Αρθρογραφια |

Οι Αντιλήψεις Των Ελλήνων Για Την Κλιματική Αλλαγή

H καθηγήτρια του ΕΚΠΑ Εμμανουέλα Δούση σχολιάζει ότι οι Έλληνες ανησυχούν για την κλιματική αλλαγή αλλά η γνώση τους για τις πολύπλευρες διαστάσεις της είναι περιορισμένη.

Η έρευνα που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του Υπουργείου Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας σχετικά με τις αντιλήψεις των Ελλήνων για την κλιματική αλλαγή, τη σοβαρότητά της και την προσαρμογή των πολιτών σε αυτήν, αποκάλυψε ορισμένα χρήσιμα στοιχεία. Καταρχάς επιβεβαίωσε ότι οι περισσότεροι εμπίπτουν στην κατηγορία αυτών που εκφράζουν ανησυχία για την κλιματική αλλαγή και τις επιπτώσεις της. Η συντριπτική πλειονότητα των ερωτηθέντων αναγνωρίζει ότι η κλιματική αλλαγή είναι υπαρκτό πρόβλημα (90,5%) και οφείλεται στην ανθρώπινη δράση (90%). Μόλις 5,3% δηλώνει ότι οφείλεται σε φυσικούς-περιβαλλοντικούς παράγοντες. Οι περισσότεροι φαίνεται να αντιλαμβάνονται πόσο απειλητικές είναι οι επιπτώσεις από τις δασικές πυρκαγιές, τις πλημμύρες, την υπερθέρμανση, ωστόσο δεν κατανοούν πλήρως τους παράγοντες που συμβάλλουν στην πρόκληση του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής, και το ότι αυτοί συχνά συνδέονται και με τις δικές τους καθημερινές, ατομικές επιλογές. Οι αυθόρμητες απαντήσεις μαρτυρούν ότι η γνώση για τη διαχρονική κλιματική κρίση και τις άμεσες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της κλιματικής απορρύθμισης είναι περιορισμένη.

Η έρευνα αποκαλύπτει επίσης ότι οι συμμετέχοντες σε αυτήν αδυνατούν να αντιληφθούν τη σοβαρότητα του προβλήματος ειδικότερα για τη χώρα μας. Η πλειονότητα δηλώνει μεν ότι η καταστροφή του περιβάλλοντος και η κλιματική αλλαγή βρίσκονται στις πρώτες θέσεις του καταλόγου με τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο πλανήτης σήμερα, όταν όμως η συζήτηση στρέφεται στην Ελλάδα, σοβαρότερα προβλήματα –ιδίως για τους νέους– θεωρούνται η ακρίβεια και η οικονομία, ενώ η καταστροφή του περιβάλλοντος και η κλιματική αλλαγή κατρακυλούν πολύ χαμηλά στην ιεράρχηση των σημαντικότερων προβλημάτων, με ποσοστά μόλις 2,5% και 1,3%, αντίστοιχα. Αυτά τα ισχνά ποσοστά υποδηλώνουν ότι υπάρχει μάλλον μέτριος βαθμός περιβαλλοντικής συνείδησης και, σίγουρα, χαμηλή αντίληψη του επερχόμενου κινδύνου. Είναι προφανές ότι η πλειονότητα των συμμετεχόντων στην έρευνα αδυνατεί να κατανοήσει το ότι -αλλά και το πώς- η καταστροφή του περιβάλλοντος και η κλιματική αλλαγή μπορούν να επηρεάσουν άμεσα την καθημερινότητά τους και να επιβαρύνουν την ευαλωτότητα συγκεκριμένων κλάδων της οικονομίας και περιοχών της χώρας, καθώς και των ίδιων των πολιτών.

Τα παραπάνω στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι η κατανόηση της κλιματικής κρίσης από την κοινή γνώμη παραμένει διφορούμενη υπόθεση. Παρόλο που ο βαθμός ανησυχίας τους είναι πολύ υψηλός, οι Έλληνες δεν γνωρίζουν αρκετά στοιχεία για τις καταστροφικές συνέπειες της κλιματικής απορρύθμισης, δεν κατανοούν τον αντίκτυπο της συμπεριφοράς τους ούτε συνειδητοποιούν αν και σε ποιο βαθμό τη βιώνουν στην καθημερινότητά τους. Σε ό,τι αφορά τις δράσεις που ανέλαβαν οι ίδιοι οι ερωτώμενοι για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, πρώτη στον κατάλογο των απαντήσεων βρίσκεται η ανακύκλωση (89,9%), δεύτερη η μείωση της κατανάλωσης ενέργειας (86,2%), στη μέση περίπου η εξοικονόμηση νερού (56,3%), ενώ αρκετά χαμηλότερα εμφανίζεται η ενεργειακή αναβάθμιση του σπιτιού (39,4%) και η συλλογή απορριμμάτων σε δασικές περιοχές (29,2%). Όσον αφορά ειδικότερα τις δράσεις προσαρμογής, οι περισσότεροι αναγνωρίζουν ότι πρέπει να ασφαλίσουν την περιουσία τους έναντι φυσικών καταστροφών (72,8%), ωστόσο λίγοι δηλώνουν ότι το έχουν ήδη πράξει (26,1%). Οι απαντήσεις αυτές δείχνουν ότι οι πολίτες δεν γνωρίζουν τι πρέπει να κάνουν οι ίδιοι για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής ή/και πώς να ιεραρχήσουν τις προτεραιότητες.

Ένα ακόμη στοιχείο που θα πρέπει να μας προβληματίσει είναι η περιορισμένη εμπιστοσύνη στους θεσμούς. Οι ερωτώμενοι δηλώνουν σε πολύ μεγάλο ποσοστό ότι τόσο η Πολιτεία (80,7%) όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση (76,1%) δεν αναλαμβάνουν επαρκείς δράσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Οι περισσότεροι θεωρούν τις εθνικές κυβερνήσεις πρωτίστως υπεύθυνες για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, εκτιμώντας ότι αυτές θα πρέπει να αναζητήσουν λύσεις στο πρόβλημα. Ακολουθούν οι πολίτες, η ΕΕ, ενώ οι επιχειρήσεις, η βιομηχανία και η τοπική αυτοδιοίκηση συγκεντρώνουν αισθητά χαμηλότερα ποσοστά στις απαντήσεις.

Η έρευνα αποκαλύπτει επίσης ορισμένες παρανοήσεις σε σχέση με το θέμα των ανεμογεννητριών. Ιδιαίτερα υψηλό είναι το ποσοστό εκείνων που θεωρούν ότι μετά από καταστροφικές πυρκαγιές στα δάση "φυτρώνουν" ανεμογεννήτριες (55,1%) και ακόμα υψηλότερο το ποσοστό των ερωτηθέντων που δηλώνουν ότι οι περισσότερες πυρκαγιές είναι αποτέλεσμα σκόπιμου εμπρησμού (73,4%). Φαίνεται λοιπόν ότι η πλειονότητα των συμμετεχόντων στην έρευνα αδυνατεί να συνδέσει τη δραματική αύξηση των καταστροφικών πυρκαγιών με την κλιματική αλλαγή, εκτιμώντας πιθανώς ότι οι πυρκαγιές προκαλούνται σκοπίμως για να τοποθετηθούν στη συνέχεια ανεμογεννήτριες.

Τα παραπάνω στοιχεία αποδεικνύουν περίτρανα ότι παρά την έντονη ανησυχία, οι ερωτώμενοι αδυνατούν να κατανοήσουν ή νομίζουν ότι κατανοούν την κλιματική αλλαγή και τις πολιτικές που στοχεύουν στον μετριασμό και την προσαρμογή σε αυτήν. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνει ότι υπάρχει ένα έλλειμμα ουσιαστικής επικοινωνίας ανάμεσα στην επιστήμη, την Πολιτεία και την κοινωνία και υπογραμμίζει την ανάγκη να βρεθεί μια κοινή γλώσσα επικοινωνίας. Η συστηματική ενημέρωση των πολιτών με απλό και εύληπτο τρόπο από την Πολιτεία σε συνεργασία με την επιστήμη αποτελεί το πρώτο βήμα για την κατανόηση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και των παραγόντων που συμβάλλουν στην πρόκληση του φαινομένου, καθώς και των απαραίτητων δράσεων για την αντιμετώπισή του. Επιπλέον, η δημιουργία μιας ανοικτής γραμμής επικοινωνίας με έναν επίσημο φορέα στον οποίο να μπορεί να ανατρέξει ο πολίτης και να απευθύνει τις ερωτήσεις του θα ήταν ιδιαιτέρως χρήσιμη. Απαιτείται να μάθουν οι πολίτες για ποιο λόγο χρειάζεται άμεση δράση, να γνωρίζουν ποια είναι τα διλήμματα που προκύπτουν σε αυτή την πορεία, καθώς και ότι δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Να γνωρίζουν τι όφελος θα έχουν και πώς μπορούν να συμβάλουν οι ίδιοι σε αυτή την προσπάθεια. Η εξοικείωση με το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής με μεγαλύτερη έμφαση σε τοπικά δεδομένα θα μπορούσε να βοηθήσει ακόμα περισσότερο προς αυτή την κατεύθυνση.

Αρκεί όμως η ενημέρωση για να επηρεάσει τη στάση των πολιτών και να οδηγήσει στις αλλαγές συμπεριφοράς που θα μεταβάλουν σημαντικά τον καθημερινό τρόπο ζωής; Έχει πρόσφατα διαπιστωθεί ότι η γνώση από μόνη της δεν επαρκεί για τη δημιουργία προδιάθεσης φιλοπεριβαλλοντικής συμπεριφοράς και την ανάδυση της προθυμίας των πολιτών να έχουν πιο ενεργό ρόλο μέσα από πρωτοβουλίες σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, ιδίως όταν αυτές έχουν κόστος.1 Η επίγνωση του αντίκτυπου της ατομικής συμπεριφοράς και ευθύνης απέναντι στην κλιματική αλλαγή και των παραγόντων που την επηρεάζουν είναι καίριας σημασίας για την ανάληψη στοχευμένων δράσεων. Ιδιαίτερη σημασία έχει επίσης η κατανόηση των πολιτικών και των μέτρων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, και ιδίως των μέτρων προσαρμογής στους κλιματικούς κινδύνους. Αυτό θα μπορούσε να δρομολογηθεί με τον σχεδιασμό στοχευμένων και πολυεπίπεδων εκπαιδευτικών δράσεων, την ενδυνάμωση της συμμετοχής των πολιτών σε διαδικασίες που αφορούν τον σχεδιασμό και την εφαρμογή πολιτικών για την κλιματική αλλαγή, καθώς και με την εδραίωση μιας στοιχειώδους κοινωνικής οργάνωσης και την ανάθεση ρόλων σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. Να εκπαιδευτούν, για παράδειγμα, οι πολίτες στο τι να κάνουν σε περίπτωση πλημμύρας ή πυρκαγιάς. Να διαμορφωθούν δρόμοι διαφυγής και χώροι συγκέντρωσης στα αστικά κέντρα. Δεν είναι μόνο τα αντιπλημμυρικά έργα ή η αγορά περισσότερων πυροσβεστικών οχημάτων και ο συντονισμός των αντίστοιχων υπηρεσιών. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι στις πόλεις μας οι κάτοικοι είναι ανέτοιμοι να συντονιστούν, να συνεργαστούν, να προφυλάξουν τους εαυτούς τους και να βοηθήσουν σε μια δύσκολη στιγμή. Το τοπικό επίπεδο αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή και ο ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης σε αυτή την προσπάθεια είναι ζωτικής σημασίας.

Είναι σαφές, επίσης, ότι υπάρχει ανάγκη να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην πρόληψη και όχι μόνο στην καταστολή. Αν πιάσει φωτιά ή προκληθεί μια πλημμύρα, τότε είναι αργά, η ζημιά έχει ήδη συμβεί. Παρόλο που η χώρα έζησε πολλές καταστροφές τα τελευταία χρόνια, καμία δεν φαίνεται να έγινε μάθημα. Το πώς χτίζουμε, το πώς ζούμε μέσα στον χώρο, που έχει άμεση σχέση με την ασφάλειά μας, δεν είναι μόνο θέμα του κράτους. Πολύ συχνά το ιδιωτικό συμφέρον υπερέχει του συλλογικού. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι στον δημόσιο διάλογο αναδεικνύεται περισσότερο το δικαίωμα σε ένα υγιές, καθαρό και βιώσιμο περιβάλλον χωρίς να τονίζεται η υποχρέωση που αντιστοιχεί σε αυτό το δικαίωμα, δηλαδή η υποχρέωση σεβασμού και διατήρησης του περιβάλλοντος, όχι μόνο για τις σημερινές αλλά και τις μελλοντικές γενιές.

Η αποτελεσματικότητα των πολιτικών για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη συμπεριφορά των τελικών αποδεκτών (όχι μόνο των πολιτών αλλά και των επιχειρήσεων) και αυτό είναι ένα σημείο που θα πρέπει επίσης να ληφθεί σοβαρά υπόψη. Για να πετύχουμε καλύτερα αποτελέσματα δεν αρκεί η λήψη μέτρων από την κυβέρνηση και η προσήλωση της διοίκησης στην εφαρμογή των στόχων, ούτε η μεμονωμένη ευαισθητοποίηση του ιδιωτικού τομέα και της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών, αλλά χρειάζεται συντονισμένη κινητοποίηση όλων των φορέων και των πολιτών για το κομμάτι που αντιστοιχεί στον καθένα.

Οι έρευνες κοινής γνώμης παίζουν κρίσιμο ρόλο στον σχεδιασμό και τη διαμόρφωση επιμέρους δράσεων εκπαίδευσης και ενημέρωσης, καθώς και στην ιεράρχηση προτεραιοτήτων για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Ωστόσο, είναι περισσότερο χρήσιμες όταν διενεργούνται τακτικά και με τις ίδιες προδιαγραφές ώστε να διαπιστώνεται η εξέλιξη της στάσης της κοινής γνώμης και, μέσω αυτής, η αποτελεσματικότητα των δράσεων για την κλιματική αλλαγή. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, η έρευνα κοινής γνώμης Climate Change in the American Mind διεξάγεται δύο φορές τον χρόνο. Διερευνά, χαρτογραφεί και εξηγεί το επίπεδο γνώσης για ζητήματα που αφορούν την κλιματική αλλαγή, την αντίληψη κινδύνου, τις πολιτικές και τη συμπεριφορά των πολιτών για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Τα αποτελέσματα δημοσιεύονται σε ειδικές εκθέσεις και πληθώρα άρθρων σε επιστημονικά περιοδικά με αξιολόγηση, προσφέροντας σημαντικά στοιχεία για τον σχεδιασμό εκπαιδευτικών και ενημερωτικών δράσεων όχι μόνο από την κεντρική κυβέρνηση και τις τοπικές αρχές, αλλά και από περιβαλλοντικές οργανώσεις, εκπαιδευτικά ιδρύματα, επιχειρήσεις και επιστημονικούς φορείς.

Η έρευνα κοινής γνώμης που πραγματοποίησε το Υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας θα μπορούσε να αποτελέσει την αφετηρία για την τακτική συγκέντρωση και ενημέρωση δεδομένων για τις αντιλήψεις και τη στάση των πολιτών σε θέματα που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή και τους τρόπους προσαρμογής σε αυτήν. Χρειαζόμαστε δεδομένα όχι μόνο σε εθνικό αλλά και σε τοπικό επίπεδο για να κατανοήσουμε σε μεγαλύτερο βάθος τι πιστεύουν οι κάτοικοι διαφορετικών περιοχών της χώρας, ιδίως εκείνων που είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στις καταστροφικές συνέπειες της κλιματικής απορρύθμισης, όπως είναι για παράδειγμα οι παράκτιες και οι αγροτικές περιοχές. Με τακτικές έρευνες, εμπεριστατωμένη ενημέρωση και περισσότερες δράσεις σε τοπικό επίπεδο είναι βέβαιο ότι θα έχουμε καλύτερα αποτελέσματα.

* Η Εμμανουέλα Δούση είναι Καθηγήτρια στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ, και Διευθύντρια της έδρας UNESCO για την κλιματική διπλωματία.


Παραπομπές

1. CLIMPACT – Εθνικό Δίκτυο για την Κλιματική Αλλαγή, Έκθεση για τις ευρύτερες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και των μέτρων μείωσης των εκπομπών στην οικονομία, στην κοινωνία και στο περιβάλλον, Ιούλιος 2022.