Σύμφωνα με αυτό, ο πληθυσμός της Γης φτάνει σε μια κορύφωση περί τα 9 δισ. στα μέσα του αιώνα και μετά αρχίζει να μειώνεται, η χρήση ορυκτών καυσίμων μειώνεται πολύ γρήγορα, ενώ οι εκπομπές αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου αρχίζουν να μειώνονται από το 2020 (ήδη το χάσαμε αυτό, από ό,τι φαίνεται) και φτάνουν στο 0 μέχρι το 2100. Με αυτό το σενάριο η σύσταση της ατμόσφαιρας σε CO2 φτάνει τα 442ppm το 2050 αλλά μειώνεται στα 421ppm έως το 2100, ενώ η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας φτάνει μέχρι τους 2 βαθμούς έως το 2100, σε σχέση με τη μέση θερμοκρασία πριν από τη βιομηχανική εποχή -πράγμα που είναι και λίγο-πολύ ο στόχος της Συμφωνίας των Παρισίων. Όπως έχουν τα πράγματα σήμερα, οι πιθανότητες να επαληθευτεί αυτό το σενάριο είναι σχεδόν μηδενικές. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που η Διεθνής Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή προετοιμάζει ένα νέο αισιόδοξο σενάριο, που προφανώς είναι περισσότερο απαισιόδοξο από το αισιόδοξο που ισχύει ακόμη σήμερα.
  • Το RCP 4.5 είναι το μεσαίο σενάριο. Σύμφωνα με αυτό η κορύφωση των εκλύσεων αερίων του θερμοκηπίου φτάνει γύρω στο 2045 για το CO2 και γύρω στο 2050 για το μεθάνιο, ενώ στη συνέχεια μειώνεται αρκετά δραματικά. Μεγάλες εκτάσεις αναδασώνονται, ενώ μειώνεται η κατανάλωση κρέατος. Με αυτό το σενάριο η σύσταση της ατμόσφαιρας σε CO2 φτάνει τα 487ppm το 2050 και στα 538ppm έως το 2100, ενώ η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας παγκοσμίως αγγίζει τους 3 βαθμούς έως το 2100. Αυτό σημαίνει ότι πολλά ζωικά και φυτικά είδη δεν θα μπορούν να επιβιώσουν στις συνθήκες εκείνες, ενώ οι επιπτώσεις στις ανθρώπινες κοινωνίες θα είναι πολύ έντονες.
  • Το RCP 8.5 είναι το χειρότερο σενάριο. Πρακτικά ο IPCC το χρησιμοποιεί ακριβώς έτσι: τι θα γίνει αν δεν γίνει τίποτε. Σύμφωνα με αυτό, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από την ανθρωπότητα συνεχίζουν να αυξάνονται καθ’ όλη τη διάρκεια του αιώνα. Η σύσταση της ατμόσφαιρας σε CO2 φτάνει τα 541ppm το 2050 και στο ιλιγγιώδες 936ppm έως το 2100, ενώ η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας παγκοσμίως αγγίζει έως και τους 5 βαθμούς (σε κάποιες περιοχές) έως το 2100, ασκώντας τρομακτική πίεση σε όλα τα οικοσυστήματα του πλανήτη.

Η έρευνα της διαΝΕΟσις, όπως αναφέραμε, κοιτάζει τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής σε σχεδόν 850 περιοχές της ελληνικής επικράτειας και για 21 διαφορετικούς κλιματικούς δείκτες για τις 20ετίες 2026-2045 και 2046-2065, για κάθε ένα από αυτά τα τρία σενάρια του IPCC.

Ας ρίξουμε μια ματιά στα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει.

2. Η Ελλάδα του Κοντινού Μέλλοντος

Για τις περισσότερες ανθρώπινες δραστηριότητες ο σημαντικότερος παράγοντας που επηρεάζεται από την κλιματική αλλαγή είναι, βεβαίως, η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας. Αλλά για επιμέρους τομείς, είναι σημαντικοί και άλλοι δείκτες. Για τη γεωργία και την κτηνοτροφία, ας πούμε, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο η βροχόπτωση, τα ακραία καιρικά φαινόμενα, η ξηρασία και η διάβρωση του εδάφους. Αυτοί οι παράγοντες αλληλοεπηρεάζονται και όλοι θα επηρεαστούν δραματικά από τις αλλαγές στο κλίμα το επόμενο διάστημα. Με τη σειρά τους, δε, επηρεάζουν την αγροτική και την κτηνοτροφική παραγωγή με πολλούς, περίπλοκους τρόπους, από τη διαθεσιμότητα υδάτινων πόρων και τη γονιμότητα του εδάφους μέχρι την εμφάνιση παρασίτων και ασθενειών. Το ότι θα έχουμε μεγαλύτερες θερμές περιόδους κάθε χρόνο, συχνότερη εμφάνιση ακραίων καιρικών φαινομένων, ξηρασία σε περισσότερες εκτάσεις και συχνότερες πλημμύρες θα παίξει, ασφαλώς, πολύ μεγάλο ρόλο. Οι ερευνητές δεν περιορίστηκαν στην εξέταση τυπικών κλιματικών παραμέτρων αλλά κοίταξαν και πιο σύνθετους δείκτες που φτιάχτηκαν ειδικά για να μας δώσουν μια πληρέστερη, πιο συνδυαστική εικόνα για το πώς θα είναι η κατάσταση τότε σε κάθε περιοχή της Ελλάδας. Για τις ανάγκες αυτής της έρευνας, μελέτησαν το πώς θα αλλάξουν 21 κλιματικές παράμετροι και δείκτες. Στη συνέχεια, μελέτησαν όσα μας λένε αυτοί οι δείκτες για τις πιέσεις σε συγκεκριμένες περιοχές και συγκεκριμένους τομείς της δραστηριότητας: τη γεωργία/κτηνοτροφία, τον τουρισμό και τη ζωή στις πόλεις.

Αυτή τη φορά, δε, οι επιπτώσεις εξετάστηκαν όχι μόνο για την 20ετία 2046-2065, αλλά και για την 2026-2045. Οι δε συγκρίσεις γίνονται με την περίοδο 1971-2000. 

Στη συντριπτική πλειοψηφία των κλιματικών παραμέτρων και γεωγραφικών περιοχών που εξετάζονται, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα είναι αρνητικές, αν και δεν είναι πάντα της ίδιας έντασης και δεν αποτυπώνονται ισότιμα σε όλες τις παραμέτρους ή τις περιοχές της χώρας. Η μέση θερμοκρασία στο ευρύτερο πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας την περίοδο 1971-2000, για παράδειγμα, ήταν 15,6 βαθμοί Κελσίου. Αυτός ο αριθμός από μόνος του δεν μας λέει πολλά. Ωστόσο, η μεταβολή που προβλέπεται από όλα τα σενάρια είναι που πρέπει να μας απασχολεί -θα φτάσει γύρω στους 17 βαθμούς σύμφωνα με τα καλύτερα σενάρια, αλλά θα αγγίξει τους 18 αν ισχύσει το "χειρότερο".

Άλλα παραδείγματα μπορεί με μια πρώτη ανάγνωση να φαντάζουν ακόμα και θετικά. Την περίοδο 1971-2000 η ευρύτερη περιοχή των Ιωαννίνων γνώριζε κατά μέσο όρο περίπου 31 ημέρες παγετού (το σύνολο των ημερών κατά τις οποίες η ελάχιστη ημερήσια θερμοκρασία δεν υπερβαίνει τους μηδέν βαθμούς Κελσίου) τον χρόνο. Αν ισχύσει το "καλό" (μα πολύ δύσκολο) σενάριο RCP 2.6, τα επόμενα 40 χρόνια θα έχουν κατά μέσο όρο περίπου 19 ημέρες παγετού τον χρόνο. Αν ισχύσει το "μεσαίο", θα έχουν 12 την επόμενη 25ετία. Κι αν ισχύσει το χειρότερο σενάριο, τα Ιωάννινα θα έχουν μόνο 5 ημέρες παγετού τον χρόνο μέχρι τα μέσα του αιώνα.

Γενικά, όμως, οι αναμενόμενες συνθήκες θα είναι χειρότερες. Όπως ξέρουμε και από την προηγούμενη έρευνα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μέχρι το 2050 οι ημέρες με καύσωνα στην Ελλάδα θα αυξηθούν κατά 15-20 ημέρες ετησίως, η βροχόπτωση θα μειωθεί από 10% έως 30%, οι ημέρες υψηλού κινδύνου πυρκαγιάς θα αυξηθούν από 15% έως και 70% και τα ακραία καιρικά φαινόμενα θα είναι πολύ πιο συχνά. Συνολικά στο επίπεδο της χώρας, αν ισχύσει το "καλό" σενάριο RCP 2.6 η θερμοκρασία θα αυξηθεί περί τους 2 βαθμούς μέχρι τα μέσα του αιώνα. Αν ισχύσει το "μεσαίο" RCP 4.5 θα αυξηθεί μέχρι και 2,5 βαθμούς, ενώ αν ισχύσει το εφιαλτικό RCP 8.5, η αύξηση θα φτάσει τους 3,4 βαθμούς στην ηπειρωτική Ελλάδα. Όπως γράφουν οι ερευνητές, "η χώρα αποκτά σταδιακά θερμότερο και ξηρότερο κλίμα, με ακραία καιρικά φαινόμενα που θα είναι εντονότερα, συχνότερα και με μεγαλύτερη διάρκεια".

Ας δούμε τι συνέπειες θα έχει αυτό στους τρεις κλάδους που μελετά η έρευνα.

3. Ο Αγροτικός και Κτηνοτροφικός Τομέας

Ένα ενδιαφέρον εύρημα που σίγουρα κάποιοι δεν θα περίμεναν να διαβάσουν σε μια τέτοια έρευνα: οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στον πρωτογενή τομέα δεν είναι μόνο αρνητικές. Για παράδειγμα, όπως αναφέρουν οι ερευνητές σε όλες τις περιπτώσεις και για πολλές καλλιέργειες η βλαστική περίοδος θα επιμηκυνθεί. Σε κάποιες περιοχές θα διευρυνθεί ή θα αλλάξει η δυνατότητα ανάπτυξης κάποιων καλλιεργειών (οι αυξημένες θερμοκρασίες γενικά ωφελούν το βαμβάκι). Περιοχές που έως τώρα ήταν ακατάλληλες για την καλλιέργεια συγκεκριμένων ποικιλιών κρασιού, τώρα θα γίνουν κατάλληλες. "Η εκτιμώμενη αύξηση της βλαστικής περιόδου διαμορφώνει ευνοϊκότερες συνθήκες καλλιέργειας σε όλη την Ελλάδα", γράφουν οι ερευνητές "ενώ είναι πιθανόν ότι θα αυξηθούν οι περιοχές που θα είναι κατάλληλες για καλλιέργεια". Επιπλέον, σε όλα τα σενάρια μειώνεται ο κίνδυνος καταστροφής καλλιεργειών από παγετό.

Όμως κάπου εδώ τελειώνουν τα καλά νέα. Οι περισσότερες συνέπειες θα είναι αναμφίβολα αρνητικές. Σύμφωνα με όλα τα σενάρια, μειώνονται οι βροχοπτώσεις σε όλες τις περιοχές, μειώνεται η εδαφική υγρασία (ιδιαίτερα την άνοιξη), αυξάνεται η ξηρασία σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας και αυξάνονται οι ημέρες με πολύ υψηλές θερμοκρασίες. Στη Λάρισα και τη Θεσσαλονίκη εκτιμάται ότι οι καλλιέργειες θα επηρεαστούν πολύ και από ακραία φαινόμενα.

Οι συνέπειες, δε, δεν θα είναι ομοιόμορφες σε ολόκληρη την επικράτεια. Οι περισσότερες καλλιέργειες και η κτηνοτροφία θα επηρεαστούν αρνητικά κυρίως στο Ηράκλειο της Κρήτης, την Ηλεία, την Κορινθία και τη Λάρισα. Αντίθετα, ανάμεσα στις περιοχές που θα επηρεαστούν λιγότερο είναι ο Έβρος, η Φθιώτιδα και η Αιτωλοακαρνανία. Οι επιπτώσεις θα διαφοροποιούνται και ανάλογα με την ευαισθησία και τη συμπεριφορά κάθε καλλιέργειας. Η ελιά, για παράδειγμα, είναι εξαιρετικά ανθεκτική στην ξηρασία και την υψηλή θερμοκρασία, οπότε θεωρητικά θα μπορούσε να αντέξει τις εντονότερες συνέπειες. Ωστόσο, το ότι τον χειμώνα θα κάνει λιγότερο κρύο -το κρύο είναι απαραίτητο για τη σωστή άνθιση της ελιάς- είναι πιθανό να επηρεάσει αρνητικά την παραγωγή των ελαιόδενδρων. Η παραγωγικότητα των αμπελώνων θα επηρεαστεί, επίσης, όπως, και ο λόγος των σακχάρων και οξέων στο ίδιο το προϊόν -η γεύση και ποιότητα του κρασιού που παράγεται σε όλες τις περιοχές της χώρας θα αλλάξει. Η καλλιέργεια ζωωτροφών, δε, θα έχει μειωμένη απόδοση και μεγαλύτερες απαιτήσεις για νερό.

Αλλά τι μπορεί να γίνει για να αντιμετωπιστούν αυτές οι πιέσεις; Οι ερευνητές, εστιάζοντας σε οκτώ από τις πιο σημαντικές γεωργικές και κτηνοτροφικές περιοχές της Ελλάδας (Αιτωλοακαρνανία, Θεσσαλία, Φθιώτιδα, Ηλεία, Έβρο, Ηράκλειο, Νομό Θεσσαλονίκης και Κορινθία), χαρτογράφησαν την υφιστάμενη παραγωγή, αξιολόγησαν τις πιέσεις που θα προκύψουν στις συγκεκριμένες περιοχές και για συγκεκριμένες καλλιέργειες στο κοντινό μέλλον και πρότειναν στοχευμένα μέτρα. Το αναπόδραστο συμπέρασμα είναι ότι οι παραγωγοί πρέπει να λάβουν υπ' όψιν τις επερχόμενες αλλαγές και να προσαρμόσουν τις καλλιέργειες τους κατάλληλα. Πρέπει οπωσδήποτε να δοθεί μεγάλη έμφαση στη διαχείριση των υδάτων και την αποδοτικότητα της άρδευσης, που σήμερα ακόμα δεν γίνεται με τον καλύτερο τρόπο (πολλές περιοχές της χώρας αντιμετωπίζουν ήδη σοβαρό πρόβλημα). Παρεμπιπτόντως, η διαΝΕΟσις έχει δημοσιεύσει μια έρευνα για τους ΤΟΕΒ και τους ΓΟΕΒ, τους συνεταιρισμούς αγροτών που διαχειρίζονται τα αρδευτικά νερά, η οποία προτείνει ένα νέο μοντέλο διαχείρισης ώστε να καταστούν αυτοί οι οργανισμοί βιώσιμοι.

Η διαφοροποίηση και η εναλλαγή καλλιεργειών, η επιλογή καλλιεργειών που προσαρμόζονται καλύτερα στις νέες κλιματικές συνθήκες ανά περιοχή, η επιλογή καλυμμένων καλλιεργειών και η παραγωγή σε θερμοκήπια, καθώς και η πολύ προσεκτικά στοχευμένη αποστράγγιση γεωργικής γης (που μειώνει τη διάβρωση του εδάφους και τις επιπτώσεις των πλημμυρών) είναι επίσης απαραίτητα εργαλεία για την προσαρμογή του πρωτογενούς τομέα.

Τέλος, οι κλιματικές πιέσεις που έρχονται είναι ένας ακόμα λόγος για να δοθεί έμφαση στην επονομαζόμενη "γεωργία ακριβείας", που χρησιμοποιεί σύγχρονες τεχνικές και τεχνολογικά εργαλεία (αισθητήρες στο έδαφος, GPS και εργαλεία τηλε-επισκόπησης της παραγωγής). Σε κάθε περίπτωση, οι ερευνητές τονίζουν πως όλες αυτές οι παρεμβάσεις θα πρέπει να συνοδευτούν από εκστρατείες ενημέρωσης των καλλιεργητών και των εκτροφέων τόσο για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη δουλειά τους, όσο και για τα διαθέσιμα εργαλεία για την αντιμετώπιση αυτών των επιπτώσεων.

4. Η Κλιματική Αλλαγή και οι Πόλεις

Υπάρχει ένα φαινόμενο που λέγεται "Αστική Θερμική Νησίδα". Αναφέρεται στην αυξημένη θερμοκρασία του αέρα στις πόλεις σε σχέση με άλλες κοντινές περιαστικές περιοχές και επηρεάζεται από το πόσο πυκνή είναι η δόμηση μιας πόλης, πόσο εμποδίζεται ο φυσικός της αερισμός, τι είδους ανθρώπινες δραστηριότητες φιλοξενεί και, βεβαίως, πόσους χώρους πρασίνου διαθέτει. Για την περιοχή της Αθήνας, αυτή η διαφορά μπορεί να φτάνει έως και τους 8-10 βαθμούς.

Αυτό είναι ένα ενδεικτικό στοιχείο του πόσο μεγάλη θα είναι η πίεση που θα υποστούν οι πόλεις της Ελλάδας -πολύ μεγαλύτερη από ό,τι η επαρχία- στο επόμενο διάστημα. Γι’ αυτό η ενδελεχής μελέτη των επιπτώσεων των επερχόμενων αλλαγών ειδικά στις πόλεις είναι εξαιρετικά σημαντική.

Το επόμενο διάστημα, για παράδειγμα, θα αυξηθούν τα θερμά επεισόδια σε όλη την Ελλάδα. Ως "θερμά επεισόδια" ορίζονται οι ημέρες του χρόνου κατά τις οποίες η θερμοκρασία ξεπερνά ένα όριο που σε κάθε περιοχή αλλάζει, αλλά είναι στο 90ο εκατοστημόριο της περιόδου αναφοράς. Την περίοδο 1971-2000 στο κέντρο της Αθήνας είχαμε κατά μέσο όρο 1,4 "θερμά επεισόδια" τον χρόνο. Ακόμα και με το καλύτερο σενάριο, την ερχόμενη 25ετία θα έχουμε κατά μέσο όρο 6. Με το μεσαίο σενάριο μέχρι τα μέσα του αιώνα θα έχουμε πάνω από 9.

Επιπλέον, η μέση θερμοκρασία θα αυξηθεί παντού, αλλά περισσότερο στην Πάτρα, την Καλαμάτα και την Αθήνα. Αν ισχύσει το πιο απαισιόδοξο σενάριο, η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας τους καλοκαιρινούς μήνες στην Πάτρα και την Καλαμάτα θα φτάσει πάνω από τους 3 βαθμούς. Στην Αθήνα θα ξεπεράσει τους 2 βαθμούς όποιο σενάριο κι αν επαληθευτεί, πράγμα που είναι πολύ σοβαρό.

Σε περιοχές όπως η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη και η Λάρισα οι ημέρες στις οποίες η μέγιστη θερμοκρασία υπερβαίνει τους 37 βαθμούς θα αυξηθούν πολύ. Οι "τροπικές νύχτες" (νύχτες κατά τις οποίες η θερμοκρασία δεν πέφτει κάτω από τους 20 βαθμούς) επίσης θα αυξηθούν πολύ. Αυτό είναι σημαντικό, καθώς αυτός ο δείκτης συνδέεται με τα ποσοστά θνησιμότητας και καρδιαγγειακών παθήσεων -είναι οι νύχτες κατά τις οποίες τα κτήρια δεν προλαβαίνουν να "κρυώσουν". Εξάλλου, σε πόλεις της δυτικής Ελλάδας όπως η Πάτρα και τα Ιωάννινα θα υπάρξει μεγάλη αύξηση στις ημέρες υψηλής βροχόπτωσης, που αυξάνουν τον κίνδυνο πλημμυρικών φαινομένων.

Και δεν είναι μόνο το ότι οι πόλεις θα είναι πιο ζεστές και ευάλωτες. Υπολογίζεται ότι μέχρι τα μέσα του αιώνα θα διπλασιαστούν οι ανάγκες για ψύξη σε όλες τις περιοχές της χώρας, ενώ παράλληλα θα μειωθούν οι ανάγκες για θέρμανση (ειδικά στις παραθαλάσσιες περιοχές και τα νησιά). Οι ενεργειακές ανάγκες στο σύνολό τους, όμως, αναμένεται να είναι σημαντικά υψηλότερες.

Τι μπορεί να γίνει για να προσαρμοστούν οι ελληνικές πόλεις σε αυτές τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες; Το σίγουρο είναι ότι αυτή τη στιγμή δεν είναι καθόλου καλά προετοιμασμένες. Γιατί αυτά που πρέπει να γίνουν είναι πολλά. Οι ερευνητές προτείνουν, μεταξύ άλλων, τον ανασχεδιασμό του Εξοικονομώ-Αυτονομώ ώστε να λαμβάνει υπ' όψιν το κριτήριο της θερμικής έκθεσης (το πόσο εκτεθειμένοι είναι σε υψηλές θερμοκρασίες οι πολίτες λόγω της μεγάλης ηλικίας των κατασκευών, τη μεγαλύτερη πυκνότητα πηγών θερμότητας, την έλλειψη χώρων πρασίνου κλπ.) και όχι μόνο εισοδηματικά κριτήρια, αλλά και την αναθεώρηση του Κανονισμού Ενεργειακής Απόδοσης Κτηρίων. Η καθιέρωση συγκεκριμένων στόχων σε επίπεδο δήμου (π.χ. μείωση εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έως το 2030), η πεζοδρόμηση δρόμων και η μετατροπή άλλων σε δρόμους ήπιας κυκλοφορίας είναι επίσης αποτελεσματικό εργαλείο όταν γίνεται στοχευμένα και στις σωστές περιοχές. Η δημιουργία πράσινων οροφών σε δημόσια και ιδιωτικά κτήρια μπορεί να συμβάλει στη μείωση της θερμοκρασίας του αέρα, ενώ πολύ μεγάλη επίπτωση μπορεί να έχει και η ανάπτυξη αστικών (μικρού ή μεσαίου μεγέθους) πάρκων μέσα στον αστικό ιστό. Η διαΝΕΟσις έχει τονίσει την ανάγκη αυτή σε πρόσφατη έρευνα από το 2019, ενώ διάφορες πόλεις στην Ευρώπη, όπως το Παρίσι και η Βαρκελώνη (στην έρευνα παρουσιάζονται ενδεικτικές παρεμβάσεις σε αυτές τις πόλεις), διαμορφώνουν δίκτυα μικρών πάρκων χρησιμοποιώντας ελεύθερους χώρους όπως οι σχολικές αυλές. Στη μελέτη μας οι ερευνητές εξετάζουν το πώς θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο και στα ελληνικά σχολεία, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα το 144ο Δημοτικό Σχολείο της Αθήνας στα Σεπόλια και αξιολογώντας τι θα σήμαινε για τις συνθήκες της περιοχής αν υλοποιούνταν μια σειρά από παρεμβάσεις στο συγκεκριμένο κτήριο και την αυλή του. Όπως διαπίστωσαν, οι παρεμβάσεις, που περιλαμβάνουν τη δημιουργία πράσινης οροφής, την τοποθέτηση ανακλαστικών υλικών στο προαύλιο και τη φύτευση στην αυλή, μεταξύ άλλων, θα μείωναν τη θερμοκρασία του αέρα κατά περίπου 1-3 βαθμούς Κελσίου στους χώρους και την περίμετρο του σχολείου, επιδρώντας ευεργετικά όχι μόνο στο προαύλιο αλλά και στην ευρύτερη γειτονιά μέχρι και σε απόσταση 80-100 μέτρων. Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά, αν τέτοιες παρεμβάσεις γίνονταν στο σύνολο των σχολείων του Δήμου Αθηναίων, η "δροσιστική επίδρασή" τους θα κάλυπτε 8 τετραγωνικά χιλιόμετρα -σχεδόν το 20% της έκτασης του Δήμου Αθηναίων.

Τέτοιες παρεμβάσεις θα μπορούσαν να έχουν εξαιρετικά σημαντικό αποτέλεσμα. Αξίζει να θυμόμαστε ότι η μείωση της θερμοκρασίας του αέρα στην Αθήνα έστω και κατά έναν βαθμό οδηγεί στη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας για ψύξη κατά 4,1%, των φωτοχημικών αερίων ρύπων κατά περίπου 7-8% και της θνησιμότητας (ειδικά όταν η θερμοκρασία είναι πάνω από 40 βαθμούς Κελσίου) από πνευμονολογικά και καρδιολογικά νοσήματα κατά 8%.

5. Ο Τουρισμός και η Κλιματική Αλλαγή

Όπως είχε επισημανθεί και στην προηγούμενη έρευνα, μια επιφανειακή ανάγνωση των δεδομένων που μας παρουσιάζουν οι κλιματικοί δείκτες θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η κλιματική αλλαγή μπορεί να έχει και μια θετική επίπτωση στον τουρισμό της Ελλάδας: η τουριστική περίοδος μπορεί να επιμηκυνθεί. Το καλοκαίρι μπορεί να κρατά από τον Μάιο μέχρι τον Σεπτέμβριο -και αυτό είναι κάτι που θα έρθει σχετικά σύντομα. Ωστόσο, παράλληλα η συχνότερη εμφάνιση καυσώνων θα κάνει την εμπειρία εκατομμυρίων τουριστών που επισκέπτονται τη χώρα μας στο καλοκαίρι χειρότερη. Περιοχές όπως η Χαλκιδική, η Ρόδος, η Κρήτη και τα νησιά του Αργοσαρωνικού θα έχουν πολύ περισσότερες θερμές ημέρες κάθε καλοκαίρι. Περισσότερες "τροπικές νύχτες" (νύχτες στις οποίες η θερμοκρασία του αέρα δεν πέφτει κάτω από τους 20 βαθμούς) θα έχει όλη η επικράτεια, αλλά κυρίως τα δυτικά παράλια, τα Ιόνια Νησιά, η Δυτική Πελοπόννησος και η Κεντρική Μακεδονία [αν επαληθευτούν τα χειρότερα σενάρια, σε αυτή τη λίστα προστίθενται και η Κρήτη, η Εύβοια, η Ανατολική Μακεδονία και η Θράκη (στα παράλια) και άλλες περιοχές]. Οι καύσωνες (επεισόδια με πολύ υψηλές θερμοκρασίες, απουσία ανέμων και διάρκεια τουλάχιστον τριών συνεχόμενων ημερών) θα είναι πολύ περισσότεροι παντού. Επιπλέον, η μεταβολή της θερμοκρασίας μπορεί να οδηγήσει στην περαιτέρω μείωση της -ήδη σύντομης- χιονοδρομικής περιόδου, καθιστώντας μη βιώσιμη τη λειτουργία χιονοδρομικών κέντρων στην Ελλάδα. Σε κάποια από αυτά έχουν ήδη αρχίσει οι εργασίες διαμόρφωσης του τοπίου (με την αφαίρεση βράχων) για να λειτουργούν οι πίστες με λιγότερο χιόνι.

Αλλά οι επιπτώσεις μπορεί να είναι και άλλες: η αύξηση των ακραίων καιρικών φαινομένων, η αλλοίωση του τοπίου λόγω της αύξησης της στάθμης της θάλασσας, η διατάραξη της βιοποικιλότητας, τα αυξημένα έξοδα των τουριστικών επιχειρήσεων για ψύξη. 

Για να αναλύσουν το φαινόμενο διεξοδικά, οι ερευνητές επέλεξαν 91 τουριστικές περιοχές, χωρισμένες σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με το αν είναι πολύ ανεπτυγμένες (όπως η Μύκονος, η Σαντορίνη, η Ρόδος, η Χερσόνησος Ηρακλείου), απλά ανεπτυγμένες (η Μονεμβασιά, το Ναύπλιο, η Σύρος) ή αναπτυσσόμενες (η Κάρπαθος, η Αιδηψός, τα Κύθηρα, οι Παξοί). Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, αν ισχύσει το δυσμενές σενάριο, στις 52 από αυτές τις περιοχές η αύξηση της θερμοκρασίας μέχρι τα μέσα του αιώνα θα ξεπεράσει τους 2,5 βαθμούς Κελσίου σε σχέση με την περίοδο 1971-2000.

Οι λύσεις που προτείνονται για την προσαρμογή του κλάδου στις συνθήκες αυτές περιλαμβάνουν 14 επιχειρησιακά σχέδια, από το χωροταξικό (που θα πρέπει να λαμβάνει υπ' όψιν τις αλλαγές στις κλιματικές συνθήκες), και τις ενεργειακές υποδομές για τους δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς, μέχρι την ενίσχυση της ανθεκτικότητας υποδομών σε ακραία καιρικά φαινόμενα, τα αντιπλημμυρικά έργα και τα σχέδια προσαρμογής πολιτιστικών πόρων τουριστικού ενδιαφέροντος.

6. Η Ενέργεια και Εμείς

Το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας ασχολείται με την προσαρμογή τομέων της ζωής και της οικονομικής δραστηριότητας στις νέες κλιματικές συνθήκες που σε κάποιον βαθμό είναι αναπόφευκτες. Ένα άλλο μέρος της, όμως, ασχολείται και με το θέμα του περιορισμού της αιτίας που προκαλεί αυτές τις νέες κλιματικές συνθήκες. Στο κεφάλαιο 5 της μελέτης, οι ερευνητές ασχολούνται με το θέμα της ενέργειας, που ήταν το αντικείμενο και άλλης ειδικής έρευνας της διαΝΕΟσις πρόσφατα.

Αξίζει να αναφέρουμε εδώ ότι η χώρα μας δεν συνεισφέρει πάρα πολύ στο φαινόμενο του θερμοκηπίου: μόνο το 0,18% των παγκόσμιων εκπομπών προέρχονται από εδώ (όπου, βεβαίως, κατοικεί το 0,13% του παγκόσμιου πληθυσμού, οπότε εκπέμπουμε λίγο παραπάνω από ό,τι μας αναλογεί). Το 2019, μάλιστα, η Ελλάδα απελευθέρωνε 20% λιγότερα αέρια του θερμοκηπίου από ό,τι το 1990. Όπως έχει αναλυθεί εκτενώς, ένα μεγάλο μέρος αυτής της μείωσης οφείλεται στην οικονομική κρίση της δεκαετίας 2010-2020, αλλά ένα άλλο μέρος μπορεί να αποδοθεί στη ραγδαία αύξηση του ρόλου των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) στο ενεργειακό μείγμα της χώρας.

Η παραγωγή και κατανάλωση ενέργειας είναι ίσως η σημαντικότερη πηγή αερίων του θερμοκηπίου. Δεν είναι η μόνη -κάποιοι κλάδοι της βιομηχανικής παραγωγής και των κατασκευών και, βεβαίως, ο αγροδιατροφικός τομέας, καθώς και άλλες διεργασίες εκλύουν υπολογίσιμο ποσοστό των αερίων του θερμοκηπίου που καταλήγουν στην ατμόσφαιρα- αλλά χωρίς σημαντικές αλλαγές στον ενεργειακό κλάδο δεν υπάρχει περίπτωση να επιτευχθεί κανένας από τους φιλόδοξους στόχους που θέτουν τα κράτη και η επαλήθευση των χειρότερων σεναρίων θα είναι αναπόφευκτη.

Σύμφωνα με την ανάλυση της έρευνας, οι ΑΠΕ είναι ήδη ώριμες και φτηνές για να συνεισφέρουν σημαντικά στη λύση. Μπορεί φέτος να μην φύσηξε πολύ και η συνεισφορά των ανεμογεννητριών να ήταν μικρότερη, σύμφωνα όμως με τα σενάρια του IPCC μέχρι την 20ετία του 2046-2065 η κατανομή του αιολικού δυναμικού της χώρας μας δεν θα αλλάξει -ειδικά το Αιγαίο Πέλαγος θεωρείται μάλιστα από τις ιδανικές περιοχές ανάπτυξης υπεράκτιων αιολικών πάρκων, λαμβάνοντας υπ' όψιν και τα δίκτυα διασύνδεσης που αναπτύσσονται στην περιοχή (εδώ μπορείτε να διαβάσετε ένα πρόσφατο σχετικό άρθρο). Επιπλέον, στον ενεργειακό τομέα οι ερευνητές τονίζουν ότι θα πρέπει να επιταχυνθεί η βελτίωση ενεργειακής αποδοτικότητας των κτηρίων, να αντικατασταθεί σύντομα ο στόλος των επιβατικών αυτοκινήτων, να αντικατασταθούν σταδιακά τα συστήματα θέρμανσης με πετρέλαιο στα κτήρια και να επιταχυνθεί η εγκατάσταση έξυπνων μετρητών ηλεκτρικού ρεύματος. Όλα αυτά είναι απαραίτητα βήματα για να επιτευχθούν οι στόχοι που έχουν τεθεί από την ΕΕ και έχουν υιοθετηθεί κι από τη χώρα μας. Πάντως, απέχουμε αρκετά ακόμα από αυτούς τους στόχους. Η "Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία" προβλέπει τη διαμόρφωση 100 "κλιματικά ουδέτερων πόλεων" στην Ευρώπη μέχρι το 2030. Σύμφωνα με τους ερευνητές και όπως έχουν τα πράγματα, οι πιθανότητες για μία ελληνική πόλη να ενταχθεί σε αυτή την ομάδα μέσα σε λιγότερα από 9 χρόνια είναι πολύ λίγες.

Τέλος, οι ερευνητές εξέτασαν και κάτι άλλο σημαντικό και ενδιαφέρον: το πόσα αέρια του θερμοκηπίου εκλύει κάθε κάτοικος της Ελλάδας ανάλογα με τη δραστηριότητά του. Μέρος του δημόσιου διαλόγου, άλλωστε, έχει να κάνει με αλλαγές ή προσαρμογές που μπορεί ή πρέπει να κάνουν οι πολίτες στις ζωές τους για να μειώσουν το "αποτύπωμά τους". Σε αυτή την έρευνα έγινε μια απόπειρα να καταγραφεί ακριβώς ποιο είναι αυτό το "αποτύπωμα", αν μπορεί να ελαττωθεί με ήπιες ή ανώδυνες παρεμβάσεις και, βεβαίως, το αν έχει νόημα οι μεμονωμένοι πολίτες να μπουν σε μια τέτοια διαδικασία.

Σύμφωνα με τη μελέτη, λοιπόν, σήμερα η μέση Ελληνίδα ή ο μέσος Έλληνας εκπέμπει 7 τόνους διοξειδίου του άνθρακα ανά έτος. Αν είναι να επιτευχθεί ο στόχος της ΕΕ για τη μείωση των εκλύσεων κατά 55% μέχρι το 2030, θα πρέπει τότε να εκπέμπουμε περίπου 3 τόνους έκαστος ή έκαστη. Ένα μεγάλο μέρος αυτής της αλλαγής θα (πρέπει να) συντελεστεί μέσα από αλλαγές που δεν τις ελέγχουμε. Για παράδειγμα, ένα υπολογίσιμο μέρος των εκλύσεων του καθενός μας (σχεδόν το 10%) προέρχεται από την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας στο σπίτι -αν αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο παράγεται η ενέργεια που καταναλώνουμε προς το "καθαρότερο", οι εκπομπές αυτές θα μειωθούν δραματικά. Και αυτό είναι κάτι που εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, θα γίνει: η καύση του λιγνίτη θα σταματήσει, το φυσικό αέριο που θα τον αντικαταστήσει εν μέρει εκπέμπει λιγότερα αέρια, ενώ η επέκταση των ΑΠΕ θα μειώσει το πόσο CO2 εκπέμπουμε για να κρατάμε τα φώτα αναμμένα ακόμα περισσότερο. Κάποιες άλλες δραστηριότητες, όμως, εξαρτώνται περισσότερο από τη δική μας συμπεριφορά. Το αν τρώμε πολύ ή λίγο κρέας (η παραγωγή του οποίου σε όλα της τα στάδια εκλύει τεράστιες ποσότητες αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα) ή το αν αντικαταστήσουμε το σύστημα θέρμανσης του σπιτιού που καίει πετρέλαιο (σε αυτό οφείλεται το 6-7% των εκπομπών μας) με μια αντλία θερμότητας επηρεάζει το αποτύπωμά μας. Αλλά η αλλαγή που έχει τον μεγαλύτερο αντίκτυπο φαίνεται ότι είναι ο τρόπος με τον οποίο μετακινούμαστε. Η χρήση βενζινοκίνητων ή πετρελαιοκίνητων ΙΧ και τα αεροπορικά ταξίδια ευθύνονται έως και για τις μισές εκπομπές CO2 της καθεμιάς και του καθενός από εμάς. Σκεφτείτε ότι η χρήση ενός ΙΧ για ένα χρόνο από μια τετραμελή οικογένεια εκλύει περίπου όσο CO2 εκλύει ολόκληρη η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας του σπιτιού της όλο τον χρόνο. Ένας πολίτης που ταξιδεύει τέσσερις φορές τον χρόνο Αθήνα-Θεσσαλονίκη μετ’ επιστροφής με το αεροπλάνο εκλύει 1,28 τόνους ισοδύναμου CO2 μόνο από αυτό -αν έκανε το ίδιο ταξίδι με τρένο, θα έκλυε μόνο 0,28 τόνους ισοδύναμου CO2.

Στον πίνακα 15 της μελέτης καταγράφεται ένα σενάριο ενδεικτικών εκλύσεων για ένα μέλος τετραμελούς νοικοκυριού, χρήσιμο για να πάρουμε μια ιδέα για το πώς η καθημερινότητά μας επηρεάζει το φαινόμενο.

Ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε εδώ πως, από ό,τι φαίνεται, η λύση του προβλήματος της κλιματικής αλλαγής δεν μπορεί να έρθει από ευαισθητοποιημένους πολίτες που μειώνουν την κατανάλωση κρέατος ή παίρνουν πιο συχνά τα ΜΜΜ. Η επίπτωση του καθενός και της καθεμίας είναι απειροελάχιστη και, πραγματικά, αμελητέα μπροστά στις εκπομπές του τομέα της ενέργειας, των κατασκευών, της κτηνοτροφίας ή κάποιων κλάδων της βιομηχανίας. Κι οι αλλαγές που θα μετριάσουν το πρόβλημα σε αυτούς τους τομείς μπορούν να έρθουν μόνο από τα κράτη -μόνο αυτά μπορούν να τις σχεδιάσουν και να τις επιβάλλουν. Από ό,τι φαίνεται, το σημαντικότερο πράγμα που μπορούν να κάνουν οι πολίτες -σημαντικότερο από το να ταξιδεύουν πιο σπάνια με το αεροπλάνο- είναι να πιέζουν τις κυβερνήσεις τους προς τη σωστή κατεύθυνση, για να υλοποιηθούν λύσεις όπως αυτές που περιλαμβάνονται στην έρευνα.

7. Οι Οριζόντιες Λύσεις και Η Ελπίδα

Πέρα από τις επιμέρους λύσεις που προτείνουν στα διάφορα επιμέρους κεφάλαια, οι ερευνητές επισημαίνουν ότι η κλιματική αλλαγή θα πρέπει να παίξει σημαντικό ρόλο στην αναθεώρηση ολόκληρου του θεσμικού πλαισίου της χώρας μας, από τα περιφερειακά χωρικά πλαίσια και τα σχέδια διαχείρισης υδάτων, μέχρι τα τοπικά πολεοδομικά σχέδια όλων των περιοχών της χώρας. Οριζόντια είναι και η ανάγκη της βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης σε όλους τους κλάδους της δραστηριότητας, από τη βιομηχανία μέχρι τα κτήρια, ώστε να μειωθεί η ενεργειακή ζήτηση (πράγμα που θα κάνει ευκολότερη την κάλυψη των αναγκών και την εξασφάλιση της ενεργειακής επάρκειας μετά το τέλος του λιγνίτη), η κατάρτιση διαχειριστικών σχεδίων για την προστασία της γεωργικής παραγωγής (ειδικά στην Κεντρική Μακεδονία και τη Θεσσαλία) ενώ απαραίτητη θα είναι η κατάρτιση σχεδίων για την προσαρμογή τουριστικών περιοχών που υφίστανται ήδη τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, ή εκτιμάται ότι θα πληγούν περισσότερο τις ερχόμενες δεκαετίες. Είναι απαραίτητο, δε, να ενσωματωθεί η παράμετρος της κλιματικής αλλαγής στον σχεδιασμό όλων των μεγάλων νέων υποδομών (από γέφυρες και αεροδρόμια μέχρι ξενοδοχεία και μαρίνες) που συνήθως έχουν χρόνο ζωής που μετριέται σε δεκαετίες. Όπως είδαμε παραπάνω, σε λίγες δεκαετίες οι συνθήκες θα είναι πολύ διαφορετικές από αυτές που ισχύουν σήμερα.

Όλα αυτά θα πρέπει να γίνουν ώστε οι υποδομές, η οικονομική δραστηριότητα και η κοινωνική συνοχή της χώρας μας να θωρακιστούν απέναντι στις αλλαγές που θα έρθουν. Ο βαθμός της προσαρμογής που θα χρειαστεί (και, κατά συνέπεια, το πόσο δύσκολη θα είναι) θα εξαρτηθεί από το ποιο σενάριο θα επαληθευτεί τελικά. Θα πάμε σε έναν κόσμο ακόμα πιο ζεστό από τον σημερινό, μεν, αλλά σε βαθμό διαχειρίσιμο; Ή μήπως -που είναι και το πιο πιθανό- σε έναν πολύ πιο ζεστό κόσμο, με πολύ πιο έντονα φαινόμενα από αυτά που βλέπουμε σήμερα γύρω μας; Ούτε οι πολίτες ξεχωριστά, αλλά ούτε και τα περισσότερα μικρά κράτη του κόσμου μπορούν να επηρεάσουν την απάντηση αυτού του ερωτήματος σε μεγάλο βαθμό. Μόνο η διεθνής συνεργασία των μεγαλύτερων χωρών του κόσμου μπορεί να δώσει τις απαραίτητες λύσεις. Και, βέβαια, βήματα γίνονται. Η ΕΕ και μαζί της η Ελλάδα έχει δεσμευτεί να μειώσει τις εκπομπές κατά 55% μέχρι το 2030 και στο μηδέν μέχρι το 2050. Το αν μπορεί να το πετύχει, και το αν θα την ακολουθήσουν και οι υπόλοιπες χώρες εξίσου αποτελεσματικά, είναι κάτι που απομένει να αποδειχτεί.