Αρθρογραφια |

World Values Survey: Αξίες και Απόψεις των Ελλήνων το 2025

Η διαΝΕΟσις, για δεύτερη φορά, υποστηρίζει και δημοσιεύει το ελληνικό σκέλος των απαντήσεων στη World Values Survey, μια εκτενή έρευνα κοινής γνώμης που διεξάγεται σε δεκάδες χώρες.

Η World Values Survey (WVS) είναι ένα διεθνές ερευνητικό έργο που έχει ως στόχο να αναδείξει το πώς συγκρίνονται, εξελίσσονται ή αλλάζουν οι βασικές αξίες, οι πεποιθήσεις και οι στάσεις των ανθρώπων σε διαφορετικές περιοχές του κόσμου για πολλά θέματα. Διεξάγεται από το 1981, συνήθως σε εξαετή «κύματα», όπου το ίδιο, ιδιαιτέρως εκτενές ερωτηματολόγιο «τρέχει» με κοινή και αυστηρά καθορισμένη μεθοδολογία σε δεκάδες χώρες. Με αυτό τον τρόπο παράγεται ένας αξιοσημείωτος πλούτος δεδομένων, τα οποία μάλιστα «απλώνονται» και στον χρόνο. Συνεπώς, η έρευνα είναι ιδιαιτέρως δημοφιλής τόσο σε ακαδημαϊκούς όσο και σε υπεύθυνους χάραξης πολιτικής που θέλουν να έχουν ακριβή εικόνα για μια σειρά από επίκαιρα και σημαντικά θέματα, αλλά και ευρύτερα σε όσους συμμετέχουν στη δημόσια σφαίρα.

Η Ελλάδα συμμετέχει στην έρευνα μόλις από το προηγούμενο κύμα, το οποίο διήρκεσε από το 2017 μέχρι το 2022. Η ελληνική συμμετοχή στη WVS –η έρευνα «έτρεξε» το 2017 και δημοσιεύθηκε το 2018– πραγματοποιήθηκε τότε από τη διαΝΕΟσις σε στενή συνεργασία με το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) και πράγματι παρήγαγε πολλά ενδιαφέροντα ευρήματα που συζητήθηκαν τότε εκτενώς στον δημόσιο, αλλά και στον διάλογο μεταξύ ειδικών.

Παρακάτω, όμως, δημοσιεύονται τα προσωρινά αποτελέσματα του επόμενου, όγδοου κύματος για την Ελλάδα. Η έρευνα αυτή πραγματοποιήθηκε και πάλι από τη διαΝΕΟσις σε συνεργασία με το ΕΚΚΕ. Την ευθύνη του σχεδιασμού του ερωτηματολογίου όπως και την επιμέλεια της έρευνας είχε ο Καθηγητής Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Σωκράτης Κονιόρδος, σε στενή συνεργασία με τη Βασιλική Γεωργιάδου, Καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο και Πρόεδρο του ΕΚΚΕ, η οποία συνέβαλε σημαντικά στον επιστημονικό συντονισμό της έρευνας. Τη δειγματοληψία, τον έλεγχο και τη διεξαγωγή της έρευνας πεδίου πραγματοποίησε η MRB Hellas, σε δείγμα 1.200 ατόμων, μέσω προσωπικών συνεντεύξεων σε νοικοκυριά (CAPI) και συνεντεύξεων CAWI μέσω panel (CINT), το διάστημα από 17 Μαρτίου έως 2 Απριλίου 2025. Μαζί με τα πρωτογενή δεδομένα δημοσιεύεται και μια ανάλυση των προσωρινών αποτελεσμάτων από τον Δημήτρη A. Μαύρο, γενικό διευθυντή και μέλος ΔΣ της MRB.

Η δημοσίευση των παρακάτω αποτελεσμάτων αποτελεί μόνο την αρχή μιας σειράς αναλύσεων, οι οποίες θα ακολουθήσουν το επόμενο διάστημα. Θα έχουν ως σκοπό όχι μόνο να ερμηνεύσουν τον μεγάλο όγκο δεδομένων που προέκυψε από το «ελληνικό» όγδοο κύμα, αλλά και, καθώς θα προχωράει η έρευνα στις υπόλοιπες χώρες, να τοποθετήσουν την Ελλάδα στον παγκόσμιο χάρτη των αξιών. Να διερευνήσουν πώς συγκρίνεται η χώρα μας με διαφορετικές κουλτούρες σε μια σειρά από κρίσιμα και ενδιαφέροντα θέματα. 

WORLD VALUES SURVEY 2025 - ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΟΣΩΡΙΝΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ (.PDF)

Συνοπτική Παρουσίαση ΠΡΟΣΩΡΙΝΩΝ Αποτελεσμάτων (PDF.)

ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΑΥΡΟΥ

[Για τη διευκόλυνση της ανάγνωσης, στο τέλος κάθε παραγράφου που ακολουθεί θα βρείτε τους αριθμούς των ερωτήσεων στις οποίες αναφέρεται η συγκεκριμένη παράγραφος]

Πολιτική συμμετοχή και θεσμοί

Η έρευνα, σε διάφορα σημεία της, δείχνει ένα αυξημένο ενδιαφέρον για την πολιτική, ειδικά σε σύγκριση με το προηγούμενο κύμα της World Values Survey. 6 στους 10 δηλώνουν πλέον ότι η πολιτική είναι πολύ ή αρκετά σημαντική γι’ αυτούς, δηλαδή περίπου διπλάσιοι από τους αντίστοιχους το 2017. Το ίδιο εύρημα επιβεβαιώνεται και από μία ακόμα παρόμοια ερώτηση, το κατά πόσο ενδιαφέρονται οι ίδιοι για την πολιτική. Σε αυτή την πιο προσωπική ερώτηση απαντούν βεβαίως λιγότεροι (κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες) ότι ενδιαφέρονται πολύ ή αρκετά, αλλά και πάλι πρόκειται για ένα μεγάλο ποσοστό. Το αυξημένο αυτό ενδιαφέρον δεν φαίνεται να είναι ομοιόμορφο σε όλες τις ομάδες. Για παράδειγμα, εκείνοι που ζουν στις πόλεις δείχνουν σημαντικά πιο μεγάλο ενδιαφέρον από εκείνους που ζουν σε αγροτικές περιοχές (55,6 έναντι 31,1%). [Ε1, Ε48]

Ωστόσο, η πολιτική έχει διάφορες όψεις και εκφάνσεις και η World Values Survey διερευνά πολλές από αυτές. Μία από τις πιο σημαντικές είναι ασφαλώς η συμμετοχή και, ως προς αυτό, η έρευνα δίνει κάποια χρήσιμα, αλλά και ανησυχητικά στοιχεία. Μια αξιοσημείωτη πλειοψηφία (59,3%) δηλώνει αποκλεισμένη από το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα δηλώνουν ότι αυτό επιτρέπει λίγο ή καθόλου σε ανθρώπους σαν κι αυτούς «να έχουν λόγο σε αυτό που κάνει η κυβέρνηση». Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι στη Βόρεια Ελλάδα και στη Θεσσαλονίκη το ποσοστό αυτής της απογοήτευσης είναι πάνω από 10 μονάδες αυξημένο συγκριτικά με το ποσοστό όλης της επικράτειας. Μάλλον αναπάντεχα, το ποσοστό αυτό δεν διαφοροποιείται ιδιαίτερα ανά μορφωτικό επίπεδο: Οι άνθρωποι με κατώτερη, μεσαία και ανώτερη μόρφωση είναι περίπου το ίδιο πιθανό να αισθάνονται αποκλεισμένοι. [Ε55]

Από την άλλη πλευρά, ένα 64,5%, ποσοστό παρόμοιο με των «αποκλεισμένων», αισθάνονται αρκετά, πολύ ή απόλυτα σίγουροι για την ικανότητά τους να συμμετέχουν στην πολιτική. Η αίσθηση αυτή του αποκλεισμού, επομένως, δεν συνοδεύεται από κάποια γενικευμένη αίσθηση ανασφάλειας των ίδιων των πολιτών για την ικανότητά τους να συμμετέχουν. [Ε56]

Φυσικά, στις δημοκρατίες, η πιο προφανής έκφανση της πολιτικής συμμετοχής είναι η ψήφος στις εκλογές. Ο ελληνικός πληθυσμός δηλώνει σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό, 92%, ότι ψηφίζει πάντοτε ή συνήθως τόσο στις εθνικές όσο και στις τοπικές εκλογές. Ωστόσο είναι εύκολο κάποιος να παρατηρήσει ότι το ποσοστό αυτό απέχει κατά πολύ από το επίσημο ποσοστό συμμετοχής στις εκλογές –53% στις εθνικές εκλογές του Ιουνίου 2023–, ακόμα και αν κάποιος συνυπολογίσει «γενναιόδωρα» πιθανές ασυνέπειες στους εκλογικούς καταλόγους. [Ε52]

Πώς κάνουν, όμως, οι πολίτες την επιλογή τους στην κάλπη; Στην αντίστοιχη ερώτηση, κάτι παραπάνω από τους μισούς (53,1%) δηλώνουν ότι κάνουν την επιλογή τους επειδή ταυτίζονται με το κόμμα που ψηφίζουν. Σχεδόν όλοι οι υπόλοιποι, που δεν είναι λίγοι –περίπου 4 στους 10– λένε ότι επιλέγουν ένα κόμμα επειδή αντιπαθούν τα υπόλοιπα. [Ε53]

Η έρευνα αναδεικνύει επίσης μια μειοψηφική μεν, αλλά αναπάντεχα έντονη ανησυχία για την εγκυρότητα των εκλογών –ειδικά αν κάποιος λάβει υπόψη ότι δεν έχουν αμφισβητηθεί, με σοβαρό και τεκμηριωμένο τρόπο, σημαντικά εκλογικά αποτελέσματα στην Ελλάδα μετά το 1974. Παρόλ’ αυτά, 30,9% δηλώνουν ότι οι ψήφοι στις εκλογές καταμετρώνται με δίκαιο τρόπο «λίγο» ή «καθόλου συχνά». Με άλλα λόγια, περίπου 1 στους 3 θεωρεί ότι κάποιες φορές το πραγματικό αποτέλεσμα των εκλογών είναι διαφορετικό από αυτό που ανακοινώνεται. [Ε54]

Πιθανόν το παραπάνω εύρημα να αποτελεί όψη ενός ευρύτερου κλίματος δυσπιστίας, το οποίο ήταν εμφανές και στο «κύμα» του 2017. Οι ερωτώμενοι δεν δηλώνουν ιδιαίτερα ικανοποιημένοι με το πολιτικό σύστημα στη χώρα, το βαθμολογούν με 4,2 στα 10 (10 = πλήρης ικανοποίηση). Αντίστοιχα, θεωρούν σαφώς ότι υπάρχει διαφθορά στην Ελλάδα – με μ.ό. 8,1 στα 10, με το 10 να σημαίνει ότι «υπάρχει διαφθορά σε αφθονία στην Ελλάδα». Ακόμα, δεν θεωρούν ιδιαίτερα πιθανό (μ.ό. 4,2 στα 10 – πολύ πιθανό) κάποιος να τιμωρηθεί για χρηματισμό, δωροδοκία ή άδικη εύνοια. Τέλος, οι αξιολογήσεις για το πόσο δημοκρατικά κυβερνάται η Ελλάδα είναι μάλλον μέτριες, με μέσο όρο 5,6 στα 10 (10 = εντελώς δημοκρατικά). Ο μέσος όρος αυτός ήταν παρόμοιος, μάλιστα οριακά χαμηλότερος, το 2017 (5,4). [Ε58, Ε28, Ε29, Ε66]

Η δυσπιστία και η ανησυχία αυτή ενός σημαντικού μέρους του πληθυσμού μάλλον δεν αποτελεί κάποια γενικευμένη αμφισβήτηση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Με σαφήνεια οι πολίτες αναγνωρίζουν τη σημασία του να ζουν σε μια χώρα που διοικείται δημοκρατικά, καθώς το βαθμολογούν κατά μέσο όρο με 8,8 στα 10 (10 = απολύτως σημαντικό). Αντιστοίχως, 9 στους 10 (90,2%) αξιολογούν τη δημοκρατία ως έναν πολύ ή σχετικά καλό τρόπο διακυβέρνησης. Όμως, στην ίδια ερώτηση διακρίνονται κάποια ανησυχητικά σημάδια. Για παράδειγμα, το ποσοστό στο νεότερο τμήμα του πληθυσμού (18-35 ετών) είναι αισθητά χαμηλότερο από του γενικού πληθυσμού (περίπου στο 83%), ενώ ακόμα και το ποσοστό του γενικού πληθυσμού είναι κατά 7 μονάδες χαμηλότερο σε σχέση με το αντίστοιχο του 2017. Επομένως, οι νέοι του σήμερα είναι περίπου 14 μονάδες λιγότερο πιθανό να θεωρούν τη δημοκρατία έναν καλό τρόπο διακυβέρνησης συγκριτικά με το σύνολο του πληθυσμού το 2017. [Ε65, Ε60]

Αντίθετα, όλες οι υπόλοιπες δηλώσεις της ίδιας ερώτησης παρουσιάζουν αυξημένα ποσοστά συμφωνίας. Φαίνεται ότι οι πολίτες είναι πιο πιθανό από ότι οκτώ χρόνια πριν να βλέπουν θετικά  την «ύπαρξη ενός ισχυρού ηγέτη που δεν δέχεται τον έλεγχο από τη Βουλή και τις εκλογές» (στο 17,7%, +8,7 μονάδες), την «ύπαρξη στρατιωτικής κυβέρνησης» (14,5%, +8,7 μονάδες) καθώς και την «ύπαρξη τεχνοκρατών, όχι κυβέρνησης, που αποφασίζουν σύμφωνα με αυτό που εκείνοι θεωρούν ότι είναι καλύτερο για τη χώρα» (25,5%, +5,4 μονάδες). [Ε60]

 

Ασφαλώς, η δημοκρατία δεν είναι μόνο η εκάστοτε εκλεγμένη κυβέρνηση αλλά μια σειρά από θεσμούς, εθνικούς και διεθνείς, ο καθένας με τις δικές του ιδιαιτερότητες. Η ερώτηση για την εμπιστοσύνη στους θεσμούς είναι συνηθισμένη σε έρευνες όπως η World Values Survey, αλλά πάντοτε δίνει ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Ρίχνοντας μια ματιά στις απαντήσεις αυτού του κύματος και παρατηρώντας τη σειρά των θεσμών που συγκεντρώνουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, διαπιστώνει κανείς ότι αυτή παραμένει παρόμοια με του 2017, και με άλλων αντίστοιχων ερευνών: Στις πρώτες θέσεις είναι ο στρατός, τα πανεπιστήμια και η εκκλησία. Όμως, ακολουθούν και δυο λιγότερο αναμενόμενα αποτελέσματα: Στην τέταρτη θέση βρίσκονται οι περιβαλλοντικές οργανώσεις και στην πέμπτη θέση, η Ευρωπαϊκή Ένωση. Αντίστοιχα, στις τελευταίες θέσεις βρίσκονται το ΔΝΤ, τα πολιτικά κόμματα, η τηλεόραση, η Παγκόσμια Τράπεζα (αν και 5,4% δηλώνει ότι δεν τη γνωρίζει) και ο Τύπος. Αν κάποιος δει τα προηγούμενα, συγκρίσιμα αποτελέσματα του 2017 παρατηρεί σημαντικές μειώσεις στα ποσοστά του στρατού, των πανεπιστημίων, της εκκλησίας, της αστυνομίας, των δικαστηρίων και της δημόσιας διοίκησης. [Ε14]

Όμως, αντίστροφα, μια σειρά θεσμών παρουσιάζει αύξηση. Η πιο θεαματική αύξηση αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση (+25 μονάδες), η οποία όμως θα μπορούσε να αποδοθεί στην ένταση της κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας, η οποία το 2017 ήταν ακόμη σε εξέλιξη. Και άλλες αυξήσεις στην εμπιστοσύνη σε κάποιους θεσμούς θα μπορούσαν να συνδέονται με τη συγκυρία της κρίσης, π.χ. του ΔΝΤ, που, αν και χαμηλά, αύξησε την εμπιστοσύνη του κατά 13,7 μονάδες, του Κοινοβουλίου (+15,1 μονάδες), της κυβέρνησης (+15 μονάδες), των κομμάτων (+12,9 μονάδες) ή του Τύπου (+13,6 μονάδες). Όμως ακόμη και έτσι παραμένει ενδιαφέρον ότι οι περισσότεροι διεθνείς θεσμοί, πλην των πιο οικείων ΔΝΤ και ΕΕ, αύξησαν την επιρροή τους: Παγκόσμια Τράπεζα (+13,2 μονάδες), ΝΑΤΟ (+8,4 μονάδες), Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (+6,3 μονάδες, αν και 1 στους 20 δηλώνει ότι δεν τον γνωρίζει) και Ηνωμένα Έθνη (+5,5 μονάδες). Αντιστοίχως, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, που έγινε πολύ πιο γνωστός και πρωταγωνίστησε στη συνθήκη της πανδημίας, διατήρησε πλήρως τα ποσοστά εμπιστοσύνης του, λίγο πάνω από 47%.

Πιθανόν αυτή η αξιοσημείωτη και σχεδόν οριζόντια αύξηση της εμπιστοσύνης σε διεθνείς θεσμούς να μαρτυρά και κάποια συνειδητοποίηση του ελληνικού πληθυσμού ότι κάποιες από τις σημαντικές προκλήσεις του μέλλοντος, όπως είναι η κλιματική αλλαγή ή η τεχνητή νοημοσύνη, απαιτούν επίσης διαχείριση που ξεπερνάει τα εθνικά σύνορα. Όπως φάνηκε και στο πρόσφατο «Τι πιστεύουν οι Έλληνες», οι μεγάλες αυτές τάσεις προβληματίζουν τον πληθυσμό στη χώρα. Περίπου 1 στους 3 δηλώνει απαισιόδοξος για τις επιπτώσεις της τεχνητής νοημοσύνης («είναι κακή για την ανθρωπότητα»). Όταν η έρευνα ζητά από τους συμμετέχοντες να βαθμολογήσουν το πόσο προσωπικά παίρνουν το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής, το αποτέλεσμα είναι ένας μ.ό. 6,4 στα 10 (με το 10 να σημαίνει «αισθάνομαι πολύ μεγάλη προσωπική ευθύνη να περιορίσω την κλιματική αλλαγή»), δηλαδή το παίρνουν εν τέλει αρκετά προσωπικά. [Ε35, Ε37]

Από την άλλη πλευρά, μπορεί αυτή η βελτιωμένη εμπιστοσύνη σε διεθνείς οργανισμούς να αποτελεί επίσης μια έμμεση επικρότηση του πιο τεχνοκρατικού και πολιτικά ουδέτερου προφίλ τους. Σε άλλο σημείο της έρευνας, 7 στους 10 συμφωνούν ότι «οι δημόσιες πολιτικές θα πρέπει να ακολουθούν τα επιστημονικά δεδομένα, όχι τις πολιτικές προτιμήσεις» – μάλιστα αυτό το αποτέλεσμα είναι παρόμοιο σε όλες τις ομάδες του πληθυσμού, χωρίς πολύ σημαντικές διαφοροποιήσεις, ανά φύλο, ηλικία, εκπαίδευση κλπ. Βεβαίως, για να αποδώσει κάποιος σε αυτόν τον παράγοντα την αυξημένη εμπιστοσύνη σε διεθνείς οργανισμούς με κάποια ασφάλεια, χρειάζεται πολύ περισσότερη ανάλυση, κάτι που φυσικά ξεπερνάει τον σκοπό της σύνοψης αυτής. [Ε63]

Η έρευνα περιλαμβάνει και κάποιες ιδεολογικές ερωτήσεις. Αφενός, ήδη από την αρχή της, με την ερώτηση 6, ζητάει από τους συμμετέχοντες να επιλέξουν στάση απέναντι «στην κοινωνία στην οποία ζούμε» και στο αν και πώς πρέπει να αλλάξει, μεταξύ τριών επιλογών. Περίπου 55%, μια οριακή πλειοψηφία, συμφωνεί ότι «η κοινωνία μας πρέπει να βελτιωθεί σταδιακά με μεταρρυθμίσεις», ενώ 24,7% και 18,2% ζητούν αντιστοίχως «επαναστατική δράση» και υπεράσπιση της σημερινής κοινωνίας έναντι «κάθε ανατρεπτικής δύναμης». Επομένως, η πλειοψηφία τάσσεται μεν υπέρ της αλλαγής με μεταρρυθμίσεις, όμως είναι μια πλειοψηφία σημαντικά μειωμένη, κατά 7,8 μονάδες, σε σχέση με το 2017. Αντίθετα, οι υπόλοιπες δύο επιλογές έχουν ενισχυθεί, κατά 8,4 (η «επαναστατική δράση») και κατά 2,1 μονάδες (η στάση άμυνας και διατήρησης της παράδοσης). [Ε6]

Τέλος, στην κλίμακα αυτοτοποθέτησης, με βάση τον άξονα Αριστερά και Δεξιά, δεν υπάρχουν σημαντικές μεταβολές από το 2017, παρά την εναλλαγή των κυβερνήσεων έκτοτε: Οι περισσότεροι πολίτες δηλώνουν ότι βρίσκονται λίγο αριστερά ή λίγο δεξιά από το κέντρο. Ωστόσο, είναι ενδιαφέρον ότι το ποσοστό όσων δεν απαντούν στη συγκεκριμένη ερώτηση, πιθανόν γιατί απορρίπτουν τον άξονα Αριστερά-Δεξιά, δεκαπλασιάζεται μέσα σε οκτώ χρόνια, από το 1,2% το 2017 σε 11,2% το 2025. [Ε57]

Ικανοποίηση, έλεγχος και εμπιστοσύνη

Πέρα όμως από την πολιτική και τις διάφορες όψεις της, πώς αισθάνεται ο ελληνικός πληθυσμός με τη ζωή του; Αισθάνονται οι πολίτες ότι έχουν τη δύναμη να την ορίζουν οι ίδιοι; Δηλώνουν ικανοποιημένοι και χαρούμενοι; Εμπιστεύονται τους άλλους ανθρώπους;

Αρχικά είναι ενδιαφέρον ότι, παρά τη γενικευμένη δυσπιστία και απογοήτευση με την πολιτική, μια σημαντική πλειοψηφία, οι 7 στους 10, δηλώνουν ότι αισθάνονται πολύ ή αρκετά ευτυχισμένοι, ένα ποσοστό αντίστοιχο με του 2017. Ακόμα περισσότερες και περισσότεροι, 76,6%, δηλώνουν ότι έχουν καλή ή πολύ καλή υγεία. Ακόμη πιο πολλοί, 84,3%, δηλώνουν κάπως ικανοποιημένοι από την οικογενειακή ζωή τους καθώς τη βαθμολογούν με 6 στα 10 ή περισσότερο. Μάλιστα, από αυτό το 84,3%, 7 στους 10 (δηλαδή ένα 60,6% του συνόλου) δίνουν από 8 και πάνω. Τέλος, περίπου 8 στους 10 (82,7%) δηλώνουν ότι συχνά ή μερικές φορές αναλογίζονται το νόημα της ζωής. [Ε8, Ε9, Ε11, Ε44]

Αισθάνονται, όμως, οι άνθρωποι ότι ελέγχουν οι ίδιοι τη ζωή τους; Η ερώτηση 10 διερευνά μια αρκετά δημοφιλή έννοια μεταξύ κοινωνικών επιστημόνων, τη λεγόμενη «αυτεπάρκεια» (self-efficacy) – κατά πόσο δηλαδή οι άνθρωποι πιστεύουν ότι έχουν ελευθερία επιλογής και έλεγχο στη ζωή τους ή, αντιθέτως, ό,τι κι αν κάνουν δεν επηρεάζει τα όσα τους συμβαίνουν. Προφανώς, η ζωή στον πραγματικό κόσμο είναι σύνθετη και περιλαμβάνει τόσο συνθήκες που ελέγχουμε όσο και κάποιες που μας ξεπερνούν. Ωστόσο, και μόνο η στάση απέναντι σε αυτό το φάσμα φαίνεται ότι σχετίζεται με πολλές συμπεριφορές, αποφάσεις και συναισθήματα. Πολλές έρευνες ισχυρίζονται ότι οι άνθρωποι που αισθάνονται ότι έχουν μεγαλύτερο έλεγχο στη ζωή τους παρουσιάζουν μια σειρά από θετικά αποτελέσματα στην κοινωνική, οικονομική και επαγγελματική συμπεριφορά τους, καθώς και στην ψυχική υγεία τους. Από αυτή τη σκοπιά έχει ενδιαφέρον ότι κατά μέσο όρο, ο ελληνικός πληθυσμός βαθμολογεί με 6,8 στα 10 τον βαθμό ελέγχου που αισθάνεται ότι έχει πάνω στη ζωή του, με το 10 να σημαίνει «έχω πάρα πολλές επιλογές». Στέκεται δηλαδή σαφώς στην πλευρά του ελέγχου, και μάλιστα αυτός ο μέσος όρος, παρά τις πολλές μεγάλες εξωγενείς κρίσεις που προέκυψαν μετά το 2017 –π.χ. πανδημία, κρίση κόστους ζωής– είναι αισθητά αυξημένος από το προηγούμενο κύμα (στο 6 τότε). [Ε10]

Ένα άλλο εύρημα του προηγούμενου κύματος της World Values Survey, αλλά και πολλών άλλων παρόμοιων σε περιεχόμενο ερευνών –από το Ευρωβαρόμετρο έως το «Τι πιστεύουν οι Έλληνες» – είναι τα χαμηλά ποσοστά εμπιστοσύνης, όχι μόνο σε κάποιους θεσμούς, αλλά και στους άλλους ανθρώπους γενικώς. Υπάρχει μια πλούσια βιβλιογραφία, η οποία συνδέει τη χαμηλή εμπιστοσύνη σε μια κοινωνία με αρκετά αρνητικά αποτελέσματα, όπως η μειωμένη πολιτική συμμετοχή, αλλά και με χειρότερους οικονομικούς δείκτες. Η World Values Survey, η οποία επιτρέπει συγκρίσεις μεταξύ χωρών, ανέδειξε επίσης στο προηγούμενο κύμα της το πώς η θέση της Ελλάδας σε θέματα κοινωνικής εμπιστοσύνης αποκλίνει από εκείνη άλλων ευρωπαϊκών χωρών.

Στο νέο κύμα της World Values Survey, οι σύμφωνες γνώμες με την άποψη ότι «οι περισσότεροι άνθρωποι είναι άξιοι εμπιστοσύνης» είναι στο 14,2%, ένα ποσοστό αυξημένο κατά περίπου 6 μονάδες από την έρευνα του 2017. Πρόκειται επίσης για ένα αποτέλεσμα που βρίσκεται αρκετά κοντά στο αντίστοιχο ποσοστό (12,8%) του «Τι πιστεύουν οι Έλληνες» στην ίδια ερώτηση περίπου έναν χρόνο νωρίτερα. Ωστόσο, είναι εντυπωσιακές οι γεωγραφικές ανισότητες στις απαντήσεις στη συγκεκριμένη ερώτηση. Ενδεικτικά, στην Αττική η εμπιστοσύνη στους άλλους ανθρώπους είναι αισθητά μεγαλύτερη από τον εθνικό μέσο όρο, στο 21,2%, ενώ στη Θεσσαλονίκη και στη Βόρεια Ελλάδα ο ίδιος δείκτης καταρρέει σε 7,6% και 5,5% αντίστοιχα. Η διαφορά αυτή επιβεβαιώνεται και από τον διαχωρισμό μεταξύ αστικών και αγροτικών περιοχών. Στις πόλεις, η εμπιστοσύνη στους άλλους ανθρώπους είναι περίπου τριπλάσια από το αντίστοιχο ποσοστό στις αγροτικές περιοχές – 16,9 έναντι 5,3%. [Ε12]

Ανάπτυξη, κόστος ζωής και οικονομικές αξίες

Η οικονομία δεν απουσιάζει από τα θέματα τα οποία αγγίζει η έρευνα – κάποιες φορές ως προβληματισμός για τη ζωή (π.χ. αύξηση των τιμών), αλλά κυρίως ως μια σειρά αξιών, οι οποίες επηρεάζουν το πώς οι άνθρωποι συναλλάσσονται και συμπεριφέρονται. Η έρευνα δίνει πολύ ενδιαφέροντα ερεθίσματα, τα οποία ίσως στο τέλος της διαδρομής, όταν το κύμα ολοκληρωθεί και στις υπόλοιπες χώρες, θα είναι ακόμα πιο χρήσιμα για πιο αναλυτικές συγκρίσεις μεταξύ χωρών ή περιοχών του κόσμου.

Η οικονομική ανάπτυξη εξακολουθεί να παραμένει, οκτώ χρόνια μετά το έβδομο κύμα, ο συχνότερα αναφερόμενος στόχος της χώρας για το μέλλον, για την επόμενη δεκαετία, με 76,3% στο σύνολο των αναφορών (δίνεται επιλογή δύο απαντήσεων). Η δεύτερη σε αναφορές επιλογή αφορά και αυτή την οικονομική δραστηριότητα: 53,3% αναφέρουν «να έχουν οι πολίτες μεγαλύτερο έλεγχο πάνω στα όσα ισχύουν στον χώρο εργασίας και στις κοινότητές τους». Μόλις η τρίτη σε αναφορές επιλογή αφορά την ασφάλεια («η χώρα να διαθέτει ισχυρές ένοπλες δυνάμεις» – 42%). Σημειωτέον ότι τελευταία στη σειρά των πιο συχνών αναφορών έρχεται μια επιλογή που ίσως παραπέμπει στο περιβάλλον: «Να γίνουν οι πόλεις και η ύπαιθρος πιο ελκυστικές» (25,6%). [Ε17]

Είναι ενδιαφέρον κάποιος να «διαβάσει» την τελευταία απάντηση σε συνδυασμό με μια άλλη απάντηση αρκετά αργότερα στην έρευνα. Στην ερώτηση 38, που θέτει το δίλημμα «προστασία του περιβάλλοντος vs. οικονομική ανάπτυξη», ο πληθυσμός στη χώρα απαντά κατά πλειοψηφία (57,2%) ότι η προστασία του περιβάλλοντος θα πρέπει να έχει προτεραιότητα «ακόμα και εις βάρος του ρυθμού της οικονομικής ανάπτυξης ή των θέσεων εργασίας». [Ε38]

Ένας ακόμη έντονος προβληματισμός του πληθυσμού, ο οποίος ανακύπτει με μια ματιά στα αποτελέσματα, αφορά το κόστος ζωής. Σχεδόν 8 στους 10 (77,4%) δηλώνουν ότι, μεταξύ κάποιων επιλογών που δίνει το ερωτηματολόγιο, το πιο σημαντικό θέμα είναι η καταπολέμηση της αύξησης των τιμών. Μάλιστα, αρκετά αργότερα, μια πολύ σημαντική πλειοψηφία δηλώνει ότι θα μπορούσε να συμμετάσχει ή έχει συμμετάσχει ήδη σε μποϊκοτάζ (που, ωστόσο, μπορεί να μην έχει μόνο οικονομικά κίνητρα, π.χ. να αφορά προϊόντα μιας χώρας που εμπλέκεται σε πολέμους). [Ε18, Ε51]

Επιπρόσθετα, η έρευνα θέτει μια σειρά από διλήμματα, τα οποία έχουν σχέση με τις αντιλήψεις και τις συμπεριφορές γύρω από την οικονομία. Από αυτήν τη σκοπιά, ο ελληνικός πληθυσμός στέκεται κάπου στο μέσο του διπόλου μεταξύ ισότητας και ατομικής προσπάθειας (μ.ό. 5,2 στα 10) ως αντίρροπες προτεραιότητες για την κοινωνία. Αντίστοιχα, βρίσκεται πάλι στο μέσο έχοντας να επιλέξει μεταξύ της κρατικής ιδιοκτησίας επιχειρήσεων και βιομηχανιών (10) και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας τους (1), με μέσο όρο στο 5,3 – έχοντας όμως αισθητά μετακινηθεί προς την πλευρά της προτίμησης της κρατικής ιδιοκτησίας από το 2017, όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος ήταν στο 4,7. Η ίδια προτίμηση προς την κρατική παρέμβαση, αλλά πιο έντονη, φαίνεται και όταν οι ερωτώμενοι καλούνται να τοποθετηθούν στο δίπολο «οι κυβερνήσεις να αναλάβουν μεγαλύτερη ευθύνη ώστε να φροντίζουν για όλους» (1) ή «οι πολίτες να φροντίσουν για τον εαυτό τους» (10), καθώς ο μέσος όρος κλίνει σαφώς προς την κρατική φροντίδα, στο 3,7. Τέλος, όταν οι συμμετέχουσες και οι συμμετέχοντες καλούνται να βαθμολογήσουν κατά πόσο η σκληρή δουλειά (1) ή η τύχη και οι γνωριμίες (10) εξασφαλίζουν μια καλύτερη ζωή, τοποθετούνται και πάλι στο μέσο (μ.ό. 5,4), αλλά ελαφρώς προς την πλευρά της τύχης και των γνωριμιών. [Ε23, Ε24, Ε25, Ε27]

Ασφάλεια και πόλεμοι

Η ανάπτυξη ενός ισχυρού στρατού, όπως φάνηκε λίγο παραπάνω, υστερεί κάπως ως προτεραιότητα για τα επόμενα δέκα χρόνια – πιθανόν σε αντίθεση με τον δημόσιο διάλογο και τις σχετικές πρωτοβουλίες στην Ευρώπη εδώ και αρκετό καιρό. Ωστόσο, η ανησυχία για πολεμικού τύπου συγκρούσεις είναι παρούσα. Η ερώτηση 20 ζητάει από τους συμμετέχοντες να αξιολογήσουν κατά πόσο τους ανησυχούν μια σειρά από περισσότερο ή λιγότερο σπάνιες απειλές. Καθώς είναι μάλλον αναμενόμενο, οι περισσότεροι, πάνω από 50%, ανησυχούν για ληστείες, βία, σωματική επίθεση ή σεξουαλική παρενόχληση. Όμως είναι εντυπωσιακά υψηλά τα ποσοστά όσων ανησυχούν για πιο σπάνια γεγονότα: 56,2% ανησυχούν αρκετά ή πολύ για πανδημία ή φυσική καταστροφή, 1 στους 2 ανησυχεί για τρομοκρατική επίθεση (49,9%) ή πόλεμο (48,6%), ενώ περίπου 1 στους 3 (33,9%) λέει ότι ανησυχεί για εμφύλιο πόλεμο. [Ε20]

Αμέσως μετά, η έρευνα ρωτάει κατά πόσο οι συμμετέχοντες θα ήταν πρόθυμοι, στην περίπτωση ενός υποθετικού πολέμου, να πολεμήσουν για τη χώρα. Ένα ξεκάθαρα μειοψηφικό, αλλά καθόλου αμελητέο ποσοστό, 27,3%, δεν δηλώνει πρόθυμο, σε περίπτωση πολέμου, να πολεμήσει για την Ελλάδα. Στην Αττική αυτό το ποσοστό είναι αισθητά μεγαλύτερο, στο 36,5%. [Ε21]

Ισότητα των φύλων

Πόσο λόγο έχουν οι γυναίκες στον οικογενειακό προγραμματισμό; Ποια είναι τα εμπόδια στην εκπαίδευση και στην εργασία; Ποιες είναι οι επικρατούσες αντιλήψεις για τη βία και τη σεξουαλική παρενόχληση; Η World Values Survey διαχρονικά αφιερώνει σημαντικό χώρο στο να διερευνήσει αντιλήψεις, απόψεις αλλά και στερεότυπα που σχετίζονται με την ισότητα μεταξύ των φύλων. Οι ερωτήσεις αυτές, άλλοτε πιο ευθείες και άλλοτε περισσότερο έμμεσες, σε συνδυασμό με διαφορές μεταξύ των φύλων σε άλλες ερωτήσεις, δίνουν μια ιδιαίτερα ευκρινή εικόνα για τη θέση των γυναικών στη χώρα σήμερα.

Αρχίζοντας από τα θέματα οικογένειας, η ερώτηση 47 δίνει μια ενδιαφέρουσα εικόνα. Παραθέτει οκτώ προτάσεις, οι οποίες αντιστοιχούν σε θετικές ή αρνητικές απόψεις σχετικές με τον ρόλο των γυναικών στον οικογενειακό προγραμματισμό, και ζητά από όσες και όσους συμμετέχουν να δηλώσουν κατά πόσο συμφωνούν. Για παράδειγμα, «οι γυναίκες θα πρέπει να έχουν πρόσβαση σε ασφαλείς υπηρεσίες άμβλωσης για να τερματίσουν μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη» ή «είναι σημαντικό για τα κορίτσια να συνεχίσουν το σχολείο, ακόμα κι αν μείνουν έγκυες και κάνουν παιδιά». Οι απαντήσεις φαίνονται στο παρακάτω γράφημα. [Ε47]

Εν τούτοις, είναι εξίσου ενδιαφέρον κάποιος να παρατηρήσει το πόσο διαφορετικά αντιδρούν οι άνδρες και οι γυναίκες σε καθεμία από αυτές τις ερωτήσεις. Η διαφορά αυτή είναι σχεδόν μηδενική στην άποψη ότι «τα κορίτσια και οι γυναίκες πρέπει να αποφασίζουν οι ίδιες πότε, αν και με ποιον θα παντρευτούν». Κάποιες άλλες φορές οι αντίστοιχες διαφορές είναι μικρές, όπως στην άποψη ότι «η εκπαίδευση για τη σεξουαλικότητα βοηθάει τους νέους να παίρνουν συνειδητές αποφάσεις» (1 μονάδα) ή στο ότι «τα αντισυλληπτικά πρέπει να είναι διαθέσιμα για όλους, ανεξαρτήτως οικογενειακής κατάστασης και ηλικίας» (2,4 μονάδες). Όμως, σε άλλες επιλογές η διαφορά είναι αξιοσημείωτη, π.χ. οι άνδρες απαντούν πολύ πιο συχνά (κατά 14,8 μονάδες) ότι ο «άνδρας θα πρέπει να γνωρίζει πού είναι η κοπέλα ή η σύζυγός του όλη την ώρα».

Πολλές ερωτήσεις της έρευνας αφορούν, επίσης, όψεις της ισότιμης πρόσβασης των φύλων στην εκπαίδευση και στην εργασία. Για παράδειγμα, μέσα από τα αποτελέσματα της ερώτησης 4, μπορεί κάποιος να εντοπίσει ένα εύρημα που μοιάζει με «πισωγύρισμα»: Το ποσοστό όσων συμφωνούν με την άποψη ότι «η πανεπιστημιακή εκπαίδευση είναι πιο σημαντική για ένα αγόρι από ό,τι για ένα κορίτσι», είναι μεν καθαρά μειοψηφικό, αλλά διπλασιάστηκε σε σχέση με το κύμα του 2017, από 8% σε 16%. Ακόμα και το ποσοστό των συμμετεχόντων με ανώτερη μόρφωση που συμφωνεί με αυτή την άποψη το 2025 (10,7%) είναι υψηλότερο από το ποσοστό του γενικού πληθυσμού το 2017. [Ε4]

Ωστόσο, σε θέματα εργασίας η τάση φαίνεται ότι είναι αντίστροφη. Για παράδειγμα, το ποσοστό όσων συμφωνούν με την άποψη ότι «όταν οι δουλειές είναι λίγες, οι άνδρες προηγούνται» είναι κατά περίπου 10 μονάδες μειωμένο σε σχέση με το 2017, αλλά και πάλι υπολογίσιμο, στο 27,2%, δηλαδή περισσότεροι από 1 στους 4. Σε πολλές από αυτές τις απαντήσεις είναι επίσης ιδιαίτερα εμφανείς οι διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών. Για παράδειγμα, άνω του 85% των γυναικών διαφωνούν ότι οι άνδρες γίνονται καλύτερα στελέχη επιχειρήσεων (87,1%) ή πολιτικοί ηγέτες (85%) από τις γυναίκες, έναντι μιας πολύ πιο συγκρατημένης, αλλά και πάλι, πλειοψηφίας στους άνδρες (68,3% και 61,7% αντίστοιχα). [Ε5, Ε4]

Τέλος, είναι ενδιαφέρον ότι 6,2% των ανδρών δηλώνει ότι είναι μη ενεργό μέλος σε εθελοντική ομάδα/ένωση για τα γυναικεία δικαιώματα. Πρόκειται για ένα χαμηλό μεν ποσοστό, που, όμως, δεν απέχει πολύ από το 9,7% των γυναικών που λένε το ίδιο. Βέβαια, όσον αφορά τα ενεργά μέλη, μάλλον αναμενόμενα, οι γυναίκες που το δηλώνουν αυτό είναι πολλαπλάσιες των ανδρών (6,1% έναντι 0,3%). [Ε15]

Κοινωνικά στερεότυπα και θρησκεία

Επιπλέον, η έρευνα, σε μια πολύ έξυπνη ενότητα (ερ. 45), ρωτάει τους συμμετέχοντες κατά πόσο θεωρούν ότι δικαιολογούνται μια σειρά από 16 πολύ διαφορετικές μεταξύ τους ενέργειες, οι οποίες σε πολλές κοινωνίες ανά τον κόσμο συνοδεύονται από στερεότυπα και προκαλούν πόλωση, ή αποτελούν και παράνομες, κατακριτέες, σημαντικές ή ασήμαντες, πράξεις. Η ελληνική κοινωνία εμφανίζεται, κατά μέσο όρο, σαφώς υποστηρικτική προς το προγαμιαίο σεξ (μ.ό. βαθμολογίας 8 στα 10), το διαζύγιο (7,4), την ομοφυλοφιλία (6,4) και την άμβλωση (6,3) – και μάλιστα σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι το 2017, ειδικά όσον αφορά την ομοφυλοφιλία και την άμβλωση. Οι υπόλοιπες επιλογές συγκεντρώνουν μέσο όρο χαμηλότερο του 5, άρα τείνουν προς το να μη δικαιολογούνται: ευθανασία (3,9), θανατική ποινή (3,2), αυτοκτονία (3,1), μη καταβολή εισιτηρίου στα μέσα μεταφοράς (2,9), διεκδίκηση κρατικών επιδομάτων που δεν δικαιούνται (2,8), φορολογική εξαπάτηση (2,5), αποδοχή δωροδοκίας (2,1), κλοπή περιουσίας (1,7), πολιτική βία (1,7), βία έναντι άλλων (1,7), γονείς να δέρνουν τα παιδιά τους (1,6), και άνδρας να δέρνει τη γυναίκα του (1,5). [Ε45]

Αξίζει να σταθεί κανείς λίγο περισσότερο στην αλλαγή στάσης απέναντι στην ομοφυλοφιλία, και ευρύτερα σε θέματα ταυτότητας φύλου. Ειδικά αντιπαραβάλλοντας με τα δεδομένα του 2017, η αλλαγή και η πρόοδος είναι ιδιαίτερα εμφανής. Δεν είναι μόνο η πολύ έντονη άμβλυνση της στάσης απέναντι στην ομοφυλοφιλία στην παραπάνω ερώτηση, αλλά και σε άλλα σημεία που φαίνεται αυτή η μεταβολή. Για παράδειγμα, το 2017 1 στους 3 δήλωνε ότι δεν θα ήθελε ομοφυλόφιλους για γείτονες, ενώ πλέον το ποσοστό αυτό στην ίδια ερώτηση είναι κατά περισσότερες από 14 μονάδες μειωμένο, αν και πάλι, όχι αμελητέο: 19,2% δεν θα ήθελαν ακόμη ομοφυλόφιλους για γείτονες. Στην Αττική, το ίδιο ποσοστό είναι αρκετά χαμηλότερο, στο 13,4%, στην ανώτερη μόρφωση στο 12%, ενώ στην κεντρώα πολιτική τοποθέτηση, στο 11,7%. Σε άλλη ερώτηση, μια σημαντική πλειοψηφία, 75%, συμφωνεί ότι «τα άτομα που ντύνονται, συμπεριφέρονται ή ταυτίζονται με το αντίθετο φύλο από αυτό με το οποίο έχουν γεννηθεί, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται όπως οποιοσδήποτε άλλος». [Ε3, Ε47]

Παράλληλα, η έρευνα ασχολείται εκτενώς με τη σχέση του πληθυσμού με τη θρησκεία. Οι συμμετέχοντες «βαθμολογούν» τη σημασία του Θεού στη ζωή τους με 7 στα 10, κατά μέσο όρο (από μ.ό. 8,1 το 2017). Περίπου 4 στους 10 δηλώνουν ότι πηγαίνουν στην εκκλησία μόνο σε ειδικές θρησκευτικές γιορτές. 2 στους 10 λένε ότι πηγαίνουν μία φορά τον μήνα, ενώ σχεδόν 1 στους 10 απαντάει «ποτέ, σχεδόν ποτέ». Μια οριακή μεν, αλλά σαφής πλειοψηφία ερωτώμενων (54,6%) δηλώνουν ότι προσεύχονται σχετικά τακτικά, τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα, ανεξαρτήτως των γιορτών ή των τελετών όπου παρευρίσκονται. [Ε39, Ε41, Ε42]

Όπως φαίνεται και από την παραπάνω επιλογή κάποιων από τα προσωρινά αποτελέσματα του ελληνικού σκέλους της WVS, το υλικό είναι πλούσιο και πολύπλευρο. Καθεμία ερώτηση, ή ομάδα ερωτήσεων, μπορεί να προκαλέσει πλήθος ερμηνειών και υποθέσεων. Η δημοσίευση αυτή αποτελεί μόνο το πρώτο βήμα σε μια σειρά πιο εστιασμένων αναλύσεων που θα ακολουθήσουν το επόμενο διάστημα. Ο τελικός στόχος δεν είναι μόνο η ερμηνεία του μεγάλου αυτού όγκου δεδομένων που παρήγαγε το «ελληνικό» όγδοο κύμα, αλλά και, καθώς η έρευνα θα επεκτείνεται στις υπόλοιπες χώρες, η - κατά το δυνατόν - ακριβής και τεκμηριωμένη τοποθέτηση της Ελλάδας στον παγκόσμιο χάρτη των κοινωνικών και ατομικών αξιών.


WORLD VALUES SURVEY 2025 - ΈΚΘΕΣΗ ΠΡΟΣΩΡΙΝΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ (.PDF)

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΠΡΟΣΩΡΙΝΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ (.PDF)

EΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΕΡΕΥΝΑΣ (.DOCX)

AΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ (.XLS)

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ (.SAV)

ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΗΜΗΤΡΗ Α. ΜΑΥΡΟΥ